Η έννοια της συλλογικής ευθύνης ως τρόπος επωμισμού του χρέους
Είναι λίγα τα πράγματα για τα οποία η ανθρωπότητα, στη σύγχρονη εποχή, αποδέχεται και επιβάλλει τη συλλογική ευθύνη, ανεξαρτήτως προσωπικής θέσης ή υπόστασης. Μια έννοια που παρουσιάζεται από τους οι θεωρητικούς της ηθικής ή των πολιτικών επιστημών ως ένα τερατούργημα οριστικά καμένο στις στάχτες του Β’ Π.Π., όμως παραδόξως παραμένει εν ζωή, ή σε συνθήκες κοινωνικού κανιβαλισμού (π.χ. στις εμφύλιες συρράξεις της κεντρικής Αφρικής) ή, σε παγκόσμιο επίπεδο, μόνο σε ένα τμήμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων: στην οικονομική σφαίρα, και ειδικότερα σε αυτήν της ιδιοκτησίας. Το χρέος (το δημόσιο, αλλά και το ιδιωτικό), αποτελεί ακριβώς αυτήν την οικονομική έκφραση της συλλογικής ευθύνης: την αποδοχή της λογικής ότι μια ομάδα ανθρώπων, είναι εσαεί υπεύθυνη για την εκπλήρωση μιας συμφωνίας, η οποία συνάφθηκε από κάποιους άλλους, σε μια άλλη εποχή (προφανώς χωρίς την σύμφωνη γνώμη τους ή και ενάντια σε αυτήν, ενδεχομένως και πριν γεννηθούν), κάτω από άλλες συνθήκες και ενδεχομένως κάτω από έκτακτο καθεστώς και από την οποία οι ίδιοι ενδεχομένως να μην είχαν κανένα ωφέλημα, είτε επίσης, για την αποζημίωση μιας ομάδας ανθρώπων οι πρόγονοι των οποίων, βλάφτηκαν από τους προγόνους τους, χωρίς οι ίδιοι να έχουν κάποια ευθύνη ή ωφέλεια από αυτό.
Η φύση του χρέους ως μηχανισμός διαχείρισης της εργατικής δύναμης
Το χρέος με αυτήν την μορφή, είναι κληροδότημα άλλων εποχών, στις οποίες κυριαρχούσαν οι προκαπιταλιστικές σχέσεις. Στην πραγματικότητα, από την απαρχή της ιστορίας, το χρέος δεν αποτελεί μηχανισμό ανταπόδοσης ή επιστροφής μιας συμμετοχής σε δαπάνη ή ακόμα και σε δυνητική πρόσοδο , αλλά είναι κατά κύριο λόγο ένας τρόπος δέσμευσης [εξασφάλισης] της εργατικής δύναμης: “securing of a labour force”. [1] Εκτός από την αρχαία Αθήνα [2], μια πιο πρόσφατη ιστορική περίπτωση είναι η φεουδαρχική σχέση φεουδάρχη-υποτελή στην πρώιμη βιομηχανική εποχή: στην Μ. Βρετανία του 18 αιώνα, παιδιά που οι γονείς τους έστελναν για δουλειά στο ορυχείο, μετά από έναν χρόνο και μία ημέρα εργασίας, σε μια ειδική τελετή, έπαιρναν την αμοιβή τους για την εργασία τους παρουσία μαρτύρων και υποχρεωνόταν πλέον να δουλεύουν για όλη την ζωή τους στο ορυχείο, χωρίς την δυνατότητα να απεμπλακούν: ένα ιδιότυπο καθεστώς δουλείας. Η αμφισβήτηση αυτής της υποχρέωσης και η εφαρμογή «ελεύθερων» (όσο ελεύθερη μπορεί να είναι μια σχέση εργοδότη-εργαζόμενου) σχέσεων εργασίας, με την αμοιβαία αποδοχή των όρων εργασίας, υπήρξε κομβική στιγμή για την μετάβαση από την εποχή της δουλοπαροικίας στη βιομηχανική εποχή στη Μεγάλη Βρετανία.
