Η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού στην Ευρώπη κατά τον Μεσοπόλεμο δεν ήταν τυχαίο γεγονός, αλλά η ύστατη επένδυση του οικονομικού κεφαλαίου για να αντιμετωπίσει τα ανερχόμενα κομμουνιστικά και αναρχικά κινήματα. Την περίοδο του Μεσοπολέμου ο εδραιωμένος εθνικισμός συναλλασσόταν με ευρύτερα πολιτικά-οικονομικά συμφέροντα και σκοπιμότητες. Τα κοινοβουλευτικά καθεστώτα ανέτρεπαν οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς – ενισχυμένες σημαντικά από την κατάρρευση των αυτοκρατορικών καθεστώτων και την εξασθένηση των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων. Τα ακροδεξιά κινήματα που εμφορούνταν από φανατικό αντικομμουνισμό και ακραίο εθνικισμό, προωθούσαν τη βίαιη καταστολή και τον μιλιταρισμό. Διαδήλωναν την ακλόνητη πίστη τους στις παραδοσιακές αξίες της θρησκείας, της έννομης τάξης και της οικογένειας. Ευαγγελίζονταν τη διάλυση των συνδικάτων και την επιβολή εργασιακής πειθαρχίας, μετατράπηκαν σε κινήματα εξουσίας στηριζόμενα στην ευρεία αποδοχή και υποστήριξή τους από τα μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα, τους βιομηχάνους, την εκκλησία. Μέσα στο πλαίσιο εμφυλίων πολέμων και εργατικών εξεγέρσεων, οι οποίες συγκλονίζουν μεγάλο μέρος της ηπείρου μεταξύ 1918 και 1923, ο φασισμός θα προσλάβει τη μορφή τυπικά αντεπαναστατικού, αντιδημοκρατικού και αντεργατικού φαινομένου. Θα επιβάλλει ταυτόχρονα και ένα είδος νέων ηγετών οι οποίοι δεν προέρχονται από παλιές ελίτ αλλά από τα κοινωνικά απόβλητα ενός ξεχαρβαλωμένου κόσμου. Είναι εθνικιστές δημαγωγοί οι οποίοι απαρνήθηκαν την αριστερά, όπως ο Μουσολίνι, ή πληβείοι όπως ο Χίτλερ, οι οποίοι ανακάλυψαν το ταλέντο τους ως «καθοδηγητές του πλήθους». Οι παλιές φιλελεύθερες ελίτ υπέκυψαν στον Μουσολίνι το 1922, στον Χίτλερ το 1933, στον Φράνκο τρία χρόνια αργότερα, μέσω μιας πολιτικής μη-επέμβασης, που θα γίνει μια πολιτική συνθηκολόγησης, στο Μόναχο το 1938.
Ο Μουσολίνι εκμεταλλεύθηκε το μίσος των εθνικιστών που ζητούσαν την προσάρτηση της Δαλματίας. Από το 1919, με τη βοήθεια ορισμένων στρατιωτικών και ναυτικών υπηρεσιών κατόρθωσε –με «συμμάχους» τις απεργίες και την αναταραχή– να διαδραματίσει τον ρόλο του σωτήρα της Ιταλίας εναντίον του μπολσεβικισμού. Με τη χρηματοδότηση τραπεζιτών, βιομηχάνων και μεγαλοκτηματιών, εκμεταλλεύθηκε την ηθική υποστήριξη των μικροαστών –που του παρείχαν τα στελέχη του τυχοδιωκτικού του στρατού (μελανοχίτωνες)– και έχοντας στη διάθεσή του έφεδρους αξιωματικούς κατόρθωσε να οργανώσει διάφορες εξορμήσεις: Ομάδες αιφνιδίαζαν τη νύχτα τις πόλεις. Σκότωναν τους αρχηγούς της αριστεράς μπροστά στα μάτια των οικογενειών τους. Ανάγκαζαν τον πληθυσμό να αλλάξει κοινότητα. Αργότερα, στη βόρεια Ιταλία, πυρπόλησαν τις λαϊκές κατοικίες, τα εργατικά κέντρα, και σκότωσαν χιλιάδες άτομα, με την ανοχή της αστυνομίας και της δικαιοσύνης.
Το 1921, δημιούργησαν φασιστικά συνδικάτα και στρατολογούσαν κυρίως ανέργους, τους οποίους χρησιμοποιούσαν ως απεργοσπάστες.
