Τον χώρισε τελικά η Ελευθερία εκείνον τον μυστήριο Τύπο

Χαμένα καθώς είμαστε στις νοηματοδοτήσεις, προσπαθούμε να πιαστούμε από τα ελάχιστα στιβαρά απομεινάρια των κοινών μας παραδοχών, με την ελπίδα ότι ο στόχος μας βρίσκεται εγγύτερα, οι αναδιαμορφωμένες (ή ολοκληρωτικά νέες) κοινότητές μας μόλις μία ανάσα πριν βιωθούν. Εκφράζουμε με ζέση τα πιστεύω μας, συνδιαμορφώνουμε, ζυμώνουμε μια νέα αλήθεια μέσα από το λάθος και το ορθό. Γεμίζουμε σελίδες επί σελίδων με τα βιώματά μας, τα όνειρα και τους εφιάλτες μας, θεωρώντας ότι η αλήθεια μάς απελευθερώνει. Πόσο χώρο έχουμε όμως δώσει στο να κατανοήσουμε για ποιον ακριβώς λόγο τοποθετούμε την ελευθερία της έκφρασής μας στον πυρήνα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας; Κατά πόσο μπορούμε να την υπεραμυνθούμε ως κεκτημένο; Ποια είναι εν τέλει η σημασία της;

Είτε αυτή αφορά τις συζητήσεις μας σε δημόσιους και μη χώρους, είτε το περιεχόμενο και τη δομή των θεσμοθετημένων μέσων πληροφόρησής μας, είτε, εν τέλει, τη δυνατότητά μας για λήψη πληροφοριών μέσω ενός πλουραλιστικού και οριζόντιου πλαισίου ενημέρωσης, η σημασία της ελευθερίας ως προς την έκφραση και τη λήψη πληροφοριών προσεγγίζεται κυρίως μέσω δύο συλλογιστικών. Στη μία πλευρά, μπορούμε να συναντήσουμε όλες εκείνες τις θεωρήσεις που αναπτύσσονται υπό το πρίσμα της σημασίας του ίδιου του ανθρώπινου όντος, του ατόμου. Η ελευθερία της έκφρασης είναι σημαντική, διότι εμείς τα ίδια είμαστε σημαντικά. Στην άλλη πλευρά, συναντούμε εκείνες τις λογικές που θεωρούν ότι η ελευθερία της έκφρασης έχει εργαλειακή αξία ως προς το μετά, τις καταστάσεις στις οποίες θέλουμε να καταλήξουμε, τις κοινότητες τις οποίες θέλουμε να δομήσουμε. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, θεωρείται κρίσιμη η διασφάλιση της ελευθερίας εκείνης η οποία θα επιτρέπει στα άτομα να αναπτύσσουν, να βελτιώνουν και να εκλεπτύνουν τις ιδέες τους, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργούν τη δυνατότητα είτε να αποδεχτούν, είτε να αποδομήσουν με λογικά επιχειρήματα, και εν τέλει να αντικαταστήσουν αντικρουόμενες απόψεις σε σχέση με τις δικές τους, δημιουργώντας έτσι ένα πλαίσιο όπου οι θέσεις συγκρούονται, ανταγωνίζονται ή συναγωνίζονται, και εν τέλει υιοθετούνται ή απορρίπτονται.