Όμως το χρέος, και στη σύγχρονη εποχή, πέρα από την ιστορική μορφή του ως μηχανισμός αναπαραγωγής της δουλοπαροικίας (πχ σε μεγάλη κλίμακα στην Υποσαχάρια Αφρική, στην Νότια Αμερική αλλά και στον «Δυτικό Κόσμο» μέσω του trafficking) έχει και την διευρυμένη εφαρμογή του μέσω της σύγχρονης Αποικιοκρατίας, είτε στις πρώην Αποικιοκρατούμενες χώρες, είτε στις λεγόμενες «Αποικίες χρέους»: Χώρες ή Κοινότητες, η υποχρέωση των οποίων να αποδίδουν τοκοχρεολύσια, τις βάζει σε προφανή αδυναμία να διαθέσουν στον εαυτό τους το αποτέλεσμα της εργατικής τους δύναμης ή να αναπτύξουν τις απαιτούμενες υποδομές για να έχει η χρήση της εργατικής τους δύναμης επαρκή απόδοση, και διατηρούνται έτσι σε ένα ιδιότυπο, εσαεί ανακυκλούμενο καθεστώς δουλοπαροικίας.
Ο μηχανισμός αυτός, πέραν από την εκμετάλλευση της δεσμευμένης παραγωγικής δυνατότητας του «οφειλέτη» από τον «πιστωτή», επιτρέπει αφενός τη συνεχή αύξηση του συγκριτικού πλεονεκτήματος τόσο της παραγωγικής όσο και της αγοραστικής ικανότητας του δεύτερου συγκριτικά με τον πρώτο. Η φράση κλειδί, στην συγκεκριμένη διαδικασία είναι η δέσμευση μιας εργατικής/παραγωγικής δύναμης. Η δέσμευση αυτή μπορεί να αποσκοπεί είτε στην υποχρεωτική μέχρις εξάντλησης χρήση της (όπως πχ στην αρχαιότητα η από χρέους εκδούλευση ή η σύγχρονη εμπορία παιδιών για εργασία ή σεξουαλική εκμετάλλευση), είτε στον προσανατολισμό της προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις προς το συμφέρον του πιστωτή (πχ εξόρυξη ορυκτών και υδρογονανθράκων στην Νιγηρία) είτε τέλος, και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον, στην αδρανοποίηση της, ώστε να αυξηθεί η αξία της παραγωγής κάπου αλλού.
Η περίπτωση της σύγχρονης Ελλάδας είναι χαρακτηριστική: Η διαδικασία αιχμαλωσίας του χρέους, δημιουργεί αφενός αδυναμία εκκίνησης μιας τοπικής παραγωγής που να καλύπτει τις ανάγκες των κατοίκων, και αφετέρου αδυναμία των κατοίκων να έχουν πρόσβαση σε αγαθά τα οποία χρειάζονται. Έτσι, δημιουργείται μια ειδική σχέση δανειστή/δανειζόμενου, όπου ο δανειζόμενος υποχρεούται να δανείζεται για να αγοράσει τα αγαθά τα οποία του διαθέτει ο δανειστής, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζει σταθερότητα στην διάθεση των αγαθών που παράγει (και άρα και σταθερή παραγωγή και εργασία) και εξασφαλίζει ότι ο κύκλος δε θα σπάσει ποτέ, αφού με την υποχρέωση της αποπληρωμής του χρέους να αυξάνεται και με τη δυνατότητά του πιστωτή να ορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού, ο δανειζόμενος ποτέ δεν θα μπορέσει να αναπτυχθεί επαρκώς για να αντικαταστήσει την παραγωγή του πιστωτή με δική του. Εν προκειμένω, χρήματα των Ευρωπαίων φορολογούμενων, δόθηκαν ως δάνειο στην Ελλάδα για να προμηθευτεί Γερμανικά προϊόντα, κατέληξαν στις τσέπες Γερμανικών εταιρειών και διασφάλισαν την παραγωγή σε Γερμανικές εταιρείες. Η αποπληρωμή των δανείων μέσω άλλων δανείων και τα μέτρα λιτότητας στην Ελλάδα, διασφαλίζουν ότι (α) τα λεφτά των Ευρωπαίων φορολογούμενων καταλήγουν στις σωστές τσέπες αφού πρώτα ξεπλυθούν στην Ελλάδα, (β) η παραγωγή στη Γερμανία και δεν θα διακοπεί, αλλά και θα διατεθεί αφού εξασφαλίζεται το απαιτούμενο κεφάλαιο και υποχρεώνεται ο δανειζόμενος να αγοράσει από εκεί που θα του υποδείξει ο πιστωτής βάσει κατάλληλων όρων δανεισμού και σχετικού νομικού πλέγματος που του επιβάλλεται, (γ) διασφαλίζεται η αδυναμία να δημιουργηθεί ανταγωνιστική παραγωγή στην Ελλάδα με την αδρανοποίηση της παραγωγικής ισχύος και την ταυτόχρονη απομύζηση των πόρων (χαρακτηριστικό παράδειγμα η δραματική μείωση της μεταλλουργικής παραγωγής στην Ελλάδα και η αντίστοιχη γιγαντιαία αύξηση της εξαγωγής πρώτων υλών για τη μεταλλουργία από την Ελλάδα, παράλληλα με την ένταση της κρίσης χρέους).
