Οι καιροί που θα έρθουν θα προσφέρουν πιθανά αξιοσημείωτες δυνατότητες παρέμβασης στους επαναστάτες. Αν η κοινωνική ένταση, οξυμένη από την προοδευτική χειροτέρευση των συνθηκών ζωής είναι προορισμένη να αυξηθεί, θα εξαρτηθεί επίσης και από εμάς ο χαρακτήρας που αυτή η σύγκρουση θα μπορέσει να προσλάβει. Η ανάλυση της πραγματικότητας, να εκτιμηθεί δηλαδή σωστά ποιες είναι οι πραγματικές μας δυνάμεις ως ιδιαίτερο κίνημα, και να καταστεί εφικτό να επεξεργαστούμε με συνέπεια έναν σχεδιασμό, αποφεύγοντας να συνεχίσουμε να πλέουμε στη θάλασσα μονάχα με βάση ό,τι βλέπουμε στον ορίζοντα, είναι σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, μια προσπάθεια επιτακτική.
Πριν από περίπου τριάντα χρόνια, σε μια χρονική στιγμή ισχυρής υποχώρησης είτε των κοινωνικών συγκρούσεων είτε και των επαναστατικών κινημάτων, ορισμένοι σύντροφοι –όσον αφορά την ιταλική πραγματικότητα– πρότειναν μια εξεγερσιακή παρέμβαση που θα ξεκινούσε από περιορισμένους στόχους, οριακούς αλλά συγκεκριμένους. Μια απόπειρα οργάνωσης μαζί με άλλους αποκλεισμένους όχι πάνω σε ιδεολογικές βάσεις αλλά ούτε και με αφετηρία μια κοινωνική αντίληψη του κόσμου. Κατά βάθος, αν το σκεφτούμε καλά, αν οι εκμεταλλευόμενοι αγωνίζονταν για να ξεμπερδέψουν με την εκμετάλλευση μια ώρα αρχύτερα, καθώς και για μια κοινωνία ίσων και ελεύθερων, και όχι αντίθετα για ένα σπίτι, ενάντια στις απολύσεις ή ενάντια την οικολογική μόλυνση, δεν θα ήταν ίσως ήδη σύντροφοι και όχι αντίθετα –όπως συμβαίνει σήμερα– εν δυνάμει συνένοχοί μας;
Να σκεφτούμε ότι την παρούσα εποχή η συνάντηση με άλλα άτομα μπορεί να γίνει πείθοντας τους σχετικά με τη γενναιοδωρία των ιδεών μας, των αρχών μας και του μέλλοντος που, κατά τα άλλα με θόλο τρόπο, έχουμε στο μυαλό μας, είναι μια διαφωτιστική ψευδαίσθηση από την οποία πρέπει να απαλλαγούμε γρήγορα. Η κοινωνική απομόνωση που επιβλήθηκε από το κεφάλαιο διαμέσου της αναδιοργάνωσης του αστικού χώρου, η κατασκευή εκείνου του εικονικού, και η προώθηση των αντίστοιχων πολιτισμικών αξιών, δεν υπήρξε ποτέ πιο λυσσαλέα, και εμποδίζει την αυξάνουσα δυσαρέσκεια να μεταβληθεί σε ανοιχτή εχθρότητα. Η έλλειψη κοινών ιδανικών αρχών στους καταπιεζόμενους και η γενικευμένη οργανωτική αδυναμία συνεισφέρουν στο να καθιστούν τις εκρήξεις οργής, όπως αυτές που σημειώθηκαν στην Αγγλία τον περασμένο Αύγουστο, μια από τις χαρακτηριστικές μορφές που οι συγκρούσεις θα πάρουν στο άμεσο μέλλον, χαρακτηριστικές όχι μόνο επειδή θα γίνουν πιο συχνές απ’ όσο δεν υπήρξαν μέχρι τώρα.
Αυτές οι μαζικές εκρήξεις αποκαλύπτουν με σαφήνεια τον διφορούμενο χαρακτήρα της παρούσας κοινωνικής δυσαρέσκειας, που μπορεί να πάρει τον δρόμο της αντίδρασης ή αντίθετα αυτό τον επιθυμητό του κοινωνικού πολέμου. Ένα λεπτό σύνορο που ορισμένες φορές, όπως σε μικρογραφία δείχνουν αυτές οι εξεγέρσεις, τείνει να εξαφανιστεί εντελώς αφήνοντας να συνυπάρξουν εντάσεις αντίθετης κατεύθυνσης. Μια δύσκολη πραγματικότητα όχι τόσο για να την κατανοήσουμε ορθολογικά, όσο για να την βιώσουμε συνεχίζοντας να πορευόμαστε κατά μήκος της πορείας που πήραμε. Χωρίς να αφεθούμε να ακινητοποιηθούμε από απρόβλεπτες συνέπειες, αλλά ούτε να καταφύγουμε πίσω από την καταστροφική ιδέα ότι υπάρχει ένα άνετο καταφύγιο μέσα στο οποίο μπορούμε να μείνουμε με ασφάλεια μαζί με τις πεποιθήσεις μας.
