Η μισθωτή εργασία, δηλαδή η κοινωνική σχέση εκμετάλλευσης της ικανότητας των ανθρώπων για εργασία από το κεφάλαιο, είναι η βάση του καπιταλιστικού κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε. Το εμπόρευμα εργασιακή δύναμη, αυτή η κότα με τα χρυσά αυγά, όταν μπει στη σφαίρα της παραγωγής παράγει αξία μεγαλύτερη από την αξία του. Ο καπιταλιστής πληρώνει στον εργάτη τον μισθό, ένα αντίτιμο που κυμαίνεται γύρω από την αξία της εργασιακής του δύναμης και την υπόλοιπη αξία, την υπεραξία, την χρησιμοποιεί για τη δική του κατανάλωση και, κυρίως, για να την επανεπενδύσει στην καπιταλιστική του επιχείρηση. Όπως δεν υπάρχει δίκαιη εκμετάλλευση έτσι δεν υπάρχει και δίκαιος μισθός. Ο αγώνας για τον μισθό θέτει στην πραγματικότητα επί τάπητος τον βαθμό στον οποίο μπορεί να εκμεταλλευτεί το κεφάλαιο την εργασιακή μας δύναμη, τον βαθμό στον οποίο μπορεί να σφετερίζεται αξία προκειμένου να συνεχίζεται αέναα η αναπαραγωγή του, και μαζί με αυτό η δική μας αναπαραγωγή ως μισθωτών εργατών. Παρόλο που στην πάλη για τον μισθό οι εργάτες και οι εργάτριες δεν παλεύουμε ενάντια στις αιτίες της εκμετάλλευσής μας από το κεφάλαιο, αν υποχωρήσουμε απέναντι σε αυτή την καθημερινή και ακατάπαυστη σύγκρουση θα καταστούμε ανίκανοι να επιχειρήσουμε ένα οποιοδήποτε βαθύτερο και πλατύτερο κίνημα αφού θα ξεπέσουμε σε μια «άμορφη μάζα από αφανισμένους φτωχοδιάβολους».
Μπαίνουμε πλέον στον έβδομο χρόνο εφαρμογής των Μνημονίων και η συνεχής επίθεση στον μισθό, άμεσο και έμμεσο, αποδεικνύει τον κεντρικό του ρόλο στον ανταγωνισμό μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Κατά την περίοδο που προηγήθηκε των μνημονίων, το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος απέτυχε να επιβάλλει στο σύνολό τους τις μεταρρυθμίσεις που θα του επέτρεπαν να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά του και τη θέση του μέσα στην παγκόσμια ιεραρχία των καπιταλιστικών κρατών. Η αποτυχία αυτή οφείλεται στον ιδιαίτερο τρόπο ρύθμισης της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων στην Ελλάδα –ιστορικό προϊόν της ταξικής πάλης μεταπολιτευτικά– που αποτέλεσε τη βάση για το ξέσπασμα ταξικών αγώνων, οι οποίοι εμπόδισαν και καθυστέρησαν την πλήρη εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προγράμματος καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, γεγονός που οδήγησε σε βαθιά κρίση την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Λίγο μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008 και με εργαλείο την «κρίση του δημόσιου χρέους», το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος, σε συνεργασία με την ΕΕ και το ΔΝΤ, προχώρησε σε μια συνολική επίθεση που είχε ως στόχο την απαξίωση της εργασιακής δύναμης και του μη παραγωγικού κεφαλαίου για να ανασυγκροτήσει πάνω σε νέες βάσεις το κύκλωμα του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου αλλά και για να εσωτερικευθεί μέσα στην προλεταριακή υποκειμενικότητα η πειθαρχία και ο «ρεαλισμός» των μειωμένων προσδοκιών.
Στους νόμους που έχουν ψηφιστεί και εφαρμόζονται από το 2010 μέχρι σήμερα αποτυπώνεται η επίθεση στις εργασιακές σχέσεις εν γένει και στον μισθό ειδικότερα. Καταργήθηκαν οι κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας προς όφελος των επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων. Αυξήθηκε το όριο των ομαδικών απολύσεων και ταυτόχρονα μειώθηκε η αποζημίωση σε περίπτωση απόλυσης έως και 50 τοις εκατό. Γιγαντώθηκε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις η μερική απασχόληση μέσω συμβάσεων ορισμένου χρόνου και εκ περιτροπής εργασίας. Θεσμοθετήθηκε η επονομαζόμενη κοινωφελής εργασία και τα voucher, με τους εργοδότες να απαλλάσσονται από την καταβολή του μισθού και των ασφαλιστικών εισφορών και με τους εργαζόμενους να στερούνται κάθε εργατικού δικαιώματος αφού για το κράτος δεν είναι εργαζόμενοι αλλά «ωφελούμενοι».