Ο ίδιος μηχανισμός υπονοείται επίσης, για παράδειγμα, στο χρέος από πολεμικές αποζημιώσεις: Όποιος πρέπει να καταβάλλει τις αποζημιώσεις, δουλεύει για να φέρει στο λήπτη την πρόσοδο που του αποστέρησε, για να επανορθώσει τις υποδομές που του κατέστρεψε και για να αντικαταστήσει την εργατική/παραγωγική δύναμη που του αφαίρεσε.
Δεν είναι τυχαίο ότι ακριβώς επειδή η συγκεκριμένη διαδικασία είναι εξόχως κυριαρχική, η αμφισβήτηση του χρέους σε επίπεδο κοινωνικής ομάδας συνεπάγεται αυτόματα την αμφισβήτηση των πολιτειακών θεσμών και κανόνων, δηλαδή της κυριαρχίας και των θεμελιακών αξιών της: η αμφισβήτηση του χρέους σε κοινωνικό επίπεδο, συνοδεύεται συστηματικά και από την αμφισβήτηση της ιδιοκτησίας και των προνομίων γενικότερα.
Η αυτονόμηση του χρέους: γιατί οι κεντρικές τράπεζες δεν υπόκεινται σε κρατικό έλεγχο;
Η από παλιά γνωστή εγγενής αυτή αδυναμία του μηχανισμού του χρέους (ότι δηλαδή εάν οι υπόχρεοι αρνηθούν το χρέος, πιθανότατα θα αρνηθούν και όλη την δομή που το υποστηρίζει) οδήγησε στην εισαγωγή του «τρίτου μέρους»: ο πιστωτής ή ο διαχειριστής του χρέους από πλευράς πιστωτή δεν είναι πλέον ένας εξουσιαστικός θεσμός ο οποίος έχει σχέση με τους υπόχρεους και ο οποίος έχει κάποια σχέση προστασίας απέναντί τους (ένα κράτος π.χ. που υποχρεούται να έχει ηθικούς κανόνες, ή ένας ηγεμόνας που έχει την υποχρέωση προστασίας των υπηκόων του) [3], αλλά ένας αυτόνομος οργανισμός ή φορέας που δεν έχει καμία ηθική υποχρέωση απέναντί τους. Έτσι, επιχειρείται ο διαχωρισμός του εκμεταλλευτή που παρήγαγε τις συνθήκες για να γίνει το χρέος αναγκαίο, από τον φορέα που παρήγαγε το ίδιο το χρέος ώστε, αν τα πράγματα «πάνε στραβά» να μειωθεί ο κίνδυνος του πρώτου. Στην πραγματικότητα, συνήθως, οι δύο αυτοί είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: Η τράπεζα που δίνει δάνειο είναι ιδιοκτησίας του τσιφλικά, η Ε.Κ.Τ. είναι προϊόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απαρτίζεται από τα κράτη: Η Τράπεζα όμως, ακόμα και αν είναι η Κεντρική Τράπεζα ενός κράτους, στον σύγχρονο καπιταλισμό οφείλει να είναι αυτόνομη: Δεν ελέγχεται από το κράτος και έτσι δεν υποχρεούται να προωθεί την ευημερία των πολιτών του: Το αντίθετο. [4] Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πραγματικότητας, περιγράφεται στο βιβλίο της Ν. Klein «Το δόγμα του Σοκ»: Η παραίτηση του ΑΝC από τον έλεγχο της Κεντρικής Τράπεζας και η αποδοχή της ανεξαρτησίας της κατά τις διαπραγματεύσεις για την