«Θα ‘ρθει η μέρα που η σιωπή μας θα ναι πιο δυνατή απ’ τις φωνές που πνίγετε σήμερα».
Αυτήν τη φράση φώναξε ο Αουγκούστ Σπάις (August Spies), ένας από τους 4 αναρχικούς που απαγχονίστηκαν στις 11 Νοέμβρη του 1887, αφού κρίθηκαν ένοχοι για τη βομβιστική επίθεση στην πλατεία του Χέιμαρκετ στο Σικάγο τον Μάη της προηγούμενης χρονιάς. Αυτή η φράση είναι γραμμένη και στο μνημείο που στήθηκε το 1893 στο Κοιμητήριο Βάλχαϊμ (Waldheim), όπου θάφτηκαν οι 4 άνδρες. Το μαρμάρινο αυτό μνημείο απεικονίζει μια γυναίκα αγωνίστρια με το ένα χέρι να βάζει ένα δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι ενός πεσόντος ανδρός, και με το άλλο να τραβάει ένα στιλέτο.
Η Βολταιρίν ντε Κλερ (Voltairine de Cleyre) ήταν αγωνίστρια, συγγραφέας και ποιήτρια. Είχε αντιεκκλησιαστική δράση και ήταν ιδεολογικά ελευθερόφρων. Όμως, όπως η ίδια δήλωσε, ύστερα από τον απαγχονισμό των κατηγορουμένων για την Υπόθεση Χέιμαρκετ, έπαψε να πιστεύει στη δικαιοσύνη του Αμερικανικού συστήματος κι έγινε αναρχική, κάτι που συνέβη και με την Έμμα Γκόλντμαν (Emma Goldman), η οποία θαύμαζε τη Βολταιρίν. Παρακάτω είναι δύο από τα ποιήματα που έγραψε. Το «Φως Πάνω απ’ το Βάλχαϊμ» είναιεμπνευσμένο από το μνημείο στο Κοιμητήριο Βαλχαϊμ, ενώ το «Γραμμένο – στα Κόκκινα», είναι αφιερωμένο στον αγώνα του Μεξικού για απελευθέρωση, στις αρχές του 20ού αιώνα.
Το Κοιμητήριο του Βαλχαϊμ έγινε, τελικά, και το μέρος όπου θάφτηκε η Βολταιρίν ντε Κλαιρ, αλλά και η Έμμα Γκόλντμαν.
Φως Πάνω απ’ το Βάλχαϊμ (1897)
Φως πάνω απ’ το Βάλχαϊμ! Και η γη είναι γκρι.
Ένας πικρός άνεμος κινείται απ’ το βορρά.
πέτρα είναι κρύα, και μιλούν παράξενοι κρύοι ψίθυροι:
«Τι κάνετε εδώ με το Θάνατο; Τραβήξτε μπροστά!»
Είναι αυτά τα λόγια σου, Ω μητέρα, με μάτια αυστηρά,
Που στεφανώνεις του νεκρούς σου με πέτρινο χάδι;
Να μην δακρύσουμε για κείνον που ‘πεσε μαρτυρικά,
Που σφάχτηκε για μας, απ’ την πολλή του αγάπη;
Μέχρι η μέρα να πλατύνει, να μην μείνουμε ‘δω;
Όχι, αυτήν την λάβρη αυγή κανένας δεν σαλεύει –
Πέρα απ’ τους κακόμοιρους που στενάζουν στον Θεό
Τι να τους κάνουμε αυτούς, Ω εσύ, που αρπάζεις το μαχαίρι;
«Τραβήξτε μπροστά! Μη θρηνείτε πια σ’ αυτά τα μέρη
Μέχρι που, αδύναμοι απ’ το θρήνο, σαν το χιόνι,
Λιώσετε, σβήσετε στων δειλών τη γαλήνη!»
Πάνω απ’ το Βάλχαϊμ έπεσε φως!
Αδερφέ μου, ας τραβήξουμε εμπρός!
Γραμμένα στα Κόκκινα (1911)
Στους Ζωντανούς Νεκρούς Μας
Στον Αγώνα του Μεξικού
Στα κόκκινα γραμμένη, στέκει η διαδήλωση ορθή
Για να τη δουν του Κόσμου οι θεοί,
Στον τοίχο της καταδίκης τα χέρια τους ασώματα
έχουν χαράξει την προφητεία και πυρωμένοι δαυλοί
Φωτίζουν το μήνυμα: «Αρπάξτε τη γη!
Ανοίξτε τα κελιά και αφήστε τους ανθρώπους λεύτερους!»
Με φλόγες φανερώστε τα ζωντανά λόγια των νεκρών
Στα κόκκινα γραμμένα.
Θεοί του Κόσμου! Τα στόματά τους είναι άφωνα,
Τα όπλα σας έχουν μιλήσει και τους ‘κάναν σκόνη.
Μα οι σαβανωμένοι Ζωντανοί, με ναρκωμένη καρδιά,
Έχουν νιώσει το χτύπο τυμπάνου να ξεσηκώνει
Μέσα τους – του Νεκρού η γλώσσα – να ηχεί
Να καλεί: «Χτυπήστε την αρχαία σκουριά»
Έχουν δει το Ανέστη, των Νεκρών τη λέξη,
Στα κόκκινα γραμμένη.
Βάστα την ψηλά, φλόγα μανιασμένη!
Όλοι να τη δουν, ψηλά, στον ουρανό.
Σκλάβοι του Κόσμου! Έχουμε τον ίδιο στόχο,
Ένα είναι το πανάρχαιο κακό
Ένας είναι ο αγώνας -και σ’ ένα όνομα-
Των Ανθρώπων – παλεύουμε για λευτεριά!
«Σπάστε πια την κατάρα της γης!»
καίνε τα λόγια των Νεκρών
Στα κόκκινα γραμμένα.
δ. κ.