Αριανισμός, πένθος και φεστιβαλικά δρώμενα στα δάση της Σουηδίας.
Η μαγεία του horror σινεμά δεν βρίσκεται στα ειδικά εφέ, είτε αυτά είναι πρακτικά, μηχανικά ή ανιματρόνιξ, είτε ακουστικά κ.ο.κ (αν και το είδος βοήθησε στην ανάπτυξη των πάμπολλων τεχνικών στη συγκεκριμένη τέχνη). Δεν βρίσκεται στην αφύπνιση, τη δραματοποίηση και την οπτικοποίηση κρυφών ή και όχι φόβων, ούτε στη δημιουργία ανατριχίλας ή αποτροπιασμού και αηδίας. Η μαγεία του έγκειται στην αφήγηση μιας ιστορίας, απαλλάσσοντάς την πολλές φορές από τα βάρη των αφηγηματικών ταμπού. Ξεπερνώντας δηλαδή τον τρόμο του να μην σε παίρνουν στα σοβαρά κοινό και κριτικοί. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το Midsommar του Ari Aster. Ξέχωρα από το τι θέλει να πει η πρώτη θέαση της ταινίας, έρχεται το λεγόμενο meta των ερωτήσεων.
– Πόσο τρομακτικά είναι τα cults; – Πόσο τρομακτικό είναι ο μόνος άνθρωπος που έχεις κοντά σου να είναι ο Christian; – Πόσο τρομακτικό είναι να υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν στις θεμελιώδεις αρχές του ναζισμού;
Η ταινία αρχίζει με μουντή χρωματική παλέτα που μας κάνει να πιστεύουμε ότι βρισκόμαστε στη Σουηδία, ενώ ξεκινάει στις ΗΠΑ, παρουσιάζοντας την φοιτήτρια ψυχολογίας Dani και την προσπάθειά της να επικοινωνήσει με την αδερφή της. Ταυτόχρονα, μας συστήνει τον σύντροφό της, Christian, και τους στενούς του φίλους (Josh, Mark, Pelle) που δυσανασχετούν επειδή η Dani, προκειμένου να ανταπεξέλθει ψυχολογικά, ζητά συνεχώς τη βοήθεια του Christian. Ο Ari Aster μας βάζει κατευθείαν σε βαθιά νερά με αρκετά φρικτό τρόπο. Η αδερφή της Dani, η Terri, αυτοκτονεί και παράλληλα δολοφονεί τους γονείς τους, χρησιμοποιώντας το διοξείδιο του άνθρακα που παράγουν οι εξατμίσεις από τα αυτοκίνητα τους για να μετατρέψει το σπίτι σε θάλαμο αερίων. Παράλληλα, η παρέα του Christian σχεδιάζει να κάνει ταξίδι το καλοκαίρι στη Harga, το χωριό-κοινότητα που μεγάλωσε ο Pelle στη Σουηδία, με σκοπό πέρα από τις διακοπές, τον εμπλουτισμό της ερευνητικής εργασίας του Josh που αφορά τους εορτασμούς του μεσοκαλόκαιρου στην Ευρώπη.
Η ταινία προχωρά βλέποντας την Dani να προσπαθεί να παλέψει με τα νέα δεδομένα της ζωής της και της άχαρες προσπάθειες του Christian να την βοηθήσει. Η βοήθειά του μοιάζει περισσότερο σαν να προσπαθεί να κλείσει ένα ξυπνητήρι παρά σαν να προσπαθεί να υποστηρίξει την ερωτική του σύντροφο μετά από μια τόσο μεγάλη απώλεια. Είναι σαφές πως είναι φοβερά ενοχλημένος μαζί της και προσπαθεί με κάθε ευκαιρία να την αποφύγει. Ο καιρός περνάει, το καλοκαίρι κοντοζυγώνει και ο δειλός Christian δεν έχει πει ακόμα τίποτα στην Dani για το ταξίδι στη Σουηδία. Εκείνη το μαθαίνει με τον πιο άτσαλο τρόπο· από τους φίλους του, κατά λάθος. Έτσι, ο Christian το μπαλώνει λέγοντας πως ήθελε να της το κάνει έκπληξη για τα γενέθλιά της και στη συνέχεια το ανακοινώνει στους φίλους του, χωρίς να πιστεύει πως η Dani θα έρθει μαζί τους.