κατάργηση του απαρτχάιντ στην Νότιο Αφρική, οδήγησε σε αποτυχία την προσπάθεια του ANC για κοινωνική πολιτική. Ή, αντίστοιχα, το πρόσφατο παράδειγμα της ΕΚΤ η οποία έκοψε άνευ προειδοποιήσεως την ρευστότητα στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η «αποξένωση» βέβαια των άμεσα ενδιαφερόμενων μελών από τη σύμβαση του δανείου, εξυπηρετεί και έναν άλλο σκοπό: τη δόμησή του κατά τέτοιο τρόπο, που να μπορεί να αποτελέσει εμπορικό αγαθό το οποίο με τη σειρά του μπορεί να πουληθεί, παραχωρηθεί ή αποτελέσει εγγύηση για άλλο δάνειο, ώστε να μπορεί να πολλαπλασιαστεί τόσο η κερδοφορία του, όσο και η βασική του λειτουργία, αυτή της δέσμευσης της παραγωγικής ικανότητας.
Οι τρεις οπτικές διαχείρισης του χρέους: οικονομική, πολιτική, κοινωνική
Όμως αυτή η λειτουργία του χρέους σκοπίμως αποσιωπάται σήμερα όταν προκρίνονται λογικές διαχείρισής του γιατί η συζήτηση για το χρέος σε αυτήν την περίπτωση θα έπρεπε να ξεκινήσει από λογικές ανατροπής. Έτσι, όπως συμβαίνει και με κάθε πρόβλημα, αυτοί που το αναγνωρίζουν χωρίζονται σε αυτούς που ενδιαφέρονται απλά να διαχειριστούν τις συνέπειές του ώστε να είναι ανεκτές, σε αυτούς που θεωρώντας το μη επιλύσιμο προσπαθούν να αντιμετωπίσουν κάποιες από τις αβεβαιότητες και να προλάβουν ενδεχόμενο μεγάλο συμβάν (σε μια λογική risk mitigation) και σε αυτούς που θέλουν να το εξαφανίσουν από την ρίζα του, ώστε να οδηγήσουν σε μια εγγενώς ασφαλή κατάσταση. Αυτά τα διαφορετικά σκεπτικά, αντικατοπτρίζονται, εν προκειμένω, σε τρεις διαφορετικές φιλοσοφίες αντιμετώπισης του χρέους.
Η φιλοσοφία της διαχείρισης του προβλήματος από την πλευρά εκείνη που λειτουργεί – και θέλει να λειτουργεί- στο εσωτερικό του χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι εν γένει η λήψη μέτρων που να μην θίγουν την ίδια την φύση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά ούτε και την υφιστάμενη ισορροπία. Αυτό συνίσταται σε μια αναπαραγωγή του χρέους η οποία να δίνει την δυνατότητα – και να διατηρεί υποχρέωση – των υπόχρεων να συνεχίζουν να λειτουργούν ως τέτοιοι, κάτι σαν την αλλαγή ταχύτητας όταν αλλάζει η κλίση του δρόμου. Η φύση του χρέους όμως δεν αλλάζει, ούτε το μέγεθός του ενώ ουσιαστικά πρόκειται συνήθως για μια τεχνική αναδιάρθρωσης η οποία ,επίσης συνήθως , κρύβεται πίσω από εξειδικευμένες ορολογίες και περίπλοκες χρηματοπιστωτικές κινήσεις, (τύπου CDS, PSI κλπ) ώστε η κοινωνία να μην αντιλαμβάνεται τι έγινε μέχρι να είναι πολύ αργά.