Δεν μπορούμε παρά να χαιρόμαστε μπροστά από την καταστρεπτική δύναμη και τη δυνατότητα εξάπλωσης που οι αγγλικές εξεγέρσεις έλαβαν. Διαρρηγνύοντας το πέπλο σχετικά με την υποτιθέμενη παντοδυναμία του κράτους και καταδεικνύοντας πόσο εύθραυστο είναι, θα ήταν σοβαρό ατόπημα να παρακάμψουμε τις διάφορες προβληματικές απόψεις που αναφάνηκαν. Στο πλιάτσικο και την καταστροφή των βιτρινών και των εμπορικών κέντρων δεν αντιστοιχούν δυστυχώς αυτόματα η καταστροφή των διαιρέσεων που συνήθως χαρακτηρίζουν το στρατόπεδο των εκμεταλλευόμενων. Το μίσος ενάντια στις δυνάμεις της τάξης ταυτίζει τους πάντες, όμως δεν δημιουργεί φυσικά σχέσεις συνενοχής, έτσι η εχθρότητα που κανονικά θρέφεται ενάντια στους ανθρώπους μιας άλλης συνοικίας ή μιας διαφορετικής εθνικής ομάδας μπορεί να διατηρηθεί ακόμη και αν όλοι αυτοί γίνονται περιστασιακοί σύντροφοι του δρόμου.
Αυτές οι εξεγέρσεις δεν κατέχουν την αλχημική δύναμη να μετατρέψουν τον καθημερινό ανταγωνισμό και την αδιαφορία σε αλληλεγγύη. Για να μπορέσουμε να αισθανθούμε και όχι μονάχα να βρεθούμε στην ίδια πλευρά του οδοφράγματος, είναι σημαντικό οι ζωές όποιων τα υψώνουν να έχουν σημαδευτεί από προηγούμενες κοινές αγωνιστικές εμπειρίες. Αγώνες αυτόνομοι από τα κόμματα, τα συνδικάτα και διάφορες άλλες οργανώσεις (Μ.Κ.Ο. π.χ.), μέσα στους οποίους να πειραματιστούμε πάνω στη δυνατότητα οργάνωσης μεταξύ ατόμων που συμμερίζονται ένα συγκεκριμένο πρόβλημα και συχνά επίσης και παρόμοιες συνθήκες ζωής.
Αυτοοργανωμένοι αγώνες που αντιπαρατίθενται στο συνηθισμένο αίσθημα αδυναμίας και διευκολύνουν την καταξίωση της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας, όχι πλέον ως αφηρημένες έννοιες, αλλά αντίθετα ως βιωμένες απαιτήσει και αγωνιστικές πρακτικές. Αυτό είναι ζήτημα υψίστης σημασίας. Κάτω από το φως των προσφάτων αγγλικών εμπειριών καθώς και εκείνων των γαλλικών αστικών περιφερειών, πριν μερικά χρόνια, είναι περισσότερο από λογικό να αμφιβάλουμε ότι οι εξεγερμένοι θα μας υποδέχονταν με ανοικτές αγκαλιές. Μαζικές εκρήξεις σαν και αυτές δεν είναι πολύ πιθανά ο καλύτερος τόπος για να συναντηθούμε, και εξάλλου, γιατί άτομα που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να μας γνωρίσουν έστω και έμμεσα, θα μας αισθάνονταν ως συνένοχους τους; Ίσως εξαιτίας των επαναστατικών μας προθέσεων;
Η ιδιαίτερη συνθήκη του κινήματός μας δεν μας επιτρέπει σίγουρα να έχουμε μια δύναμη κρούσης, σε θέση να καθορίσουμε από μόνοι μας τον χαρακτήρα που παρόμοιου μεγέθους καταστάσεις μπορούν να πάρουν. Όπως για παράδειγμα συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Να διαθέτουμε ήδη, υποθέσεις συζητημένες από τα πριν, σχετικά με το τι κάνουμε και πού να κατευθυνθούμε, χάρη σε μία στρατηγική γνώση, πέρα από γεωγραφική, της πόλης μας, θα ήταν σε αυτή την περίπτωση, αναμφίβολα σημαντικό. Μια αποσκευή γνώσεων στις οποίες θα έχουμε πρόσβαση για να είμαστε πραγματικά σε θέση να αυτοσχεδιάσουμε ανάλογα με τις διαφορετικές συνθήκες που θα παρουσιαστούν μπροστά μας, αποφεύγοντας να βαδίζουμε στα τυφλά. Μια πολύτιμη δουλειά που, όσο και φροντισμένη και προσεκτική μπορεί να είναι, κινδυνεύει να γίνει άχρηστη στην περίπτωση που θα βρεθούμε να πρέπει να στηριχτούμε μονάχα στις δικές μας δυνάμεις.
