Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν.
Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε.
Φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε.
Φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας και το αλφαβητάρι του παιδιού μας.
Φοβούνται τα χέρια σου που ξέρουν ν αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά και να μοχτούνε τόσο αντρίκια. Φοβούνται τα λόγια που λέμε οι δυο μας με φωνή χαμηλωμένη.
Φοβούνται τα λόγια που θα λέμε αύριο όλοι μαζί.
Μας φοβούνται αγάπη μου κι όταν μας σκοτώνουν… Νεκρούς μας φοβούνται πιο πολύ.
~Τάσος Λειβαδίτης, Αυτό το αστέρι είναι για όλους
Κάθε άνθρωπος έχει πρώτα απ’ όλα όνομα κι επώνυμο. Μπορεί να μην τα διάλεξε ο ίδιος, πάντως έχει ένα όνομα κι ένα επώνυμο. Με αυτό τον γνωρίζουν, τον ξεχωρίζουν, τον φωνάζουν. Στην κοινοβουλευτική δικτατορία που ζούμε, και στους διαύλους της προπαγάνδα της, τα έντυπα και ηλεκτρονικά μμε, όνομα κι επώνυμο έχουν οι «καλλιτέχνες», οι λογής τηλεψωνισμένοι γελοίοι, οι πλούσιοι, οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι τους. Εξού και τους αποκαλούν «επώνυμους». Όλος ο υπόλοιπος κόσμος είναι ανώνυμος προφανώς για δαύτους. Μια στιγμή όμως γιατί τους αδικώ λιγάκι. Όνομα κι επώνυμο έχουν και όσοι αγωνίζονται για την πολιτική, οικονομική, πολιτιστική ισότητα όλων μας, την κατάργηση της αδικίας, του καπιταλισμού, των συνόρων και των πατρίδων. Αυτοί εκτός από ονοματεπώνυμο έχουν και πρόσωπο το οποίο δημοσιεύουν πάντα στις ίδιες πόζες, ανφάς και προφίλ, και πάντα στο ίδιο ντεκόρ, έναν χάρακα που μετρά το ύψος πίσω τους. Μόνο που στη περίπτωση τους, αυτοί οι τελευταίοι έχουν και τα ίδια παρατσούκλια όπως «τρομοκράτης» ή «κουκουλοφόρος» ή «ταραξίας». Στα ίδια μέσα μαζικής χειραγώγησης κατά καιρούς διαβάζουμε:
«Αυτοκτόνησε 45χρονος». «Αυτοκτόνησε 63χρονος». «Αυτοκτόνησε 77χρονος» και από κάτω: «λόγω της κρίσης», «λόγω χρεών», «λόγω ανεργίας». Για τα τσιράκια της κυριαρχίας όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν όνομα κι επώνυμο. Πότε δεν το γράφουν και ας έχουν φυσικά ονοματεπώνυμο. Το πολύ πολύ να γράψουν την επαγγελματική τους ή μη ιδιότητα: «έμπορος», «συνταξιούχος φαρμακοποιός», «άνεργος» και το φύλο τους. Τα ονόματα των συνανθρώπων μας που δολοφονούνται από την αυτοκρατορία του χρήματος –γιατί οι αυτοκτονίες λόγω της οικονομικής τους κατάστασης δεν είναι παρά στυγνές δολοφονίες από τους κυρίαρχους– δεν υπάρχουν. Ούτε φυσικά και τα πρόσωπά τους. Οι ίδιοι δεν είναι παρά μία αναφορά σε ένα επάγγελμα, μια ηλικία και άντρες ή γυναίκες. Οι πάνω από 2 χιλιάδες συνάνθρωποί μας που τους αυτοκτόνησαν είναι ένα απλό στατιστικό νούμερο, απρόσωποι, ανώνυμοι. Διαβάζοντας ή ακούγοντας μια ανάλογη είδηση σού δημιουργείται η εντύπωση με αυτόν τον τρόπο ότι αυτός ή αυτή που αυτοκτόνησε είναι κάπου μακριά, ότι δεν σε αφορά. Κουνάς για λίγο το κεφάλι σου λέγοντας «τον κακομοίρη…» και μετά γυρνάς στα προβλήματά σου ή τη νιρβάνα σου. Φυσικό είναι, δεν τον βλέπεις, δεν ξέρεις το ονοματεπώνυμό του. Δεν ξέρεις όμως και κάτι ακόμη, ότι αυτό γίνεται σκόπιμα για άλλους λόγους από αυτούς που επικαλούνται, δηλαδή την «προσβολή στο πρόσωπο του νεκρού» ή την «προστασία της οικογενείας του». Αυτό γίνεται γιατί όταν ο άνθρωπος που λόγω της οικονομικής του κατάστασης έχει αυτοκτονήσει, αποκτήσει πρόσωπο και ονοματεπώνυμο, γίνεται σαν κι εσένα. Γίνεται ο γείτονάς σου, ο φίλος σου, κάποιος που είχες συναντήσει στον δρόμο ανταλλάσσοντας μια καλημέρα, γίνεται εσύ ο ίδιος που περνάς τα ίδια με αυτόν. Και τότε αρχίζεις να σκέφτεσαι ότι οι ίδιοι λόγοι και τα ίδια προβλήματα, που τον δολοφόνησαν οδηγώντας τον να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα ή να κρεμαστεί, σε απασχολούν κι εσένα, και τα έχεις κι εσύ. Κι επειδή δεν πράττουν όλοι οδηγούμενοι από την απελπισία τους στο να φύγουν από αυτή τη ζωή οικειοθελώς, οργίζεσαι. Θέλεις να πιάσεις όλα αυτά τα καθάρματα που καταστρέφουν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων και να τους πατήσεις τα λαρύγγια. Για αυτούς τους λόγους (και δεκάδες ακόμη περισσότερους) οι ανώνυμοι νεκροί από τα χέρια της δημοκρατίας γίνονται επικίνδυνοι. Πολύ περισσότερο από όταν ήταν ζωντανοί. ‘Όταν ο «άτυχος 15χρονος», «ο νεκρός καθηγητής», η «άτυχη φοιτήτρια», γίνει «Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος», «Μιχάλης Καλτεζάς», «Νίκος Τεμπονέρας», «Ματίνα Κανελοπούλου» η κυριαρχία τρέμει κυριολεκτικά. Το γνωρίζει πάρα πολύ καλά ότι οι ώρες της είναι μετρημένες, και ότι έρχεται η στιγμή που πρέπει να λογοδοτήσει για τις δολοφονίες της. Γιατί ξέρει ότι η κοινωνία των καταπιεσμένων τους νεκρούς της δεν τους θάβει, αλλά τους βάζει μπροστά στους αγώνες του εναντίον της.
Για την αποκατάσταση της ιστορικής μνήμης ο αυτόχειρας 77χρονος ονομαζόταν Δημήτρης Χριστούλας.
Ευάγριος Αληθινός