Μια δεύτερη φιλοσοφία, είναι η λογική της «πολιτικής» λύσης: εφόσον η αναπαραγωγή του χρέους είναι ένας φαύλος κύκλος, η διακοπή του είναι μια πολιτική επιλογή, μπορεί να γίνει με μια «συμφωνία κυρίων» των εκπρόσωπων της πολιτικής εξουσίας (η οποία, θεωρητικά είναι ισχυρότερη των οικονομικών συμφερόντων) και θα λειτουργήσει σαν το κόψιμο του γόρδιου δεσμού από το σπαθί του Μεγαλέξανδρου. Στην πραγματικότητα όμως ούτε η πολιτική εξουσία είναι ισχυρότερη του οικονομικού συστήματος, ούτε μπορεί μια μεμονωμένη πολιτική συμφωνία να καταργήσει τους κόμπους που το πολιτικοοικονομικό σύστημα γεννά. Και μπορεί να κόψει τον έναν, αλλά ο συνεπέστατος νόμος της συσσώρευσης θα δημιουργήσει άλλον πολύ σύντομα, οπότε πρόκειται πάλι για έναν φαύλο κύκλο: Μια πολιτική λύση παρεμβαίνει στην ισορροπία του χρηματοπιστωτικού συστήματος που αφορά το χρέος και την αναπροσαρμόζει στιγμιαία, αλλά αφού δεν αμφισβητεί την ίδια την φύση του χρέους, είναι θέμα χρόνου να δημιουργηθεί νέα ανισορροπία κ.ο.κ..
Υπάρχει όμως και ένα τρίτο σκεπτικό: ξαναγυρνώντας στην αρχική περιγραφή του χρέους και αναγνωρίζοντας ως προβληματική την φύση του ως δέσμευση της παραγωγικής δύναμης μιας κοινωνικής ομάδας. Οι συνέπειες αυτής της δέσμευσης καθώς και η λογική της συλλογικής και μη πεπερασμένης χρονικά ευθύνης που το διέπει, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο μόνος τρόπος για να υπάρξει εγγενώς ασφαλής κατάσταση (intrinsically safe) είναι είτε να μην υπάρχει χρέος είτε να αμφισβητηθεί η διάρκεια ή η κατάσταση των υπόχρεων ως τέτοιων. [5]
Ουσιαστικά μια τέτοια φιλοσοφία βρίσκεται πίσω από το σκεπτικό ενός δανείου άλλου τύπου, όπου το παραγόμενο χρέος δεν είναι η δέσμευση του προϊόντος της εργασίας ή της ίδιας της εργασίας (δηλαδή της παραγωγικής ικανότητας) αλλά η συμμετοχή σε αυτήν, η προσαύξησή της με την προοπτική της προσαύξησης της παραγωγής. Αυτό το σκεπτικό, διέπει και τις τράπεζες αλληλοβοήθειας οι οποίες αναπτύσσονται στον τρίτο κόσμο κυρίως, αλλά όχι μόνο [6]: Η κινητοποίηση πόρων, για την μεγέθυνση της ωφέλειας της παραγωγικής δύναμης προς όφελος τόσο του δανειστή όσο και του δανειζόμενου, και όχι για τον έλεγχό της προς όφελος του δανειστή. Και αυτό το σκεπτικό, αναιρεί από την φύση του την παραδοσιακή μορφή του χρέους, γιατί δεν βαρύνει άλλον από τον συμμετέχοντα στην συμφωνία, γίνεται για το κοινό όφελος και άρα δεν είναι προϊόν πίεσης του ενός μέλους προς το άλλο, και, τέλος, δεν αποσκοπεί στην δέσμευση της παραγωγικής ικανότητας του ενός μέρους από το άλλο, αλλά και των δύο σε ένα κοινά επωφελή σκοπό. Αυτή, είναι και μια ενδιαφέρουσα πρόταση σε κινηματικό επίπεδο: η δημιουργία αποθεματικών, οικονομικών πόρων, οι οποίες να επιτρέπουν σε όποιον θέλει να δημιουργήσει μια παραγωγική δομή, να απεμπλακεί από τον φαύλο κύκλο του να «δουλεύει για τις τράπεζες» και τελικά, να λειτουργούν τόσο ως υποδομή όσο και πολλαπλασιαστικά στην διαδικασία κατασκευής των δομών αυτών.
