Για την αποκατάσταση του σκεπτικισμού

σημειώσεις πάνω στον υποχρεωτικό εμβολιασμό, το σώμα, την ατομική ιδεολογία και την επιστήμη της υγείας

I

«Χαρακτηριστικό της βιοϊατρικής είναι το ενδιαφέρον για τις “ορισμένες” αιτίες, δηλαδή το ενδιαφέρον για συγκεκριμένους, αναγνωρίσιμους παράγοντες που βρίσκονται μέσα στο σώμα, είτε πρόκειται για ιούς, γονίδια είτε για δυσλειτουργίες της φυσιολογίας, παράγοντες που προκαλούν ανιχνεύσιμες αλλαγές στο σώμα, οι οποίες με τη σειρά τους κατονομάζονται ως ασθένειες. Σήμερα, διοχετεύονται τεράστια ποσά σε έρευνες που θέτουν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους τον εντοπισμό γενετικών προδιαθέσεων και γενετικών ανωμαλιών που λειτουργούν ως αιτίες ή ως παράγοντες για ένα ευρύτατο φάσμα ασθενειών. Αυτού του είδους η προσέγγιση ενισχύει την αντίληψη ότι οι ασθένειες είναι οντότητες που μπορούν να απομονωθούν, μπορούν να εμφανιστούν οπουδήποτε και δεν είναι φορείς καμιάς ηθικής ή κοινωνικής σημασίας. Η προσέγγιση αυτή συνδέεται με διάφορες υποθέσεις: ότι η υγεία και η ασθένεια εδρεύουν σε εξατομικευμένα σώματα· ότι η υγεία και η ασθένεια είναι ένα διχοτομικό ζεύγος· ότι η ασθένεια και η νόσος αντιμετωπίζονται καλύτερα από εξειδικευμένες γιατρούς· και ότι η διατήρηση της υγείας είναι πρωτίστως ευθύνη των επιμέρους ατόμων».

~Margaret Lock, Ιατρική γνώση και πολιτική του σώματος
από το βιβλίο «Βιοκοινωνικότητες – Θεωρήσεις στην ανθρωπολογία της υγείας», εκδόσεις νήσος, σελ. 92

Η κρατική διαχείριση της πανδημίας του covid-19 έφερε βίαια και απότομα στο προσκήνιο μία σειρά ζητημάτων τόσο γύρω από τον –αμφισβητούμενο– υγειονομικό χαρακτήρα της [διαχείρισης], και τις «συνοδευτικές» δέσμες μέτρων δημόσιας τάξης, όσο και αναφορικά με το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και των «έκτακτων» μετασχηματισμών τους. Η κυρίαρχη αφήγηση τοποθετεί στον πυρήνα όλων αυτών των ζητημάτων την υγεία και το σώμα: Η υγεία ως λανθάνουσα κοινωνική σχέση, και το σώμα ως ο κατεξοχήν φορέας και κοινωνός αυτής της σχέσης. Το σχήμα έχει ως εξής: Η υγεία της κοινωνίας κατακερματίζεται και επιμερίζεται στα σώματα των ατόμων, με τα άτομα να επιφορτίζονται με την αποκλειστική ευθύνη για τη διατήρηση της υγείας των σωμάτων τους. Η συσχέτιση των σωμάτων ενδιαφέρει την κυρίαρχη επιστήμη της υγείας μόνο στον βαθμό που το ένα (δύναται να) μολύνει το άλλο, σκιαγραφώντας με αυτόν τον τρόπο πώς η μορφή μιας κοινωνικής «μη-σχέσης» (αφού η υγεία είναι ατομική υπόθεση, και δεν αφορά το σύνολο) καθορίζει την ουσία (το περιεχόμενο) μιας πραγματικής κοινωνικής σχέσης (στο κέντρο της οποίας βρίσκεται η επιταγή η υγεία να γίνεται αντιληπτή από το κοινωνικό σώμα ως ατομική υπόθεση). Αυτό που παρουσιάζεται ως ατομική ευθύνη, και φαίνεται να αφορά τα επιμέρους άτομα, στο βάθος του κρύβει μία κυριαρχική προσταγή που απλώνεται στο σύνολο της κοινωνίας· προσταγή που επιτάσσεται να εφαρμοστεί από όλα τα άτομα αυτοβούλως στα σώματά τους. Σε αυτή τη διαδικασία, η «ατομική ευθύνη» (και κατ’ επέκταση η «κοινωνική υπευθυνότητα και αλληλεγγύη») δεν αποτελεί μία από τις πιθανές επιλογές του ατόμου, αλλά αντιθέτως μια επιβολή που λειτουργεί ως ιδεολογικό κατασκεύασμα και επικοινωνιακό όχημα, πάνω στο οποίο ξεδιπλώνεται και νομιμοποιείται η κρατική διαχείριση στο σύνολο των ατόμων που συγκροτούν την υγειονομική κοινωνία.

