26 χρόνια πριν, Δυναμό Ζάγκρεμπ-Ερυθρός Αστέρας Βελιγραδίου
Με αυτόν τον όχι και τόσο κολακευτικό τρόπο παρουσιάζεται συνήθως ο συγκεκριμένος ποδοσφαιρικός αγώνας μεταξύ Δυναμό Ζάγκρεμπ και Ερυθρού αστέρα Βελιγραδίου. Εκεί οι δύο ομάδες, με συμμετοχή και των παικτών, ξέσπασαν σε ένα όργιο βίας, μαχαιρώματα, καταλήψεις κερκίδων και τους φιλάθλους να τρέχουν ανεξέλεγκτοι μέσα στο γήπεδο και να παίζουν ξύλο με τους παίκτες των ομάδων. Οι συγκρούσεις αυτές ήταν μόνο η αρχή σε μια σειρά γεγονότων που κανείς δε φανταζόταν. Ήταν η πρώτη ανοιχτή βίαιη σύγκρουση μεταξύ Κροατών και Σέρβων. Ο αγώνας συγκαταλέγεται στους “5 αγώνες που άλλαξαν τον κόσμο” σύμφωνα με τις προσφιλείς ταξινομήσεις των αστικών ΜΜΕ. Παρόλα αυτά ο τίτλος αυτός είναι και δίκαιος και άδικος. Δίκαιος καθώς αποτέλεσε όντως το πρώτο περιστατικό ανοιχτά εθνικής βίας, μιας βίας που γιγαντωνόταν και αναπτύσσονταν επί 15 χρόνια σχεδόν μέσα στο υπό κατάρρευση σύστημα της Γιουγκοσλαβίας και τις αντιφάσεις του σε τοπικό και ομοσπονδιακό επίπεδο. Άδικος γιατί προφανώς δεν αποτέλεσε την αιτία του πολέμου. Όμως η χρονική συγκυρία, οι τότε κοινωνικές συνθήκες, και κυρίως τα μετέπειτα γεγονότα συγκροτούν αναδρομικά όλη τη συμβολική αφήγηση του πολέμου, όλη την ιδεολογία που έχει παράξει, μέσα στην οποία το συγκεκριμένο ματς έχει τεράστια συμβολική αξία.
Ο αγώνας στις 13 Μαΐου του 1990 μεταξύ των δύο “αιώνιων αντιπάλων” του Γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος ήρθε να γίνει μόλις 6 μέρες μετά την άνοδο της πρώτης μη κομμουνιστικής κυβέρνησης στην Κροατία, η οποία είχε αρχίσει ήδη τις πολιτικές πιέσεις για αποκέντρωση του πολιτικού συστήματος της Γιουγκοσλαβίας. Την εξουσία τότε στην Κροατία την πήρε μέσω δημοκρατικών εκλογών το βαθύτατα εθνικιστικό κόμμα “Κροατική Δημοκρατική Ένωση” κόμμα αναλόγου βεληνεκούς στην ρητορική του με τον Μιλόσεβιτς. Ο εθνικισμός τόσο στην Σερβία όσο και στην Κροατία κυριολεκτικά ήταν άρρητα συνδεδεμένος με τις ηγεμονικές πολιτικές. Αυτό που πρέπει όμως εδώ να τονιστεί είναι ότι ήταν πολιτικές όχι μόνο κρατικές, θεσμικές κτλ. Μετά από αυτόν τον αγώνα, και οι δύο πλευρές χρησιμοποίησαν κάθε γεγονός -όπως την νίκη του Ερυθρού Αστέρα στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα την πρώτη Μάη του 1991- για να δείξουν την ηγεμονία του Σερβικού στοιχείου σε κάθε επίπεδο. Έτσι μαζί με τα επιχειρήματα περί της κατανομής της βιομηχανίας, της φορολογίας, των επιδοτήσεων, της οικονομικής ανισότητας και της πολιτικής ελευθερίας της κάθε δημοκρατίας, ήρθαν να προστεθούν και έντονα συμβολικά επιχειρήματα και γεγονότα τα οποία μπορούσαν να κινητοποιήσουν ακόμα και τον τελευταίο με βάση το εθνικό φρόνημα. Οι Bad blue boys, ο σύνδεσμος φιλάθλων της Δυναμό, θα αποτελέσει μήτρα για τα πιο επιθετικά τάγματα του κροατικού στρατού. Από την άλλη οι Delije, ο σύνδεσμος φιλάθλων του Ερυθρού Αστέρα, θα συγκροτήσει “τις Τίγρεις του Αρκάν” μια διαβόητη παραστρατιωτική ομάδα κατά τα γεγονότα στη Βοσνία και το Κόσοβο που σήμερα λατρεύεται από τη Χρυσή Αυγή.
Ο εθνικισμός στη Γιουγκοσλαβία, και η συγκρότηση εντός του “γιουγκοσλαβικού ονείρου” “άλλων”, “ξένων” και “εχθρών” ήταν ένα αίτημα από τα κάτω, ήταν λαϊκός ρατσισμός και εθνικισμός, ήταν η συνολική κατάρρευση του Γιουγκοσλαβικού ονείρου ως αφήγηση της συλλογικής “λαϊκής ταυτότητας”.
