Ελλάδα και Γερμανικός Αντιφασισμός: Το παράδειγμα του τάγματος 999

Πολλές φορές στην ιστορία (όχι μόνο στην ελληνική) οι γερμανοί στρατιώτες, κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου, έχουν παρουσιαστεί σαν ένα ομοιογενές σύνολο πιστών οπαδών του Χίτλερ, αποφασισμένων να δώσουν ακόμα και τη ζωή τους, ενώ επίσης χαρακτηρίζονται από ξεσπάσματα τυφλής βίας και σαδισμού. Αυτές οι περιγραφές έχουν ποικίλες αιτίες, όπως είναι είτε η προπαγάνδα των επονομαζόμενων «συμμάχων», είτε των κομμουνιστικών οργανώσεων,ενώ άλλες φορές οφείλονται και σε μαρτυρίες απλών ανθρώπων που είδαν με τα μάτια τους να διαπράττονται σφαγές σαν αντίποινα σε διάφορες περιοχές σε όλη την Ευρώπη από τον γερμανικό στρατό.

Σαν αποτέλεσμα έχουμε ένα μέρος γερμανών που αντιστάθηκαν μέσα στον ίδιο τον στρατό να παραμένει στην αφάνεια. Άνθρωποι, οι οποίοι αρνούμενοι να υπηρετήσουν τους ταξικούς τους εχθρούς, αντιτάχθηκαν και το πλήρωσαν με την ίδια τους τη ζωή. Συνολικά από το 1939 έως και το 1945 δικάστηκαν και εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες περισσότεροι από 20.000 γερμανοί στρατιώτες με τους περισσότερους να καταδικάζονται για το αδίκημα της λιποταξίας, χωρίς αναγκαστικά οι δίκες να σταματάνε με τη λήξη του πολέμου στις 8 Μαΐου του 1945. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ναύτες ΜπρούνοΝτέρφερ και Ράινερ Μπεκ, οι οποίοι είχαν προσχωρήσει στην ολλανδική Αντίσταση μετά την απελευθέρωση της Ολλανδίας. Φυλακισμένοι σε ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων κοντά στο Άμστερνταμ, καταδικάστηκαν από ένα στρατοδικείο που έστησαν Ναζί αξιωματικοί. Οι αξιωματικοί, που ήταν αφοπλισμένοι, ζήτησαν και έλαβαν καραμπίνες από τους Καναδούς φρουρούς τους για να εκτελέσουν την απόφαση στις 13 Μαΐου 1945.

Στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκαν κάποιοι από τους πιο σημαντικούς αντιφασιστικούς και αντιμιλιταριστικούς αγώνες στην ιστορία του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, με πρωταγωνιστές κυρίως γερμανούς στρατιώτες των ταγμάτων 999. Οι στρατιωτικές αυτές μονάδες, γνωστές ως πειθαρχικά τάγματα 999, αποτελούνταν από ποινικούς και πολιτικούς κρατούμενους στους οποίους είχαν επιβάλλει αναγκαστική θητεία κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, και έπαιρναν μέρος στις πιο αδιέξοδες επιχειρήσεις.

«Η ιστορία αυτών των μονάδων στην Ελλάδα, ξεκινάει από την άνοιξη του 1943, όπου αρχίζουν και σταθμεύουν σε διάφορες περιοχές όπως στα νησιά του Ανατ. Αιγαίου, την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία και για κάποιο διάστημα τα νησιά του Ιονίου. Χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη των ακτών και τοποθετούνταν ανάμεσα σε κανονικές μονάδες του στρατού και των SS. Παρόλο που οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί που υπηρετούσαν στα 999 ήταν κυρίως φανατικοί Ναζί, η στρατιωτική ηγεσία δεν είχε εμπιστοσύνη στις μονάδες αυτές και δεν τις χρησιμοποιούσε σε δύσκολες επιχειρήσεις. Τις αντιμετώπιζε σαν «τροφή για τα κανόνια» και στην Ελλάδα τις χρησιμοποιούσε για τη φύλαξη ήδη εκκαθαρισμένων περιοχών. Αυτό, όμως, επέτρεπε την επαφή με τον ντόπιο πληθυσμό και την αυτομόληση στρατιωτών με τον οπλισμό τους στον ΕΛΑΣ.

