Θεσσαλονίκη, ερωτική πόλη ή αλλιώς…το μεγαλύτερο μπουρδέλο των βαλκανίων

Η Μπάρα της Θεσσαλονίκης. Ο σημερινός Βαρδάρης. Μια γειτονιά με λίγο διαφορετική ιστορία από ό, τι όλη η υπόλοιπη Θεσσαλονίκη, λίγο πιο ξεχωριστή. Είναι απο αυτές τις περιπτώσεις που δεν θα βρεις την ιστορία της γραμμένη σε μεγάλα βιβλία απο διαφόρων ειδών ερευνητές ή ιστορικούς. Αντιθέτως, θα την βρεις σε ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες. Ένα κομμάτι ιστορίας που ξεκίνησε κάπου στα βάθη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μια γειτονιά που οι γυναίκες κάθε ηλικίας, και όταν λέμε κάθε ηλικίας…εννοούμε τραγικά κάθε ηλικίας, για να βγάλουν ένα κομμάτι ψωμί το λιγότερο που πουλάνε κάθε μέρα είναι το σώμα τους. Το περισσότερο, την ύπαρξή τους, την αξιοπρέπειά τους. Άμα οι δουλειές πάνε καλά μπορεί να φτάσουν και να την πουλήσουν μέχρι και 50 φορές μέσα στη μέρα.

Και κοίτα ένα περίεργο πράμα, οι δουλειές πάνε καλά όταν υπάρχει πόλεμος. Ο καπιταλισμός για να συνεχίσει την ύπαρξη του έχει εφεύρει διάφορους τρόπους και διάφορα όργανα είτε για να κρατάει είτε για να καταστέλλει τους υπηκόους του, και ο στρατός είναι ένα από αυτά. Πολύ συχνότερα από όσο θα μπορούσαμε να φανταστούμε, οι ανάγκες της εθνικής ευημερίας, εντός και εκτός συνόρων, προσάρμοσαν το χαρακτήρα της κοινωνίας σε αυτά τα όργανα. Ένας απο τους τρόπους προσαρμογής είναι η μετατροπή των ήδη καταπιεσμένων κομματιών της κοινωνίας σε εργαλεία των εκάστοτε οργάνων, στην προκειμένη περίπτωση του στρατού. Εκτός από την προφανή τόνωση των διαφόρων άλλων αγορών που κερδοσκοπούν άμεσα από τον πόλεμο (όπως τα όπλα), ο στρατός, μαζί με τη βία και τα πατριαρχικά συστατικά της, επιστρέφουν κάθε φορά από το μέτωπο, για να σφραγίσουν την άνθηση της αγοράς των προς πώληση σωμάτων.

Έτσι,η πρώτη μεγάλη ακμή της Μπάρας έρχεται μαζί με την στρατιά της Ανατολής* που αποβιβάστηκε στη Θεσσαλονίκη σταδιακά την τριετία 1916-1918, κατά τη διάρκεια του Α’ Π.Π..Φαντάροι όλων των εθνικοτήτων περνούσαν από εκεί και θέλοντας να ξεφύγουν για λίγο από την απελπισία που δημιουργεί ο πόλεμος εκμεταλλευόντουσαν την απελπισία που δημιουργεί η φτώχεια.Η δραστηριότητα των φαντάρων στη Μπάρα ήταν τόσο έντονη που στρατιωτικοί γιατροί είχαν αναλάβει τον εμβολιασμό των σεξεργατριών κατά της σύφιλης με τη δημοφιλή για την εποχή “ένεση 606”. Τη συγκεκριμένη περίοδο, η Μπάρα καταγράφεται ως η περιοχή με τα περισσότερα μπουρδέλα στην Ευρώπη. Ως εκ τούτου, το εμπόριο σαρκός γίνεται ένα από  τα πιο σημαντικά και μετρήσιμα κομμάτια της οικονομίας της πόλης.

Η δεύτερη ακμή της μπουρδελοπολιτείας, όπως φαίνεται να έχει μείνει σαν χαρακτηρισμός από τότε κιόλας λόγω του μεγέθους της, ποτέ άλλοτε όμως τόσο μεγάλη όσο η πρώτη, ήταν στον εμφύλιο πόλεμο (1946-1949). Τον κύριο όγκο των πελατών αποτελούν πάλι οι φαντάροι, για τους ίδιους λόγους, αλλά και μαυραγορίτες, που εκείνη την περίοδο βρίσκονται και αυτοί στην δική τους ακμή. Όπως επίσης και αγρότες που κατεβαίνουν στην πόλη να πουλήσουν την πραμάτια τους.

Κύριες φιγούρες που σκιαγραφούσαν το τοπίο της Μπάρας, πέρα απο τις γυναίκες εργαζόμενες (πόρνες), ήταν οι νταβατζήδες ή αλλιώς οι προστάτες, οι πελάτες, οι μαντάμες ή αλλιώς τσατσάδες, ακόμα και οι λεκανατζούδες* είχαν ένα σημαντικό ρόλο. Σε όλον αυτόν τον πατριαρχικά στημένο μικρόκοσμο, οι γυναίκες σεξεργάτριες ήταν φυσικά αυτές που ζούσαν την εκμετάλλευση και την κακοποίηση. Ήταν καθημερινό φαινόμενο η βία και το ξύλο προς αυτές είτε απο τους νταβατζήδες τους, σε περίπτωση που κάποια τολμούσε να ‘’σηκώσει μπαιράκι’’, είτε απο κάποιο ζόρικο ή μεθυσμένο πελάτη, σε περίπτωση που του χαλούσε κάποιο χατίρι. Γυναίκες με μελανιές στο σώμα και ανοιγμένες μύτες δεν ήταν εικόνες που αποτελούσαν εξαίρεση, ήταν μέρος της καθημερινής «δουλειάς».

