Η προβοκατορολογία ως πέμπτη φάλαγγα της καταστολής

Αναδημοσίευση από το The Blast

Η τοξική προβοκατορολογία που εμφανίζεται ξανά εντόνως στις μέρες μας, έχει ιστορικές και πολιτικές ρίζες στους όρους του κοινωνικού συμβολαίου που επαναδιατυπώθηκε μετά την παραίτηση της Χούντας. Μια παραίτηση που ήρθε δύο μέρες μετά την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» του τουρκικού κράτους στη Βόρεια Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 απέναντι στο νατοϊκό πραξικόπημα της ΕΟΚΑ Β’, που ανέτρεψε τη «νόμιμη» προεδρία Μακαρίου και επιχείρησε εξόντωση Κυπρίων κομμουνιστών, και εθνοκάθαρση της τουρκοκυπριακής μειονότητας του νησιού. Η αδυναμία της ελληνικής χούντας να απαντήσει στρατιωτικά –αδυναμία οφειλόμενη στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς της εποχής– σήμανε το τέλος της βιωσιμότητάς της, καθώς αντιμετώπιζε κίνδυνο εξέγερσης πολλαπλάσιας εμβέλειας από αυτήν του Πολυτεχνείου του 1973, εξέγερσης με πατριωτικά χαρακτηριστικά.

Στις κεκλεισμένων των θυρών συνεδριάσεις που προηγήθηκαν της παραίτησης της Χούντας αυτές τις δύο κρίσιμες ημέρες, κρίθηκαν οι όροι της επόμενης ημέρας, το λεγόμενο κοινωνικό συμβόλαιο του ιστορικού συμβιβασμού και της εθνικής συμφιλίωσης που ονομάστηκε Μεταπολίτευση – έναν win-win όρο για όλες τις πλευρές, όχι πολιτικά φορτισμένο. Η μια πλευρά έλαβε πολιτική αμνηστία, νομιμοποίηση και αλλαγή του πολιτειακού (κατάργηση μοναρχίας). Η άλλη πλευρά έλαβε ατιμωρησία τόσο για το πριν (εκτός προφανώς των πρωταίτιων της χούντας, που κι αυτοί αντιμετωπίστηκαν με επιείκεια) και για το μετά και δέσμευση στην πολιτική σταθερότητα.

Μακριά από εύκολες και ανώδυνες κριτικές τόσο σοβαρών πολιτικών επιλογών που πάρθηκαν σε εποχές κρίσης και στρατιωτικής ήττας, ενός επαναστατικού κινήματος που πάλευε για την ίδια του την επιβίωση με νύχια και με δόντια σε φυλακές και εξορίες αντιμετωπίζοντας θανατικές καταδίκες και βασανιστήρια, δεν μας αναλογεί εξάλλου εμάς να κρίνουμε –από ποια θέση άλλωστε– την οποιαδήποτε επιλογή τακτικής αναδίπλωσης. Ειδικά όταν τίθεται ζήτημα υπαρξιακό για χιλιάδες ανθρώπους. Όμως η ιστορία έγραψε ότι η ειρηνευτική συμφωνία του 1974 αμφισβητήθηκε από επαναστατικές δυνάμεις που έζησαν και ψήθηκαν στα ίδια αυτά γεγονότα, και που αρνήθηκαν να ενσωματωθούν ειρηνικά σε μια ομαλή συνύπαρξη με τους επί δεκαετίες δήμιους και βασανιστές τους.

Υποτίθεται τώρα ότι αυτή η ειρηνευτική συμφωνία κρατάει όσο το αστικό σύστημα δεν επιλέγει να στραφεί εκ νέου στη βία. Και μπορεί στην πεντηκονταετία της μεταπολίτευσης (ιστορικού συμβιβασμού) να μην έχουμε γνωρίσει τη βία με τη μορφή του προεμφυλιακού και μετεμφυλιακού κράτους, έχουμε γνωρίσει όμως την κρατική βία ακόμα κι αν είναι χαμηλής ή μέτριας έντασης. Διαφθορά, οικονομικά σκάνδαλα, κρατικές και παρακρατικές δολοφονίες, βασανιστήρια, τρομοκρατία, βιασμοί. Και σε όλες τις περιπτώσεις κρατική συγκάλυψη. Μια συγκάλυψη που συνεχίζεται διαρκώς μέχρι σήμερα φτάνοντας στα Τέμπη.

