Σημειώσεις και παρατηρήσεις σχετικά με την προσφυγική κρίση, τους μεταναστευτικούς αγώνες, την αλληλεγγύη, την ανθρωπογεωγραφία, τον αποκλεισμό και την εκκένωση της Ειδομένης.
Από το Σάββατο 21 εώς και την Πέμπτη 26 Μαΐου, μέλη της ελληνόφωνης και της αραβόφωνης Άπατρις βρεθήκαμε στη Θεσσαλονίκη με σκοπό να φτάσουμε στην Ειδομένη, προκειμένου να μοιράσουμε το πρώτο φύλλο της αραβόφωνης εφημερίδας και να δούμε από κοντά τις συνθήκες διαβίωσης και την οργάνωση του καταυλισμού των μεταναστών/προσφύγων. Ήδη από την πρώτη στιγμή που πλησιάσαμε την Ειδομένη υπήρξαν σοβαρά προβλήματα, καθώς ενώ το ένα αυτοκίνητο έφτασε στον προορισμό σχετικά εύκολα, το δεύτερο κατάφερε να εισέλθει μετά από πέντε ώρες και αφού του είχε απαγόρευτει η είσοδος από τους μπάτσους δύο φορές. Τη μέρα λοιπόν που βρεθήκαμε μέσα στον καταυλισμό μάθαμε ότι την επόμενη ξεκινάει η εκκένωσή του, με αποτέλεσμα να αλλάξει σε μεγάλο βαθμό το σχέδιο παρέμβασης του ταξιδιού μας αλλά και οι συνθήκες, αφού ο μερικός αποκλεισμός της Ειδομένης εξελίχθηκε σε απόλυτη απαγόρευση εισόδου τόσο στην περιοχή όσο και σε μια ακτίνα περίπου 10 χιλιομέτρων, που περιελάμβανε εκτός της Ειδομένης και άλλα πέντε χωριά. Το μοίρασμα 4.000 φύλλων της εφημερίδας στον καταυλισμό πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα το πρωί και καθόλη τη διάρκειά του υπήρχε πολύ θετική ανταπόκριση από τους πρόσφυγες/μετανάστες που σε κάποιες περιπτώσεις τις μοίραζαν και μόνοι τους. Σε όλη την διάρκεια της παραμονής μας, υπήρξαν σοβαρές ενοχλήσεις από τους μπάτσους τόσο με την ίδια την απαγόρευση εισόδου, όσο και με συνεχείς προσαγωγές σε διάφορα Α.Τ. της περιοχής, ενώ σε τουλάχιστον μία περίπτωση το αυτοκίνητο με το οποίο μετακινούμασταν βρίσκονταν υπό παρακολούθηση που ξεκίνησε λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη και ολοκληρώθηκε με την προσαγωγή μας 15 χιλιόμετρα πριν την Ειδομένη. Με αυτό το κείμενο θέλουμε να εκθέσουμε μια σειρά από παρατηρήσεις, εμπειρίες και συμπεράσματα που θεωρούμε ότι αποκτήσαμε κατά τη διάρκεια της παραμονής μας στον καταυλισμό, αλλά και την ευρύτερη περιοχή, κατά την διάρκεια αυτών των ημερών.
(Αναλυτικά η ενημέρωση εδώ: http://apatris.info/spasimo-tou-apofonis-apatris/ και εδώ: http://apatris.info/idomeni-nea-enimerosi-2552016/.)
*
Η αναγκαιότητα να καταλάβουμε τι ακριβώς συνέβαινε στην Ειδομένη, εκφράζει την αντίθεση μεταξύ της ψευδούς αναπαράστασης της πραγματικότητας μέσω των τηλεοπτικών δεκτών και του τι όντως συμβαίνει στους προσφυγικούς καταυλισμούς. Η κατάσταση που συναντήσαμε προφανώς δεν παραπέμπει στην εικόνα κανιβαλιστικών συγκρούσεων, αλλά ούτε μοιάζει με οποιονδήποτε τρόπο με άτυπο hotspot, όπως ισχυρίζονται όσοι ταυτίζουν τον σκοπό των μεταναστευτικών μαζών με το μέρος διαβίωσής τους. Ξεπερνώντας αυτά τα σχήματα, η Ειδομένη ήταν ένα χωριό προσφύγων/μεταναστών με μια εμβρυακής μορφής κοινωνική οργάνωση και λειτουργία, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν από μανάβικα και κουρεία μέχρι σκηνές που κάλυπταν ανάγκες γυναικών (“women social space”), ενώ προφανώς η όλη λειτουργία του καταυλισμού ήταν υποστηριζόμενη από εθελοντές/αλληλέγγυους αλλά και ΜΚΟ – κάποιες εκ των οποίων ισλαμικού προασανατολισμού. Ταυτόχρονα επικρατούσαν κακές έως άθλιες συνθήκες διαβίωσης, με σκηνές να βρίσκονται εκτεθειμένες στη βροχή, ενώ υπήρχε μια αναμενόμενη εμφάνιση εκφυλιστικών φαινομένων, όπως σε όλα τα μέρη που υπάρχει υπερσυσσώρευση ανθρώπων και μάλιστα εξαθλιωμένων – φαινόμενα τα οποία εντάθηκαν κατά τις μέρες του αποκλεισμού, που σημειώθηκαν συγκρούσεις κατά το μοίρασμα φαγητού. Φτάνοντας στις ιδιαιτερότητες της χρονικής στιγμής που εμείς βρεθήκαμε εκεί, έχουμε να παρατηρήσουμε σαν υποσημείωση την μεγαλύτερη εθνοτική αλλά και πολιτική ομοιογένεια της περιοχής, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των διαμένοντων στον καταυλισμό ήταν Κούρδοι προερχόμενοι από εμπόλεμες περιοχές. Ταυτόχρονα, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, η Ειδομένη και τις δύο φορές πριν εκκενωθεί ενσωμάτωνε στην ίδια της την ύπαρξη μια κεντρική διαμαρτυρία/διεκδίκηση ενάντια στο κλείσιμο των συνόρων: το μπλοκάρισμα της γραμμής του τραίνου που ενώνει την Ελλάδα με τα Βαλκάνια και κατ’επέκταση την Ευρώπη…