II

Μια κριτική προσέγγιση της υγείας, θα έπρεπε να τοποθετεί αυτήν ως κοινωνική σχέση στο εδώ και τώρα των σύγχρονων κοινωνιών, αναζητώντας την επίδραση που έχει στα άτομα, σωματικά, ψυχολογικά και πνευματικά, το εκάστοτε κοινωνικό και πολιτικό υπόβαθρο. Μια τέτοια προσέγγιση οφείλει να διερευνήσει τη συσχέτιση της υγείας με άλλες κοινωνικές σχέσεις, όπως είναι η τάξη, το φύλο, η φυλή, και να λάβει υπόψη παραμέτρους όπως το επάγγελμα, το περιβάλλον, το κλίμα κ.ο.κ. Είναι επόμενο πως αυτή η διαλεκτική προσέγγιση έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με την πρόσληψη της υγείας ως «ατομική υπόθεση», κυρίως επειδή αναζητεί και απλώνει  τις «ευθύνες» τόσο στις υφιστάμενες κοινωνικές σχέσεις, όσο και στις ιδιαιτερότητες των περιβαλλόντων εντός των οποίων εξασκούνται [οι ίδιες αυτές σχέσεις], και αντίστοιχα διαμορφώνουν.

III

Ο κοινωνικός κατακερματισμός και το ιδεολόγημα του ατομισμού, ως ιδεολογικές προϋποθέσεις για την επικράτηση του καπιταλισμού, βρίσκουν το «βιολογικό» αντίστοιχό τους στην ατομική πρόσληψη της υγείας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η ατομική ευθύνη, από την αρχή της πανδημίας, συνοδεύεται από την πεισματική άρνηση για ενίσχυση του συστήματος δημόσιας υγείας. Χρησιμοποιώντας απλή λογική, η στάση αυτή από την πλευρά του κράτους φαντάζει παράλογη και αντιφατική. Με καπιταλιστικούς όρους, όμως, μια τέτοια στάση είναι λογικά απολύτως συνεπής, καθώς η ατομική ευθύνη, σε άμεση συνάφεια με το νεοφιλελεύθερο ρεύμα του καπιταλισμού, είναι πλήρως ασύμβατη με κοινωνικά-προνοιακά μέτρα όπως η ενίσχυση της δημόσιας υγείας, που τοποθετούνται στο φάσμα της καπιταλιστικής αναμόρφωσης (ρεφορμισμός/κεϋνσιανό μοντέλο).

