3ος Παγκόσμιος Πόλεμος – ακόμα ένα ξεπέρασμα της καπιταλιστικής κρίσης

Το δόγμα της αντιεξέγερσης, ως ξεχωριστό αντικείμενο και τομέας της στρατιωτικής θεωρίας, αναπτύχθηκε μέσα στις αποικίες της Δύσης, με στόχο να εξαλείψει τις αντιστάσεις που προέκυψαν απέναντι στους αποικιοκράτες. Με χειρουργική μεθοδολογία, το ζητούμενο για τα στρατιωτικά επιτελεία υπήρξε –σε γενικές γραμμές– η απομόνωση των αγωνιζόμενων, και κυρίως των ανταρτών, από τον πληθυσμό, με πρωταρχικό στόχο την εξόντωσή τους, και βασικό ορίζοντα τη συνέχιση της εκμετάλλευσης των ίδιων αυτών πληθυσμών. Για τα κράτη που εξασφάλισαν την ανάπτυξή τους στην πλάτη των αποικιών, οι πληθυσμοί αυτοί αποτέλεσαν αντικείμενο συστηματικής εκμετάλλευσης· αντιμετωπίστηκαν ως πληθυσμοί β’ διαλογής, περισσευούμενοι συγκριτικά με τους υποτελείς πληθυσμούς εντός των δυτικών εδαφών.1

Αν κάτι έπρεπε να μας προβληματίσει από την περίοδο του covid-19 είναι το τι σήμανε η διαχείριση της «υγειονομικής κρίσης» σε διεθνές επίπεδο. Ήταν τότε που εφαρμόστηκαν από το σύνολο των κρατικών μηχανισμών μέτρα προληπτικής αντιεξέγερσης, με πρόφαση την αντιμετώπιση της πανδημίας. 2 Μέτρα που κάποτε είχαν ως αποκλειστικούς αποδέκτες τους «υποδεέστερους» [για το καπιταλιστικό όραμα] πληθυσμούς, «απλώθηκαν» σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου, υποδεικνύοντας πως η όξυνση της εκμετάλλευσης δεν απευθύνεται πια μονάχα στον «παγκόσμιο νότο», στους «αδικημένους» δηλαδή των διακρατικών-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Αντιθέτως, η καπιταλιστική κρίση έχει αποκτήσει τέτοια ένταση, που ταρακουνά συθέμελα ακόμα και την καρδιά των δυτικών κοινωνιών.

Για τον καπιταλισμό πλέον είναι συνολικά ο παγκόσμιος πληθυσμός που περισσεύει.3 Το βάθεμα της κρίσης υποτιμά ωμά και αδιάκοπα την αξία της ανθρώπινης ζωής: Τα σώματα που δεν μπορούν να «εναρμονιστούν» με τους νέους όρους εκμετάλλευσης είναι εν δυνάμει περισσευούμενα, απόβλητα, νεκρά.4

*

Οι γενικευμένες πολεμικές επιχειρήσεις φαινόταν να έχουν περάσει στην ιστορία. Κατ’ αντιστοιχία, το «πολεμικό φαινόμενο», φαινόταν να έχει λάβει τις τελευταίες δεκαετίες πιο «εκλεπτυσμένες» μορφές, παίρνοντας απόσταση από το παραδοσιακό warfare, αλλά και από τα εδάφη της Δύσης, και το (τηλε)οπτικό της πεδίο. Το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία ήρθε να ανατρέψει αυτήν την εικόνα. Ο πόλεμος «επέστρεψε» στα δυτικά εδάφη, με την εμπλοκή μάλιστα ενός πολύ ισχυρού κράτους, αυτού της Ρωσίας. Η συνθήκη αυτή δεν επισημαίνεται ως ανησυχητική για τους κατοίκους του δυτικού κόσμου – νομοτελειακά, άλλωστε δεν μπορούν να βρίσκονται πάντοτε στο στρατόπεδο των νικητών. Έχει, όμως, αξία να αντιληφθούμε πως το βάθεμα της κρίσης έχει επιφέρει αλλαγές στον συσχετισμό δυνάμεων μέσα στους διακρατικούς ανταγωνισμούς, σε τέτοιον βαθμό που η Δύση δεν μπορεί να κρατήσει τις πολεμικές επιχειρήσεις έξω από την –αφηρημένη– επικράτειά της.