»Στην Πελοπόννησο, η Βέρμαχτ τοποθέτησε τα τάγματα 999 στο εκτεθειμένο στην ελονοσία βορειοδυτικό τμήμα της χερσονήσου, γύρω από την πόλη της Αμαλιάδας. Ήδη τον Ιούλιο του 1943 στρατιώτες από τις μονάδες αυτές είχαν συνδεθεί με ιταλικές μονάδες και σχεδίαζαν να αυτομολήσουν ομαδικά στον ΕΛΑΣ. Το σχέδιο είχε προδοθεί και ο επικεφαλής κομμουνιστής Φραντς Τσέρνυ, που ανέλαβε την αποκλειστική ευθύνη για την απόπειρα, εκτελέστηκε στην Άνω Μανωλάδα. Οι στρατιώτες των ταγμάτων 999 στην περιοχή της Αμαλιάδας συνέχισαν να έχουν επαφή με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ μέσω μιας παράνομης ομάδας με ηγέτες τον Bερολινέζο κομμουνιστή Βέρνερ Ίλμερ και τον πρώην αθλητή Φραντς Σάιντερ από το Μόναχο. Η ομάδα έδρευε στο 40ο Τάγμα Φρουράς Οχυρών Πεζικού 999 στην Αμαλιάδα, αλλά επηρέαζε και άλλα τάγματα.

»Η ελληνική Αντίσταση , ενημερωμένη για τη φύση των γερμανικών μονάδων, ανέγραφε στους τοίχους της Αμαλιάδας συνθήματα που απευθύνονταν στους Γερμανούς κομμουνιστές στρατιώτες, οι οποίοι, κατά τη μαρτυρία του ΚουρτΝέτμπαλ, αντιλαμβάνονταν το περιεχόμενό τους παρόλο που ήταν γραμμένα στα ελληνικά. Στα ταβερνάκια της περιοχής γινόταν η ανταλλαγή των πληροφοριών: “Από μας οι αντάρτες έπαιρναν κάθε πληροφορία που επιθυμούσαν, δύναμη των μονάδων, είδος του οπλισμού, ονόματα των αξιωματικών, σχέδια ενεργειών καθώς και ονόματα Ελλήνων που είχαν κοινωνικές επαφές με τους αξιωματικούς, για να προλάβουμε έγκαιρα τους καταδότες”.

»Χάρη σε αυτές τις πληροφορίες, τον Ιούλιο του Ι943 διέφυγαν τη σύλληψη οι άνδρες του χωριού Γεράκι, στη διάρκεια μιας επιχείρησης τιμωρίας της Βέρμαχτ. Το ΕΑΜ, με τη σειρά του, αναλάμβανε την εκτύπωση προκηρύξεων που συνέτασσαν οι Γερμανοί αντιφασίστες, οι οποίες ρίχνονταν στις γερμανικές μονάδες. Όταν η δραστηριότητα του Ίλμερ κινδύνευε να γίνει αντιληπτή απ’ τους αξιωματικούς του, αυτός διέφυγε με δύο συνεργάτες του. Τον Φεβρουάριο του 1944 αυτομόλησε στον ΕΛΑΣ, απ’ όπου συντόνιζε την προπαγάνδα που απευθυνόταν στις γερμανικές μονάδες. Η τοπική διοίκηση της Βέρμαχτ δεν είχε ψευδαισθήσεις για τη μαχητική αξία των μονάδων αυτών και σε έκθεσή της, τον Μάιο του 1944, τις θεωρούσε έτοιμες να αυτομολήσουν.

