Ως Συνέλευση αλληλεγγύης με τους πολιτικούς κρατούμενους, τις φυλακισμένες αγωνίστριες και τα έγκλειστα συντρόφια από την Κατάληψη Ευαγγελισμού, απευθυνόμαστε στον αναρχικό-σύντροφο Αντρέα Φλώρο, ο οποίος αποφυλακίστηκε στις 18 Ιουλίου.
Στο πλαίσιο της προσπάθειάς μας να δίνουμε λόγο στα συντρόφια που διώκονται από το κράτος, ζητήσαμε από τον σύντροφο να μας μιλήσει για τις συνθήκες εγκλεισμού, για την επίδραση του κινήματος αλληλεγγύης, που προσπαθεί να σπάσει τους φράχτες μεταξύ των μέσα και των έξω, αλλά και για τον αγώνα του ενάντια στις σκευωρίες του κράτους. Ταυτόχρονα, ζητήσαμε να μας κάνει και μια κριτική στο δικαστικό σύστημα και στο ζήτημα της δικαιοσύνης που απασχολεί έντονα το τελευταίο διάστημα την κοινωνία, και τέλος να μας πει πώς νιώθει που μετά από παραπάνω από ένα χρόνο εγκλεισμού, λόγω κρατικών μεθοδεύσεων και σκευωριών, ο αγώνας του δικαιώθηκε και είναι ελεύθερος ξανά!
Αλληλεγγύη σε όλα τα συντρόφια που διώκονται για την υπόθεση των Αμπελοκήπων!
Λευτεριά σ’ όσα είναι στα κελιά!
Κανένα μας δεν είναι ελεύθερο μέχρι όλα να είμαστε ελεύθερα!

Το παρόν κείμενο είναι μια προσωπική ματιά και είναι απαραίτητη η διευκρίνηση πως κάθε άνθρωπος σε κάθε συνθήκη βιώνει με, ενδεχομένως σημαντικά, διαφορετικό τρόπο την κάθε κατάσταση ή το περιβάλλον που θα βρεθεί. Έτσι, η φυλάκιση και η ανάγνωσή της, το αποτύπωμα που αφήνει μεσολαβείται από διάφορους παράγοντες όπως η φυλακή που βρέθηκε κάποιος/α, καθώς τόσο η σύνθεση των ανθρώπων όσο και οι συνθήκες παρουσιάζουν σε διάφορες περιπτώσεις σημαντικές διαφοροποιήσεις και αποκλίσεις. Ακόμη, σίγουρα παίζει μεγάλο ρόλο το διάστημα του εγκλεισμού, το μέγεθος και η διάταξη της φυλακής, οι αριθμοί των ανθρώπων με τους οποίους βρεθήκαμε ή μοιραστήκαμε τον κοινό χώρο. Για παράδειγμα, είναι σε κάποιο βαθμό διαφορετικό κάποια/ος να βρίσκεται σε έναν θάλαμο με άλλα 30 άτομα ή να βρίσκεται σε ένα κελί, πολύ διαφορετικό να βρίσκεται σε μια φυλακή που είναι τοποθετημένη στη μέση του πουθενά ή σε μια φυλακή που η τοποθεσία της είναι κοντά σε ένα χωριό ή πόλη και κατά συνέπεια η «έξω ζωή» να γίνεται αντιληπτή και ορατή. Έτσι, η παρούσα τοποθέτηση δεν διεκδικεί σε κανένα βαθμό την καταγραφή μιας «γενικής αλήθειας», παρά αποπειράται να συντεθούν οι μνήμες και οι εμπειρίες μαζί με τα συνολικότερα ερμηνευτικά και αναλυτικά εργαλεία που διαχρονικά στηλιτεύουν και αποδομούν το καπιταλιστικό/εξουσιαστικό δικαιικό σύστημα της τιμωρίας, του εγκλεισμού, της απομόνωσης, της αιχμαλωσίας.
Επιπλέον, μια συνολική συζήτηση ή ανάλυση για τη λεγόμενη «παρανομία», τα κίνητρα των ανθρώπων που κινούνται εξ αντικειμένου εκτός του νόμου είναι ιδιαίτερα εκτενής. Είναι ξεκάθαρο κατά την προσωπική μου άποψη πως σε ένα κοινωνικό εκμεταλλευτικό και βάρβαρο σύστημα δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε απλοϊκά την ανθρώπινη συμπεριφορά με βάση τον κανονιστικό κώδικα που οι κρατούντες την εξουσία θεσπίζουν. Έτσι, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που συνειδητά θα βαδίσουν «παράνομα», χωρίς αυτό να καθιστά την πορεία αυτή απαραίτητα συμβατή με τα αγωνιστικά ιδεώδη και αρχές. Ωστόσο, είναι μια επισήμανση μεγάλης σημασίας, ώστε να μην παρουσιάζεται στο κείμενο μονάχα η σκοπιά των ανθρώπων που τίθενται στο περιθώριο της ζωής και του νόμου κυρίαρχα λόγω κοινωνικής/ταξικής θέσης και προορισμού.