Ο Χίτλερ, ο οποίος εμπνεύσθηκε από τον φασισμό, ξεπέρασε το πρότυπό του, τον Μουσολίνι. Η έμμονη φυλετική ιδέα, η λατρεία της ισχύος και της βίας αποτέλεσαν τις βάσεις του εθνικοσοσιαλισμού. Ο Χίτλερ μεγάλωσε διαποτισμένος από τον αβυσσαλέα αντισλαβικό και αντισημιτικό παγγερμανικό εθνικισμό της ύστερης Αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Ο Χίτλερ (όπως και οι συμπατριώτες του) είχε πληγεί από την ήττα και άρχισε να αναζητεί τους υπεύθυνους. Γι’ αυτόν, υπεύθυνοι ήταν οι Εβραίοι, φυλή «ακάθαρτη» που ζητούσε να μολύνει την ανώτερη εθνότητα των μεγάλων ξανθών «Αρίων» του Βορρά, και να διαδώσει τις «απαίσιες» ιδεολογίες του μαρξισμού, του διεθνισμού, του ατομικισμού, του συναισθηματισμού, του φιλελευθερισμού. Αρχικά ο Χίτλερ πρόβαλε ουτοπικές αξιώσεις κατά του εισοδήματος, της μεγάλης ιδιοκτησίας και των διεθνών τραστ. Αξιώσεις κατάλληλες να γοητεύσουν τη μικροαστική τάξη. Όταν όμως δέχθηκε την υποστήριξη των μεγάλων βιομηχάνων, ο Φύρερ τελικά περιορίσθηκε στην πάλη ενάντια στον μαρξισμό, που κατά τη γνώμη του γεννά τις κοινωνικές συγκρούσεις, ενάντια στους Εβραίους «εκμεταλλευτές του γερμανικού λαού», και ενάντια στον κοινοβουλευτισμό, «πηγή αδυναμίας». Ζωτική σημασία για την αυτοεικόνα και τη δημοτικότητα του ναζιστικού καθεστώτος είχε ο ισχυρισμός ότι υπερασπιζόταν τον νόμο και την τάξη ενάντια στις δυνάμεις της αναρχίας.
Με την παγίωσή του, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα μπόρεσε να εκμεταλλευθεί τη γενική δυσαρέσκεια που είχε δημιουργήσει η οικονομική και πολιτική κρίση του 1930. Ενώ το 1924 είχε κατορθώσει να εκλέξει 10 μόνο βουλευτές στο Ράιχσταγκ (και 12 το 1928), το 1930 πέτυχε να καταλάβει 107 έδρες οι οποίες το 1932 αυξήθηκαν σε 196, και το 1933 σε 288. Τα τμήματα εφόδου και τα Ες-Ες –οι πλέον επίφοβοι ιδιωτικοί στρατοί– διεκδίκησαν πολιτική κυριαρχία στη Γερμανία. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, τα τμήματα εφόδου ανέλαβαν αστυνομικά καθήκοντα και επέτρεψαν στο κόμμα να κερδίσει τις εκλογές του Μαρτίου του 1933. Τα τμήματα εφόδου –που τα μέλη τους έφθασαν το ένα εκατομμύριο– αποτελούσαν φανατικοί που αναγνώριζαν μόνο την εξουσία των αμέσων αρχηγών τους.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, με πρότυπα τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό ναζισμό, επιβάλλονται αυταρχικές λύσεις και δικτατορικά καθεστώτα: Ουγγαρία-1919, Ισπανία-1923 και 1936, Πολωνία-1926, Πορτογαλία-1926, Αλβανία-1928, Γιουγκοσλαβία-1929, Λιθουανία-1929, Εσθονία-1933, Αυστρία-1933, Λετονία-1934, Βουλγαρία-1934, Ελλάδα-1936, Ρουμανία-1938. Ο αυταρχισμός πήρε διάφορες μορφές, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε χώρα. Γενικά, οι φασισμοί στηρίχθηκαν στην προπαγάνδα και τη μαζική καταστολή. Οι αντιστοιχίες και οι ομοιότητές τους όμως επεκτείνονται σχεδόν σε όλους τους τομείς: Οι υποσχέσεις για αποσόβηση της κομμουνιστικής επανάστασης, για οικονομική ασφάλεια και εθνικούς θριάμβους ικανοποιούσαν βασικά αιτήματα των μεσαίων τάξεων. Ο αυταρχισμός, ο εθνικισμός, ο μιλιταρισμός, το κόμμα-κράτος, ο συγκεντρωτισμός, η λογοκρισία και η εχθρότητα προς τους διανοούμενους χαρακτήρισαν εξίσου τον φασισμό και τον ναζισμό.
Ευάγριος Αληθινός