Όλες αυτές τις δεκαετίες κάθε δυναμική αντίδραση στην παραπάνω βία, στη συγκάλυψή της και την ατιμωρησία που ακολουθεί, βαφτίζεται είτε προβοκάτσια, είτε ανευθυνότητα που διακινδυνεύει την επιδείνωση της βίας που ήδη ασκείται. Χαρακτηριστική ή έκφραση «το μόνο που πετυχαίνουν τέτοιες πράξεις είναι την αύξηση της έντασης της καταστολής». Επιδείνωση που νομικά μπορεί να εμφανίζεται με καθεστώτα εξαίρεσης θεσμικά ή άτυπα, και στρατιωτικά με τη μορφή τυφλής βίας και παράπλευρων απωλειών σε άμαχο πληθυσμό σε διαδηλώσεις/συγκεντρώσεις.

Ό,τι άποψη κι αν έχει οποιαδήποτε πλευρά για τη δυναμική αντίσταση ενάντια στην κρατική και παρακρατική βία, η ρητορική προβοκατορολογίας απλά ξεπλένει διαρκώς την τυφλή βία του κράτους και τη λογική παράπλευρων απωλειών που εφαρμόζει. Γιατί την κανονικοποιεί. Έχει τόσο εμπεδωθεί πλέον η εντύπωση, με κυρίαρχη ευθύνη του αριστερού λόγου, ότι για αυτά τα τυφλά αντίποινα ευθύνονται οι προκλήσεις, που αυτή καθ’ αυτή η λογική αντιποίνων μένει εκτός κάδρου κριτικής.

Γιατί τι πάει να πει το κράτος προκλήθηκε και διέλυσε τη συγκέντρωση; Τι είναι το κράτος και προκαλείται; Αγοράκι δημοτικού που του έβρισαν τη μάνα και έπαιξε μπουνιές; Οπαδός στο γήπεδο που του έβρισαν την ομάδα; Οδηγός στον δρόμο που του πάτησαν κόρνα;

Υποτίθεται ότι υπάρχουν γαμημένοι νόμοι, κανόνες, σύνταγμα, διεθνές δίκαιο, συμβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Δεν μπορεί ένα ολόκληρο κράτος να βγαίνει και να λέει «ε και τι να έκανα αφού με προκάλεσαν», όταν έχει αιματοκυλήσει μια ολόκληρη συγκέντρωση/διαδήλωση και έχει προκαλέσει χημικό πόλεμο σε μια ολόκληρη πόλη.

Ακόμα κι αν κάθε κουκουλοφόρος ήταν και είναι βαλτός προβοκάτορας, πάλι δεν νοείται η πρακτική αυτή. Αλλά αν είναι προβοκάτορες ποιοι τους βάζουν; Το κράτος; Αν όμως αυτό ίσχυε, και αν το πίστευαν και πάλι αυτό δεν θα ήταν κρατική/παρακρατική βία; Αν ήταν έτσι η αριστερά δεν θα έπρεπε να κουνήσει γη και ουρανό να μάθει ποιοι στον διάολο είναι οι προβοκάτορες με τις μολότοφ και οι πράκτορες με τα όπλα; Δεν θα έπρεπε να ξεσηκώσει όλη της τη βάση απέναντι σε ένα τέτοιο σχέδιο εκτροπής, αν όντως επρόκειτο για κρατικό σχέδιο και πραγματική εκτροπή; Αλλά ούτε αυτοί που τα λένε δεν τα πιστεύουν.

Αυτά προφανώς είναι γελοία πράγματα. Πενήντα χρόνια κρατικής βίας και τρομοκρατίας είναι πολλά. Και η αριστερά με την επιμονή της στη νόμιμη πολιτική δουλειά (την οποία δεν έχει καν εξαντλήσει ποτέ όλα αυτά τα χρόνια), και στη λογική της περίφημης αλλαγής των συσχετισμών εκ των έσω, απλά ανέχεται και ξεπλένει αυτή τη βία φροντίζοντας να εντυπωθεί στην κοινωνική συνείδηση ότι η οποιαδήποτε δυναμική αντίδραση είναι «πρόκληση», και εφόσον είναι τέτοια το κράτος προκαλείται να απαντήσει, άρα δεν φταίει αυτό, φταίνε οι προβοκάτορες.