Τέλος, η παρακάτω τοποθέτηση δεν διακατέχεται από μια προσέγγιση πεσιμιστική ή που αναγάγει την καταστολή και τον εγκλεισμό ως κάτι το τερατώδες και καταστροφικό για τη ζωή. Είναι ένα στιγμιότυπο όπως και πολλά άλλα μέσα στην πορεία μας, που οφείλουμε να προσεγγίζουμε με την γνώση και την παραδοχή πως η αιχμαλωσία και η φυλάκιση είναι στο μονοπάτι του αγώνα, να προετοιμαζόμαστε και να γνωρίζουμε πως ούτε η ζωή τελειώνει εκεί μέσα, ούτε παύουμε να είμαστε αγωνίστριες και αγωνιστές επειδή θα βρεθούμε σε άλλο περιβάλλον. Δεν είμαστε μόνες και μόνοι και έχουμε όλη τη θέληση και τη δύναμη να αντισταθούμε, να συνεχίσουμε, να οραματιζόμαστε, να αντιλαμβανόμαστε τη ζωή σε όλο της το εύρος και τη λαχτάρα να την πάρουμε πίσω από αυτούς που μας τη στερούν. Οι διώξεις, οι φυλακίσεις, η καταστολή είναι ένα εμπόδιο αλλά δεν είναι αρκετό να μας λυγίσει, ρέουμε σε ένα ιστορικό συνεχές που μας περιλαμβάνει και ποτίζει κάθε φορά όλο και περισσότερο το δέντρο της λευτεριάς.
Πώς μπορούν τα ανθρώπινα όντα να επικοινωνήσουν μεταξύ τους τμήματα της βιωμένης τους εμπειρίας, όταν αυτό δεν είναι μια κοινή συνισταμένη, σε ποιο βαθμό κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει και να επηρεάσει την ενσυναίσθηση και τη συνείδηση που πλάθεται στην πορεία της ζωής; Συχνά στον προφορικό μας λόγο λέμε η μία στον άλλον πως «δεν μπορώ να καταλάβω ακριβώς γιατί δεν το έχω ζήσει», ή αντίστοιχες φράσεις που περιγράφουν αυτό το κενό μεταξύ δύο ατόμων. Και όμως, η τρυφερότητα, η συμπόνια, η κατανόηση, η τοποθέτηση του εαυτού μας στη θέση ενός άλλου ανθρώπου, προχωρούν και εξελίσσονται πέρα από αυτήν τη διαχωριστική γραμμή. Έτσι μπορούμε να προσεγγίσουμε άλλες εποχές, να ζωντανέψουμε την ιστορία, να ψηλαφήσουμε την πορεία μας μέσα στον χρόνο, πριν και πέρα από τη στενά ατομική μας ύπαρξη, να γεφυρώσουμε χάσματα κοινωνικά, πολιτισμικά, γεωγραφικά. Όταν κάτι τέτοιο γίνεται και υπό το πρίσμα του αγώνα για έναν καλύτερο και απελευθερωμένο κόσμο, τότε η υπερβατικότητα της κίνησής μας αυτής, μέσα σε ένα μη βιωμένο –με την άμεση έννοια– περιβάλλον, υλικό και νοητικό, αποκτά μια επιπρόσθετη σημασία, ένα μεγαλύτερο βάθος, έναν πλούτο αναλυτικό, μια στιβαρότητα στην τοποθέτησή μας μέσα στο ιστορικό στερέωμα. Είναι σαν την αρχαιολογική σκαπάνη που σιγά σιγά φέρνει στην επιφάνεια στίγματα αρχαίων πολιτισμών, που με τον καιρό αναδύονται από τη σκόνη του χρόνου και εμφανίζονται εμπρός μας, δίνοντας ξανά ζωή στην ύλη αυτήν, καθώς με τον ίδιο τρόπο, μεταφερόμαστε στη ζωή, τα ήθη, τα έθιμα, τις αγωνίες, τις επιθυμίες των ανθρώπων που έζησαν σε αυτά τα χώματα. Κάπως έτσι, ξύνοντας την επιφάνεια των όσων έχουμε μάθει να προσλαμβάνουμε ως δεδομένα, ακούγοντας τους συνανθρώπους μας, διαβάζοντας τον λόγο τους, τις αφηγήσεις τους, βλέποντας τις εικόνες τους, την τέχνη τους και τόσα άλλα που βρίσκονται μέσα στην βεντάλια των εκφραστικών και αφηγηματικών μέσων που έχουμε ως όντα, βρίσκουμε την εαυτή και τον εαυτό μας, πονάμε, χαιρόμαστε, στοχαζόμαστε, παραδειγματιζόμαστε, προχωράμε.