Ο Ari Αster προσπαθεί με κάθε τρόπο να βιώσουμε την Dani, την απώλεια, τη μοναξιά, τον πόνο της, την προσπάθεια να παλέψει με την κατάθλιψη. Από την αρχή της άφιξής τους στη Σουηδία, η φωτογραφία της ταινίας οργιάζει ιμπρεσιονιστικά· είναι καλοκαίρι και ουρλιάζει από κάθε πόρο. Τα κάδρα της ταινίας αρχίζουν να σε υπνωτίζουν και να σε ταξιδεύουν, με τη σκανδιναβική φύση να είναι σε απόγειο και τη γη να φτιάχνει τα πιο όμορφα σκηνικά. Είναι Ιούνιος, οπότε στον σκανδιναβικό βορρά ίσα που σκοτεινιάζει για λίγες ώρες τη μέρα, μια σχετικά ασυνήθιστη επιλογή για horror ταινία, αλλά όχι και πρωτότυπη. Ο Ari Aster προσπαθεί και καταφέρνει να κάνει ένα pastiche θεματικών, μεταξύ folk horror (εμπνεόμενος πρωτίστως από το wickerman και δευτερευόντως από το texas chainsaw massacre), αμερικάνικου αισθηματικού δράματος και μιας πιο ελαφριάς εκδοχής των ταινιών γυναικείας εκδίκησης.
Το δράμα είναι το δίπολο του ζευγαριού που η ταινία παίρνει όσο πρέπει στα σοβαρά, με δυνατές συναισθηματικές σκηνές που προκαλούν αμηχανία, όπως όταν η Dani ανακαλύπτει πως ο Christian παίρνει μέρος σε μια τελετουργία γονιμοποίησης και, χωρίς να μπορεί να ελέγξει τον εαυτό της, ξεσπάει σε κλάματα πόνου. Αυτό το σημείο είναι από τα πιο κομβικά για τον προσηλυτισμό της από το cult. Βρίσκει συμπόνια στις γυναίκες της Harga που κλαίνε μαζί της μοιραζόμενες τον πόνο της και, για πρώτη φορά, εκτονώνει τον πόνο με συντροφικότητα, βγάζοντας την αποξένωση που δέχεται από τον Christian, ο οποίος συνέχεια χρησιμοποιεί το gashlighting για να ξεφύγει αλλά και να αντιστρέψει τις καταστάσεις που δημιουργούνται μεταξύ τους. Με αυτόν τον τρόπο, μέσα από ένα κολλάζ αντιφάσεων, αναδεικνύεται και το φαινόμενο της μοναξιάς τόσο στη σύγχρονη ζωή που έχει ως επίκεντρό της το άτομο, όσο και στην πυρηνική οικογένεια. Δηλαδή ένα άτομο χαμένο μέσα στην εσωστρέφειά του βρίσκει πάτημα σε μια οργάνωση μέσα στην οποία βιώνει τη συλλογική ζωή, μια ζωή που στις λεγόμενες αστικές δυτικές κοινωνίες είναι κάτι μακρινό, ξένο, κάτι που ανήκει στον μεσαιωνικό τρόπο ζωής.