IV

Υπό αυτό το πρίσμα, ο καθολικός εμβολιασμός, ως μέτρο που παρουσιάζεται πως θα απαντήσει «μία κι έξω» στις υγειονομικές απαιτήσεις της εποχής, είναι μονόδρομος για το κράτος, και αποτελεί ακόμα ένα κομμάτι της νεοφιλελεύθερης ατζέντας: Αρχικά, επιτυγχάνει την επικοινωνιακή παραγκώνιση ολόκληρου του διαλόγου που μέχρι πρότινος ζητούσε ενίσχυση του εθνικού συστήματος υγείας. Παρακάμπτεται δηλαδή μια ολόκληρη συζήτηση γύρω από μέτρα και επενδύσεις, σε μία δομή που θα έβγαινε ενισχυμένη όχι μόνο όσον αφορά την πρόληψη και αντιμετώπιση του covid-19, αλλά του συνόλου των αιτημάτων των χρηστών της δημόσιας υγείας. Συμπληρωματικά, με την εισαγωγή όλο και πιο έντονων διαχωρισμών μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων, στον εργασιακό τομέα ανοίγει ο δρόμος για «εργοδοτικό ξεσάλωμα» και απολύσεις εις βάρος των τελευταίων – στα μέρη μας η συνθήκη αυτήαποτελεί ιδανική πρόβα για το αντεργατικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη, που ψηφίστηκε το καλοκαίρι. Ταυτόχρονα, με τον καθολικό εμβολιασμό παίζεται ένα στοίχημα, όπου τα κράτη, λαμβάνοντας υπόψη και τις ενδεχόμενες ανεπάρκειες των υφιστάμενων εμβολίων, φιλοδοξούν να ενισχύσουν την ανοσία του πληθυσμού, με σκοπό να ανακόψουν τις επιπτώσεις που έχουν τα lockdown (που τα ίδια επιβάλλουν), σε επίπεδο οικονομίας, κοινωνικής ψυχολογίας, αλλά και επιβάρυνσης της δημόσιας υγείας. Συνοπτικά, με τον καθολικό εμβολιασμό αφενός προσπερνιέται η όποια σκέψη για ρεφορμιστικές μεταρρυθμίσεις, και αφετέρου το ποντάρισμα κλίνει προς την επιβίωση των κρατικών σχηματισμών. Για το κράτος ο εμβολιασμός λειτουργεί προληπτικά για την κοινωνική δυσαρέσκεια, και μετατοπίζει για άλλη μια φορά τις αιτίες της στην ίδια την κοινωνία, με αποδιοπομπαίους τράγους τους μη εμβολιασμένους.

V

Η πανδημία του covid-19, όπως ήταν αναμενόμενο, άνοιξε ένα τεράστιο πεδίο κερδοφορίας για τις φαρμακευτικές εταιρίες. Αυτό μπορούσε να το διαισθανθεί ακόμα και ο πιο αδαής άνθρωπος, ήδη από την αρχή της πανδημίας. Η εξάπλωση της νόσου σε διεθνές επίπεδο σηματοδότησε την έναρξη ενός αγώνα δρόμου για την ανάπτυξη φαρμάκων (που καταπολεμούν τη νόσο) και εμβολίων (που την προλαμβάνουν). Όσον αφορά τα εμβόλια, στα οποία έχει επικεντρωθεί η κυρίαρχη επιστήμη, η κούρσα (εξελίχθηκε και) εξελίσσεται σε πολλά επίπεδα, που αφορούν τον ταχύτερο χρόνο ανάπτυξής τους, την αποτελεσματικότητά τους με τις λιγότερες δυνατές επιπτώσεις στην ατομική υγεία, τη διατήρησή τους για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, και σαφώς τη δυνατότητα παραγωγής τους σε μεγάλη κλίμακα. Αν λάβουμε υπόψη πως αυτή η διαδικασία κινητοποιείται και διαμεσολαβείται από το κέρδος, είναι τουλάχιστον φυσιολογικό, (ακόμα και) ως αγνό αντανακλαστικό, να αμφισβητείται τόσο η τυπικότητα όσο και η διαφάνεια των διαδικασιών για την ανάπτυξη των εμβολίων, ανεξάρτητα από τον «ανθρωπιστικό» και «ευγενή» χαρακτήρα των σκοπών και των προθέσεων. Κατ’ επέκταση είναι απολύτως λογικό (και «υγιές») να εκφράζεται κοινωνικά αυτή η αμφισβήτηση ως φόβος ή δυσπιστία απέναντι στην αποτελεσματικότητα των εμβολίων, και ως άρνηση συμμετοχής στη διαδικασία εμβολιασμού.