Το ίδιο ακριβώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ως σχήμα και για τον χώρο της φυλακής, όπου η υλική και πνευματική συνθήκη της στέρησης διαπερνά και ποτίζει τους ανθρώπους, τα μυαλά και τα σώματά τους, είναι εμποτισμένη στους τοίχους και τις κιγκλίδες. Ωστόσο παραμένει με έναν παράδοξο τρόπο ένας πολύ ανθρώπινος τόπος με πολλαπλές έννοιες. Είναι ένας χώρος που αποτελεί από μόνος του μια –υποτίθεται– εξαίρεση στην «κανονικότητα» της ανθρώπινης υπόστασης, αντιπροσωπεύει τα αποκλίνοντα όντα, παραμένει στο σκότος γύρω από την εσωτερική της λειτουργία, περιτριγυρίζεται από θρύλους και μύθους, συρρικνώνει την έκταση της ανθρώπινης προσωπικότητας και αξιοπρέπειας. Είναι η επικύρωση της κρατικής αρχής που θεμελιώνει το «δίκαιο και το σωστό» και όλα αυτά συντελούνται από ανθρώπινα όντα απέναντι σε άλλα, χωρίς καμία διερώτηση για το πώς καταλήγει κάτι τέτοιο να νοείται ως μια αποδεκτή, ηθική, ακόμη και ωφέλιμη συνθήκη. Στην πραγματικότητα αποτελεί με πολλούς τρόπους κάτι που καταδικάζει το άτομο στη φθορά, την υποβάθμιση του εαυτού του, της πνευματικής και ψυχικής του κατάστασης, στην απώλεια της δυνατότητας επικοινωνίας και της εγγύτητας, στην αφαίρεση της αίσθησης ελέγχου και αυτοπροσδιορισμού στον χώρο και τον τρόπο που καθένας και καθεμία θέλει να ζει και να υπάρχει, στην καταβαράθρωση της οποιασδήποτε προοπτικής εξέλιξης στη ζωή, στη συνεχή έκθεση σε μια κατάσταση αναταραχής, βίας, θορύβου, καχυποψίας, τιμωρίας. Μπορεί, λοιπόν, να έχουμε μετακινηθεί ως ανθρώπινες κοινωνίες από τις εποχές του Μεσαίωνα, αυτό όμως δεν σημαίνει πως το μη ορατό στο δημόσιο πεδίο είναι και μη υπαρκτό. Ο εγκλεισμός προσομοιάζει με μια αρρώστια που προσβάλει το σώμα, και μας κατατρώει εσωτερικά και σε μεγάλο βαθμό αθόρυβα, σε αντίθεση με ένα απότομο χτύπημα ή ατύχημα. Απέναντι, λοιπόν, στα ορατά και αόρατα τείχη της φυλακής, ο λόγος για τον εγκλεισμό, όχι μονάχα από κρατούμενες αγωνίστριες/κρατούμενους αγωνιστές, αλλά από τον πληθυσμό που βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα, θα ήταν μια κραυγή, ένα μάθημα, ένας καθρέφτης για ολάκερη την κοινωνία. Όπως πολύ σωστά έχει ειπωθεί, «έως ότου είμαστε όλες και όλοι ελεύθερες/οι, καμία/κανείς μας δεν είναι ελεύθερη/ος».
Οι συνθήκες λοιπόν του εγκλεισμού επιβάλλουν την απώλεια του οικογενειακού, φιλικού περιβάλλοντος, τη στέρηση της δυνατότητας του βιοπορισμού και ό,τι αυτό σημαίνει για την επιβίωση και την αίσθηση ανεξαρτησίας –στις παρούσες συνθήκες– ενός ατόμου, την αναγκαστική συνύπαρξη με ανθρώπους που δεν έχουμε επιλέξει στη ζωή μας, την υποχρέωση να συνεννοηθούμε στην καθημερινότητα και να υποστούμε και σε κάποιο βαθμό τις ιδιαιτερότητες και τα ελαττώματα των άλλων, την παντελή έλλειψη προσωπικού χώρου, την τεράστια αλλαγή στις συνθήκες διαβίωσης, υγιεινής και διατροφής, τη συνύπαρξη με ανθρώπους που μπορεί –πολύ συχνά– να χρίζουν βοήθειας ιατρικής, ψυχικής, κ.λπ. και να πρέπει να λάβουν φροντίδα και επιμέλεια.