Ομάδα Ελευθεριακών Κομμουνιστών
Υποσημειώσεις
[1] “Debt-bondage and the problem of slavery”, Finley, 1981: 150-66 [2] “Lending and Borrowing in Ancient Athens”, Paul Millett, 2002 [3] Ένα ενδιαφέρον τέτοιο παράδειγμα είναι το εβραϊκό παράδειγμα στον μεσαίωνα: καθώς ο δανεισμός με τόκο στην Ευρώπη τον μεσαίωνα ήταν απαγορευμένος από τη θρησκεία, πολλοί μονάρχες τον είχαν επιτρέψει με νόμο μόνο στους Εβραίους –που δεν ήταν υποκείμενοι στην εξουσία της Εκκλησίας– και τους διατηρούσαν υπό ειδικό καθεστώς ομηρίας: Η εβραϊκή κοινότητα δάνειζε υποχρεωτικά και με μηδενικό επιτόκιο τον βασιλιά (χρήματα τα οποία ήταν συνήθως δανεικά και αγύριστα), και τα μέλη της για να εξασφαλίσουν τα χρήματα αυτά είχαν το ελεύθερο (και κατ’ ανάγκην την υποχρέωση, αφού αυτό ήταν εν γένει το μόνο επιτρεπτό επάγγελμα γι’ αυτούς) να επιβάλουν δάνεια με υπέρογκο τόκο στους δανειζομένους υπηκόους. Όχι άδικα πολλές σφαγές Εβραίων τον μεσαίωνα θεωρούνται καθοδηγούμενες από τους τοπικούς ηγεμόνες, αφενός για να διαγραφούν τα χρέη τους με τη φυσική εξόντωση των δανειστών, και αφετέρου ως μια μέθοδο εκτόνωσης της λαϊκής οργής. Το ίδιο έκανε και ο Χίτλερ κάποιους αιώνες μετά. [4] Συνέντευξη Διοικητή Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου:Ερ: Ο εκάστοτε διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας είναι μεν ανεξάρτητος αξιωματούχος, ωστόσο την οικονομική πολιτική χαράσσει ο εκάστοτε εκλεγμένος Πρόεδρος, ο οποίος έχει το τεκμήριο της λαϊκής ετυμηγορίας. Διαφωνείτε;
Απ: Διαφωνώ και εξηγώ γιατί. Η οικονομική πολιτική έχει δύο σκέλη, τη δημοσιονομική και τη νομισματική. Το πρώτο σκέλος αφορά στη δημοσιονομική πολιτική, η οποία χαράσσεται και εφαρμόζεται από την εκάστοτε εκλεγμένη κυβέρνηση με την έγκριση της Βουλής.
Όμως, αυτό δεν ισχύει για το δεύτερο σκέλος -νομισματική πολιτική, γιατί αφορά την Κεντρική Τράπεζα.
Αυτός ο διαχωρισμός πρέπει να γίνεται γιατί είναι πολύ βασικός, στο πλαίσιο της Ε.Ε. Το ευρωπαϊκό κεκτημένο διασφαλίζει, προστατεύει και κατοχυρώνει το ρόλο και τη λειτουργία των ανεξάρτητων αξιωματούχων και θεσμών, μεταξύ των οποίων είναι και η Κεντρική Τράπεζα κάθε χώρας.
Μάλιστα υπάρχει μια ιδιαιτερότητα με τις Κεντρικές Τράπεζες και τη νομισματική πολιτική γιατί είναι πέραν των ευρωπαϊκών θεσμών.
Ο διοικητής της Κεντρικής και οι ομόλογοι στη ζώνη του ευρώ είναι υποχρεωμένοι να διαμορφώνουν από κοινού τη νομισματική πολιτική της ευρωζώνης, ανεξάρτητα από επιρροές ή παροτρύνσεις από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις.