VI

Από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως στο πλαίσιο αυτού του νέου πεδίου κερδοφορίας, και οι ίδιες οι φαρμακευτικές εταιρίες δεσμεύονται από γραπτούς, και κυρίως άγραφους, «νόμους της αγοράς»: Δεν μπορούν, για παράδειγμα, να διαθέσουν στην αγορά ένα εμβόλιο που θα προκαλέσει σε πρώτο χρόνο δυσάρεστες συνέπειες στα σώματα που θα το «υποδεχτούν». Οι νομικές κυρώσεις φαντάζουν αμελητέες μπροστά στα πλήγματα στην αξιοπιστία και την εμπιστοσύνη τους, από τους πληθυσμούς που συνθέτουν στο σύνολό τους το υποψήφιο πελατολόγιο των φαρμακοβιομηχανιών. Αυτή η παραδοχή, μπορεί να αποτελέσει ένα πρώτο –ελάσσονος σημασίας– σημείο διαφοροποίησης από την κάθε λογής άκρατη συνωμοσιολογία, μέσα από την τοποθέτηση του ζητήματος σε μια πιο προσγειωμένη βάση, με καθαρούς καπιταλιστικούς όρους.

VII

Είναι γεγονός πως τα υφιστάμενα εμβόλια έχουν λάβει άδειες χορήγησης, μέσα από μια διαδικασία κατεπείγοντος, και χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί οι απαραίτητες –με βάση τα πειραματικά κριτήρια της κυρίαρχης επιστήμης της υγείας– κλινικές δοκιμές. Σε αυτό το χρονικό σημείο, στο παρόν, πραγματοποιείται σε παγκόσμια κλίμακα η «τρίτη φάση των πειραμάτων», κατά την οποία δεν υπάρχει η παραμικρή γνώση για την επίδραση των «εμβολίων» στον ανθρώπινο οργανισμό σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο επίπεδο. Αυτή η έλλειψη γνώσης αποτελεί αντανάκλαση της διαδικασίας αγώνα δρόμου που προηγήθηκε, για την ανάπτυξη των εμβολίων. Όπως είναι λογικό για κάθε φαρμακευτικό σκεύασμα, ο χρόνος ανάπτυξης, παρασκευής και διάθεσής του στην «αγορά της υγείας» είναι αντιστρόφως ανάλογος της αποκτημένης –μέσω πειραμάτων– γνώσης σχετικά με τις επιδράσεις του στο σώμα: Όσο περισσότερο δοκιμαστεί ένα φάρμακο/εμβόλιο σε κλινικό επίπεδο, τόσο πιο ακριβείς είναι οι πληροφορίες για το πώς επιδρά.

VIII

Συνολικά αυτή η συνθήκη αποτελεί το εφαλτήριο του σκεπτικισμού απέναντι στα εμβόλια. Από τους αγώνες δρόμου της φαρμακοβιομηχανίας, ως την πειραματική διάθεσή τους στην «αγορά», η δυσπιστία και οι αμφιβολίες αποτελούν απολύτως υγιή κοινωνικά αντανακλαστικά. Η αδυναμία κατανόησης της σκεπτικιστικής τάσης, και η εκ των προτέρων τοποθέτηση όσων δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν στο «στρατόπεδο» των ψεκασμένων ή των αντιεμβολιαστών, κλείνουν το μάτι στον υποχρεωτικό εμβολιασμό, και φλερτάρουν με τρόπο χυδαίο με την κρατική ρητορική.