Το folk horror στοιχείο, εκτός από την προφανώς απομακρυσμένη τοποθεσία, συντίθεται και από την ύπαρξη μίας cult κοινότητας. Η Ηarga, όπως μας πληροφορεί η ταινία, είναι μια κλειστή κοινότητα που συνεχίζει ή αναβιώνει τις σκανδιναβικές παγανιστικές παραδόσεις, διαστρεβλωμένα ή μη. Αυτό που δεν γίνεται σαφές είναι κατά πόσο η Harga συνεχίζει αιώνες τις παραδόσεις της ή πρόκειται για άλλο ένα Νew Αge cult. Το παιχνιδιάρικο συναίσθημα που σε κάνει να θέλεις να ξαναδείς την ταινία είναι οι μικροί γρίφοι που σου αφήνει. Ξετυλίγοντας τους, έρχεσαι ολοένα και πιο κοντά στην αποσαφήνιση της ολόλευκης κοινότητας και της αριοσοφίας της. Όπως το ξενοφοβικό πανό στον δρόμο λίγο έξω από τη Harga, που δεν γίνεται αντιληπτό καθώς η κάμερα γυρνάει τελείως ανάποδα και το μεγαλύτερο μέρος του κοινού δεν γνωρίζει σουηδικά. Ή το βιβλίο που μελετάει ο Josh για την ερευνητική του, το «Uthark, η μυστική γλώσσα των Ναζί», που βασίζεται στην μεταφυσική occult θεωρία για την εσωτερική δύναμη των ρούνων, μια γλώσσα που ο Pelle μας ενημερώνει πως διδάσκονται από μικροί. Εξέχουσα στιλιστική επιλογή είναι οι συμβολισμοί που χρησιμοποιεί ο Aster για να δώσει clues, όπως οι ρούνοι στις φορεσιές των ανθρώπων της κοινότητας, οι «παραδοσιακές» ζωγραφιές στο χωριό που μας δείχνουν όλη την πλοκή, αλλά και ο γνωστός πίνακας του John Bauer «Καημένη αρκουδίτσα!»* που βλέπουμε φευγαλέα στο δωμάτιο της Dani στις πρώτες σκηνές, ο οποίος φέρνει στο μυαλό το τομάρι αρκούδας που φοράν στον Christian για να τον θυσιάσουν.
O Ari Aster, μετά το καταπληκτικό Hereditary, ξεπέρασε πάλι την πεπατημένη βάζοντας ξανά στο δεύτερό του φιλμ την ανθρώπινη διάδραση· αυτή τη φορά όχι τόσο μέσα στην πυρηνική οικογένεια, αλλά στις σεξουαλικές σχέσεις και τη φιλία. Το Midsommar στη βάση του είναι ένα φιλμ χωρισμού, χωρίς όμως να θέλει να σταθεί μόνο στην αισθηματική ολοκλήρωση μέσα από το ταξίδι του πένθους της πρωταγωνίστριας αλλά και του κύριου ανταγωνιστή και εραστή της. Μέσω της αφηγηματικής απεικόνισης θέλει επίσης να σχολιάσει το κυνήγι της καριέρας σε συνάρτηση με τον ακαδημαϊσμό, βάζοντας τον Christian και τον Josh σε έναν αγώνα δρόμου για το ποιος θα συλλέξει περισσότερες πληροφορίες για την ερευνητική του, αλλά και την άνοδο του φασισμού, συσχετίζοντας ένα απομονωμένο cult που πιστεύει στην ανωτερότητα της λευκής φυλής με τα σύγχρονα ακροδεξιά κινήματα, αναδεικνύοντας τις ομοιότητές τους. Δηλαδή το target group του, όπως και κάθε άλλου cult, είναι κατά κύριο λόγο άνθρωποι που βιώνουν έντονα τη μοναξιά, που δεν έχουν νιώσει την διάδραση της συλλογικής ζωής ή του συλλογικού αγώνα. Έτσι, η ένταξή τους σε μια οργάνωση που παρουσιάζεται σαν οικογένεια έρχεται να συμπληρώσει το μέχρι πρότινος κενό μέσα τους. Το φαινόμενο της ταινίας είναι πως, μέχρι το τέλος, έχει καταφέρει να σου κάνει πλύση εγκεφάλου, χρησιμοποιώντας την όποια ταύτιση μπορεί ο καθένας και η καθεμία να βρει με την πρωταγωνίστρια. Στον επίλογο, ενώ έχουν δολοφονηθεί τελετουργικά ο σύντροφός της και οι φίλοι του, η Dani γελάει με ανακούφιση: είναι το σημείο που η ταινία απλά μας κλείνει το μάτι και μας λέει να προχωρήσουμε. Η μύηση έγινε, το cult νίκησε. Αυτό είναι τρόμος.
Sergei Kontovich
* “Stackars lilla basse!” – John Bauer, 1912