Ήταν η βίαιη είσοδος σε αυτή την αφήγηση, των πραγματικών άρρητων, αόρατων και αργών αντιθέσεων της γιουγκοσλαβικής οικονομίας και του κράτους της ως αντιφάσεων, ήταν η εισβολή του μακρού ιστορικού χρόνου στον βραχύ. Όντας υπό κατάρρευση το γιουγκοσλαβικό σύστημα όξυνε τις αντιφάσεις και τους ανταγωνισμούς μέσα στην ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Έδωσε έτσι ώθηση στο αίτημα για σφιχτούς εθνικούς σχηματισμούς, στον εθνικισμό και στο ρατσιστικό και εθνικιστικό παραλήρημα ως “επίλυσης” ενός υπό κατάρρευση κόσμου. Εδώ προφανώς δεν ισχυριζόμαστε ότι οι εθνικοί διαχωρισμοί είχαν εξαλειφθεί μέσα στη Γιουγκοσλαβία. Αντιθέτως μια ιδέα εθνικής ταυτότητας πάντα υπήρχε, και αυτή θα αποτελούσε τη βάση για τη συγκρότηση νέου αισθήματος ταυτότητας και κοινότητας συμφερόντων. Οδήγησε σε εθνικισμό, στο αίτημα δηλαδή για τον επαναπροσδιορισμό των ορίων της κοινότητας του “λαού” και του “κράτους του”, των δικαιωμάτων και της δημοκρατικής εξουσίας.
Η Γιουγκοσλαβία μας έμαθε πολλά, αν και αρκετοί αρνούνται τα μαθήματα αυτά. Μας έμαθε ότι ο εθνικισμός και ο ρατσισμός είναι εσωτερικά και αναπόσπαστα στοιχεία του έθνους κράτους, και της συγκρότησης της ταυτότητάς τους, και όχι παρέκκλιση ή υπερβολή από αυτά. Χωρίς το ρατσισμό, χωρίς τη φυλετική και εθνική φαντασίωση δε μπορεί να οριστεί κανένα εθνικό όριο, κανένας διαχωρισμός και κανένα σύνορο (και αντίστροφα χωρίς τα σύνορα να οριστούν αυτές τις οριοθετήσεις και ιδεολογίες). Από την άλλη είδαμε ότι ο ρατσισμός και ο εθνικισμός αποτελούν τον δρόμο προς το δημοκρατικό κράτος και τη συγκρότησή του, καθώς η τυπική αφηρημένη ισότητα, η “πολιτική ελευθερία” και η δημοκρατία ως συνολική αποτύπωση των ταξικών συσχετισμών πραγματώνονται πάντα σε εθνικό επίπεδο. Όταν συνολικά οι κρατικές και οικονομικές δομές ενός συστήματος έστω πολιτικής “ισότητας” καταρρέουν και εκλαμβάνονται πλέον ως άνισες και εκμεταλλευτικές με βάση το θρήσκευμα ή το έθνος, τότε το έθνος και η εθνική διαφορά πρακτικά κατασκευάζονται. Όταν αυτές οι αντιθέσεις “που δουλεύουν πίσω από τη πλάτη μας” ρίχνουν κοινωνίες ολόκληρες σε ανταγωνισμούς που ξεπερνούν κατά πολύ την “άμεση ταξική θέση” και εμπεριέχουν ήδη μια φυλετική και εθνική διάσταση, όπως το ομοσπονδιακό Γιουγκοσλαβικό σύστημα της δεκαετίας του 80′, τότε τα υποκείμενα που έχουν ήδη συγκροτηθεί σαν κοινότητα που δέχεται την εκμετάλλευση στη βάση ενός ρατσισμού και μιας εθνικής ιδέας, εξισορροπούν την κατάσταση με το ίδιο νόμισμα: με εθνικισμό, ρατσισμό και αίτημα για το δικό τους έθνος κράτος. Υπάρχει θα λέγαμε, ένα αίτημα από τα κάτω για επαναπροσδιορισμό της δημοκρατικής πολιτικής κοινότητας, της κοινότητας των γενικών αφηρημένων συμφερόντων. Να επαναπροσδιοριστεί δηλαδή η “ενότητα των ανταγωνιζομένων τάξεων”, η κοινότητα της δημοκρατίας, η “λαϊκή κοινότητα”.
Η Γιουγκοσλαβία μας δείχνει ότι ο πόλεμος και ο εθνικισμός δεν είναι παρέκκλιση από τη δημοκρατία, αλλά ο βαθιά διαλεκτικός δρόμος για την επίτευξη της. Γι` αυτό και τα σπουδαία δημοκρατικά έθνη της πρώην Γιουγκοσλαβίας, αλλά και της Ελλάδας κτλ έχουν σαν ήρωές τους, στην εθνική τους αφήγηση πάντα, άτομα τα οποία στην καλύτερη έχουν μια μακρινή σχέση με τη “δημοκρατική πραγματικότητα”. Ο Εθνικισμός είναι η ουσία της δημοκρατίας, γιατί αυτός ορίζει τα συστήματα θεσμικής και συμβολικής διαφοράς που ορίζουν την κοινότητα του “λαού της”.
Αναδημοσίευση από το site:
https://ourbabadoesntsayfairytales.wordpress.com/