Να είμαστε μέσα στην πραγματικότητα μιας μαζικής έκρηξης και να μην περιοριζόμαστε να συμμετέχουμε ως φιλοξενούμενοι περισσότερο ή λιγότερο επιθυμητοί, προϋποθέτει πράγματι ότι οι ιδέες μας και οι επισημάνσεις μας θα πρέπει να να λαμβάνονται υπόψη από πλευράς των άλλων εξεγερμένων. Μια προσοχή που δεν θα εξαρτηθεί αποκλειστικά από τη γενναιότητα των λόγων και των πράξεών μας, άλλα επίσης από τη θεώρηση της εικόνας που θα έχουν για εμάς, από την εμπιστοσύνη που θα έχουμε καταφέρει να κερδίσουμε από τα πριν, και από την ποιότητα των σχέσεων που θα έχουμε φτιάξει.
Η αξία που αναγνωρίζεται σε ορισμένες προτάσεις, είναι ή δεν είναι αυτές λεκτικού χαρακτήρα, δεν εξαρτάται πράγματι μόνο από την ορθότητά τους, άλλα συχνά σε μεγάλο βαθμό επίσης και από το αναγνωρισμένο κύρος όποιου προωθεί την πρόταση. Μια δυναμική που αφορά τόσο διευρυμένους κοινωνικούς χώρους όσο και πιο περιορισμένους χώρους του κινήματος.
Οι σχέσεις με άλλους εκμεταλλευόμενους διαμέσου περιορισμένου χαρακτήρα αγώνων, θα μπορούσαν πιθανά να ευνοήσουν μια εκ των προτέρων αναγνωσιμότητα και αναγνωρισιμότητα των προτάσεών μας. Διαμέσου αυτών των αγώνων θα έχουμε τη δυνατότητα να προσδιορίσουμε με σαφήνεια τα διάφορα κομμάτια που συναποτελούν την κοινωνική μηχανή μέσα σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο. Τους συνεργάτες των δυνάμεων της τάξης, τις αντιδραστικές δυνάμεις που, μαζί με τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις, θα ενσπείρουν έναν πόλεμο μεταξύ των φτωχών, και τις οργανώσεις ή τα επιμέρους άτομα που έχουν αναλάβει τον ρόλο της ανατροπής και εκτόνωσης των συγκρουσιακών καταστάσεων. Αν οι σπίθες που προκαλούν τις μαζικές εκρήξεις οργής δεν είναι συνήθως εξαιρετικά γεγονότα, αλλά δυστυχώς συμβάντα σχετικά κοινά, όπως η δολοφονία ενός νέου από την πλευρά της αστυνομίας, δεν είναι δυνατό να αγνοείται ότι αυτά τα επεισόδια ρίχνουν βενζίνη πάνω σε χέρια που ήδη εδώ και καιρό καίνε κρυμμένα. Να νιώσουμε έγκαιρα τη θερμότητά τους θα μας επέτρεπε να μην βρεθούμε απροετοίμαστοι, βυθισμένοι στη δική μας καθημερινότητα, και με μάτια που πιθανά κοιτούν προς λάθος κατεύθυνση, ενώ οι πρώτες φλόγες αρχίζουν να εξαπλώνονται.
Να οργανωθούμε και να αγωνιστούμε μαζί με τους άλλους καταπιεσμένους δεν θα μας επιτρέψει μονάχα να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι όταν η οργή θα ξεσπάσει μέσα στις πόλεις όπου ζούμε. Ο προσωπικός αγώνας, να είμαστε πρωταγωνιστές πραγματικών αγώνων, είναι ένα αξιόλογο γεγονός από μόνο του. Τείνει να παράξει ρήγματα στην κανονικότητα της ύπαρξής μας, απελευθερώνοντας αυτές τις εντάσεις που συνήθως παραμένουν συμπιεσμένες στο εσωτερικό των υλικών και των ιδεολογικών τοίχων που περικλείουν τις ζωές μας. Γι’ αυτό τον λόγο η αποκτούμενη εμπειρία διαμέσου ενός αγώνα δεν μπορεί να περιορισθεί μονάχα στον στόχο για τον οποίο διεξάγεται.
