18/08/2012
Βγαίνω από τον σταθμό του Κεραμικού. Ψάχνω για κάποιο internet cafe το οποίο τελικά είναι κλειστό. Η αποτοξίνωσή μου από το avatar μου θα κρατήσει λίγο ακόμα. Κατευθύνομαι προς το Θησείο. Δυο μηχανές σταματάνε απότομα μπροστά μου. Μια αγέλη ανθρώπων πέφτει πάνω μου και με ακινητοποιεί. Δεν έχω καταλάβει τι γίνεται. Φωνάζω. Μου φοράνε χειροπέδες και μια μαύρη κουκούλα στο κεφάλι. Δε μου δηλώνουν την ιδιότητά τους. Με βάζουν σε ένα συμβατικό όχημα Toyota Yaris ή κάτι τέτοιο. Δεν έχει σημασία. Μου λένε: «Μας χάλασες το καλοκαίρι παλιομαλάκα! Με σένα θα ασχολούμαστε;» Μάλιστα σκέφτομαι. Αυτή είναι η ατάκα της αντιτρομοκρατικής. «Έλα τον πήραμε» ενημερώνει ο συνοδηγός από το κινητό του. «Ρε, είναι σίγουρα αυτός;» αναρωτιέται αυτός που με κρατάει στο πίσω κάθισμα. «Πώς σε λένε;» με ρωτάνε. Τους λέω, ξεφυσάνε ανακουφισμένοι.
Ιστορίες με παρόμοια αρχή έχω ακούσει καμιά δεκαριά φορές. Δεν μπορούσα να φανταστώ τέτοια συνέχεια. Ούτε καν για τα διηγήματά μου. Βρίσκομαι σε ένα υπόγειο γκαράζ. Στην είσοδό του. Ακόμα φοράω την κουκούλα, και έχω τα χέρια δεμένα πίσω. Περιμένουμε το ανσασέρ. «Στο 13», διατάζει κάποιος μόλις μπαίνουμε. Την τύχη μου μέσα και τη σημειολογία σας σκέφτομαι.
Ό, τι μπορώ να δω πίσω απ’ την κουκούλα είναι τα παπούτσια μιας ατελείωτης σειράς αστυνομικών με πολιτικά, και το πάτωμα. Με οδηγούν σε ένα γραφείο. Το αναγνωρίζω. Είναι το γνώριμο δωματιάκι που κατά καιρούς ποζάρουν διάφοροι αναρχικοί σύντροφοι για τις ανάγκες των γυρισμάτων της πλέον διάσημης υπηρεσίας, της αντιτρομοκρατικής. Κάθομαι στην καρέκλα με τα χέρια δεμένα πίσω. «Έχεις κάνει καμιά παρανομία;» με ρωτάει ένας. Εσύ με έχεις συλλάβει, εμένα περιμένεις να σου πω; Σκέφτομαι από μέσα μου. Δεν απαντάω. «Έχεις κάνει κάτι που να σε κάνει να νιώθεις ενοχές;» συνεχίζει. Πάλι δεν απαντάω. Δεν έχω καταλάβει τι μαγειρεύουν. Έρχεται κάποιος από πίσω μου και με μια λαβή ακινητοποιεί το κεφάλι μου. Μου ανοίγει το στόμα και βάζει μέσα μια μπατονέτα. Διαμαρτύρομαι. Όχι πως έχει νόημα. Ξέρω πολύ καλά πως η αντιτρομοκρατική είναι υπεράνω νόμων. Ξέρω ότι αντλεί το όποιο κύρος της και την ανεξέλεγκτη εξουσία της, όχι από τις αρχές της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά από τους κανόνες της δημοσιογραφικής βαρβαρότητας. Μετά από λίγο και αφού μου έχουν πάρει δαχτυλικά αποτυπώματα, χωρίς να έχουν απαντήσει στην επίμονη ερώτησή μου για το αν έχω συλληφθεί, μπαίνει στο γραφείο μια καινούρια δυάδα. «Εσύ τον σκότωσες;» με ρωτάνε. Σκέφτομαι: αυτό το τρικ θα το έχουν ξετρυπώσει από το CSI. Σε απειλούν ότι θα σου φορτώσουν ανθρωποκτονία για να αναγκαστείς, πάνω στον πανικό σου, να παραδεχτείς οτιδήποτε άλλο. Δεν απαντάω. Ούτε ναι, ούτε όχι. Όχι απλά δεν ξέρω τι μαγειρεύουν, αλλά το κυριότερο, δεν ξέρω καν πώς το μαγειρεύουν. Μου βγάζουν την κουκούλα και με τραβάνε φωτογραφίες. Μου την ξαναφοράνε και με βάζουν να σταθώ όρθιος με τα χέρια δεμένα πίσω κοιτώντας τον τοίχο. Από πίσω κάποιοι αργόσχολοι κάνουν ανόητους θορύβους. Παριστάνουν τον άνεμο ή το αεροπλάνο. Μου ψιθυρίζουν: «Θα σε γαμήσουμε καράφλα!».