Ακόμη, οι ώρες, οι μέρες, η αίσθηση των εποχών, οι συνήθειες και τόσα άλλα μεταλλάσσονται και διαμορφώνονται μέσα στο νέο περιβάλλον. Από το άνοιγμα και το κλείδωμα, τους ήχους, τα μεγάφωνα, το μέτρημα ξανά και ξανά, την έκθεση σε καταστάσεις που δεν θα επιλέγαμε πιθανώς, το κρύο και τη ζέστη, την απουσία ζεστού νερού, την έλλειψη μιας ντουλάπας να τοποθετήσουμε τα ρούχα μας, ενός μπάνιου που να είναι δικό μας, μιας ώρας που μπορούμε να βρεθούμε μόνες και μόνοι μας, μιας γωνιάς που να θέλουμε να πάμε και να ξεσπάσουμε, και τόσα άλλα πράγματα που μπορούν να καταγραφούν στην καθημερινότητα του εγκλεισμού και να έχουν συνεχή και βαθειά επίδραση στην ανθρώπινη προσωπικότητα και τον ψυχισμό. Είναι, όμως, και σε μεγάλο βαθμό μια συμπυκνωμένη εμπειρία πραγμάτων που όπως γράφτηκε και πιο πάνω είναι και εκτός των τειχών υπαρκτά, και ως εκ τούτου η αναγνώρισή τους μπορεί να αποτελέσει ένα εφαλτήριο τόσο για το πλάσμα που είναι μέσα στη φυλακή, αλλά και ως δείκτης για την ευρύτερη κοινωνία, ώστε να δει αναλογίες με τα όσα προβληματικά, βάρβαρα διαβρώνουν την καθημερινή συνύπαρξη και απομακρύνουν τους ανθρώπους μεταξύ τους, σε μια πραγματικότητα που φαντάζει άλλοτε σαν ζούγκλα και άλλοτε σαν βουνό, με την επιβολή και την τιμωρία να μοιάζουν στο τέλος ως η μοναδική λύση. Κάτι που φέρνει το κράτος και τη βία του ως εγγυητή και λυτρωτή εντός αυτής της συνθήκης. Η απόλυτη αντιστροφή, λοιπόν, συντελείται καθημερινά. Η απόληξή της εν προκειμένω που είναι η φυλακή και ο κόσμος της, είναι ένα σημαντικό ταρακούνημα για το πόσο αναληθής είναι η πρόσληψη του κράτους και της τιμωρίας ως λύσης. Ειδικά στις σημερινές μέρες, που χιλιάδες άνθρωποι καθημερινά περνάνε την πύλη της φυλακής για ψύλλου πήδημα, με την κοινωνική πλειοψηφία να βρίσκεται σε συνεχή άμυνα απέναντι στην παρανομοποίηση της ίδιας μας της οντότητας.
Συνάμα, όλη η συνθήκη της στέρησης και της τιμωρίας, που θέλει να συρρικνώσει την όρεξη για ζωή, βρίσκει το αντιστάθμισμά της, την υπαρξιακή αντίσταση απέναντί της στην ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη που θα φέρει ακόμη και σε δύσκολες περιπτώσεις και περιβάλλοντα την ανάγκη για χαρά, για γέλιο, για τραγούδι, για ξεγνοιασιά, για μοίρασμα των σκέψεων και των επιθυμιών. Ο εγκλεισμός σφυρηλατεί και μια κατάσταση που η καθημερινότητα χτίζει μεταξύ των ανθρώπων έναν πολύ έντονο και κοινό τρόπο που βιώνουν τις ευχάριστες στιγμές, που μοιράζονται τον ίδιο πόθο για ζωντάνια και αυτοσυντήρηση. Και μέσα στη φυλακή, θα καλαμπουρίσουμε, θα συζητήσουμε, θα παίξουμε, θα συμπαρασταθούμε ο ένας στον άλλο, η μία στην άλλη, θα αλληλοβοηθηθούμε. Η καθημερινότητα έχει αρκετά συχνά πολύ δυνατές στιγμές στο διάβα της, και το κοινό έδαφος είναι η ανάγκη να παραμείνουμε ανθρώπινα όντα, να έχουμε ελπίδα και προοπτική, να συνεχίσουμε να είμαστε ενεργοί και αυτάρκεις.
Άλλωστε, στη φυλακή υπάρχουν κοινοτικές αρχές και παραδόσεις. Η βοήθεια στον ευάλωτο άνθρωπο, στον ηλικιωμένο, η συμπαράσταση σε κάποιον που βιώνει μια άσχημη στιγμή, σε έναν νεοεισερχόμενο, η διάθεση συμμετοχής σε κάποιο επιμορφωτικό ή και δημιουργικό πρόγραμμα ως ανάγκη εξέλιξης και αντίδρασης στη ρουτίνα και το βάλτωμα που επιφέρει, ο σεβασμός στους κοινούς χώρους, τις κοινές ώρες ξεκούρασης και πολλά άλλα είναι ένας καμβάς που σε αρκετές περιπτώσεις διατηρείται και με έναν αφαιρετικό τρόπο συμπλέει με την υφή και τη λειτουργία των αξιών της συλλογικότητας, της ισότητας, της συνύπαρξης.
Με τον νέο ποινικό κώδικα, το κράτος διευρύνει ακόμη περισσότερο τη φυλακή ως προορισμό για την προλεταριακή βάση, ανοίγει τον δρόμο για την ίδρυση ιδιωτικών φυλακών, χτυπά με οξυμένη λύσσα, αναβαθμίζει την τιμωρία, με στόχο να μην αμφισβητείται η δυστοπία που ολοένα και απλώνεται. Καθώς η επελαύνουσα φτώχεια συνθλίβει τις επιλογές επιβίωσης, το κράτος, υπό τη σιδερένια μπότα του δόγματος «νόμος και τάξη», εγκληματοποιεί τη φτώχεια και την αντίσταση. Την ίδια ώρα, η αστική δικαιοσύνη δίνει τα πιο ξεκάθαρα δείγματα: Τέμπη, Λιγνάδης, Novartis, υποκλοπές, κρατικές δολοφονίες και τόσες άλλες υποθέσεις που ακουμπούν τα υψηλά κλιμάκια του πολιτικού προσωπικού και της αστικής τάξης, λαμβάνουν την πλήρη εύνοια του νόμου. Στικάκια εξαφανίζονται, στοιχεία παραποιούνται, καταδικασμένοι παιδοβιαστές κυκλοφορούν ελεύθεροι με τους φίλους τους μεγαλοδικηγόρους και πολιτικούς και τόσα άλλα.