Σε ό,τι αφορά τον έμμεσο μισθό, έχει καταργηθεί η 13η και η 14η σύνταξη για όλους τους συνταξιούχους, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ενώ με το τελευταίο ασφαλιστικό που ψήφισε με πανηγυρισμούς η αριστερά του κεφαλαίου, νομοθετήθηκε η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και ταυτόχρονα η άγρια περικοπή τόσο των συντάξεων που δίνονται τώρα όσο και των μελλοντικών. Με τη μετατροπή του ασφαλιστικού συστήματος από αναδιανεμητικό σε ανταποδοτικό, με τη θεσμοθέτηση της βασικής και της αναλογικής σύνταξης, και με δεδομένα τα διψήφια ποσοστά ανεργίας, είναι σίγουρο ότι οι συνταξιούχοι με δυσκολία θα μπορούν πλέον να επιβιώσουν. Και ενώ οι συντάξεις πέφτουν, αυξάνεται κατακόρυφα το κόστος της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που μετακυλίεται στους ίδιους τους ασφαλισμένους. Η μείωση κατά 50 τοις εκατό της κρατικής χρηματοδότησης προς τα δημόσια νοσοκομεία μετακυλίεται κι αυτή στις πλάτες των ασφαλισμένων είτε ως κόστος φαρμάκων και αναλώσιμων που πρέπει οι ίδιοι να καταβάλλουν είτε ως αύξηση της νοσηρότητας. Στο 50 τοις εκατό έχει μειωθεί και η κρατική χρηματοδότηση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης με το κόστος να μετακυλίεται στους γονείς, τους μαθητές και τους φοιτητές.
Ωστόσο, για την εκ βάθρων αναδιάρθρωση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό δεν επαρκεί η έφοδος στις εργασιακές σχέσεις και στον έμμεσο μισθό. Χρησιμοποιώντας το φόβητρο της επαπειλούμενης χρεοκοπίας, το πολιτικό προσωπικό του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου ψήφισε, προς μεγάλη χαρά όλων των αφεντικών, μια σειρά νόμων που περικόπτουν τον άμεσο μισθό. Έτσι, στον δημόσιο τομέα καταργήθηκε ο 13ος και ο 14ος μισθός ενώ συνολικά οι μισθοί έχουν μειωθεί έως και 40 τοις εκατό ή και παραπάνω. Στον ιδιωτικό τομέα, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και η αντικατάστασή τους από επιχειρησιακές και ατομικές έχει οδηγήσει σε μείωση μισθών έως και 40 τοις εκατό. Ο κατώτατος μισθός, ο οποίος πλέον καθορίζεται βάσει νόμου και όχι βάσει συλλογικών διαπραγματεύσεων, ορίζεται για τους άνω των 25 ετών στα 586,08 ευρώ μικτά (492,24 ευρώ καθαρά) και για τους κάτω των 25 ετών στα 510,95 ευρώ μικτά (429,24 ευρώ καθαρά). Αυτό συμπαρασύρει και το ύψος των επιδομάτων ανεργίας αφού καθορίζεται βάσει ποσοστού επί του κατώτατου μισθού φτάνοντας έτσι πλέον στα 360 ευρώ από 561,50 ευρώ που ήταν πριν. Αν προσθέσουμε και την κατακόρυφη αύξηση των έμμεσων φόρων, όπως για παράδειγμα στα είδη πρώτης ανάγκης που η αριστερά του κεφαλαίου επέβαλλε ΦΠΑ 24 τοις εκατό, και των άμεσων φόρων τότε ο μισθός που απομένει το μόνο που εξασφαλίζει είναι γενικευμένη φτώχεια και μιζέρια.