Οι ώρες περνάνε. Μετράω από μέσα μου δευτερόλεπτα για να μη χάσω την αίσθηση του χρόνου. Ένα, δυο, τρία μέχρι το εξήντα και πάλι από την αρχή. Μόλις φτάνω στα δέκα λεπτά μπερδεύομαι αλλά τουλάχιστον έτσι μπορώ να υπολογίσω χονδρικά πόσα θέλουμε για να περάσει μια ώρα. Όταν κρίνω ότι έχει περάσει ξαναρχίζω. Ένα, δύο, τρία… Έχω αγωνία. Όχι για το τι θα μου κάνουν, αλλά για το τι μαγειρεύουν πάλι. Ξέρω, εγώ είμαι αυτήν τη φορά το κυρίως πιάτο αλλά δεν ξέρω σε ποια συνταγή. Κάποιος με πλησιάζει από πίσω. Μου λέει «ό, τι είναι να πεις, πες το τώρα γιατί σε δυο ώρες θ’ αλλάξουμε τροπάριο. Σε δυο ώρες θα ταυτοποιήσουμε το DNA σου και θα σε γαμήσουμε». Ποιο DNA και γιατί τόση σιγουριά αναρωτιέμαι από μέσα μου. Δεν απαντάω. «Τι έγινε στο νησί; Στράβωσε η δουλειά; Κι εμείς σε λίγο καιρό τράπεζες θα ληστεύουμε έτσι όπως πάει το πράγμα, αλλά το να σκοτώνεις είναι διαφορετικό!». Καταρχήν, σκέφτομαι, δεν σκότωσα κανέναν και δεν λήστεψα καμία τράπεζα, παρότι το δεύτερο το φαντασιώνομαι όποτε κάποια από δαύτες πέσει στο οπτικό μου πεδίο. Επίσης, ληστέψτε κατά το συνήθειο σας κανέναν μεροκαματιάρη προποτζή και αφήστε τις τράπεζες κατά μέρος. Μην δαγκώνετε το χέρι που σας ταΐζει.
