Το συγκεκριμένο κείμενο δεν αποτελεί την παρουσίαση μιας αμιγώς εργατικής ή στρατιωτικής ιστορίας. Αντιθέτως παλαντζάρει ανάμεσα σε αυτές τις δύο εκδοχές, χωρίς ουσιαστικά να αποσκοπεί να δώσει μια απάντηση για το ποια θα ήταν η σωστή στάση που θα μπορούσε να αλλάξει τον ρου της ιστορίας ή να δώσει μια διαφορετική επαναστατική στρατηγική και προοπτική. Όπως όλα τα ιστορικά γεγονότα, από τα πιο μικρά μέχρι τα πιο μεγάλα, από αυτά που είναι γραμμένα σε δερματόδετα βιβλία μέχρι αυτά που επιβιώνουν στις προφορικές ιστορίες, έτσι και αυτό αποτελεί απλά ένα γεγονός που μας δίνει τροφή για σκέψη, χωρίς να έχει σημασία το πoιο είναι το δικό μας συμπέρασμα.
Η συγκεκριμένη ιστορία ξεκινάει από τις αρχές του 20ού αιώνα στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο· τον πόλεμο που θα τελείωνε όλους του πολέμους της ανθρωπότητας, όπως χαρακτηριστικά είχε ειπωθεί από διάφορους ιστορικούς και πολιτικούς της εποχής (το μέλλον βέβαια θα τους διέψευδε, αλλά αυτό είναι μία άλλη κουβέντα). Έναν πόλεμο που αποτελεί ίσως το πρώτο γνωστό παράδειγμα τού πώς τεχνολογίες και πατέντες, που σε καιρό ειρήνης κανένας δεν θα έβαζε τα λεφτά του σε αυτές, τελικά βρίσκουν πεδίο εφαρμογής· από την πιο πρωτοποριακή, μέχρι και την πιο ηλίθια. Η πατέντα στην συγκεκριμένη ιστορία δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κάτι ιδιαίτερο· δεν μιλάμε για την τεράστια καινοτομία όπως τα γερμανικά πυραυλικά συστήματα που έστειλαν τον άνθρωπο στο φεγγάρι, αλλά για κάτι πιο απλό, για έναν κινητήρα αρκετά δυνατό ώστε να κουνάει έναν ατσάλινο κουβά 30 τόνων μέσα στη λάσπη, με 6,4 χιλιόμετρα την ώρα.
Και κάπως έτσι η ιδέα για ένα όχημα, το οποίο θα μπορούσε να κινείται σχετικά άνετα απέναντι στις αντίπαλες οχυρωματικές γραμμές, κατάφερε να βγει από τα σχέδια των δημιουργών και να υλοποιηθεί. Πολλοί ήταν αυτοί που κατάλαβαν, είτε νωρίς είτε αρκετά καθυστερημένα, ότι τα τεθωρακισμένα θα αποτελούσαν το μέλλον για τις πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά αυτοί που πρωτοστάτησαν και κατάφεραν πρώτοι να τα βγάλουν σε γραμμή παραγωγής ήταν οι Βρετανοί, με παρότρυνση του μετέπειτα πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ. Ο κουβάς ονομάστηκε tank, δηλαδή δεξαμενή, για λόγους καθαρά αντικατασκοπείας, και το πραγματικό του όνομα, μετά από πολλές δοκιμές ήταν Mark V. Η αλήθεια είναι ότι όταν πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1916 στη μεγάλη μάχη του Σομ, οι Γερμανοί στρατιώτες έπαθαν ένα μίνι σοκ από το θέαμα, γεγονός το οποίο έδινε μια νότα αυτοπεποίθησης στους Βρετανούς στρατιώτες. Από μέρους τους ωστόσο, μάχονταν στο εσωτερικό ενός εξαιρετικά αργού τενεκέ, ο οποίος αποτελούσε έναν αρκετά εύκολο στόχο για τις αντίπαλες πυροβολαρχίες, όταν βέβαια κατάφερνε να κινηθεί απειλητικά προς τις εχθρικές γραμμές, αφού τα μηχανικά προβλήματα ήταν οι πιο συνήθεις λόγοι για την καθήλωσή του.