Να αγωνιστούμε αυτόνομα από τις θεσμικές δυνάμεις, να δράσουμε άμεσα για να ικανοποιήσουμε μια αναγκαιότητά μας, ή για να αντιπαρατεθούμε σ’ ένα συγκεκριμένο σχέδιο κεφαλαίου, μπορεί να αυξήσει την ικανότητα της τόλμης, να αναταράξει το όριο των δυνατοτήτων μας, και να διευρύνει τον ορίζοντα αυτού που επιθυμούμε και μπορούμε να κάνουμε. Η περιγραφή αυτής της διαδικασίας ως απόκτηση συνείδησης από πλευράς των εκμεταλλευομένων διαμέσου της αποκτημένης εμπειρίας κατά τη διάρκεια του αγώνα, θα ήταν όμως λανθασμένη. Δεν πρόκειται για μια γραμμική πορεία μέσα στην οποία άνδρες και γυναίκες φτάνουν σ’ ένα καθορισμένο επίπεδο συνείδησης που είναι δυνατό να θεωρηθεί τετελεσμένο. Τώρα «δεν γυρίζουμε πίσω» είναι μονάχα ένα σύνθημα, μια ευγενής πρόθεση που αρκετά συχνά διαβάζεται από πλευράς πολλών συντρόφων ως διαπίστωση. Έτσι η έκπληξη και τα παράπονα για ενδεχόμενα βήματα υποχώρησης προκαλούν στους συντρόφους απογοήτευση και έλλειψη εμπιστοσύνης γι’ αυτά που κάνουμε.
Είναι φυσιολογικό το γεγονός ότι πραγματικά αγωνιστικά κινήματα, όχι ιδεολογικά χαρακτηρισμένα, πραγματοποιούν βήματα προς τα εμπρός σε ιδιαίτερες στιγμές έντονης σύγκρουσης για να πισωγυρίσουν ξανά αργότερα. Τα ανοιχτά ρήγματα μπορούν να ξανακλείσουν. Η σαφήνεια με την οποία, θλιβερές φιγούρες σαν κι αυτές των δημοσιογράφων, σε ακριβείς χρονικές στιγμές θεωρούνται εχθρικές και τυχαίνουν ανάλογης μεταχείρισης, θα αφήσει πολλές φορές τη θέση της σε μια λιγότερο ξεκάθαρη συμπεριφορά. Οι κοινωνικοί αγώνες δεν προχωρούν απαραίτητα με προοδευτικό τρόπο, αποτελούνται και πολλές φορές απαιτούν απρόσμενες ρήξεις. Αυτή είναι μια από τις πολυσύνθετες απόψεις όσον αφορά τη δική μας αποστολή. Αν το δίκτυο των σχέσεων και οι ανεπτυγμένες οργανωτικές δομές προμηθεύουν τις υλικές βάσεις για να κατανοήσουμε έναν αγώνα, είναι οπωσδήποτε άλλο τόσο απαραίτητη μια συγκεκριμένη προσοχή ως προς το πρόβλημα, και μια οξυμένη διαισθητική ικανότητα ώστε να μπορέσουμε να αντιληφθούμε τι ακριβώς συμβαίνει γύρω μας, και να αποφασίσουμε τι να κάνουμε.
Δεν πρόκειται μονάχα για την ικανότητα να εκτιμήσουμε αν οι προτάσεις μας θα μπορούσαν να πέσουν στο κενό, διότι θα αποδεικνύονταν πολύ προωθημένες σε σχέση με τη συγκεκριμένη εξέλιξη του αγώνα, αλλά πρέπει επίσης να μπορέσουμε να διαγνώσουμε ποιες είναι οι κατάλληλες χρονικές στιγμές, κατά τις οποίες, θα αποπειραθούμε να προκαλέσουμε ρήξεις μέσα στις διαδρομές που επιχειρούμε. Ρήξεις των οποίων η αποτελεσματικότητα δεν είναι δυνατό έπειτα να εκτιμηθεί αποκλειστικά πάνω στη βάση των άμεσων και περισσότερο ορατών επιπτώσεων (συχνά ορισμένα αποτελέσματα παραμένουν πράγματι μη ορατά για να επανεμφανιστούν απρόσμενα στην επιφάνεια).
Οι δυναμικές ενός ιδιαίτερου αγώνα είναι άμεσα συνυφασμένες με την επιλογή του στόχου για ή ενάντια στον οποίο αγωνιζόμαστε. Η επαναστατική δυναμική όμως του επιλεγμένου στόχου δεν θα εξαρτηθεί απαραίτητα από τη στρατηγική σημασία του σχεδίου καθ’ αυτού. Η αντίσταση σε μια στρατιωτική βάση του Ν.Α.Τ.Ο δεν θα αποδειχθεί απαραίτητα πιο ενδιαφέρουσα από την αντίσταση ενάντια σε μια κεραία τηλεπικοινωνιών που είναι εγκαταστημένη στη συνοικία της πόλης.
Μ’ αυτά δεν θέλουμε φυσικά να πούμε ότι οι σύντροφοι δεν πρέπει να δεσμευτούν προς αυτές τις κατευθύνσεις. Αλλά αντίθετα να δηλώσουμε ότι η προώθηση συγκεκριμένων οργανωτικών δομών δεν αποτελεί φυσικά τον μοναδικό τρόπο που διαθέτουμε ώστε να αντιπαρατεθούμε σε ορισμένα σχέδια του κεφαλαίου.
Οι αγώνες που θα προωθήσουμε ή μέσα στους οποίους θα συμμετέχουμε δεν έχουν κανένα συνδικαλιστικό χαρακτηριστικό. Δεν έχουμε ως στόχο μας την ποσοτική αύξηση των οργανωτικών δομών στις οποίες θα δώσουμε ζωή. Οι αποτελούμενες συνελεύσεις από συντρόφους και εκμεταλλευόμενους γεννιούνται για έναν συγκεκριμένο στόχο, και θα σταματήσουν να υπάρχουν όταν ο αγώνας, στην καλή ή την άσχημη περίπτωση, θα έχει ολοκληρωθεί. Το γεγονός αυτό δεν αποκλείει τη δυνατότητα να συμμετάσχουμε με ορισμένους συντρόφους που γνωρίσαμε στην πορεία, μέσα σε άλλους αγώνες, ανεξάρτητα απ’ αυτόν χάρη στον οποίο μας δόθηκε η δυνατότητα να γνωριστούμε. Μια πιθανότητα που συνδέεται όχι τόσο στη δραστηριότητα μιας ιδεολογικής προπαγάνδας, όσο στην πρακτική αξία των διαδρομών που θα ακολουθήσουμε.
Δεν βρίσκεται μέσα στις προθέσεις μας, και πρέπει να αντιπαρατεθούμε με αποφασιστικότητα, στην πιθανότητα να φτάσουμε σε συμβιβασμούς με τις αρχές, στην ίδια την ιδέα ότι αυτοί οι αγώνες θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στη συσσώρευση μιας συγκεκριμένης δύναμης που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί διαπραγματευτικά με την εξουσία, ακόμη και από σχετικά ευνοϊκή θέση. Πίσω από την υπόθεση της αντιεξουσίας, πράγματι, κρύβεται η ιδέα μιας άλλης νομιμότητας, ή δυστυχία ενός άλλου κράτους. Στόχος μας είναι η διάδοση των αυτοοργανωμένων αγώνων οι οποίοι θεμελιώνονται στην άμεση δράση, και των οποίων το συγκρουσιακό επίπεδο δεν είναι συνδεδεμένο σε μια a priori ιδεολογικού χαρακτήρα παραδοχή από πλευράς όλων αυτών που συμμετέχουν.
Η εξέγερση είναι σήμερα μια πιο συγκεκριμένη δυνατότητα απ’ ότι στο παρελθόν. Η συμμετοχή και η προώθηση από πλευράς μας, ιδιαίτερου χαρακτήρα αγώνων, δεν απάντα φυσικά σε καμιά απολύτως σταδιακή λογική του τύπου «λίγο-λίγο», δεν ζητά να βάλουμε στην άκρη τα όνειρα και τις επιθυμίες μας σε αναμονή ενός ακαθόριστου αύριο, αλλά αντίθετα μάς επιτρέπει να τα οπλίσουμε περισσότερο.
από την αναρχική εφημερίδα “INVECE”, αριθμός 13, Μάρτιος 2012
Μετάφραση, επιμέλεια στα ελληνικά: Χρήστος Στρατηγόπουλος