Οι ώρες περνάνε.. Εξακολουθώ να στέκομαι δεμένος πισθάγκωνα με θέα τον τοίχο που αχνοφαίνεται πίσω απ’ την κουκούλα. «Βγήκε το DNA!», ακούω κάποιον να πανηγυρίζει. Αυτή η έκρηξη χαράς συνοδεύεται από μπουνιές, σφαλιάρες, κλοτσιές. Πέφτω κάτω. Χοροπηδάνε πάνω στην πλάτη μου. Σκέφτομαι τα λόγια του Χρόνη Μίσσιου: «Ότι και να μου κάνουν θα πρέπει μετά να με συναρμολογήσουν». Σκέφτομαι πως οι εποχές έχουν αλλάξει. Ό, τι και να μου κάνουν πρέπει στις κάμερες να με παραδώσουν ως θύτη και όχι σαν θύμα. Πράγματι μετά από λίγα λεπτά σταματάνε. Με σηκώνουν όρθιο και μου λένε: «Τρείς μέρες θα καθίσεις εδώ! Θα σου βγάλουμε την ψυχή!» Μου λένε: «Από το 2009 σε παρακολουθούσαμε, τι έκανες με τον Καραγιαννίδη στο Αγρίνιο; Νόμιζες δεν σας βλέπαμε;». Σκέφτομαι: Εγώ στο Αγρίνιο δεν έχω πάει ποτέ μου, και τον Καραγιαννίδη τον έχω δει μόνο στις φωτογραφίες σας. Το παραλήρημά τους συνεχίζει. Ανάμεσα σε βρισιές και απειλές ξεχωρίζω τη λέξη «Σέχτα» και το όνομα «Νεκτάριος Σάββας». Επίσης τη φράση «Είμαστε αντίπαλα στρατόπεδα». Καλά όλα αυτά σκέφτομαι αλλά εγώ που κολλάω σ’ όλη αυτήν την ιστορία; Μου λένε: «Οι άλλοι δυο τα ρίχνουν όλα σε σένα, πες κάτι για να ελαφρύνεις τη θέση σου!». Αναρωτιέμαι, ποιοι μπορεί να είναι άραγε «οι άλλοι δυο»;
Στο επίκεντρο της ανάκρισης έχουν μπει τώρα τα διηγήματά μου. Προσπαθούν να βγάλουν οποιοδήποτε συμπέρασμα. Η ανάκριση συνεχίζεται για κάποιες ώρες και τα ανακριτικά ζεύγη αλλάζουν συνεχώς. Με ρωτάνε ό, τι τους κατέβει. Αν έχω νιώσει ποτέ στη ζωή μου φόβο και τέτοια. Κάποια στιγμή με παρατάνε. Με αφήνουν στο γραφείο δεμένο πισθάγκωνα με την καρέκλα. Δεν ξέρω για πόσες ώρες. Σίγουρα πολλές. Σίγουρα ατέλειωτες. Κοιτάζω τον τοίχο. Τα χέρια μου έχουν νεκρώσει από τις χειροπέδες. Το δέρμα γύρω από τον καρπό μου έχει ματώσει, έχει πρηστεί τόσο πολύ που καλύπτει τις χειροπέδες.
19/08/2012
Έχει πάει, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, περίπου 10 το πρωί. Το πρώτο εικοσιτετράωρο έχει περάσει. Με λύνουν και κοιτάζουν τους καρπούς μου. Συζητάνε για το αν χρειάζεται γιατρός. Αποφασίζουν πως όχι. Μου φοράνε το άσπρο αλεξίσφαιρο γιλέκο. Το άσπρο γιλέκο της διαπόμπευσης. Το τεκμήριο της αθωότητας υπήρχε την εποχή που οι κοινωνίες ήταν επηρεασμένες από τον Διαφωτισμό. Το ίδιο και ο σεβασμός στην προσωπικότητα του κατηγορούμενου. Στον σύγχρονο μεταβιομηχανικό σκοταδισμό, ο κατηγορούμενος δεν τιμωρείται, όπως γινόταν στο μεσαίωνα, με τη διαπόμπευση, αλλά κάτι παραπάνω. Ο κατηγορούμενος διαπομπεύεται ως απόδειξη ενοχής. Ο κατηγορούμενος είναι το «κάθαρμα», με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Με περιφέρουν σαν τρόπαιο ανάμεσα σε δεκάδες κάμερες. Σκέφτομαι: αυτοί βάλθηκαν να διαψεύσουν τον Ουμπέρτο Έκο. Τελικά