»Στις αρχές του 1944 σι Γερμανοί αντιφασίστες εφοδίασαν τον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου με δύο ασυρμάτους υπερβραχέων κυμάτων από τα γερμανικά αποθέματα και εκπαίδευσαν στη χρήση τους νεαρούς ελασίτες. Με τις συσκευές αυτές επικοινωνούσαν κατευθείαν οι αντιφασιστικοί πυρήνες στις διαβιβάσεις των Γερμανών με τους συντρόφους τους στον ΕΛΑΣ. Οι τελευταίοι, την άνοιξη του 1944, συνέταξαν μια προκήρυξη που κυκλοφόρησε στις τάξεις των Πειθαρχικών ταγμάτων και καλούσε τους άνδρες τους να αυτομολήσουν στον ΕΛΑΣ. Το επόμενο διάστημα αυξήθηκε πραγματικά ο αριθμός των Γερμανών που αυτομόλησαν κατά μονάς ή σε μικρές ομάδες. Ακόμη και στην 117η Ορεινή Μεραρχία, μια επίλεκτη μονάδα, είχαν σημειωθεί αυτομολήσεις. Τα σχέδια, όμως, για μια γενικευμένη εξέγερση των μονάδων αυτών ματαιώθηκαν όταν οι έξι επικεφαλής της συνωμοσίας καταδόθηκαν από συστρατιώτες τους και εκτελέσθηκαν στις 6 Ιουνίου 1944, στην κοίτη ενός χειμάρρου 500 μέτρα δυτικά από τη σιδηροδρομική γέφυρα της Αμαλιάδας. Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες ήταν και ο Χέρμαν Μπόντε, πρώην κομμουνιστής δημοτικός σύμβουλος στο Mπραουνσβαΐχ, ο οποίος απολάμβανε μεγάλης εκτίμησης από τους συστρατιώτες του. Άλλοι Γερμανοί αντιφασίστες καταδόθηκαν από Έλληνες συνεργάτες των κατακτητών. Θύμα τους έπεσε ο καταγόμενος από τη Δρέσδη κομμουνιστής Χάιντς Στάιερ, που υπηρετούσε ως τηλεφωνητής στην Κομαντατούρ στα Λεχαινά, και εκτελέσθηκε στις 12 Ιουλίου 1944, στο χωριό Άγιος Ιωάννης.

»Όσοι πρόλαβαν να διαφύγουν στον ΕΛΑΣ, στις 20 Ιουλίου 1944 στο χωριό Τρόπαια σχημάτισαν περί τον Ίλμερ, τον Σύνδεσμο Γερμανών Αντιφασιστών Πελοποννήσου (Verband deutscher Antifaschisten auf dem Pelopones). Σε αυτόν ανήκαν περίπου 60 μέλη, ορισμένα από τα οποία παρέμεναν ακόμη στις μονάδες τους. Λίγες μέρες μετά την ίδρυση του συνδέσμου, ο Ίλμερ, φέροντας ελληνικά χαρτιά ταυτότητας, έπεσε πάνω σε γερμανική περίπολο, πυροβολήθηκε, συνελήφθη, δικάσθηκε και καταδικάσθηκε τρις σε θάνατο και εκτελέσθηκε. Η σορός του τάφηκεαπό τους Γερμανούς στο νεκροταφείο της Αμαλιάδας. Την επομένη τουφεκίσθηκε, ύστερα από κατάδοση, ο ΆντονΜπέργκχουμπερ, ενώ 120 στρατιώτες στάλθηκαν σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία». *

Δυστυχώς, αντιφασιστικές και αντιμιλιταριστές πράξεις των γερμανών κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου απουσιάζουν από την ταξική και διεθνιστική μνήμη. Οι μόνοι οι οποίοι συντονισμένα προσπάθησαν να προβάλουν τέτοιες ενέργειες ήταν κυρίως γερμανοί, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο προσπάθησαν να σπάσουν τη γενίκευση που έλεγε ότι ο Γερμανός ήταν και αυτομάτως φασίστας, και να δείξουν και ένα κομμάτι της Γερμανίας που αντιστάθηκε ενεργά ενάντια στον πόλεμο. Εξ ου και η εμφάνιση -μετά τον πόλεμο- μαρτυριών και ιστοριώνανθρώπων που εκτελέστηκαν από το καθεστώς, όπως οι περιπτώσεις του «Λευκού Ρόδου», της επιχείρησης Βαλκυρίας κ.α.

Κλείνοντας, η ανυπακοή και η αντίσταση απέναντι στον ολοκληρωτισμό και την καταπίεση, από όποιον και αν επιβάλλονται, είναι που οδηγούν τον άνθρωπο στην ατομική και κοινωνική χειραφέτηση. Η ανάδειξη, από την άλλη, τέτοιων πράξεων είναι που μας κρατάει προσανατολισμένους σε αυτόν τον στόχο.

*Το σημείο που έχει επισημανθεί και αποτελεί κύρια πηγή, με μερικές τροποποιήσεις συντακτικές, είναι  από το βιβλίο «Γερμανοί αντιφασίστες στις τάξεις του ΕΛΑΣ» του Erik Eberhard. Εκτενή αποσπάσματά του μεταφρασμένα στα ελληνικά μπορούν να βρεθούν στο βιβλίο «Αντιφασισμός πέρα από σύνορα» των εκδόσεων «Δαίμων του Τυπογραφείου».

Τάσσος