Αυτό είναι στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Για να κάνουν καλά τη δουλειά τους, στο ευρωσύστημα είναι υποχρεωμένοι να μην ζητούν και να μην λαμβάνουν οποιαδήποτε γνώμη από εθνικές κυβερνήσεις.
Κι αυτό γιατί υπάρχει ένας κοινός στόχος, που είναι η διασφάλιση των τιμών μέσα στην ευρωζώνη.
Ερ: Όμως δεν επιτυγχάνετε πάντα τη διασφάλιση των τιμών…
Απ: Έχετε δίκαιο, δεν το επιτυγχάνουμε πάντα, και αυτή τη στιγμή δεν είμαστε ικανοποιημένοι με όσα έχουμε πετύχει. Όμως, δεν μπορεί οποιοσδήποτε κυβερνητικός αξιωματούχος της οποιασδήποτε χώρας της Ευρωζώνης να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο θα λάβω μια σωστή απόφαση για την Ευρωζώνη, τότε σημαίνει απέτυχα στη δουλειά μου.
Ερ: Υπάρχει παρέμβαση σ’ αυτό το σκέλος της δουλειάς σας;
Απ: Όχι δεν υπάρχει και σπανίζει διεθνώς, ένας κυβερνητικός αξιωματούχος να προβαίνει σε σχόλια για τη νομισματική πολιτική της ευρωζώνης. Αξίζει να αναφέρω πως όταν γίνουν σχόλια, υποδεικνύεται από άλλες χώρες πως στους εκάστοτε διοικητές πως δεν πρέπει να γίνονται, και χαρακτηρίζεται το απαράδεκτο.
[5] Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα απόσπασμα από τον Πλούταρχο που ‘κανε απολογισμό της κατάστασης στα Μέγαρα μετά τον εξοστρακισμό του τυράννου Θεαγένη: «Όταν οι Μεγαρείς εξοστράκισαν τον τύραννο Θεαγένη, για ένα μικρό χρονικό διάστημα ήταν πειθαρχημένοι στην κυβέρνησή τους . Αλλά αργότερα , όταν οι δημαγωγοί τους μέθυσαν με σχέδια ελευθερίας, όπως αναφέρει ο Πλάτωνας, όλα κατέρρευσαν. Μεταξύ άλλων συγκλονιστικών, οι φτωχοί εισέβαλαν στα σπίτια των πλουσίων και επέμεναν να διασκεδάζουν και να κάνουν πλουσιοπάροχα συμπόσια. Και αν δεν γινόταν αυτό που ζητούσαν, οι ιδιοκτήτες αντιμετωπίζονταν με βία και προσβολές. Τελικά θεσπίστηκε ένα διάταγμα (δόγμα) με τις οποίο επεστράφησαν από τους δανειστές όλοι οι τόκοι που τυχόν είχαν δοθεί, το οποίο αναφερόταν ως “παλιντοκια”».Ανάλογες περιγραφές από τον Αριστοτέλη (Πολιτικά 1305a24 – 6) και τον Θουκυδίδη ( 1.126 ) δείχνουν ότι ο Θεαγένης ήταν ένας δημοφιλής τύραννος, ο οποίος ήρθε στην εξουσία στηρίζοντας τους φτωχούς εναντίον των πλουσίων. Σύμφωνα με τον Πλουτάρχο, ακόμη και μετά τον εξοστρακισμό του οι φτωχοί ήταν σε θέση να διατηρήσουν ή να ανακτήσει την ηγεμονία τους . Ο εξαναγκασμός των πλούσιων για προσφορά φιλοξενίας στους φτωχούς αποτελεί με μια σκόπιμη παραμόρφωση της σχέσης ηγεμόνα – ηγεμονευόμενου, αντιστρέφοντας τον ρόλο εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενου που αποτέλεσε και τη βάση για το δόγμα που αναθεωρούσε τους όρους των συναλλαγών.
[6] μια αντίστοιχη λογική έχουν και οι «κινηματικές τράπεζες» MAG στην Ιταλία.