Για τις γυναίκες που δούλευαν στη Μπάρα αυτή η αναγκαστική συνουσία δεν ήταν ποτέ κάτι παραπάνω από ένα μέσο επιβίωσης. Ένα δύσκολο μέσο επιβίωσης. Όπως είναι και σήμερα άλλωστε. Ενα επάγγελμα που τίποτα δεν έχει να κάνει με την έννοια του έρωτα ή τα παράγωγα της συγκεκριμένης λέξης, οπως λανθασμένα συνηθίζεται να αναπαράγεται σε εκφράσεις όπως «ιέρειες του έρωτα», «πληρωμένος έρωτας» κλπ. Ένα “επάγγελμα” στημένο εξ ολοκλήρου στην εμπορευματοποίηση του γυναικείου σώματος εξυπηρετεί τέλεια την διαιώνιση μιας νοσούσας κοινωνίας κομμένης και ραμμένης αιώνες τώρα πάνω σε πατριαρχικά πρότυπα.

Αυτή είναι η ιστορία της Μπάρας. Από αυτήν την ιστορία η Θεσσαλονίκηχαρακτηρίστηκε ως ερωτική πόλη. Είναι ξεκάθαρο πως αυτός ο γεμάτος αίγλη και ομορφιά όρος δεν έχει τις ρίζες του σε μεγάλους θρυλικούς έρωτες που έχουν ανάψει εδώ ούτε είναι σίγουρο οτι θα βρεις το άλλο σου μισό άμα έρθεις! Αυτός ο χαρακτηρισμός γεννήθηκε σε διόλου καλοφώτιστα και ρομαντικά στενάκια της πόλης, αντιθέτως στα πιό βρώμικα και σκοτεινά. Αυτός ο χαρακτηρισμός δεν γεννήθηκε από ζευγαράκια καθώς πρέπει πιασμένα χεράκι, τον γέννησαν γυναίκες που προσποιούνταν τον έρωτα και άντρες που είχαν κάνει εμπόρευμα τον έρωτα.Τα χρόνια των πολέμων πέρασαν οπότε έπαψε και η συγκεκριμένη“βιομηχανία” να επιφέρει κέρδη. Οι καπιταλιστές έπρεπε να βρουν άλλη πηγή κερδών και εκμετάλλευσης, οπότε φρόντισαν να κρύψουν εντέχνως το μαύρο αυτό κομμάτι της ιστορίας, κάτω απο νεόχτιστα διαμερίσματα και πανάκριβα ξενοδοχεία. Στον βωμό της τουριστικής και εμπορικής ανάπτυξης της πόλης, η ιστορία της Μπάρας έπρεπε και αυτή να μασκαρευτεί στον πιασάρικο χαρακτηρισμό της «ερωτικής πόλης» αλλά χωρίς να ξέρει κανείς πως και γιατί, μιας που θα αποτελούσε δυσφήμηση το ότι κάποτε φιλοξενούσε μια μεγάλη μπουρδελοπολιτεία.

*Στρατιά αποτελούμενη από 334.000 άντρες διαφόρων εθνικοτήτων που αποβιβάστηκε στη Θεσσαλονίκη μετά το «σπάσιμο» της ουδέτερης στάσης της Ελλάδας στον Α’ Π.Π., παίρνοντας το μέρος της Αντάντ απέναντι στις κεντρικές δυνάμεις.

*2 Η λεκανατζού ήταν γυναίκα ή άντρας ομοφυλόφιλος που πήγαινε στον πελάτη με μία λεκάνη νερό και τον έπλενε πρίν συνευρεθεί με την πόρνη. Το επάγγελμα έληξε περίπου στη δεκαετία του 1950 όταν άρχισαν τα σπίτια να έχουν τρεχούμενο νερό.

Louielouie

Αμαρτωλό

Στη Σμύρνη Λέλα, Ηρώ στη Σαλονίκη,

στο Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό…

Τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Νίκη…

Ο τόπος μου ποιός ήταν; Ποιοί οι δικοί μου;

Αν ξέρω, ανάθεμά με!

Σπίτι, πατρίδα μου έχω τα μπορντέλα…

‘Ως κι οι αθώοι χρόνοι οι παιδικοί μου

θολές σβησμένες ζωγραφιές

κι είναι αδειανό σεντούκι η θύμησή μου!

Το σήμερα χειρότερο απ’ το χτες

και τ’ αύριο απ’το σήμερα θε να ‘ναι…

Φιλιά από στόματα άγνωστα, βρισές

κι οι πολισμάνοι να με τραβολογάνε…

Γλέντια, καβγάδες ως να φέξει,

αρρώστιες, αμφιθέατρο του Συγγρού

κι ενέσεις 606.

Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι

όλη η ζωή μου του χαμού…

 

Μ’ από την κόλασή μου στο φωνάζω:

εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω.

Γαλάτεια Καζαντζάκη