Δεν περιμένουμε κάτι άλλο από την αστική δικαιοσύνη. Ο ρόλος της, ιδιαίτερα στην παρούσα φάση στην Ελλάδα, ολοένα και προσομοιάζει με μια ψευδαίσθηση, ένα αδειανό πουκάμισο, για να δικαιολογούνται τα κρατικά/καπιταλιστικά εγκλήματα και οι πράξεις του πολιτικού προσωπικού της εξουσίας, να μπορούν να επικαλούνται τη δήθεν ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και να σφυροκοπούν επικοινωνιακά την κοινωνία.
Τεράστιο κομμάτι των ανθρώπων που εγκλωβίζονται μέσα στον ιστό της αράχνης που είναι το ποινικό σύστημα και η αστική δικαιοσύνη, είναι άνθρωποι που τους δόθηκαν ευκαιρίες στη ζωή τους, που προέρχονται από περιβάλλοντα που η «παρανομία» μπορεί να ήταν μονόδρομος επιβίωσης, άνθρωποι που πετιούνται στο περιθώριο γενιά τη γενιά. Άνθρωποι εντός φυλακής για αστεία ζητήματα, πολλές φορές λόγω γραφειοκρατίας, με τη μεγάλη μερίδα τους να βρίσκεται μέσα για μικροαδικήματα, με ανυπόστατες κατηγορίες και δυσανάλογη βαρύτητα. Πολλά άτομα φυλακίζονται για κάθε είδους πλημμεληματικές παραβάσεις, ακόμη και για μία, δύο, δέκα μέρες. τηρουμένων πάντα των αναλογιών. Αυτό που είναι έκδηλο στο περιβάλλον της φυλακής, είναι η κοινωνική-ταξική προέλευση του εγκλωβισμού των ανθρώπων εντός του ποινικού συστήματος. Άνθρωποι μικρότερων αλλά και αρκετά μεγαλύτερων ηλικιών, μπαινοβγαίνουν στις φυλακές από ανήλικα παιδιά, με όλο το σύστημα να τους έχει συνθλίψει, να τους έχει καταπιεί στα σπλάχνα του. Μια ατελείωτη πορεία γεμάτη ψυχιατρεία, φάρμακα, φυλακίσεις και περιορισμούς. Άνθρωποι με σοβαρά προβλήματα υγείας, άνθρωποι που χρειάζονται αυξημένη φροντίδα. Και μυριάδες άλλα παραδείγματα. Όποια ψευδαίσθηση σωφρονισμού θέλουν να παρουσιάζουν, δεν αντέχει σε μια αντιπαραβολή με τη σκληρή πραγματικότητα.
Πραγματικά κάθε άνθρωπος αποτελεί και μια ξεχωριστή ιστορία που μέσα στη μοναδικότητά της καταδεικνύει πλάι στις άλλες τις κοινές γραμμές που αποτελούν τη βαθιά ουσία και τους πυλώνες του ποινικού/δικαστικού συστήματος. Οι άνθρωποι αυτοί καλούνται να αντιμετωπίσουν όλα τα παραπάνω πολλές φορές χωρίς καμία οικονομική και ψυχολογική βοήθεια. Το κόστος της διαβίωσης αλλά και της αντιμετώπισης των δικαστικών διαδικασιών είναι κάτι το δυσθεόρατο, αποτελεί μια μηχανή που κόβει χρήμα για το κράτος και το οικοδόμημα της δικαιοσύνης τους. Σε αυτό να συνυπολογίσουμε πως η Ελλάδα αποτελεί τη χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό εγκληματικών οργανώσεων, προφυλακίσεων και ισόβιων, πράγματα που αντίθετα με την αστική αφήγηση δεν αποτελούν δείκτες της ανθρώπινης ροπής ολοένα και με πιο έντονο τρόπο στο «έγκλημα» και το αλληλοφάγωμα, αλλά είναι ενδείξεις της αέναης αυστηροποίησης του συστήματος, που αποδεδειγμένα φέρνει και αύξηση της βίας και της διάλυσης της κοινωνικής πραγματικότητας.