Ποια μπορεί να είναι όμως η σχέση της ελευθερίας της έκφρασης με την ελευθερία του Τύπου και γενικώς των Μέσων Ενημέρωσης; Όπως πολύ εύστοχα έχει παρατηρήσει ο Michael Bratton (ακαδημαϊκός), «για να είναι πολιτικά ενεργοί/ες, οι πολίτες χρειάζονται Μέσα για να επικοινωνούν μεταξύ τους και να συνδιαλέγονται σχετικά με το είδος της διακυβέρνησης που επιθυμούν για τα εαυτά τους. Η πολιτική συνδιαλλαγή μπορεί να λάβει μέρος σε διάφορους “χώρους” συζητήσεων, με τους πιο σημαντικούς να είναι τα δημόσια Μέσα Επικοινωνίας, τόσο τα έντυπα όσο και τα ηλεκτρονικά». Ποια η σημασία των Μέσων αυτών, που τα καθιστά τόσο απαραίτητα ώστε να θεωρούμε ότι οφείλουμε να πράττουμε ως προς την διασφάλιση της ελεύθερης αναπαραγωγής τους; Ενδεχομένως, η ίδια η τοποθέτησή τους ανάμεσα στις εκάστοτε διακυβερνητικές δομές και τον λαό. Ασφαλώς αυτό δεν σημαίνει ότι αποφεύγουμε να αντιληφθούμε τον ακριβώς αντίθετο ρόλο που λαμβάνουν αρκετά από αυτά στην εποχή μας, δηλαδή ως όργανα προπαγάνδας και αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης, προς όφελος του μεγαλύτερου πλειοδότη πάντα.

Είναι ίσως αυτονόητο ότι οποιοδήποτε μονοπωλιακό σύστημα διαχείρισης της ενημέρωσης έρχεται σε άμεση αντίθεση με τον λόγο ύπαρξης των ίδιων των Μέσων, καθώς και τον ρόλο τον οποίο υποτίθεται ότι αυτά διαδραματίζουν στη δημόσια ζωή. Είναι επίσης λογικό να θεωρήσουμε ότι Μέσα τα οποία ελέγχονται από τις εκάστοτε οικονομικές και πολιτικές «ελίτ», έχουν ως αυτοσκοπό την αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας που επιτρέπουν σε αυτές τις «ελίτ» να υφίστανται. Η εικόνα της Ελλάδας σε σχέση με όσα μέχρι τώρα έχουμε αναφέρει είναι το ελάχιστο προβληματική, καθόλου αιφνιδιαστικό ως γεγονός θα λέγαμε. Για τη δική μας πληρέστερη κατανόηση του ζητήματος, θα ασχοληθούμε με μια από τις πλευρές του φαινομένου που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κι αυτή είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς των κυρίαρχων (τόσο σε κυκλοφορία όσο και απεύθυνση) εγχώριων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.

Ξεκινώντας με τον έντυπο Τύπο, βιώνουμε μια πραγματικότητα στην οποία η εταιρεία «Άλτερ Έγκο», ιδιοκτησίας Βαγγέλη Μαρινάκη, μετά την εξαγορά των στοιχείων ενεργητικού του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη και την ακόλουθη ενσωμάτωση της εταιρείας «Άργος» στο δυναμικό της, έχει μονοπωλιακή θέση στη διανομή Τύπου, ιδιαιτέρως μετά και την κατάρρευση της έτερης εταιρείας διανομής, «Ευρώπη». Την εξαγορά, ενσωμάτωση και διαμόρφωση μονοπωλιακού χαρακτήρα, ακολούθησαν υπέρογκες χρεώσεις σε διάφορα έντυπα (ως προς την τύπωσή τους) καθώς και η επιλεκτική μη διανομή ορισμένων εξ αυτών. Να αναφέρουμε εδώ πως ο Ευάγγελος Μαρινάκης είναι επίσης ιδιοκτήτης των εφημερίδων «Το Βήμα» και «Τα Νέα». Επίσης, μέσω του στενού του συνεργάτη, Γ. Κουρτάκη, ασκεί, προφανώς, έντονη επιρροή και στις εφημερίδες «Τα Παραπολιτικά» και «Το Καρφί». Περαιτέρω (και σε σχέση με το προαναφερθέν σχόλιό μας σχετικά με την αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας που επιτρέπουν στις «ελίτ» να διαμορφώνουν τις συνθήκες αναπαραγωγής τους) η εφημερίδα «Καθημερινή» βρίσκεται υπό την ιδιοκτησία της οικογένειας Αλαφούζου (Θέμης και Ιωάννης), και το «Έθνος της Κυριακής» υπό την ιδιοκτησία της οικογένειας Σαββίδη. Ενδιαφέρον προκαλεί πως επισκεπτόμενοι τους ιστότοπους τόσο της Ένωσης Ιδιοκτητών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών, όσο και της Άργος, βλέπουμε πως τα προαναφερθέντα έντυπα χαίρουν της μερίδας του λέοντος από άποψη διαμοιρασμένων φύλλων, σε πανελλαδικό επίπεδο.