IX

Η απουσία οργανωμένου ριζοσπαστικού λόγου από τη δημόσια σφαίρα, με συγκροτημένη τεκμηρίωση ενάντια στον υποχρεωτικό εμβολιασμό, αναγνωρίζοντάς τον ως ένα νέο ισχυρό όχημα στην πρώτη γραμμή των κρατικών προσταγών, αποτελεί αδυναμία του εγχώριου ριζοσπαστικού κινήματος. Ολόκληρος ο χώρος της Αριστεράς, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, και μεγάλο τμήμα του αντιεξουσιαστικού χώρου, συναινούν στην κρατική διαχείριση, αδυνατώντας να εκθέσουν έστω μια εναλλακτική γύρω από τη συλλογική διαχείριση της υγείας, με όρους αλληλεγγύης και κοινότητας. Τα αιχμηρά αναλυτικά εργαλεία που σε άλλους τομείς θα είχαν ήδη τοποθετήσει το αντίστοιχο του υποχρεωτικού εμβολιασμού στο ικρίωμα, αναδεικνύοντας συλλογικές αντιπροτάσεις, έχουν υποκατασταθεί από την κρατική εκπροσώπηση της εξειδικευμένης επιστήμης της υγείας: Πρόκειται για ένα πεδίο που δεν έχει επεξεργαστεί στο εσωτερικό του ευρύτερου ανταγωνιστικού κινήματος, και παραμένοντας αποκλειστικά στα χέρια των ειδικών (και) του κράτους, υιοθετείται στο σύνολό του ως αναμφισβήτητο.

X

Έτσι, το συλλογικό σώμα που μέχρι στιγμής έχει συγκροτηθεί με μαζικότητα στον δημόσιο χώρο, και στέκεται ενάντια στον (υποχρεωτικό) εμβολιασμό, φιλοξενεί στις τάξεις του μεγάλα ποσοστά ακροδεξιών και ναζιστών. Σχεδόν σε όλη τη χώρα, όπου πραγματοποιήθηκαν συγκεντρώσεις κατά του εμβολιασμού, ξεδιπλώθηκε το πολιτικό στίγμα της πλειοψηφίας των μελών τους, με αντιμεταναστευτικό –καθαρά ναζιστικό– λόγο, αναμεμειγμένο με σκοταδιστικές αφηγήσεις για εβραιομασωνικά τσιπάκια. Στα θολά νερά του ψεκασμένου ακροατηρίου, τα φασιστικά μορφώματα επιδιώκουν να επεκτείνουν τη βάση τους, με την υποστήριξη της επίσημης δεξιάς, όπως ακριβώς συνέβη λίγα χρόνια πριν, με την αναμόχλευση του μακεδονικού ζητήματος.

XI

Στην προκειμένη περίπτωση η επικοινωνιακή επίθεση που εξαπολύει αυτή η μερίδα κόσμου προς τους εμβολιασμένους συνιστά τη διαχωριστική γραμμή, μεταξύ των ακροδεξιάς κοπής «συνωμοσιολογικών» κύκλων, και του κόσμου που αντιλαμβάνεται πως η υπόνοια και η επιβολή υποχρεωτικού εμβολιασμού είναι αυταρχικές πρακτικές, που δεν έχουν σχέση με την κοινωνική αλληλεγγύη. Η κριτική στην επιλογή του εμβολιασμού λειτουργεί για τους ναζί ως σημείο επαφής με το ψεκασμένο ακροατήριο (στο οποίο στοχεύουν), αλλά ταυτόχρονα ως σημείο αποσύνδεσης από το υπόλοιπο κοινωνικό σώμα. Η κριτική αυτή –αδυνατώντας να κατανοήσει πως ο φόβος δεν είναι επιλογή,ειδικάόταν εκπορεύεται από τα πάνω, και μέσα σε πρωτόγνωρες συνθήκες για μεγάλο τμήμα της κοινωνίας– αποτελεί την άλλη όψη του υγειονομικού ατομισμού· τον συμπληρωματικό πόλο στην νεοφιλελεύθερη (κρατική) αφήγηση της υγείας ως αποκλειστικά ατομικής υπόθεσης.