Ειδικά για τα αγωνιζόμενα κοινωνικά κομμάτια, η κατασταλτική φαρέτρα του κράτους αναβαθμίζεται σταθερά, με αιχμή του δόρατος τον αντιτρομοκρατικό νόμο και τη συνεχή του διεύρυνση. Ένας ιστός αράχνης που απλώνεται γύρω από το ριζοσπαστικό κίνημα, μπλέκοντας εντός του όλα αυτά τα χρόνια δεκάδες αγωνιστές και αγωνίστριες, ποινικοποιώντας φιλικές, συντροφικές και αλληλέγγυες κοινωνικές σχέσεις, χτίζοντας τα απαραίτητα για την εξουσία σκοτεινά αστυνομικά σενάρια και αφηγήματα, οδηγώντας ανθρώπους πίσω από τα κάγκελα, ώστε συνολικά μέσα από τα παραπάνω να εγκληματοποιηθεί η αντίσταση. Μέσω της καταστολής και της θεαματικής της διάστασης, επιχειρείται να παρουσιαστούν κάποια από τα διαχρονικά μέσα του αγώνα των καταπιεσμένων ως εχθρικά προς αυτόν, να αποπολιτικοποιηθεί η επαναστατική δράση, να παροπλιστούν άνθρωποι, να κυριαρχήσει ο φόβος, η παραίτηση, η υποχώρηση και να παρουσιαστούν οι πραγματικοί τρομοκράτες –τα κράτη και το κεφάλαιο– ως προστάτες των ζωών μας. Αυτοί που, όπως διαχρονικά διατρανώνουμε, είναι στην πραγματικότητα αυτοί που αιματοκυλούν τη γη, που καταστρέφουν τον φυσικό κόσμο, κανονικοποιούν τη βαρβαρότητα και την εκμετάλλευση. Πλείστες, άλλωστε, είναι οι περιπτώσεις που το μαγειρείο της Αντιτρομοκρατικής, με τα ανώνυμα τηλεφωνήματα, τα δείγματα DNA, τα ανύπαρκτα στοιχεία και τα σενάρια-προϊόντα φαντασίας, έχουν οδηγήσει σε διώξεις και φυλακίσεις, κρεμώντας παράλληλα ζωές στα μανταλάκια μέσω της ρωμαϊκής αρένας που αποτελούν τα ΜΜΕ. Όπως πλείστες είναι και οι φορές που τα καθεστωτικά αφηγήματα και οι διώξεις καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτα, είτε με την αθώωση ατόμων που διώχθηκαν είτε μέσω της πολιτικής ακεραιότητας και της δημόσιας θέσης συντροφισσών και συντρόφων, με αιχμή σε κάθε περίπτωση την υπεράσπιση της επαναστατικής κληρονομιάς και της συνέχειάς της.
Υπό το πρίσμα λοιπόν όλων των παραπάνω, η επίδραση του κινήματος αλληλεγγύης σε έναν κρατούμενο, μία κρατούμενη, είναι μια πράξη αντίστασης και αλληλοβοήθειας. Ο άνθρωπος που βρίσκεται στη φυλακή έχει βοήθεια σε μια μεγάλη γκάμα ακόμη και των πιο απλών δυσκολιών της καθημερινότητας. Στα χρήματα, τα ρούχα, τα βιβλία, στο τηλεφώνημα σε ένα φιλικό πρόσωπο που θα αποτελέσει βάλσαμο σε μια κακή μέρα. Απέναντι στην βία της εξουσίας, δεν είναι άλλη μια απρόσωπη περίπτωση που θα πνιγεί στη σιωπή, θα μορφοποιηθεί ως προσωπικότητα και επιλογές από τα ΜΜΕ και θα δικαστεί πριν καν την ώρα της δίκης. Οι συγκεντρώσεις έξω από τις φυλακές σπάνε την μονοτονία της καθημερινότητας, και κάνουν τους εντός των τειχών να αισθάνονται πως δεν είναι ξεχασμένοι, ούτε όλοι και όλες τους αντιμετωπίζουν ως ανθρώπους που τους αξίζουν τα χειρότερα. Ειδικά όταν πρόκειται για κρατούμενες/ους αγωνίστριες/ες, το εκάστοτε κίνημα αλληλεγγύης επιδιώκει και τις περισσότερες φορές καταφέρνει να αποτελέσει και μια ασπίδα προστασίας απέναντι στις δυσκολίες, τις διακρίσεις, την εκδικητικότητα και τις μεθοδεύσεις που αντιμετωπίζει κάποια/ος τόσο από την εκάστοτε διοίκηση αλλά και από το αρμόδιο υπουργείο που πολλές φορές χτίζει ένα βαθειά εκδικητικό περιβάλλον για κρατούμενους/ες, με συνεχείς μεταγωγές και καψώνια, ειδικές συνθήκες κράτησης κ.λπ. Επιπλέον, ένα άτομο που αποτελεί κομμάτι ενός ευρύτερου αγώνα, πολιτικού χώρου και κινήματος, κατέχει ένα σημαντικό εφόδιο. Αυτήν την αίσθηση της κοινότητας, της συμμετοχής σε ένα ιστορικό συνεχές, της νοηματοδότησης των πράξεων από τα ιδανικά του αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, της αίσθησης πως ο εγκλεισμός δεν είναι μια στενά ατομική δυσκολία, αλλά συμβαίνει για κάποιο ανώτερο σκοπό, την αντίσταση στην εξουσία. Ειδικά στις δύσκολες μέρες και στιγμές, το γεγονός πως βρισκόμαστε σε δυσμενή –μεν– θέση, αλλά κάτι τέτοιο συντελείται επειδή ψηλαφίζουμε τις βαθύτερες σφαίρες της ουσίας που πρέπει να κατέχει η ανθρώπινη υπόσταση. Όχι μόνο για την ατομική μας ευημερία, αλλά για τη συλλογική αλλαγή ρότας στην ανθρώπινη περιπέτεια.
