Η γενοκτονία των Εβραίων στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, κρύφτηκε πίσω από δυο κατ αρχήν αδιάφορα αθώες λέξεις, τη Gesamtloensung, που στα Γερμανικά σημαίνει «συνολική λύση», και την Endloesung που σημαίνει «τελική λύση».
Από αρχής μέχρις το τέλος του ναζιστικού καθεστώτος, η χρήση των λέξεων (δημόσιοι λόγοι, ειδήσεις, εντολές, οδηγίες, αρθρογραφία, επίσημη αλληλογραφία κλπ) υπάκουε σε αυστηρούς και άκαμπτους γλωσσικούς κανόνες.
Οι λέξεις που χρησιμοποιούνταν ήταν, αποκλειστικά, η «εκκένωση», η «ειδική μεταχείριση», η «μετοικεσία», η «ανομοίωση» (αντί της αφομοίωσης), η «εργασία στην ανατολή» κλπ.
Αυτό δεν είχε να κάνει με την χρήση ενός κρυφού συνωμοτικού κώδικα, που χρησιμοποιούν κάποιοι εγκληματίες μεταξύ τους για να μην γίνονται αντιληπτοί απ’ τα μελλοντικά θύματά τους, τους εχθρούς, ή αντιπάλους τους. Αντίθετα ήταν προϊόν της πρόθεσης του ναζιστικού καθεστώτος μέσα απ’ την κατασκευή μιας νέας γλώσσας να επανορίσει τα όριά του, και να εντάξει σε αυτά τους χρήστες της.
Το αποτέλεσμα του γλωσσικού αυτού συστήματος ήταν, ότι όχι μόνο εμπόδισε τους ανθρώπους να έχουν σαφή επίγνωση των εγκληματικών τους πράξεων, αλλά και τους στέρησε τη δυνατότητα να τις συσχετίσουν με την παλιά «κανονική» τους γνώση για το τι είναι φόνος, έγκλημα, γενοκτονία, ψέμα κλπ.
Εκτελούσαν απλώς εντολές. Έτσι όλα ήταν πολύ πιο εύκολα για όλους. Δεν υπήρχε φόνος, έγκλημα, γενοκτονία, κλοπή κλπ. Μόνο «εκκένωση, ειδική μεταχείριση, εθνική ανάγκη». Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα σε αυτή την πειθαρχεία της εκτέλεσης των εντολών τους ήταν ο Άντολφ Άϊχμαν, συνταγματάρχης των SS και επικεφαλής του γραφείου εβραϊκών υποθέσεων της Γκεστάπο, ο οποίος θεωρείται ο αρχιτέκτονας του ολοκαυτώματος. Ο Αϊχμαν στη δίκη του που έγινε στην Ιερουσαλήμ το 1960, μετά τη σύλληψη του στην Αργεντινή όπου κρυβόταν, επικαλέστηκε αυτό ακριβώς: ότι ήταν ένας απλός στρατιωτικός και υπάλληλος του κράτους που εκτελούσε τις εντολές των ανωτέρων του. Σύμφωνα με την Χάνα Άρεντ, η οποία παρακολούθησε τη δίκη του και μετά έγραψε το περίφημο βιβλίο της «ο Άϊχμαν στην Ιερουσαλήμ- η κοινοτοποία του κακού», το κακό προέρχεται από την αδυναμία του ατόμου να σκεφτεί. Βλέποντας στον Άιχμαν ένα τυπικό παράδειγμα γραφειοκράτη που απλά υπακούει στις εντολές των ανωτέρων του, προσπάθησε να κατανοήσει και να εξηγήσει τη σχέση ανάμεσα στα πιο φρικιαστικά, τερατώδη εγκλήματα και την περάτωσή τους από εντελώς συνηθισμένα άτομα, κοινούς γραφειοκράτες και οικογενειάρχες.
Η Άρεντ θεωρούσε καθήκον μας να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τι είναι αυτό που μετατρέπει απλούς ανθρώπους σε όργανα του ολοκληρωτισμού. Έλεγε λοιπόν: «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος στο να αναγνωρίσουμε τον ολοκληρωτισμό ως την κατάρα του αιώνα θα ήταν μια τέτοια εμμονή με αυτόν που θα μας εμπόδιζε να δούμε τα πολλά εκείνα μικρά κακά με τα οποία είναι στρωμένος ο δρόμος προς την κόλαση».
Στον ίδιο ακριβώς σκοπό, σαν καλοί μαθητές συνέχισαν να παίζουν μελλοντικά όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα δυτικής κοπής (και το ελληνικό κράτος φυσικά, αν σκεφτούμε τους όρους που χρησιμοποιεί σήμερα εναντίον των μεταναστών, των πολιτικών κρατουμένων ή σχετικά με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης κλπ.) με αποκορύφωμα το κράτος του Ισραήλ που συνιστά ένα ιδιότυπο μόρφωμα ολοκληρωτικής αστικής δημοκρατίας και φονταμενταλιστικής ραβινιστικής θεοκρατίας.
Απλώς την δική τους “Gesamtloensung” κατά των παλαιστίνιων, την βάφτισαν «άμυνα», τον πόλεμο «συμπλοκή» και τη δολοφονία αμάχων, «χτύπημα των ανθρώπινων ασπίδων που έβαλε ο εχθρός», τοποθετώντας το ανθρώπινο στη θέση του κατηγορηματικού προσδιορισμού της ασπίδας, και αποδίδοντάς του την ίδια αξία με οποιοδήποτε άλλον προσδιορισμό (π.χ. σιδερένια ασπίδα, πλαστική ασπίδα, ξύλινη κλπ).
Το θλιβερό, για την περίπτωσή μας, είναι πως υπάρχουν αυτοπροσδιοριζόμενοι ως υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αριστεροί και δημοκράτες που τσιμπάνε σε τόσο φτηνά γλωσσικά τερτίπια, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι όταν ένας πόλεμος ξεκινά εναντίον οποιουδήποτε εσωτερικού ή εξωτερικού εχθρού, αυτό που τον προαναγγέλλει είναι η κατασκευασμένη γλωσσική προπαγάνδα που παρουσιάζει το έγκλημα, το αίμα και τον πόνο σαν ένα απλό ευγενές λεκτικά πανεπιστημιακό σύγγραμα.
Ευάγριος Αληθινός