Την ίδια στιγμή στην Αγγλία, οι εργάτες και οι εργάτριες βλέποντας το τέλμα που είχε περιπέσει το δυτικό μέτωπο είχαν αρχίσει να χάνουν σιγά-σιγά την πίστη τους στον «σκοπό» του πολέμου. Ταυτόχρονα, η είδηση ότι οι μπολσεβίκοι πλέον αλώνιζαν στα χειμερινά ανάκτορα έδινε μία τεράστια ώθηση στις κομμουνιστικές ιδέες, οι οποίες αμφισβητούσαν ανοιχτά τόσο την ανάγκη να συνεχιστεί ο πόλεμος, όπως επίσης και την ανάγκη ύπαρξης των θεσμών που ήταν μέχρι τότε δομημένη η αγγλική κοινωνία. Σε αυτή τη ζόρικη κατάσταση, που από τη μία οι συνδικαλιστές φωνάζανε για αυξήσεις του ημερομισθίου και καθιέρωση του 8ώρου, και από την άλλη οι κομμουνιστές έβγαζαν αντιμιλιταριστικά λογύδρια, η αγγλική κυβέρνηση αποφάσισε για να τονώσει το εθνικό φρόνημα, αλλά και για οικονομικούς λόγους, να ξεκινήσει μια καμπάνια παρουσίασης του καινούργιου της τεχνολογικού θαύματος. Έτσι ξεκίνησαν να τοποθετούνται σε όλες τις πόλεις της Μεγάλης Βρετανίας τεθωρακισμένα, τα οποία απλά στη θέα τους δημιουργούσαν δέος στους κατοίκους, ενώ όποιος ήθελε μπορούσε να δώσει και τον οβολό του για το πρόγραμμα παραγωγής τους. Η καμπάνια είχε τέτοια επιτυχία που οι πόλεις της χώρας ξεκίνησαν έναν άτυπο μαραθώνιο για το ποια πόλη θα κατάφερνε να μαζέψει περισσότερα χρήματα. Νικήτρια πόλη; Η Γλασκώβη.
Ο πόλεμος τελειώνει με νικήτριες δυνάμεις αυτές της Αντάντ, και εκατομμύρια Άγγλοι στρατιώτες ξεκινούν το ταξίδι της επιστροφής. Ωστόσο η πολυπόθητη επιστροφή, που πολλοί την είχαν ονειρευτεί τα ατελείωτα βράδια που πέρασαν στα χαρακώματα της Φλάνδρας και του Σομ μέσα στη λάσπη και τα ποντίκια, δεν ήταν τελικά η αναμενόμενη. Η μεγάλη πατρίδα ανίκανη να διαχειριστεί τη μεταπολεμική κατάσταση, παρά το γεγονός ότι βγήκε νικήτρια από αυτή, παράτησε τους ήρωές της άνεργους και χωρίς καμία πρόνοια, ωθώντας τους στο περιθώριο και την απόγνωση. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που τρελάθηκαν από όλα τα σκατά που έζησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, όπως επίσης και αυτοί που για να καταφέρουν να επιβιώσουν κατέφυγαν στις μαφίες. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ήταν ελάχιστοι αυτοί που κατάφεραν και γύρισαν στην προπολεμική κανονικότητα που ζούσαν. Αρκετοί ωστόσο προσπάθησαν αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου να βγουν και να διεκδικήσουν τη ζωή που τους είχαν τάξει οι πολιτικοί και οι καραβανάδες που τους έστειλαν στον πόλεμο. Έτσι, οι σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ομάδες άρχισαν να πληθαίνουν σε ολόκληρη την επικράτεια, τα εργατικά συνδικάτα μαζικοποιήθηκαν, ενώ δημιουργήθηκαν και πολλές ενώσεις βετεράνων πολέμου. Οι απεργίες και οι διαδηλώσεις έγιναν καθημερινότητα, ενώ ταυτόχρονα η οργή γιγαντωνόταν, αφού δεν φαινόταν πουθενά μια βαλβίδα που θα αποσυμπίεζε την κατάσταση.