τον Αύγουστο έχει ειδήσεις. Τελικά αρκεί να ελέγχεις τα media για να εγκαθιδρύσεις σύγχρονες δικτατορίες. Τα τανκς μπορεί να είναι passé αλλά τα εκαμίτικα τσερόκι είναι πλέον must. Επιστροφή στη ΓΑΔΑ. Με πετάνε σε ένα κλουβί κυριολεκτικά ένα επί τρία, χωρίς φυσικά κανένα παράθυρο, χωρίς καμιά επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον και με το φως διαρκώς αναμμένο. Εκεί θα φιλοξενηθώ για τις επόμενες πέντε μέρες. Μια λαμαρινένια πόρτα το σφραγίζει. Με αφήνουν να ξεκουραστώ λίγες ώρες, και με ξαναοδηγούν σιδηροδέσμιο στο ανακριτικό γραφείο. Μου δηλώνουν: «Δεν είναι προσωπικό, αν θέλαμε θα σε είχαμε λιώσει. Είμαστε απλά σε αντίπαλα στρατόπεδα». Με ρωτάνε αν έχω να πω κάτι. Λέω όχι. Λένε: «Πάρτε τον από δω, και μέχρι να πάει φυλακή μην του δώσετε ούτε νερό». Πίσω στο κλουβί μου. Μου λένε: «Οι υπόλοιποι πυρήνες είχαν πιο πολύ νεύρο!» Ποιοί «υπόλοιποι»; αναρωτιέμαι. Θα μου φορτώσουν και συμμετοχή στη ΣΠΦ; Τελικά πρόκειται για επαναστατική οργάνωση ή για νομικό πασπαρτού; Στους πυρήνες εγώ;! Εμένα η κριτική μου απέναντι σε αυτήν την οργάνωση είναι ίση σε ένταση με τα εκρηκτικά που σας χώνανε, και σε έκταση ανταγωνίζεται τα κείμενά τους. Όμως καθάρματα αφού έτσι το θέλετε, έτσι θα γίνει. Σε αυτόν τον αγώνα θα είμαστε και μαζί. Εγώ αναζητάω αυτό που με ενώνει με ό, τι εχθρεύεται τον παλιό κόσμο, και ό ,τι με χωρίζει από αυτό που εμποδίζει το νέο να ανατείλει. Τις επόμενες δεκαπέντε με είκοσι ώρες τις περνάω στο κλουβί μου. Κάθε τρία λεπτά βαράνε με δύναμη και παρατεταμένα τη λαμαρινένια πόρτα. Ο κρότος που δημιουργείται είναι απόκοσμος. Κάθε τρία λεπτά για ατέλειωτες ώρες. Είμαι τόσο κουρασμένος που κάποιες φορές καταφέρνω ενδιάμεσα και κοιμάμαι. Έχουν πάρει τα διηγήματα μου ως πραγματικά γεγονότα. Από τα σχόλια και τις αντιδράσεις τους υποψιάζομαι πως δεν τα βρίσκουν καθόλου του γούστου τους. Είναι εξοργισμένοι μαζί μου. Σκέφτομαι, τι τυχερός ο Κοκκινόπουλος, τι τυχεροί ο Φρανκ Μίλλερ, ο Μανσέτ, ο Ταραντίνο και ο Ροντρίγκεζ! Δεν μπήκαν ποτέ στο στόχαστρο της αντιτρομοκρατικής. Σκέφτομαι, δυστυχώς για εμένα, ως συγγραφέας εμπνέομαι από το έγκλημα και όχι από τη ματαιότητα των μικροαστικών σχέσεων. Κάποια στιγμή μου βάζουν μουσική. Το κελί 33. Γελάνε. Έρχεται κάποιος ανώτερος. «Βάλτε Αγγελάκα και Θανάση στον Τασούλη! Αφού αυτά του αρέσουν!». Συνεχίζει, «Και με τον Μάκη (προφανώς εννοεί τον Μάκη Τσάκαλο) στις Καβουρότρυπες, και με τον Παπαδημούλη φίλο στο facebook, και ψήφισες και Σύριζα!». Φεύγει. Κάποια στιγμή ακούω κάποιους να μιλάνε με θαυμασμό για τον Παλαιοκώστα. Τον αποκαλούν «Ράμπο»! Κάποιος σχολιάζει ότι βρέθηκε αποτύπωμά του που τον συνδέει με την εκτέλεση του Βασιλάκη. «Και το πίστεψες;», ειρωνεύεται κάποιος άλλος.