Κι όμως, ούτε αυτά είναι αρκετά για να ικανοποιηθεί η ανάγκη του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου για φτηνή εργασιακή δύναμη. Έτσι, η επονομαζόμενη «επιτροπή σοφών», που δημιούργησε ο Κατρούγκαλος για να προσδώσει έναν αέρα αντικειμενικότητας στις σκληρές πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζει αυτός και το κόμμα του ενάντια στους ντόπιους και μετανάστες προλετάριους που ζουν στην Ελλάδα, έβγαλε ένα ακόμα πόρισμα υπεράσπισης των συμφερόντων των αφεντικών. Σύμφωνα με τους σοφούς της αριστεράς του κεφαλαίου, ο υφιστάμενος υποκατώτατος μισθός που αφορά τους προλετάριους κάτω των 25 ετών πρέπει να αντικατασταθεί με έναν νέο υποκατώτατο μισθό που θα αφορά όλους τους νεοπροσληφθέντες εργαζόμενους ανεξαρτήτως ηλικίας και θα ισχύει για δύο χρόνια με το πρόσχημα της απόκτησης επαγγελματικής εμπειρίας. Το ύψος αυτού του υποκατώτατου μισθού θα αντιστοιχεί κατά το πρώτο έτος της δήθεν μαθητείας στο 90 τοις εκατό του κατώτατου μισθού, δηλαδή 527 ευρώ μικτά, και κατά το δεύτερο έτος στο 95 τοις εκατό του κατώτατου μισθού, δηλαδή 556 ευρώ μικτά. Στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι σοφοί του θέλουν με αυτό τον τρόπο να καμουφλάρουν τη σχεδιαζόμενη νέα μείωση του κατώτατου μισθού και, συνακόλουθα, ολόκληρη τη μισθολογική κλίμακα. Διότι είναι προφανές ότι εφόσον εφαρμοστεί αυτή η πρόταση στα πλαίσια της «δεύτερης αξιολόγησης» του τρίτου μνημονίου, τότε απλώς ο κατώτατος μισθός θα αντικατασταθεί από τον νέο υποκατώτατο ή, με άλλα λόγια, ο νέος κατώτατος μισθός θα είναι ο υποκατώτατος μισθός.
Φόντο σε όσα αναφέρονται παραπάνω είναι η μείωση του ΑΕΠ κατά 25 τοις εκατό και η σταθεροποίηση της επίσημης ανεργίας σε πολύ υψηλά ποσοστά μεταξύ 24 και 25 τοις εκατό. Η επίθεση στον μισθό δεν θα μπορούσε να στεφθεί με επιτυχία εάν δεν υπήρχε παράλληλα ένα τεράστιο κομμάτι άνεργων προλετάριων που συγκροτούν έναν εφεδρικό στρατό εργατών. Προς την ίδια κατεύθυνση δουλεύει επομένως και η πλήρης απελευθέρωση των μαζικών απολύσεων που περιλαμβάνεται στη «δεύτερη αξιολόγηση». Η πολιτική των μνημονίων παράγει και αναπαράγει δύο αλληλοτροφοδοτούμενους υλικούς όρους πειθάρχησης του προλεταριάτου: την ανεργία και την υποτίμηση της εργασιακής δύναμης. Από τη μια, όσοι εργάζονται δουλεύουν, ούτως ή άλλως, πολύ παραπάνω από αυτό που αντιστοιχεί στον μισθό τους και, από την άλλη, η ύπαρξη του σχετικού υπερπληθυσμού των ανέργων πιέζει τους πρώτους να δουλεύουν ακόμα περισσότερο για ακόμη λιγότερα και να πειθαρχούν στις προσταγές του κάθε αφεντικού. Ο μόνος κερδισμένος από αυτόν τον ανταγωνισμό είναι ο εκάστοτε καπιταλιστής. Όπως αναφέρει και ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, η ευθεία σχέση μεταξύ της έντασης της συσσώρευσης του κεφαλαίου και του σχετικού υπερπληθυσμού «καρφώνει τον εργάτη στο κεφάλαιο πιο γερά απ’ ό,τι τα καρφιά του Ήφαιστου κάρφωσαν τον Προμηθέα στον βράχο. Φέρνει μια συσσώρευση αθλιότητας αντίστοιχη με τη συσσώρευση του κεφαλαίου». Σε αντίθεση δηλαδή με αυτό που λέγεται συχνά ότι η οικονομία στην Ελλάδα έχει μπει σε φαύλο κύκλο, στην πραγματικότητα οι μόνοι που έχουν εισέλθει σε φαύλο κύκλο, στον φαύλο κύκλο του ενδοταξικού ανταγωνισμού, είναι οι προλετάριοι, και θα εξηγήσουμε ευθύς αμέσως γιατί.
Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για το 2016, κατά την εξαετία 2010-2015, ο μέσος πραγματικός μισθός έχει μειωθεί κατά 28,1 τοις εκατό ενώ η αντίστοιχη μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας είναι πολύ μικρότερη, μόλις 10,2 τοις εκατό. Αυτό σημαίνει ότι έχει αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασίας και άρα το ποσοστό της υπεραξίας. Αυτό μπορεί να το δει κανείς και από ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που περιέχει η εν λόγω έκθεση: το εισόδημα της εργασίας από 17,2 δισ. ευρώ που ήταν το 2009 μειώθηκε στα 10,7 δισ. ευρώ το 2015 (μείωση 38 τοις εκατό) ενώ το αντίστοιχο εισόδημα του κεφαλαίου (κέρδη, τόκοι και πρόσοδοι) έχει υποστεί πολύ μικρή μείωση από 19,8 δισ. ευρώ το 2009 σε 17,2 δισ. ευρώ το 2015 (μείωση 10,3 τοις εκατό). Πρόκειται για μια μεγάλων διαστάσεων αναδιανομή του πλούτου εις βάρος των προλετάριων η οποία βασίστηκε στην εκμετάλλευση της φτηνής εργασιακής τους δύναμης. Και μπορεί το συνολικό προϊόν να έχει μειωθεί, όπως δείχνουν τα στοιχεία του ΑΕΠ, αλλά αυτό που τελικά μετράει στην καπιταλιστική παραγωγή δεν είναι το απόλυτο μέγεθος του προϊόντος και η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών αλλά το σχετικό μέγεθος του υπερπροϊόντος, δηλαδή το ποσοστό της εκμετάλλευσης.
