στον javaspa και σε όλα «τα τρομερά παιδιά» της αντικουλτούρας…
«Κάτι που αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τους δρόμους είναι πολύ σημαντικότερο από κάτι που αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο κοιτάζουμε τους πίνακες».
~Guy Debord
«Αυτοί που ελέγχουν τα σύμβολα ορίζουν κι εμάς».
~Alfred Korzybski
Η γέννηση
Το γκραφίτι είναι σχεδόν τόσο παλιό όσο και η πρώτη κραυγή του ανθρώπου. Από τις πρώτες τοιχογραφίες στα σπήλαια της Γαλλίας 32.000 χρόνια πριν, μέχρι τα σύγχρονα στένσιλ που «λερώνουν» τις αποστειρωμένες ευρωπαϊκές μητροπόλεις, το γκραφίτι είτε γίνεται με σπρέι, με μαρκαδόρους, με στένσιλ ή με αυτοκόλλητα, και είτε γίνεται σε τρένα, σε τοίχους, σε δρόμους ή σε πλατείες, γεννιέται και τρέφεται πάντα από την ίδια ανάγκη: την ανάγκη του ατόμου να διαδηλώσει την ύπαρξή του και να αφήσει ένα σημάδι στον κόσμο γύρω του.
Κυρίαρχη κουλτούρα vs. επανεφεύρεση της ταυτότητας
Όπως οι φυλακισμένοι χαράζουν στους τοίχους των κελιών τους τη βαθιά τους επιθυμία για απόδραση και ελευθερία, έτσι και τα παιδιά των μεταναστών, που μεγαλώνουν έγκλειστα στα γκέτο της Νέας Υόρκης στα τέλη της δεκαετίας του 1960, βάφουν τους τοίχους με την φαντασίωσή τους να τα καταργήσουν. Φυλακισμένα μέσα στα τείχη του γκέτο, οι αλυσίδες τους επεκτείνονται και πέρα από τον φυσικό τους εγκλεισμό, στον εγκλωβισμό τους μέσα στις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα της άρχουσας τάξης. Αρνούμενα να ορίσουν και να καθορίσουν τον εαυτό τους με βάση τα νοήματα και τις αφηγήσεις του κυρίαρχου λόγου, οργανώνουν μια μορφή αντίστασης που παίρνει τις διαστάσεις υποκουλτούρας και τη βαφτίζουν χιπ χοπ. Μέσω της τέχνης: της μουσικής (DJing), της ποίησης (rap), του χορού (breakdance), και του γκραφίτι αποκτούν τα εργαλεία για να αντισταθούν, να αντιδράσουν και να δώσουν μια απάντηση στην επίθεση που δέχονται. Το γκραφίτι αποτελεί καθοριστικό συστατικό αυτής της υποκουλτούρας. «Βομβαρδίζοντας» τα τρένα, τους δρόμους και τις γειτονιές με τα ονόματα που έχουν επιλέξει οι ίδιοι για τον εαυτό τους (tags), με γρήγορα κομμάτια γεμισμένα με χρώμα, γραμμένα σε μια γλώσσα που είναι καταληπτή μόνο από τους ίδιους (throwups), ή με πιο σύνθετα κομμάτια που ακολουθούν τους δικούς τους αισθητικούς κανόνες (pieces), οι γκραφιτάδες αναβαπτίζουν τον εαυτό τους και επανεφευρίσκουν την ταυτότητά τους, επιβάλλοντας ταυτόχρονα τον δικό τους κώδικα επικοινωνίας και το δικό τους σύστημα αισθητικής, που καταργεί και υπερβαίνει τις παραδοσιακές έννοιες της ομορφιάς και της τάξης μέσα σε μια πόλη που έχει επιλέξει στην καλύτερη να τους αγνοεί, και στη χειρότερη να τους φιμώνει.
Ατομική ιδιοκτησία vs. επανοικειοποίηση του δημόσιου χώρου
Τα συνθήματα των καταστασιακών στους τοίχους του Παρισιού τον Μάιο του 1968 που διακηρύττουν ότι «η ποίηση γεννιέται στον δρόμο» και ότι «το πιο όμορφο γλυπτό είναι μια πέτρα στο κεφάλι ενός μπάτσου», αποτελούν σταθμό για τη σύνδεση του γκραφίτι με τα πολιτικά κινήματα, και τη μετάβαση από την έκφραση της ταυτότητας στην έκφραση της ιδεολογίας. Το 1968 το γκραφίτι αποτελεί όχι μόνο μέσο προπαγάνδας και εργαλείο για τη διάδοση των ιδεών των καταστασιακών, αλλά κυρίως αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας τους της πολιτικής δράσης και προέκταση της πολιτικής τους πρακτικής. Η επανοικειοποίηση των δημοσίων χώρων και η αμφισβήτηση της ατομικής ιδιοκτησίας που προτάσσουν τα συνθήματά τους πραγματώνονται και εμπράκτως μέσω του γκραφίτι, που λεηλατεί τους δρόμους της πόλης και βεβηλώνει τις ιερές περιουσίες των νοικοκυραίων.