Είναι εμφανές πως βρισκόμαστε στην αυγή ενός ακόμα παγκοσμίου πολέμου. Τα χαρακτηριστικά της συγκυρίας που το υποδεικνύουν εκτείνονται σε διάφορα επίπεδα:

  • Τα ενεργά πολεμικά μέτωπα: Αφενός αυτό στην Ουκρανία, όπου οι εξελίξεις και η «έμμεση» εμπλοκή όλο και περισσότερων δυτικών κρατών περιπλέκει την κατάσταση. Αφετέρου ο γενοκτονικός πόλεμος που έχει εξαπολύσει το κράτος του Ισραήλ με στόχο την εξάλειψη των Παλαιστίνιων, με τις πλάτες του ΝΑΤΟ. Η επιχείρηση αυτή, μάλιστα, έχει αποτελέσει ευκαιρία πρώτης τάξεως για την «τακτοποίηση» των ανοιχτών λογαριασμών της συμμαχίας με ένοπλες αραβικές οργανώσεις, όπως η Χεζμπολάχ και οι Χούθι. Και στα δύο αυτά πολεμικά επεισόδια, η εμπλοκή του ελληνικού κράτους είναι παραπάνω από προφανής. Από τη μία η αποστολή οπλισμού στην Ουκρανία, η επίσημη πριμοδότηση του ουκρανικού εθνικισμού, τα προγράμματα φιλοξενίας ουκρανικών οικογενειών, τα προγράμματα ψυχολογικής υποστήριξης και ανακούφισης Ουκρανών στρατιωτών, και από την άλλη η χρόνια ελληνο-ισραηλινή φιλία, η αναπαραγωγή της προπαγάνδας του κράτους του Ισραήλ, η καταστολή των κινητοποιήσεων υπέρ της Παλαιστίνης, η συμμετοχή της φρεγάτας Ύδρα στις επιχειρήσεις κατά των Χούθι, δείχνουν πως για ακόμα μια φόρα το ελληνικό κράτος, εξαντλεί τη διπλωματική του δεξιοτεχνία, υιοθετώντας το «δίκιο» των (δυτικών) συμμάχων του.
  • Η πολεμική προετοιμασία όλο και περισσότερων κρατών –που κατά τ’ άλλα απολαμβάνουν την τρέχουσα «περίοδο ειρήνης»– με διακρατικές στρατιωτικές ασκήσεις, και διογκούμενες επενδύσεις σε εξοπλιστικά προγράμματα.
  • Η άνοδος του εθνικισμού στο παγκόσμιο πολιτικό προσκήνιο, με την επακόλουθη εκλογική ανάδειξη ακροδεξιών μορφωμάτων και την επιστροφή στη στιβαρή αφήγηση του έθνους-κράτους. Σε τέτοιες συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, μάλιστα, αναδεικνύεται η «κορυφαία» χρησιμότητα του εθνικισμού για τα κράτη και το κεφάλαιο: Η ρευστοποίηση όλων των αντιθέσεων που συνθέτουν τον κοινωνικό ανταγωνισμό, και η ομογενοποίηση αντικρουόμενων συμφερόντων και ταυτοτήτων κάτω από το αφήγημα της εθνικής ενότητας, αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για τη δημιουργία του επικοινωνιακού εδάφους που θα στρωθεί για τον πόλεμο. Η εθνική συνείδηση αναγνωρίζει εχθρούς εκεί που υποδεικνύουν τα κρατικά επιτελεία – εντός και εκτός συνόρων. Αυτή η συνείδηση σε πρώτο χρόνο νομιμοποιεί τις κατασταλτικές σταυροφορίες που επιχειρούν να διαγράψουν τους εσωτερικούς εχθρούς. Η ίδια συνείδηση θα αποτελέσει τη νομιμοποιητική βάση για τις επερχόμενες πολεμικές επιχειρήσεις.
  • Η γαλούχηση των πληθυσμών σε καταστάσεις εξαίρεσης (με έκτακτες πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, προεδρικά διατάγματα και υπουργικά διαγγέλματα, εντεινόμενη καταστολή, και στρατιωτικοποίηση της σχέσης Κράτους-Κοινωνίας) και συνθήκες πολεμικής οικονομίας (πληθωρισμός που καλπάζει και δημιουργεί απωθημένες ανάγκες, εντεινόμενη φτώχεια, «στεγαστική κρίση»).