Η παγίωση της υποτίμησης της εργασιακής δύναμης έχει οδηγήσει πλέον στην απαξίωσή της. Μέσω της σφοδρότητας της επίθεσης στον μισθό και της αλληλένδετης, όπως δείξαμε, αύξησης της ανεργίας, οι καπιταλιστές και το πολιτικό τους προσωπικό έβαλαν στο στόχαστρο την ίδια την υποκειμενικότητα των προλετάριων: τον τρόπο ζωής τους, τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τις προσδοκίες τους. Με τον όρο απαξίωση της εργασιακής δύναμης εννοούμε την προσαρμογή της ζωής των προλετάριων στις νέες δυσχερείς συνθήκες, τη ματαίωση των επιθυμιών, τον περιορισμό των αναγκών και των προσδοκιών. Το βάθος αυτής της προσαρμογής είναι τέτοιο που επηρεάζει το σύνολο της κοινωνικής μας ζωής.
Δεδομένου ότι η μείωση των μισθών και η αύξηση της ανεργίας είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, η συνάντηση εργαζομένων και ανέργων, ντόπιων και μεταναστών, και η συγκρότηση ενός ριζοσπαστικού κοινού κινήματος ενάντια στην απαξίωση μπορεί να είναι η μόνη επιθετική απάντηση απέναντι στο κεφάλαιο και το κράτος του. Ένα κίνημα που θα συγκροτείται γύρω από τις προλεταριακές ανάγκες και την ικανοποίησή τους ενάντια στα συμφέροντα του κεφαλαίου και όχι γύρω από τα απολογητικά ιδεολογήματα της αριστεράς περί του «δικαιώματος στην εργασία», που δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής παρά να καλλιεργούν την ψευδαίσθηση και την απάτη ότι θα μπορούσε να υπάρξει ένας δικαιότερος καπιταλισμός διοικούμενος από τους αριστερούς εξουσιαστές. Από τη μια μεριά, αυτό το κίνημα μέσω της απαλλοτρίωσης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας –με καταλήψεις στέγης, απαλλοτριώσεις σούπερ-μάρκετ, ελεύθερη μετακίνηση με τα μέσα μαζικής μεταφοράς κ.ο.κ.– θα μπορέσει να ακυρώσει τη διαδικασία της απαξίωσης στην πράξη, ξεπερνώντας την προσκόλληση στην αστική νομιμότητα και τη θεσμολαγνεία της αριστεράς. Από την άλλη μεριά, με την οργάνωση της αλληλοβοήθειας ανάμεσα σε εργαζομένους και ανέργους, με την ανάπτυξη κοινών αγώνων για την αύξηση των μισθών και τη διεκδίκηση αντίστοιχου επιδόματος ανεργίας για όλους τους ανέργους χωρίς προϋποθέσεις θα μπορέσει να εξασθενίσει και να σπάσει τις καταστρεπτικές για την τάξη μας συνέπειες του ενδοταξικού ανταγωνισμού που δημιουργεί η πίεση του σχετικού υπερπληθυσμού.
Ο αγώνας για την ικανοποίηση των αναγκών μας, είτε αφορά τη διεκδίκηση καλύτερων μισθών και επιδομάτων ανεργίας, είτε αφορά την άμεση απαλλοτρίωση του πλούτου που εμείς παράγουμε, μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία μιας προλεταριακής δημόσιας σφαίρας, δηλαδή της αναγκαίας μορφής μεσολάβησης και επικοινωνίας μέσω της οποίας οι κατακερματισμένες και αλυσιτελείς εμπειρίες αντίθεσης και αγώνα ενάντια στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις θα συνδυαστούν σε μια θεωρητικά μεσολαβημένη συνείδηση, σε έναν τρόπο ζωής και αγώνα, σε μια συλλογική πρακτική, έτσι ώστε να καταργήσουμε τις υφιστάμενες εκμεταλλευτικές σχέσεις, να κινηθούμε δηλαδή προς την κατεύθυνση της κατάργησης του κεφαλαίου, του κράτους του και όλων των αλλοτριωτικών καπιταλιστικών μεσολαβήσεων.
Αντίθεση, 30/12/2016
e-mail: thesi@antithesi.gr