Δικτατορία της διαφήμισης vs. αισθητικό σαμποτάζ
Στις σύγχρονες ευρωπαϊκές μητροπόλεις όπως η Αθήνα, όπου οι διαφημιστικές ταμπέλες, οι εμπορικές πινακίδες και τα logos των πολυεθνικών δεσπόζουν παντού, μονοπωλούν τον χώρο μέσα στην πόλη, μολύνουν καθημερινά το βλέμμα με την αισθητική τους και ρυπαίνουν τη σκέψη με το σύστημα των αναγκών και τα πρότυπα που επιβάλλουν, οι γκραφιτάδες επιτίθενται στις βιτρίνες των καταστημάτων, στις διαφημίσεις προϊόντων, στις αφίσες θεαμάτων και κατ’ επέκταση στον αξιακό κώδικα που αυτά εκπροσωπούν, αντιστρέφοντας τα νοήματα και υπονομεύοντας τα μηνύματά τους. Παρεμβαίνουν και μεταμορφώνουν το αστικό τοπίο μέσα στο οποίο ζουν, αλλά για το οποίο δεν έχουν κανένα λόγο και έλεγχο. Διεκδικούν τον χώρο τους για έκφραση και δημιουργία μέσα σε μια πόλη όπου οι δημόσιοι χώροι καπηλεύονται και υφαρπάζονται από τις πολυεθνικές και τις επιχειρήσεις, με τη νομιμοποίηση που τους προσφέρει το χρήμα και η αξίωση του κέρδους. Η τέχνη επιτίθεται στην αρχιτεκτονική, και η ανάγκη για ελευθερία στους νόμους περί ατομικής ιδιοκτησίας και ιδιωτικοποίησης κάθε δημόσιου χώρου και αγαθού.
Καλλιτέχνης-φίρμα vs. συλλογική δημιουργία
Οι γκραφιτάδες δεν αναπροσδιορίζουν μόνο την ταυτότητα και την ιδεολογία τους αλλά και τις σχέσεις μεταξύ τους. Συνιστούν κοινότητες και ομάδες οι οποίες διέπονται από δικούς τους αξιακούς κώδικες και ηθικούς κανόνες. Ο παράνομος χαρακτήρας του γκραφίτι, αλλά και η επικινδυνότητα ορισμένων έργων, προϋποθέτουν σχέσεις εμπιστοσύνης και οικοδομούν δεσμούς αλληλεγγύης και αλληλεξάρτησης μεταξύ των γκραφιτάδων. Ενάντια λοιπόν στην μυθοποίηση του ατομικιστή καλλιτέχνη-φίρμα με το υπερτροφικό υπερεγώ, που επιβάλλουν οι ανάγκες του σύγχρονου καπιταλισμού για να προωθήσουν και να πουλήσουν πιο εύκολα τα προϊόντα της τέχνης, το γκραφίτι αποτελεί συλλογική δημιουργία που μπορεί να γίνει από τον οποιονδήποτε, και είναι παιδί της σχέσης αλληλεγγύης αυτού που έβαψε, αυτού που κράτησε τσίλιες, αυτού που το τράβηξε φωτογραφίες κλπ. Η διαδικασία και η πράξη του βαψίματος καθίσταται πιο σημαντική από το τελικό προϊόν, και το γεγονός αυτό κλονίζει συθέμελα βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις για την αξία του έργου τέχνης ως προϊόν προς πώληση, ενώ δυναμιτίζει την έννοια της εμπορευματοποίησης της τέχνης αλλά και της ζωής γενικότερα.
Τέχνη vs. βανδαλισμός ή αλλιώς η καταστροφή της ομορφιάς και η ομορφιά της καταστροφής
Σε έναν κόσμο όπου η γλώσσα συνιστά σύμμαχο της εξουσίας, και οι λέξεις όπλα των ισχυρών, η βιομηχανία της τέχνης δεν είναι ούτε αμέτοχη ούτε αθώα, αλλά συντάσσεται με τους μηχανισμούς ελέγχου, χειραγώγησης και υποδούλωσης. Έρπει πίσω από την οικονομική και πολιτική εξουσία και σέρνει πίσω της το κουφάρι ενός σάπιου και χρεοκοπημένου κόσμου. Σε αυτόν τον κόσμο τα δημιουργήματα της ελεύθερης σκέψης και της εξεγερμένης φαντασίας του ατόμου βαφτίζονται βανδαλισμός και καθίστανται παράνομα, ενώ τα προϊόντα του εμπορίου και του κέρδους βαφτίζονται αυτόματα τέχνη, μυθοποιούνται, εγκωμιάζονται και τιμολογούνται ανάλογα. Το γκραφίτι από τη φύση του αποτελεί κλωτσιά στα μούτρα του συστήματος της αγοράς της τέχνης, καθώς δεν ανήκει σε κανέναν, και έτσι δεν μπορεί να αγοραστεί ή να πουληθεί από κανέναν. Αντιστέκεται στην ιδρυματοποίηση της τέχνης μέσα σε γκαλερί και σε μουσεία, καθώς έχει ανάγκη τον καθαρό αέρα και τον ανοιχτό δρόμο για να αναπνεύσει και να παραμείνει ζωντανό. Οι αλλεπάλληλες προσπάθειες αφομοίωσής του από το σύστημα πέφτουν στο κενό, καθώς έξω από τη συνθήκη της παραβατικότητας και της ρήξης με το υπάρχον, και χωρίς την αλληλεπίδραση με το αστικό περιβάλλον απονοηματοδοτείται, χάνει τη δυναμική και την ουσία του και μετατρέπεται σε ένα ακόμη προϊόν στα ράφια ενός μαγαζιού (a.k.a. γκαλερί). Γιατί όπως λέει και ο Molotov Cocktail 7 «το γκραφίτι γεννήθηκε για να λειτουργεί έξω από το σύστημα… όταν βάζεις το γκραφίτι σε μία γκαλερί είναι σαν να βάζεις ένα αγρίμι σε ένα κλουβί», όλη η ομορφιά, η φλόγα και η δύναμή του πεθαίνει.
Fata Morgana