*
Οι μεταναστευτικές μάζες μέσω της κινητικότητας τους παράγουν νέα δεδομένα και είναι πρόσφορο πεδίο δράσης τόσο για την καπιταλιστική μηχανή, που μπορεί να εκμεταλλεύεται/αφομοιώνει όλες τις κινήσεις εντός της, όσο και για τους εχθρούς αυτού του κοινωνικού συστήματος, που οφείλουν να αφουγκραστούν τις επιθυμίες των κοινωνικών υποκειμένων και να αλληλεπιδράσουν μαζί τους. Όσον αφορά την πρώτη σχέση, όλα αυτά τα παρασιτικά κοινωνικά κομμάτια, είτε πρόκειται για μικροεπιχειρηματίες και ξενοδόχους είτε για μαφιόζους και διακινητές, ουσιαστικά μετουσίωσαν την υλική έκφραση του ρατσισμού σε ληστεία εναντίον των ”χωρίς δικαιώματα” προσφύγων, που αδυνατούσαν να διαμαρτυρηθούν, πόσο μάλλον να αντισταθούν. Αναφορικά όμως με τη δεύτερη σχέση, το τι έκαναν δηλαδή τα αγωνιζόμενα κοινωνικά υποκείμενα σχετικά με το κεντρικό αίτημα των μεταναστών/προσφύγων για άνοιγμα των συνόρων, τα αποτελέσματα δεν είναι αντίστοιχα. Προσπερνόντας τις διάφορες εκφράσεις της απολίτικης αλληλεγγύης που φτάνουν να συμπορεύονται με τις κεντρικές επιλογές της εξουσίας, είναι δεδομένο ότι ακόμα και τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα εξαντλήθηκαν στην παροχή στέγης/τροφής στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη και τους διάφορους καταυλισμούς, της Ειδομένης συμπεριλαμβανομένης. Η αλληλεγγύη με λίγα λόγια, είχε σαν διαφοροποιημένο επίδικο την αυτοοργάνωση μιας περιοχής για την οποία όμως οι διαμένοντες σε αυτήν θεωρούσαν ότι είναι απλά ένας ενδιάμεσος σταθμός – δεν λάμβανε δηλαδή υπ’ όψην της τον σκοπό και την επιθυμία των μαζών που διέμεναν εκεί. Μοναδική εξαίρεση ίσως ήταν η δομή του Πλατάνου στη Λέσβο με την έμπρακτη συμβολή της στην κατάργηση των συνόρων σε εκείνο το σημείο. Συνεπώς, εάν και είναι προφανές ότι εν τέλει ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων θα εγκλωβιστεί στην Ελλάδα, οπότε αυτά τα εγχειρήματα θα λειτουργήσουν παραδειγματικά, είναι εξίσου προφανές ότι υπάρχει μέγαλη διάσταση ανάμεσα στην επιθυμία του κοινωνικού υποκειμένου των μεταναστών και του πολιτικού υποκειμένου των αλληλέγγυων.
*
Στις 26 Μαΐου ανακοινώθηκε επίσημα ότι εκκενώθηκε η Ειδομένη. Για την εκκένωσή της επιστρατεύτηκαν κάποιες εκατοντάδες μπάτσοι όλων των ειδών, αποκλείστηκαν χωριά σε ακτίνα εώς και δέκα χιλιομέτρων, «πολιορκήθηκε» η περιοχή με μέσα όπως το κόψιμο τροφής και νερού και απαγορεύτηκε η πρόσβαση σε όλα τα ΜΜΕ, πέραν αυτών που είχε η κυβέρνηση υπό τον απόλυτο έλεγχό της. Παρ’ όλα αυτά μεταφέρθηκαν σε hotspots περίπου 3500 πρόσφυγες, δηλαδή οι μισοί και πλέον κατέφυγαν στα βουνά των ελληνομακεδονικών συνόρων, αρνούμενοι να καθορίσει το ελληνικό κράτος την τύχη τους, ενώ 700 περίπου προσπάθησαν τελευταία στιγμή ανεπιτυχώς να περάσουν τα σύνορα. Η εκκένωση συνεπώς είχε μια πρόσκαιρη επιτυχία και μια συνολική αποτυχία: εν τέλει άνοιξαν οι γραμμές του τραίνου, οπότε αποκαταστάθηκε η ομαλή ροή εμπορευμάτων, αλλά απέτυχε συνολικά η κανονικοποίηση της προσφυγικής κρίσης και οι ευρωπαϊκή ντιρεκτίβα που την επέβαλε· η τακτοποιημένη δηλαδή μεταφορά και «εγκατάσταση» των μεταναστών/προσφύγων διαχωρισμένων ανά έθνος, στα -κατά κανόνα- άθλια και υπερπλήρη hotspots. Η αποτυχία αυτή βασίζεται στην ίδια τη φύση του ζητήματος, δηλαδή του προβλήματος των κλειστών συνόρων, αφού οι πρόσφυγες στα hotspots δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν από το να περιμένουν την απέλασή τους, ή όπως αποδείχτηκε εσχάτως στη Χίο, να βάζουν φωτιά στις σκηνές και τα κοντέινερ για να διαμαρτυρηθούν…