21/08/2012
Ο εφέτης ανακριτής με περιμένει στο γραφείο του. Με υποδέχεται με ύφος χιλίων πρετεντέρηδων, και μου δείχνει καμαρώνοντας μια δικογραφία, που σε όγκο σελίδων ξεπερνά το μισό μέτρο! Αφορά την υποτιθέμενη συμμετοχή μου στη Ε.Ο. Σ.Π.Φ. Με ρωτάει για υπαρκτές και ανύπαρκτες συναντήσεις με κατηγορούμενος για συμμετοχή στην ίδια οργάνωση. Το αστείο είναι ότι και οι αυτοί αρνούνται τη συμμετοχή τους στη συγκεκριμένη οργάνωση. Θέλω να του πω. Τελικά μιλάμε για τερορισμό ή μήπως για κάποια ίωση που κολλάει με τη χειραψία; Δεν του το λέω. Θέλω να του πω: Δεν είδα κάποιον να κατηγορείται για συμμετοχή στο παραδικαστικό κύκλωμα επειδή έφαγε σουβλάκια με κάποιον παιδικό φίλο της Μπουρμπούλια. Δεν του το λέω. Θέλω να του πω πως ο Μακαρθισμός μπορεί να έμεινε στην ιστορία ως τραγωδία, στην Ελλάδα όμως επαναλαμβάνεται σαν φάρσα. Δεν του το λέω. Νιώθω όμως παγιδευμένος. Του το λέω. Νιώθω τελικά πως ο Μακαρθισμός σε σχέση μ’ αυτό που γίνεται τώρα, μοιάζει με παιδικό τραγουδάκι. Του το λέω. Ανακουφίζεται.
Η προφυλάκιση έχει «κλειδώσει». Επιστροφή στο κλουβί μου. Σκέφτομαι: Δε με πειράζει η φυλακή. Εξάλλου η θέση μου είναι δίπλα στους κολασμένους αυτής της γης. Το μόνο που με πειράζει είναι οι άδικες και ανυπόστατες κατηγορίες. Όμως δεν νιώθω καν εξοργισμένος. Εξοργισμένος νιώθει κανείς αν του πάρουν τη σειρά στο supermarket, όχι αν μια υπηρεσία της αστυνομίας αποφασίσει να τον παγιδεύσει το 2009, και τελικά το καταφέρει το 2012. Κοιτάω δεξιά μου στον τοίχο, κάποιος άλλος που είχε φιλοξενηθεί σ’ αυτό το κλουβί πριν από μένα έχει γράψει με στυλό: «Ο Αγώνας συνεχίζεται». Χαμογελάω. Σκέφτομαι, η Επανάσταση παίζεται, ο Αγώνας εξελίσσεται, της γης οι κολασμένοι πρέπει επιτέλους να παίξουν μπάλα.
Υ.Γ. : Στο σπίτι μου στη Λαμία βρέθηκαν «αδιάσειστα στοιχεία» που δικαιολογούν κατά τη γνώμη των δημοσιογραφικών και αστυνομικών αρχών τη δίωξή μου. Σύμφωνα με τους δημοσιογράφους, βρέθηκε ένα ψηφιακό πατρόν απομιμήσεων αστυνομικών ταυτοτήτων, κάποια βιντεάκια με έναν βλαχοτεξανό που παριστάνει το κομάντο, και ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο, η αγορά του οποίου είναι νόμιμη. Επίσης βρέθηκαν δεκάδες βιβλία και ταινίες. Ρούχα πλυμένα και άπλυτα. Σεντόνια, κουβέρτες, καθαριστικά τουαλέτας, σημειώσεις για τα διηγήματά μου, καθώς και ολοκληρωμένα διηγήματα. Μαζί με τα υπόλοιπα ευρήματα, δηλαδή το κρεβάτι, τον καναπέ μου, τα υπόλοιπα έπιπλα, την τηλεόραση, το τζάκι και τις προμήθειες σε φαγητά, θα μπορέσει άραγε η αντιτρομοκρατική να το χαρακτηρίσει γιάφκα;
Α.Κ. Θεοφίλου
Β2 Πτέρυγα Φυλακών Δομοκού 27/08/2012
* Ο σύντροφος Α.Κ. Θεοφίλου κατηγορείται για ληστεία τράπεζας και τον φόνο ενός ταξιτζή που έγινε το καλοκαίρι στην Πάρο