XII

Από το ξέσπασμα της πανδημίας είναι έκδηλος ο καθοριστικός ρόλος που παίζουν τα ΜΜΕ για την προώθηση και νομιμοποίηση των πολιτικών του ελληνικού κράτους. Είναι αφελές να θεωρήσουμε πως τα εκατομμύρια της λίστας Πέτσα απλώς κάλυψαν μίζες στο πλαίσιο μίας πολιτικής-δημοσιογραφικής κλίκας. Το ύψος του ποσού είναι ενδεικτικό για τη βαρύτητα που ήθελε να δώσει το κράτος στην επικοινωνιακή διαχείριση της πανδημίας, και αντανακλά το βάθος με το οποίο στόχευσε (και συνεχίζει να στοχεύει) να μετασχηματίσει τις κοινωνικές σχέσεις.

XIII

Στην τρέχουσα περίοδο, ο κρατικός λόγος, όπως προωθείται από τα καθεστωτικά μέσα, έχει μετατοπίσει την «ανευθυνότητα» από την παραβίαση των απαγορεύσεων και των περιοριστικών μέτρων στην άρνηση εμβολιασμού, βαφτίζοντας το σύνολο των διαφορετικών απόψεων και στάσεων «ψεκασμένο». Μιντιακά, η προβολή παππάδων να ξορκίζουν τα εμβόλια στις αντιεμβολιαστικές συγκεντρώσεις, και η παραχώρηση τηλεοπτικού χρόνου σε θιασώτες των τσιπακίων λειτουργούν ως αρνητική διαφήμιση: Διαφήμιση, γιατί ξαναδίνεται τηλεοπτικός χώρος στα ναζιστικά μορφώματα και τις παραφυάδες τους, με στόχο την περαιτέρω συγκρότηση του αντιδραστικού πόλου – της μερίδας της κοινωνίας που θα βάλει πλάτες στο κράτος, όσο η «κρίση» θα βαθαίνει, και για άλλη μια φορά οι «συνέπειές» της θα μετατοπίζονται στις πλάτες των από κάτω. Αρνητική γιατί επιχειρούν να τσουβαλιάσουν στα προβαλλόμενα υποκείμενα το σύνολο του κόσμου που αρνείται να εμβολιαστεί, και κάτω από την ταμπέλα του «ψεκασμένου» να «αποδομήσουν» κάθε κριτική προσέγγιση, ώστε να βγει ενισχυμένη η κρατική προπαγάνδα υπέρ του εμβολιασμού.

XIV

Η «αφύπνιση» που θεωρητικά έφερε το ελληνικό #meToo, αλλά και η πρότερη ενδυνάμωση και ορατότητα των καταπιεσμένων σωμάτων, επιτάχυναν και στο εγχώριο κινηματικό προσκήνιο την ανάδειξη εργαλείων και εννοιών που –δυστυχώς– μέχρι πρότινος απουσίαζαν, και πλέον αρχίζουν να δουλεύονται. Η αυτοδιάθεση του σώματος, ως ένα από αυτά τα «φρέσκα» προτάγματα, στην περίπτωση του εμβολιασμού έχει πάει «περίπατο»: Προσταγές και επιταγές για το σώμα, σε καθολική κλίμακα, που άλλοτε εκπορεύονταν από το κράτος και τοποθετούνταν στη σφαίρα της βιοπολιτικής, δεχόμενες την αντίστοιχη κριτική, πλέον αρθρώνονται και από κινηματικά στόματα, επενδυμένες με έναν μανδύα «υπευθυνότητας». Αλήθεια, από πότε (πρέπει να) αφορά τα απελευθερωτικά κινήματα το τι θα κάνει κάθε άτομο με το σώμα του; Ποιος φορέας, ποια οργάνωση και –εν τέλει– ποιο κράτος είναι ικανά να γνωρίζουν καλύτερα από τα ίδια τα υποκείμενα τι είναι καλύτερο και τι όχι για τα σώματά τους, ώστε να υπονοούν ή να επιβάλουν στο σύνολο μια ιατρική πράξη;

λαθρεπιβάτης της ζωής