Την ίδια στιγμή όμως, για το αγγλικό προλεταριάτο, που δεν είχε κάποια ιδιαίτερη επαναστατική παράδοση όπως είχαν αντίστοιχα η Γερμανία και η Γαλλία, και με τους (λιγοστούς) κατά τόπους ηγέτες του φυλακισμένους, οι όποιες προσπάθειες να μετουσιωθεί όλη αυτή η οργή σε κάτι παραπάνω ήταν πιο δύσκολες. Ωστόσο, η αλήθεια ήταν ότι τόσο για την εξουσία όσο και για την εργατική τάξη της χώρας, σε εκείνες τις συνθήκες όλα φαίνονταν πιθανά. Το 1919, δύο μήνες μόλις από τη λήξη του πολέμου, ξεκίνησε ένας αγώνας για την καθιέρωση της 8ωρης εργασίας, ως λύση για την τεράστια ανεργία που επικρατούσε· κίνηση η οποία μπλοκαρίστηκε από όλους, ακόμα και από τους επίσημους συνδικαλιστικούς φορείς, τακτική που όμως εξόργισε ακόμα πιο πολύ τους εργάτες και τις εργάτριες της χώρας, ριζοσπαστικοποιώντας τόσο αυτούς, όσο και τα αιτήματά τους ακόμα περισσότερο. Πολλές ήταν οι πόλεις που πρωταγωνίστησαν σε αυτούς τους αγώνες, σημαντικότερη από όλες, η Γλασκώβη. Μια εργατούπολη με βαριά πολεμική βιομηχανία, που οι κάτοικοί της δούλευαν όλη μέρα στις μηχανές για να καλύψουν τις ανάγκες του μετώπου. Στις 31 Ιανουαρίου 1919 η πόλη θα ζήσει άγριες συμπλοκές μεταξύ απεργών και μπάτσων, και τα γεγονότα θα μείνουν γνωστά στην ιστορία της Γλασκώβης ως Μαύρη Παρασκευή. Ο απολογισμός των συγκρούσεων δημιούργησε διάφορες σκέψεις και στα δύο «στρατόπεδα», αφού η κατάσταση λίγο έλειψε να μετατραπεί σε γενικευμένη εξέγερση.
Την επομένη ωστόσο, διαλύθηκαν οι όποιες ελπίδες των κατοίκων της Γλασκώβης για νίκη του αγώνα τους. Το πρωινό θέαμα έξω από τα παράθυρά τους ήταν καμιά δεκαριά τανκ Mark V, ολόιδια με αυτά που είχαν τοποθετηθεί στην κεντρική πλατεία λίγα χρόνια νωρίτερα, και για τα οποία είχαν δώσει ό,τι είχαν από το υστέρημά τους για να καταφέρουν να βοηθήσουν τα «παιδιά» τους που ήταν στα χαρακώματα. Ολόιδια με αυτά που οι Άγγλοι προλετάριοι έβλεπαν να ξερνάνε μέταλλο απέναντι στους Γερμανούς προλετάριους.
Και κάπως έτσι άδοξα έληξε και ο αγώνας για την κατάκτηση του 8ώρου στην πόλη της Γλασκώβης. Ένας αγώνας, που ασχέτως της κατάληξης που είχε, επιβεβαίωσε όλους εκείνους που καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου ούρλιαζαν ότι τόσο οι δικοί μας στρατοί όσο και οι αντίπαλοι πάντοτε ο μόνος λόγος ύπαρξης που έχουν είναι για να επιτυγχάνουν την επέκταση και διατήρηση των κερδών του κεφαλαίου, στοχεύοντας πάντα τους προλετάριους που στέκονται απέναντί τους, είτε μιλάμε για έναν πόλεμο εκτός συνόρων, είτε εντός. Από την άλλη μεριά, τα σκηνικά της Γλασκώβης άφησαν σύξυλους όλους όσους υποστήριζαν ότι μέσα από τη συμμετοχή της εργατικής τάξης στα στρατεύματα μπορεί ο στρατός να συνταχθεί με τους καταπιεσμένους απέναντι στο καθεστώς της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, προσπερνώντας το γεγονός ότι η εξουσία, μαθαίνοντας φυσικά από τα λάθη της, έχει δομήσει ολόκληρη την ύπαρξή της πάνω σε αυτούς τους μηχανισμούς. Τέλος, και όσον αφορά τον μικρό ατσάλινο κουβά μας, μπορεί τελικά να μην έκανε «παπάδες» στα οροπέδια της Γαλλίας, όπως θα περίμεναν τα στρατιωτικά επιτελεία, αλλά παρ’ όλα αυτά κατάφερε μια χαρά να επιβληθεί στους δρόμους της αγγλικής ενδοχώρας απέναντι σε αυτούς που τα κατασκεύασαν, τα χρηματοδότησαν και τα στελέχωσαν.
Τραμπάκουλας