Η αγωνιστική στάση, με την ανθρωπιά που τη χαρακτηρίζει και τη διαπερνά, είναι και εντός των τειχών κάτι που αποτελεί σημαντικό εφόδιο και γίνεται αντιληπτό ως τέτοιο, από πολλούς συνανθρώπους μας που μοιραζόμαστε εκεί μέσα τα ίδια προβλήματα. Ειδικά όταν οι στερήσεις, η αδικία, η βία της αστυνομίας και της «δικαιοσύνης» αποτελούν μια κοινή συνισταμένη. Μέσα σε ένα τέτοιο κανονιστικό και περιοριστικό περιβάλλον, το να εξακολουθούμε να πράττουμε βοηθητικά και αντιστασιακά είναι πολύτιμο. Δίνει παράδειγμα και πολλές φορές είναι για ανθρώπους εκεί μέσα μία από τις λίγες φορές που το βίωσαν ή θα το βιώσουν. Τους απλώθηκε ένα χέρι σε βοήθεια, τους άκουσε κάποιος, έκατσε να τους κατανοήσει και να τους συντρέξει. Φυσικά, την ίδια ώρα υπάρχουν και βαθιά προβληματικές καταστάσεις, ωστόσο για ένα αγωνιστικό υποκείμενο, η διερεύνηση των θετικών σημείων που μπορούν να ανοίξουν έναν δρόμο αφύπνισης και συμμετοχής σε ένα τόσο περιορισμένο περιβάλλον, είναι βασικό. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εκεί μέσα, που παρά τα χρόνια φυλάκισης, τις κακουχίες την απομόνωση, διατηρούν την τρυφερότητά τους, προσπαθούν να παραμένουν άνθρωποι με αρχές και αξίες, να μείνουν ακέραιες/οι.
Η απελευθέρωση, η αποφυλάκιση είναι πάντα μια συγκινητική στιγμή για κάθε άνθρωπο. Όποτε κάποιο άτομο βγαίνει, οι ευχές για καλό κατευόδιο και συνέχεια στη ζωή, αλλά και προς αυτούς που μένουν πίσω αντίστοιχα, είναι χαρακτηριστικές μεταξύ των ανθρώπων που μοιράστηκαν μια δύσκολη και επίπονη συνθήκη. Για μια στενά πολιτική συνθήκη και δίωξη, φυσικά η στιγμή αυτή συνδυάζεται και με το αίσθημα πως σταθήκαμε όρθιες και όρθιοι απέναντι στο τέρας της εξουσίας και την εκδικητικότητα που διαχρονικά εκφράζεται πάνω μας. Ακόμη, είναι κτήμα του κάθε ανθρώπου που αγωνίστηκε και αγωνίζεται πως έδωσε τη μάχη για την απελευθέρωση δίπλα σε άλλες και άλλους, πως εξέφρασε λόγο αγωνιστικό που αντανακλά και τις ευρύτερες αδικίες που βιώνουμε ως κοινωνική βάση, ειδικά σε μια περίοδο που τα κάθε είδους «σκάνδαλα» έρχονται να αποκαλύψουν αυτό που ο κόσμος του αγώνα γνωρίζει στο πετσί του, που είναι ιστορική γνώση από τότε που ο άνθρωπος υψώνει το ανάστημά του στην αδικία και την ανισονομία. Πως η δικαιοσύνη στον καπιταλιστικό κόσμο είναι ταξική, είναι ένα γαϊτανάκι διαπλοκής συμφερόντων, πολιτικών και οικονομικών, είναι μανδύας προστασίας των υμέτερων σημαντικών γραναζιών και θεματοφυλάκων της κρατικής εξουσίας και βίας, αλλά και των ισχυρών πάσης φύσεως, ακόμη και σε περιπτώσεις που το κοινωνικό αίσθημα συγκρούεται με τις αποφάσεις της αστικής δικαιοσύνης.