Μια λογική που αναπαράγει τη βάση της επιχειρηματολογίας του αντιδραστικού αναθεωρητισμού, που λέει ότι για τα τυφλά ναζιστικά αντίποινα έφταιγαν οι αντάρτες. Μια αντεπαναστατική επιχειρηματολογία σε κάθε εποχή, σε κάθε σημείο του ορίζοντα, όπου η ανελέητη τρομοκρατία της εξουσίας εναντίον αμάχων βαφτίζεται αποτέλεσμα της δράσης εκείνων που αντιστέκονται σε αυτή.

Στην τελική είδαμε πόσο καλά πήγε για πενήντα ολόκληρα χρόνια η πολιτική κατευνασμού του «αστικού κράτους» και της «αντίδρασής» τους. Μισός αιώνας με συνεχή αστυνομική βία, κρατικές δολοφονίες, θανατοπολιτική στα σύνορα, διαφθορά, ασυδοσία, διαρκής υποτίμηση της ανθρώπινης ζωής, εκατόμβες νεκρών στις μεταφορές, τις συγκοινωνίες, τα εργατικά κάτεργα, τις φυσικές καταστροφές, με την υποβάθμιση του επιπέδου ζωής σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, πολιτισμικό, οικολογικό. Μισός αιώνας όπου ποτέ κανένα από όλα τα παραπάνω θέματα δεν ήταν αρκετά σοβαρό, όχι για πολιτική αποσταθεροποίησης, αλλά για στοιχειώδη πολιτική ρήξης ακόμα και μέσα στα πλαίσια του δημοκρατικού παιγνιδιού. Μισός αιώνας όπου κανένα κοινωνικό πρόβλημα ποτέ δεν αξιώθηκε να χαρακτηριστεί casus belli. Μισός αιώνας αυτοσυγκράτησης, μισός αιώνας αναμονής για την ωρίμανση της ταξικής συνείδησης.

Προφανώς αυτό δεν σημαίνει ότι στην ιστορία των κοινωνικών αντιστάσεων και δυναμικών απαντήσεων δεν γίνονται λάθη, δεν προκύπτουν ζητήματα, δεν υπάρχει χώρος για συζήτηση, διαφωνίες, ρήξεις ακόμα και συγκρούσεις. Όλα κρίνονται και όλα αξιολογούνται. Η προβοκατορολογία όμως είναι μια ανοιχτή πληγή μέσα στα κινήματα που έχει κακοφορμίσει. Έχει με τα χρόνια παράξει τόνους θεωριών συνωμοσιολογίας, που μπορούν να παρασύρουν ακόμα και καλοπροαίρετους και προοδευτικούς ανθρώπους. Είναι εν τέλει ηθικά κατάπτυστη γιατί στην ουσία αυτή είναι που στρώνει το χαλί στην καταστολή να εφαρμόζει αυθαιρεσίες και καθεστώς εξαίρεσης σε συντρόφους και συντρόφισσες, καθώς η θεωρία ότι «αυτοί μεταξύ τους τις παίζουνε» αποκρύπτει από μεγάλο μέρος της κοινωνίας το γεγονός των υπαρκτών διώξεων, αιχμαλωσιών και βασανιστηρίων δεκάδων αδερφιών μας όλα αυτά τα χρόνια, καταλήγοντας πιο αντιδραστική και από την κρατική προπαγάνδα, ως πέμπτη φάλαγγα κατά των πιο προωθημένων τμημάτων των επαναστατικών κινημάτων.

Η προβοκατορολογία λοιπόν πρέπει να μπει στη θέση που της αναλογεί, ως μια αναθεωρητική, αντιδραστική, αντεπαναστατική θεωρία και ρητορική που πρέπει να περιφρονείται. Και πρέπει να περιφρονείται γιατί καμία πρόκληση δεν νομιμοποιεί τον χημικό πόλεμο και την τυφλή βία εναντίον διαδηλωτ(ρι)ών που δεν συμπλέκονται.

Αν μη τι άλλο το χρωστάμε σε όλους τους νεκρούς, τις βασανισμένες και όσους/ες έχουν βρεθεί και βρίσκονται σε καθεστώς αιχμαλωσίας όλα αυτά τα χρόνια, εξαιτίας ακριβώς της επιλογής τους να απαντήσουν δυναμικά σε κάθε έκφανση της κρατικής βίας.

Με το να ανεχόμαστε οποιαδήποτε εκδοχή προβοκατορολογίας από όπου κι αν προέρχεται και όπως κι αν εκφράζεται, κηλιδώνουμε τη μνήμη τους και τις επιλογές τους.