Όσον αφορά τον χώρο του ραδιοφώνου, επικρατεί μια κάπως πιο «πλουραλιστική» πραγματικότητα, με τις οικογένειες Κυριακού, Κοντομηνά και Βαρδινογιάννη να κάνουν αισθητή την παρουσία τους σε πληθώρα σταθμών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι προαναφερθέντες ιδιοκτήτες έντυπων μέσων μένουν αμέτοχοι στον χώρο αυτό ‒ το αντίθετο θα λέγαμε.

Σχετικά τώρα με το τηλεοπτικό τοπίο, εκεί τα πράγματα είναι αρκετά ξεκάθαρα θα μπορούσαμε να πούμε. Οι επτά μεγαλύτεροι τηλεοπτικοί σταθμοί ανήκουν στις έξι εκείνες οικογένειες με τη μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα και πολιτική επιρροή στην Ελλάδα. Τα Mega και One Channel βρίσκονται υπό την ιδιοκτησία της οικογένειας Μαρινάκη, ο Alpha είναι πλέον επιχειρηματική σύμπραξη μεταξύ οικογενειών Βαρδινογιάννη και Κοντομηνά, το Star ανήκει αποκλειστικά στην οικογένεια Βαρδινογιάννη, ο Σκάι στην οικογένεια Αλαφούζου, ο ΑΝΤ1 στην οικογένεια Κυριακού, και το OPEN στην οικογένεια Σαββίδη. Και όλοι μαζί μάς παρουσιάζουν, καθημερινώς, μέσα από την πληθώρα μέσων που διαθέτουν, τι είναι αυτό που οφείλουμε να σκεφτόμαστε, ποια είναι αυτά που οφείλουμε να πράττουμε, πώς πρέπει να κρατάμε απόσταση από οτιδήποτε έχει σχέση με τα των οίκων τους.

Δεν μας προκαλούν βέβαια όλα αυτά τόσο μεγάλη εντύπωση. Από αρχής ιδιωτικοποίησης των μέσων ενημέρωσης, με αποκορύφωμα την περίοδο που αδειοδοτούνται οι πρώτοι μη κρατικοί τηλεοπτικοί σταθμοί, είχε διαμορφωθεί ένα φιλικό πεδίο δράσης για τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα του τόπου. Την απελευθέρωση της ραδιοφωνίας του 1987, ακολούθησε η έκδοση των δύο πρώτων αδειών για ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, στις 24 Ιουλίου 1989, από την κυβέρνηση Τζαννετάκη. Η πρώτη εταιρεία που εξέπεμψε ιδιωτικό τηλεοπτικό σήμα στην Ελλάδα, η «Τηλέτυπος Α.Ε. Τηλεοπτικών Προγραμμάτων», ήταν επιχειρηματική σύμπραξη στην οποία συμμετείχαν από κοινού, με 20% μετοχικό κεφάλαιο έκαστος, οι τότε εκδότες των πανελλαδικών εφημερίδων «Βήμα» και «Νέα», Χρήστος Λαμπράκης, «Έθνος», Γιώργος Μπόμπολας, «Ελευθεροτυπία», Χρήστος Τεγόπουλος, «Η Καθημερινή», Αριστείδης Αλαφούζος και «Μεσημβρινή», οικογένειας Βαρδινογιάννη. Αυτή η σύμπραξη έφερε στους δέκτες μας, στις 20 Νοεμβρίου του 1989, το Mega Channel. Την ίδια περίοδο, το σκάνδαλο Κοσκωτά αναδείκνυε τον χαρακτήρα που θα είχαν μεταπολιτευτικά οι σχέσεις μεταξύ των εγχώριων επιχειρηματικών και πολιτικών ελίτ.