Η έξοδος από το περιβάλλον της φυλακής αφήνει βέβαια αρκετά βάρη, καθώς ο άνθρωπος καλείται να επανέλθει σε ένα τελείως διαφορετικό κοινωνικό και προσωπικό περιβάλλον, βιώνει διαφορετικά τον χρόνο και τον χώρο, έχει ξαφνικά να αντιμετωπίσει τις λεγόμενες υποχρεώσεις της έξω ζωής που φαντάζουν και αυτές πολύπλοκες, καθώς από μια συνθήκη με πολύ συγκεκριμένες απαιτήσεις στην καθημερινότητα, που εν πολλοίς το κάθε άτομο μπαίνει αυτόματα σε μια συνθήκη αυτοπροστασίας ώστε να αντιμετωπίσει τον εγκλεισμό, επανέρχεται σε έναν κόσμο που μπορεί να έχει ξεχάσει, σε μέρη που έχουν αλλάξει, σε ανθρώπους που μπορεί να έχουν χαθεί, να έχουν ατονίσει οι όποιες σχέσεις υπήρχαν. Η εργασία και η εύρεση οικονομικών πόρων, σπιτιού, εργασίας, το να πατήσει κάποιος/α στα πόδια του με λίγα λόγια, ειδικά αν έχει μείνει αρκετά έγκλειστος/η, είναι ιδιαίτερα απαιτητικό, τόσο σε υλικό όσο και σε ψυχικό επίπεδο. Ειδικά στον ελλαδικό χώρο, δεν υπάρχει ίχνος πρόνοιας και επανένταξης, και σε αυτό αν συνυπολογίσουμε πως πολλά άτομα που αποφυλακίζονται μπορεί να είναι πρώην τοξικοεξαρτημένοι, άστεγοι, μετανάστες και άλλα ευάλωτα άτομα, η αναδιοργάνωση της ζωής αλλά πόσο μάλλον το να βρει η πρώην κρατούμενη / ο πρώην κρατούμενος τον δρόμο της/του, είναι συχνά κάτι που δεν συμβαίνει. Αρκετοί άνθρωποι εγκλωβίζονται μέσα στον κύκλο του ποινικού συστήματος, μπαινοβγαίνουν στα κελιά, ειδικά όταν φυλακίζονται από νεαρές ηλικίες, με τον χαρακτήρα τους να διαμορφώνεται από ένα περιβάλλον που τους χαράζει στην ψυχή και τις αντιδράσεις. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι: Πρώτον, το αίσθημα αγοραφοβίας που είναι πολύ συχνό σε ανθρώπους που αποφυλακίζονται και επανέρχονται στον έξω κόσμο, αφήγηση πολύ κοινή σε αρκετούς ανθρώπους. Δεύτερον, η αίσθηση που υπάρχει τις πρώτες μέρες, που η ματιά αντικρίζει ξανά τον ορίζοντα, γεμίζει από τις εικόνες και τα χρώματα, από την κλίμακα που είναι διαφορετική. Από εκεί που αντικρίζουμε μουντά χρώματα, τσιμέντο, τοίχους, διαδρόμους, κελιά, κλούβες και ένα κομμάτι ουρανό, η ματιά γεμίζει από όσα στην καθημερινότητα μάς φαίνονται πολλές φορές συνηθισμένα και κοινότυπα. Είναι χαρακτηριστικό πως και μόνο που εκτός των τειχών μπορούμε να κοιτάξουμε μακρυά, ειδικά από ένα υπερυψωμένο σημείο, σε μια απόσταση χιλιομέτρων και όχι λίγων μέτρων όπως μέσα στη φυλακή, η αλλαγή αυτή φέρνει μια ζαλάδα και θολούρα, κάτι που επίσης είναι κοινή ιστορία στις συζητήσεις μεταξύ ανθρώπων που έχουν περάσει από τη συνθήκη του εγκλεισμού. Βασικό επίσης, που χρίζει και μεγάλης ανάλυσης για το πόσο δομημένα έχει μελετήσει και κατασκευάσει η εξουσία τη φυλακή και έχει συγκροτήσει την τιμωρία, είναι η ιδρυματοποίηση, η αίσθηση ασφάλειας, σιγουριάς, συνήθειας, εντός του κόσμου της φυλακής. Μια παράδοξη κατάσταση που σιγά σιγά περνάει μέσα στον ψυχισμό του ανθρώπου, και την ίδια ώρα αντιστεκόμαστε σε αυτό.
Όσον αφορά τη συνθήκη της δίωξης και την έκβαση σε ένα δικαστήριο όπου το αποτέλεσμα ήταν η απαλλαγή από όλες τις κατηγορίες, αυτό που μένει ως πολύ σημαντικό εφόδιο είναι η πληρότητα που δίνει η συνειδητοποίηση ότι δεν σιωπήσαμε, ούτε ξεπουλήσαμε τις ιδέες και την πολιτική μας ταυτότητα. Αντίθετα αγωνιστήκαμε, δίπλα και μαζί με τις συντρόφισσες και τους συντρόφους μας, καθώς οι διώξεις αυτές δεν είναι στενά ατομικές υποθέσεις, αλλά μία ακόμη στιγμή μάχης ανάμεσα στον κόσμο της ελευθερίας που αναδύεται και αρνείται να θαφτεί, και του κόσμου της εξουσίας που σκορπά την καταστολή, την επιβολή και την καταστροφή. Με την πεποίθηση πως κάθε μικρή ή μεγάλη μάχη διαμορφώνει τις συνολικότερες συνθήκες για τη συνέχεια. Άλλωστε, η ίδια η πραγματικότητα και η ιστορία, σε αυτήν την εποχή που ο πολιτικός χρόνος και οι εξελίξεις επιταχύνονται, που ο πόλεμος των κυρίαρχων απλώνεται καθημερινά, μας φέρνουν ακόμη πιο επιτακτικά αντιμέτωπες/ους με τα αξιακά ερωτήματα που καλούμαστε να διερευνήσουμε. Γιατί η αντίσταση στη βαρβαρότητα δεν μπορεί να συντριβεί. Έχει την δική της ροή και αυταξία. Όσο υπάρχει αδικία, θα υπάρχει εξέγερση, θα είναι το αντίβαρο στην αδικία, τη φτώχεια, την εξαθλίωση.
Το πάθος για τη λευτεριά είναι δυνατότερο απ’ όλα τα κελιά
Αγώνας για έναν κόσμο ισότητας, αλληλεγγύης, αλληλοβοήθειας, ειρήνης, ελευθερίας
Αντρέας Φλώρος