Όλα τα παραπάνω είναι συμπτώματα της καπιταλιστικής κρίσης. Η ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος έχει δείξει πως οι κρίσεις δεν είναι μεμονωμένες δυσλειτουργίες, ενός κατά τ’ άλλα λειτουργικού συστήματος, αλλά δομικές αντιφάσεις αυτού του συγκεκριμένου τρόπου οργάνωσης των κοινωνικών και παραγωγικών σχέσεων, που στο επίκεντρό του έχει την εκμετάλλευση. Κάθε κρίση είναι και το βίαιο κλείσιμο ενός κύκλου συσσώρευσης κεφαλαίων, που αδυνατούν να επαναξιοποιηθούν. Η ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος, έχει επίσης δείξει πως το ξεπέρασμα των κρίσεων περνάει μέσα από την καταστροφή που θα αφήσει καμμένη γη, γόνιμη για νέους κύκλους συσσώρευσης – καταστροφή πάντα εις βάρος των από κάτω, όπου κι αν κατοικούν, όση ειρήνη κι αν απολαμβάνουν.

Ο πόλεμος είναι ο πλέον ωμός τρόπος ξεπεράσματος της κρίσης – η πιο κυριολεκτική, η πιο ολοκληρωτική καταστροφή. Στις γειτονιές του κόσμου μυρίζει μπαρούτι και αίμα. Αν δεν το συνειδητοποιήσουμε γρήγορα, αν δεν οργανώσουμε τις αντιστάσεις και τις δομές μας, δεν έχουμε απολύτως τίποτα να ονειρευόμαστε και να ελπίζουμε. Ο κόσμος δεν κερδίζεται με προσευχές. Ώρα να πάρουμε θέση…

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Ή ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΑ «ΑΔΙΕΞΟΔΑ» ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΔΙΕΞΟΔΟΥΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ

ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΜΕ ΑΤΑΛΑΝΤΕΥΤΑ Ο ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΕΧΘΡΟΣ

ΝΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΚΑΝΝΕΣ ΤΩΝ ΟΠΛΩΝ

Goliat Kilcullen

Υποσημειώσεις

1. Για μια κατατοπιστική κατάδυση στη θεωρία της αντιεξέγερσης, προτείνεται το βιβλίο «Μικροί πόλεμοι σε μεγάλες πόλεις – Θεωρίες, τεχνολογίες και γεωγραφίες αντιεξέγερσης», του Χρήστου Φιλιππίδη (εκδόσεις των ξένων)

2. Για μια ειδική αντιεξεγερτική ανάγνωση της διαχείρισης της πανδημίας, από τον ίδιο συγγραφέα το βιβλίο «Είμαστε σε πόλεμο με έναν αόρατο εχθρό» (εκδ. futura).

3. Δύο ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις: α) Εκτός από μια διαδικασία υποτίμησης του παγκόσμιου πληθυσμού, η διαχείριση του covid-19 υπήρξε από την πρώτη στιγμή και μια διακρατική αναμέτρηση διαχείρισης πληθυσμών, αναδεικνύοντας πως ο βαθμός της επιτυχίας αυτής της διαχείρισης είναι ακόμα ένας δείκτης της ισχύος ενός κράτους, και μια διακριτή παράμετρος με σημαντικό ρόλο στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. β) Το ξέσπασμα του covid-19 ήρθε να ανακόψει βίαια, με πρόφαση την υγεία σε παγκόσμια κλίμακα, έναν κύκλο ταραχών και μαζικών εξεγερτικών γεγονότων από το Hong Kong ως τον Λίβανο και τη Χιλή.

4. Η καταστροφή –άψυχου και έμψυχου δυναμικού– ήταν πάντα η απάντηση του καπιταλισμού για το ξεπέρασμα των κρίσεών του. Οι παγκόσμιοι πόλεμοι, η «πυρηνική απειλή» και ο Ψυχρός Πόλεμος είναι τα πιο επιφανή, και παράλληλα τα πιο οδυνηρά στιγμιότυπα αυτής της απάντησης.