Το πλαίσιο λειτουργίας του τηλεοπτικού τοπίου έχει υπάρξει μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αδυναμίας του ελληνικού κρατικού μηχανισμού να ασκήσει έλεγχο στις δραστηριότητες της ιδιότυπης οικονομικής ολιγαρχίας που λυμαίνεται τον τόπο. Μπορούμε να πούμε ότι έχουν γίνει τρεις προσπάθειες νομοθετικής ρύθμισης του πλαισίου αυτού. Αρχικώς, οι πρώτες οριστικές τηλεοπτικές άδειες δόθηκαν επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1990-1993), με επταετή διάρκεια και χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα. Έπειτα, επί κυβερνήσεως Σημίτη (1996-2000) διενεργείται διαγωνισμός ο οποίος αφορά την έκδοση 117 τηλεοπτικών αδειών, ο οποίος κηρύσσεται άγονος το 2002. Έκτοτε και μέχρι το 2016, τα δίκτυα ουσιαστικά εξέπεμπαν άνευ αδείας. Η τελευταία προσπάθεια ρύθμισης του τηλεοπτικού τοπίου ανήκει στην κυβέρνηση Τσίπρα (2015-2019), όπου και επιλύθηκε αρχικώς το ζήτημα των αδειοδοτήσεων μέσω δημοπρασίας. Έπειτα θυμόμαστε να εκδηλώνεται το σκάνδαλο Καλογρίτσα, να αποδομείται ο νόμος Παπά από το Συμβούλιο της Επικρατείας, και εν τέλει να ξεκινούν εκ νέου διαδικασίες για έκδοση 7 στο σύνολο τηλεοπτικών αδειών, υπόθεση που ολοκληρώθηκε εν τέλει το 2019 με την αδειοδότηση της «Alter Ego Επιχείρηση Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης Α.Ε.». Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, κάθε ολιγάρχης με το μέσο του, με την ευγενική χορηγία Ευάγγελου Μαρινάκη.

Φτάνοντας στο 2022, όντας δύο χρόνια υπό την διακυβέρνηση Μητσοτάκη, μετά και την πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση σχετικά με τη διασπορά fake news, μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε ότι το τοπίο της ενημέρωσης γίνεται ακόμα πιο ελεγχόμενο, με τη ροή ειδήσεων και πληροφοριών να αποτελεί προνόμιο της εξουσιαστικής ολιγαρχίας που κινεί τα νήματα στη χώρα μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ανεξάρτητοι παρατηρητές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με το πώς εξελίσσεται το τοπίο στα εν λόγω ζητήματα. Γίνονται ευθείες αναφορές στις κινήσεις της παρούσας (καθώς και της προηγούμενης) διακυβέρνησης, τόσο σε σχέση με το πλαίσιο λειτουργίας των εκάστοτε Μέσων, όσο και της περιρρέουσας κατάστασης που επικρατεί όσον αφορά τη μεταχείριση δημοσιογράφων και επαγγελματιών του χώρου της ενημέρωσης. Έχουν γίνει ειδικές αναφορές στην αυξανόμενη θυματοποίηση που παρατηρείται στους δημοσιογραφικούς κύκλους εντός Ελλάδας, με αποκορύφωμα την περίπτωση Καραϊβάζ (δολοφονείται την περίοδο που έρχεται στην επιφάνεια το σκάνδαλο Λιγνάδη, και ενώ ο ίδιος ερευνά και φαίνεται πως έχει στοιχεία για τη σύνδεση του βιαστή με ανώτατα κυβερνητικά στελέχη), αλλά και την εχθρική και βίαιη διάθεση του κοινού απέναντι σε οτιδήποτε δεν συνάδει με το κυρίαρχο κυβερνητικό αφήγημα (περίπτωση Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ). Για εμάς βέβαια, είναι απλά άλλη μια Δευτέρα.

Mambo Tango

Σύνδεσμοι: