Το παρακάτω κείμενο αποτελεί σύμπτυξη εκτενέστερου κειμένου που δημοσιεύθηκε στο 22ο τεύχος της Ευτοπίας, περιοδικής έκδοσης για τον ελευθεριακό κοινοτισμό, το Δεκέμβρη του 2013.
Βρισκόμαστε λίγες μόλις μέρες πριν τις επερχόμενες δηµοτικές εκλογές. Νέες δηµοτικές αρχές θ’ αναλάβουν την υλοποίηση της µνηµονιακής πολιτικής σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, επιτελώντας τον ρόλο που αρμόζει στη σύγχρονη «τοπική αυτοδιοίκηση»: να αποτελεί έναν από τους βασικούς βραχίονες του κρατικού µηχανισµού.
Επιπλέον, µέρα µε τη µέρα, διαφαίνεται όλο και περισσότερο ότι το καθεστώς αυτό δεν γκρεµίζεται µε εκλογικές αναµετρήσεις, επικοινωνιακές «προτάσεις µοµφής» και «µαγειρέµατα» στους διαδρόµους του κοινοβουλίου, αλλά µε την αυτοοργάνωση των ανθρώπων στους πραγµατικούς τόπους της ζωής τους και τη διαµόρφωση µιας άλλης κοινωνίας, που θα συγκρούεται διαρκώς και ποικιλόµορφα µε τις υφιστάµενες κυρίαρχες αντιλήψεις και θεσµούς.
Δεν είναι τυχαία η εξάπλωση της ιδέας (και πάνω απ’ όλα της πρακτικής) των τοπικών λαϊκών συνελεύσεων, τα τελευταία χρόνια. Οι συνελεύσεις αυτές, ακόµα κι αν χαρακτηρίζονται από µικρή συµµετοχή, αποτελούν πλέον πολύτιµες κοινότητες αγώνα, διάσπαρτες στην αθηναϊκή µεγαλούπολη αλλά και στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας. Παράλληλα, δίνουν τη δυνατότητα για νέες µορφές δράσης σε ανθρώπους που έχουν διαφορετικές αφετηρίες και αναφορές, αλλά και πειραµατίζονται με νέες µορφές οργάνωσης της κοινωνικής ζωής, έστω και σε στοιχειωδώς, διαµορφώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο µία νέα κοινωνία µέσα στην υπάρχουσα.
Επίσης, δεν είναι τυχαίο πως τα ίδια τα γεγονότα οδηγούν στη διαµόρφωση µετώπων εργατικής και κοινωνικής αλληλεγγύης µεταξύ εργαζοµένων και αλληλέγγυων σε τοπικό επίπεδο. Αυτά τα µέτωπα αλληλεγγύης είναι πολύ πιο ισχυρά -τόσο σε βεληνεκές δράσης όσο και σε βιωµατικό επίπεδο- από την όποια κλαδική, συνδικαλιστική διάσταση. Κανείς δεν µπορεί να ισχυριστεί πως όλες αυτές οι περιπτώσεις µετώπων εργατικής και κοινωνικής αλληλεγγύης έχουν καταφέρει λιγότερα απ’ όσα οι γνωστοί κυρίαρχοι συνδικαλιστικοί µηχανισµοί, που δεν έχουν να επιδείξουν ούτε µία µικρή «νίκη», που διασύρονται κάθε φορά από την αδυναµία τους να μαζέψουν κόσµο στις συγκεντρώσεις τους ή που λάµπουν δια της απουσίας τους από τους χώρους που συντελούνται τα όργια της εργοδοτικής τροµοκρατίας.
Ωστόσο, είναι γεγονός πως οφείλουµε να διερευνήσουµε τρόπους που να φέρνουν την έννοια του «τοπικώς αυτοδιοικείσθαι» σε µία ουσιαστική και συνολική διάσταση. Τίς άρχει σήµερα; η ελληνική κυβέρνηση; Όχι. Το ελληνικό κοινοβούλιο; ούτε κατά διάνοια – µετά κιόλας από τόσες πράξεις νοµοθετικού περιεχοµένου. Ας µην λέµε γνωστά πράγµατα: άρχουν τα ξένα και ντόπια τραπεζιτικά και επιχειρηµατικά αφεντικά, καθώς και οι εκάστοτε «µεγάλες δυνάµεις».
Συνεπώς, δεν αρκεί η αλλαγή της πολιτικής διακυβέρνησης αλλά της ίδιας της µορφής της διακυβέρνησης, µέσω της επίτευξης µίας κοινωνίας που θα αυτό-κυβερνάται. Σ’ αυτή την κατεύθυνση, η σηµασία της τοπικής/περιφερειακής αυτοοργάνωσης για τη διαµόρφωση µιας νέας αντι-εξουσίας είναι κοµβική, και ίσως, πλέον, µοναδική. Οι δήµοι πρέπει σήμερα ν’ αποτελέσουν το πεδίο µιαςς νέας κοινωνικής ανασυγκρότησης – ακόµα κι από πολύ µικρές µειοψηφικές οµάδες. Μόνο έτσι η κοινωνική έρηµος µπορεί να βλαστήσει, µόνο έτσι το καθεστώς ολοκληρωτικής διακυβέρνησης µπορεί να ανακοπεί ή ακόµα και να ανατραπεί.
Οι επερχόµενες δηµοτικές εκλογές
Τα κοµµατικά επιτελεία δίνουν πολύ µεγάλη σηµασία στις επικείμενες δηµοτικές εκλογές. Η διοικητική οργάνωση των θεσµών της «τοπικής αυτοδιοίκησης» είναι τέτοια που καθιστά την υπόθεση της εκλογής αντιπροσώπων αποκλειστικά ζήτηµα κοµµατικής αναµέτρησης. Έτσι, φτάνουµε στο σηµείο η «τοπική αυτοδιοίκηση» να είναι απλά και µόνο ζήτηµα κατάληψης µιας βαθµίδας της κρατικής διοίκησης από τους κοµµατικούς µηχανισµούς, και σε καµιά περίπτωση τρόπος οργάνωσης µιας κοινωνίας για να αντιµετωπίσει, µέσω των δικών της αποφάσεων και διαδικασιών, τα καθηµερινά της προβλήµατα.
Ποιο θα είναι εποµένως το αποτέλεσµα αυτών των εκλογών που θα οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων των δήµων (δηµοτών ή µη); θα κερδίσει η Νέα Δημοκρατία με το ΠΑΣΟΚ, ή ο ΣΥΡΙΖΑ τους περισσότερους δήµους; θα καταφέρουν οι ναζί της Χρυσής Αυγής να έχουν πρόσβαση σε κάποιες δηµοτικές αρχές ή θ’ αρκεστούν σε κάποιες -επί πληρωµή- θέσεις δηµοτικών συµβούλων; ασφαλώς, ο πολιτικός -και όχι µόνο- χρόνος, ως τότε, είναι αρκετός και, όπως έδειξαν και όσα συνέβησαν µετά το καλοκαίρι, πολλά πράγµατα µπορούν να αλλάζουν άρδην από τη µια στιγµή στην άλλη.
Σηµασία έχει πάντως πως οι δήµοι αποτελούν την κατεξοχήν πιάτσα πελατειακών σχέσεων, κι αυτό είναι που κεντρίζει ακόµα περισσότερο όλους τους κοµµατικούς µηχανισµούς στο να έχουν πρόσβαση στη διοίκησή τους. Σήµερα δεν υπάρχουν οι διορισµοί στο δηµόσιο, ούτε καν οι συµβάσεις πολλών ωροµισθίων. Ωστόσο, η εκχώρηση στον ιδιωτικό τοµέα πλήθους υπηρεσιών σε δηµοτικό -και όχι µόνο- επίπεδο, όχι µόνο δεν µειώνει την πελατειακή φύση της τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά την καθιστά ίσως το µοναδικό «γήπεδο» για τέτοια παιχνίδια. Ήδη, το κοµµάτι της πίτας που διαχειρίζονται οι δήµοι και προορίζεται για αστικούς µη κερδοσκοπικούς συνεταιρισµούς και µη κυβερνητικές οργανώσεις είναι τεράστιο (και συνεχώς µεγαλώνει), ενώ και το κοµµάτι που προορίζεται για εργολήπτες (κοινώς, εργολάβους) επίσης διευρύνεται. Αυτό λοιπόν το πεδίο είναι και το µόνο στο οποίο οι κοµµατικοί µηχανισµοί προσβλέπουν για να διαµορφώσουν νέες ισχυρές σχέσεις αλληλεξάρτησης µε το εκλογικά πιστό κοινωνικό κομμάτι. Έτσι, σε µια εποχή που η ανεργία διευρύνεται και η εργοδοτική τροµοκρατία δεν έχει κανένα µέτρο, η διαµόρφωση σε τοπικό επίπεδο νέων πελατειακών σχέσεων είναι ένα από τα πλέον επαίσχυντα στοιχεία της λεγόµενης «τοπικής αυτοδιοίκησης».
Για µία ελευθεριακή δηµοτική πρόταση
Εποµένως, όλ’ αυτά τα εκλογικά µονοπάτια, µε βάση την υπάρχουσα κοινωνική κατάσταση και τους ανάλογους πολιτικούς συσχετισµούς, γνωρίζουµε πως δεν οδηγούν πουθενά. Το ζήτηµα λοιπόν είναι η διαµόρφωση µιας άλλης πρότασης, που θα θέτει στο επίκεντρο την κοινωνία και όχι το κράτος, το κοινό συµφέρον και όχι εκείνο των επενδυτών, τη ζωντανή συνέλευση των κατοίκων µιας περιοχής και όχι τα χασµουρητά των δηµοτικών συµβουλίων, τον αµεσοδηµοκρατικό τρόπο λήψης αποφάσεων και όχι την αντιπροσωπευτική δηµοκρατία των κάθε τεσσάρων ή πέντε χρόνων, την ελευθεριακή δηµοκρατία του µέλλοντος και όχι την πολιτική και οικονοµική ολιγαρχία του παρόντος, την ελεύθερη κοινωνία και όχι τον κόσµο της καταπίεσης και της βαρβαρότητας.
Για να γίνει αυτό, πρέπει καταρχήν εµείς οι ίδιοι, οι άνθρωποι που είµαστε από την πλευρά της ελευθερίας, να δώσουµε στην τοπική παρέµβαση τη σηµασία που της αναλογεί. Στα πλαίσια µιας δηµοτικής περιοχής, µπορεί να ανασυσταθεί η έννοια της κοινότητας στην πιο ριζοσπαστική της εκδοχή, την ελευθεριακή. Η εµφάνιση αυτόνοµων πυρήνων δράσης και αντίστασης (τοπικές αντιεξουσιαστικές/αναρχικές οµάδες, αυτοδιαχειριζόµενοι χώροι, ελευθεριακές δηµοτικές κινήσεις), η δηµιουργία δοµών πολιτικής παρέµβασης (π.χ. λαϊκές συνελεύσεις) και διαδικασιών πολιτικής λειτουργίας (αµεσοδηµοκρατική λειτουργία συνελεύσεων, οριζόντια δικτύωση, συµµετοχή δηµοτών και µη δηµοτών, πολιτών και µεταναστών, κ.α.) αποτελούν τη βάση για τη διαµόρφωση µίας νέας κοινωνίας µέσα στην υπάρχουσα. Όποιος υποτιµά τέτοιου είδους προσπάθειες δεν έχει κατανοήσει πως η ιστορία µπορεί να τιτλοφορείται µε ηµεροµηνίες-ορόσηµα αλλά διαµορφώνεται και γράφεται καθηµερινά στους τόπους που ζούνε και δρουν οι άνθρωποι. Αυτές οι προσπάθειες είναι το πεδίο για τη δηµιουργία συλλογικών εµπειριών και συνάµα πολιτικών (µε την αρχαία έννοια του όρου) ταυτοτήτων, οι οποίες µπορούν να προκύψουν µέσα από τη διαρκή και ισότιµη επικοινωνία µεταξύ των ανθρώπων.
Η επικέντρωση στη διαµόρφωση τοπικών κοινοτήτων αγώνα είναι η βασική προϋπόθεση για τη γείωση των κοινωνικοαπελευθερωτικών ιδεών στους κοινωνικούς χώρους αλλά και για έναν ακόµα -γιατί όχι;- ψυχολογικό λόγο: δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους που αντιστέκονται στον όποιο κοινωνικό συντηρητισµό, θρησκευτικό σκοταδισµό και πολιτικό ολοκληρωτισµό, να µπορούν καθηµερινά ν’ «αναπνέουν» στον κοινωνικό τους περίγυρο.
Όµως, όλες αυτές οι κοινότητες αγώνα, προκειµένου να µην παραµείνουν σ’ ένα τέτοιο και µόνο επίπεδο και να αποτελέσουν «κάψουλα» µιας ευρύτερης πολιτικής πρότασης (και όχι απλά µιας εναλλακτικής συµβίωσης), οφείλουν να ενσωµατώσουν µια πολιτική στρατηγική.
Αυτό σηµαίνει πως ζητούµενο είναι η διαµόρφωση µιας ελευθεριακής δηµοτικής πρότασης αγώνα που θα περιλαµβάνει ουσιαστικά δύο άξονες: πρώτον, ένα ελευθεριακό δηµοτικό πρόγραµµα, στο οποίο να περιγράφεται η δική µας αντίληψη για τον τρόπο οργάνωσης των δήµων, και δεύτερον, ένα περίγραµµα άµεσης δράσης µε σκοπό την όξυνση της έντασης ενός «κοινωνικού» συνδικαλισµού με στόχο την επιτυχία µικρών αλλά σηµαντικών νικών, την αναχαίτιση της ολοκληρωτικής επίθεσης που δεχόµαστε, τη διατήρηση και ανάταση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και το πέρασµα σε µια απρόβλεπτη αντεπίθεση «των από κάτω».
Σκοπός ενός τέτοιου προγράµµατος πρέπει να είναι η δηµιουργία µιας κοινωνικής δηµοκρατίας βασισµένης στη δύναµη των τοπικών λαϊκών συνελεύσεων, των Δήµων-Κοµµούνων και της οµοσπονδιοποίησής τους. Με άλλα λόγια, µιλάµε για µια εξουσία που ν’ ανήκει στον ίδιο το λαό και όχι σε κάποια αντιπροσωπευτική κάστα. Όπως άλλωστε έχει πει και ο Ρουσσώ, «η λαϊκή εξουσία δεν µπορεί να αντιπροσωπευτεί χωρίς να καταστραφεί. Είτε έχουµε µια πανίσχυρη λαϊκή συνέλευση είτε η εξουσία ανήκει στο Κράτος».
Ένα άλλο βασικό στοιχείο είναι η περιγραφή της οργάνωσης της οικονοµίας σε κοινοτικοποιηµένη (δηµοτικοποιηµένη) βάση. Την εποχή που η µικροϊδιοκτησία και οι µικρές επιχειρήσεις πλήττονται ανεπανόρθωτα από τη φοροεισπρακτική επίθεση του κράτους, καθιστώντας τες εύκολη βορά για το µεγάλο κεφάλαιο, η λύση δεν µπορεί να είναι ούτε η κρατικοποίηση (εθνικοποίηση) της οικονοµίας, ούτε βέβαια η άνευ όρων παράδοση της κοινωνίας στην οικονοµική βαρβαρότητα των µεγαλοεπενδυτών.
Η κατάρριψη του καταστροφικού ιδεολογήµατος της ανάπτυξης δεν µπορεί να γίνει παρά µέσα από την αναγέννηση της κοινωνικής και οικονοµικής δηµιουργίας (δήµος+έργον). Η οικονοµία κλίµακας, βασισµένης σε µικρές οικονοµικές µονάδες που οµοσπονδιοποιούνται µεταξύ τους, είναι η αξιοπρεπής επίλυση του προβλήµατος της ανεργίας. Ο συνεργατισµός, ο κολεκτιβισµός και οι κοινοτικά ελεγχόµενοι οικονοµικοί οργανισµοί είναι η δική µας απάντηση στην καπιταλιστική σχέση µισθωτής εκµετάλλευσης, είναι το πρόπλασµα παιδείας για το πέρασµα σε µια Κοµµούνα των Κοµµούνων, στον ελευθεριακό κοµµουνισµό.
Το οικονοµικό σκέλος ενός τέτοιου προγράµµατος, µε κατεύθυνση τη δηµοτικοποίηση της οικονοµίας, οφείλει συνεπώς να περιλαµβάνει προτάσεις που να αφορούν την ανεύρεση οικονοµικών πόρων, την καθιέρωση ενιαίου µισθού σε δηµοτικό επίπεδο, τη διαµόρφωση δηµοτικών/κοινών δικτύων προµήθειας αγαθών, την κοινοχρησία των διαθέσιµων κτιριακών υποδοµών ή αγροτικών εκτάσεων, τον µεγαλύτερο δυνατό εξοβελισµό των εγχρήματων συναλλαγών και την αντικατάστασή τους µε µη χρηµατικές ανταλλαγές, τη δηµιουργία δηµοτικών ή διαδηµοτικών ταµιευτηρίων (τραπεζών αλληλοβοήθειας), τη δηµιουργία κοινοτικών/δηµοτικών ελεγκτικών δοµών (π.χ. µε κληρωτούς ελεγκτές δηµότες και όχι ιδιώτες), κτλ. Επίσης, είναι πολύ βασικό να δοθεί και η διάσταση ενός οικονοµικού φεντεραλισµού, ανάλογου µ’ εκείνον της πολιτικής/πολιτειακής οργάνωσης των Δήµων. Η οικονοµική συνεργασία και αλληλοβοήθεια µεταξύ όµορων ή µη Δήµων είναι η βάση για µία κοινωνία αυτάρκειας, για µία νέα ανθρωπότητα της αλληλεγγύης και της συνύπαρξης.
H εξάπλωση του κοινωνικού συνδικαλισµού ως πρόταση δηµοτικού αγώνα
Σήµερα, θα είναι εγκληµατικό αν αφήσουµε να καθοριστεί η πολιτική ατζέντα των τοπικών κοινωνιών από το ναζιστικό αντικοινωνικό µίσος, από την κατασταλτική και αναπτυξιακή φρίκη της αστικής ολιγαρχίας ή από τη χλιαρή σούπα της σοσιαλδηµοκρατικής αριστεράς. Η αντιµετώπιση των προβληµάτων δεν είναι καθόλου εύκολη, και το ζήτηµα ασφαλώς δεν είναι ένα «καλό δηµοτικό πρόγραµµα» αλλά το αν η κοινωνία έχει το σθένος να αναλάβει την ευθύνη να αντιµετωπίσει τις δύσκολες συνθήκες µε αξιοπρέπεια, ή βάζει την ουρά στα σκέλια και ψάχνει να βρει τους εκάστοτε «σωτήρες» που πάντα οδηγούν στην αλληλοσφαγή των λαών.
Μέσα στους εργασιακούς χώρους, ο κλαδικός ή συντεχνιακός συνδικαλισµός δεν θα µπορούσε ποτέ να αποτελέσει σοβαρή γραµµή άµυνας σε µία σφοδρή, όπως η σηµερινή, ταξική επίθεση των αφεντικών. Όλα τα γεγονότα (τουλάχιστον της τελευταίας πενταετίας), δείχνουν ξεκάθαρα πως οι αγώνες που έχουν τοπικό ρίζωµα ή αναφορά, είτε έχουν ως επίκεντρο ένα οικολογικό, εργασιακό είτε κάποιο άλλο ζήτηµα), είναι εκείνοι που έχουν επιφέρει σοβαρά πλήγµατα στο ιδεολόγηµα της ανάπτυξης και στα σχέδια του κράτους και των αφεντικών. Αυτό σηµαίνει πως η ανάδυση ενός ευρύτερου, κοινωνικού συνδικαλισµού είναι εκείνη που µπορεί να συσπειρώσει τους καταπιεσµένους, να τους ενώσει σε ένα κοινό πεδίο (µε αναφορά την τοπικότητα) και να διαµορφώσει νέες ταυτότητες αγώνα αλλά και δράσης (π.χ. λαϊκές συνελεύσεις, αυτοδιαχειριζόµενοι χώροι τοπικών κινήσεων, αυτόνοµες εργατικές λέσχες, κ.α.).
Ένα ελευθεριακό δηµοτικό πρόγραµµα δεν θα έχει ως στόχο να κερδίσει την ψήφο των δηµοτών αλλά ν’ αποτελέσει µια κοινή βάση και κατεύθυνση αγώνα για µια καλύτερη ζωή. Μ’ αυτήν την έννοια, κάθε άξονάς του οφείλει να µετουσιώνεται σε δράση και µορφές οργάνωσης µε ελευθεριακά χαρακτηριστικά, που δεν περιµένουν µια δηµοτική αρχή να τις υλοποιήσει αλλά γεννιούνται και αναπτύσσονται µέσα από τη διεύρυνση των αυτοοργανωµένων και οριζόντια δικτυωµένων κοινοτήτων δηµοτικού αγώνα.
Σήµερα συντελείται µια τεράστια φοροεισπρακτική επίθεση από την πλευρά του κράτους σε βάρος των χαµηλών αλλά και µεσαίων τάξεων. Την ίδια στιγµή, οι φοροαπαλλαγές για τους µεγαλοεπιχειρηµατίες, τους µεγαλοεπενδυτές και τους εφοπλιστές αποτελούν «ιερό χρέος» του κράτους και της κυβέρνησης για την προώθηση της πολυπόθητης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ανοίγει λοιπόν εδώ ένα τεράστιο ζήτηµα για τον τρόπο φορολόγησης των πλουσίων µέσω των δήµων, ως αντίβαρο στην εξόντωση των εργαζοµένων, των ανέργων, των αυτοαπασχολούµενων και των νέων.
Ένα άλλο παράδειγμα: πόσες κτιριακές υποδοµές µένουν σήµερα ανοίκιαστες, ενώ ταυτόχρονα οι ιδιοκτήτες τους πρέπει να καταβάλουν τεράστια ποσά στην εφορία; πρόκειται πλέον να υπάρξει κανένα αναπτυξιακό µοντέλο σύμφωνα με το οποίο όλοι αυτοί οι χώροι θ’ αποκτήσουν και πάλι την προγενέστερη εµπορική χρήση;…πολύ δύσκολο. Αν λοιπόν οι τοπικές κοινωνίες πετούσαν στην άκρη τη µικροαστική σύλληψη της ατοµικής και µόνο επιβίωσης, θα µπορούσαν να βρουν τρόπους για µια νέα, κοινωνική αξιοποίησή τους. Η κοινοχρησία όλων αυτών των άδειων σήµερα χώρων από την ίδια την τοπική κοινωνία, µέσα από σχέδια αποφασισµένα µε αµεσοδηµοκρατικές πολιτικές διαδικασίες, είναι η βάση για την αντιµετώπιση της κρίσης και η απάντηση στον εκβιασµό να µας καταστήσουν µισθωτούς σκλάβους για 300 ευρώ.
Ας αναφερθούµε και σε ένα άλλο παράδειγµα, που έχει να κάνει µε το τραπεζιτικό σύστηµα. Ο κεντρικότερος δρόµος κάθε περιοχής είναι κατειληµµένος από καταστήµατα τραπεζών. Επίσης, µισθοί και συντάξεις καταβάλλονται στις τράπεζες. Οι τράπεζες αποτελούν µια από τις µεγαλύτερες πληγές της σύγχρονης ανθρώπινης ιστορίας. Δεν είναι ζήτηµα ιδεολογικής τοποθέτησης, αλλά καθηµερινή εµπειρία για χιλιάδες ανθρώπους που έκαναν το λάθος να ξανοιχτούν λαµβάνοντας κάποιο τοκογλυφικό δάνειο απ’ αυτές ή βρέθηκαν φορτωµένοι µ’ ένα τέτοιο. Είναι όνειδος κάθε τοπικό-δηµοτικό κέντρο να µην έχει ούτε ένα τοπικό κέντρο υγείας, να υφίσταται µείωση σχολικών µονάδων και, απ’ την άλλη, να ‘ναι γεµάτο µε καταστήµατα τραπεζών και αγοράς χρυσού. Μια ελευθεριακή δηµοτική πρόταση οφείλει να θέσει σε προτεραιότητα τη διακοπή του µεγαλύτερου δυνατού ποσοστού συναλλαγών µε τέτοια ιδρύµατα. Οφείλει να τις οδηγήσει σε κλείσιµο σε τοπικό επίπεδο και να προχωρήσει στην ίδρυση νέων κοινοτικών ή διαδηµοτικών ταµιευτηρίων, τα οποία να καλύπτουν κάθε απαιτούµενη συναλλαγή και να λειτουργούν ως τράπεζες αλληλοβοήθειας.
Ας κλείσουµε τη σειρά των παραδειγµάτων που µπορούν ν’ αποτελέσουν στοιχεία έντασης ενός κοινωνικού συνδικαλισµού, µ’ ένα ζήτηµα που αφορά την εκπαίδευση ή, πιο σωστά, την παιδεία. Σε αρκετά δηµοτικά σχολεία υπάρχει το πρόβληµα της ύπαρξης αρκετών παιδιών µεταναστών που δεν γνωρίζουν ελληνικά, και ως εκ τούτου δηµιουργούνται ορισµένα ζητήµατα αναφορικά με την τήρηση του σχολικού προγράµµατος. Ποιa είναι η λύση σε κάτι τέτοιο; η µέθοδος του σηµερινού υπουργείου να στοιβάζει κατά τριαντάδες τα παιδιά στην τάξη; ή µήπως να διώξουµε όλ’ αυτά τα παιδιά κι εµείς οι «έλληνες πολίτες» (εκ των οποίων πολλοί δεν ξέρουν ούτε πώς να αρθρώνουν µία ολόκληρη πρόταση), να µείνουµε µόνοι µας ατενίζοντας ένα «ένδοξο παρελθόν» µέσα από ένα παραµορφωτικό φακό που µετατρέπει τα πάντα σε τερατουργήµατα; για τους εχθρούς της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και κατ’ επέκταση της ανθρωπότητας, όλ’ αυτά συνιστούν λύσεις. Για µια κοινωνία όµως που δεν θέλει να βυθιστεί στον κανιβαλισμό µεταξύ των φτωχών, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι, που το σηµερινό σύστηµα θεωρεί δαπανηρούς. Δεν χρειάζεται καµιά ιδιαίτερη σοφία για να σκεφτεί κανείς ότι αυτό που απαιτείται είναι η ενίσχυση της προσχολικής αγωγής και της βρεφονηπιακής απασχόλησης, καθώς και η επιµονή για την εκµάθηση της ελληνικής γλώσσας από παιδιά που δεν την µιλάνε (άλλωστε, ποιο παιδί τη µιλάει µε το που γεννιέται;). Όφελος απ’ αυτό θα έχει µόνο η ελληνική γλώσσα και συνεπώς οποιαδήποτε στοιχεία κουλτούρας συνδέονται οργανικά µ’ αυτή. Ακόµα κι αν πολλά από αυτά τα παιδιά φύγουν από την Ελλάδα, η ελληνική γλώσσα θα ταξιδέψει µαζί τους – αυτός είναι ένας από τους τρόπους να έρθουν σ’ επικοινωνία οι νέες γενιές «πολιτών» ή «µετοίκων», καταργώντας τους γλωσσικούς και άλλους φραγµούς.
Τι πρέπει να κάνουµε σήµερα
Αν επιθυµούµε να ενδυναµώσουµε τη γείωση των ελευθεριακών ιδεών και πρακτικών στους κοινωνικούς τόπους, το πρώτο πράγµα που οφείλουμε να κάνουμε είναι το πιο απλό που υπάρχει: να βγούµε από το σπίτι, να συναντήσουµε ανθρώπους στην περιοχή µας που έχουν τους ίδιους προβληµατισµούς, να ξεκινήσουµε να µορφοποιούµε κοινότητες αγώνα (µέσα από οµάδες παρέµβασης, λαϊκές συνελεύσεις, ενώσεις αλληλοβοήθειας, αυτοδιαχειριζόµενους χώρους, κ.α.). Αυτό δεν είναι καθόλου λίγο. Οι άνθρωποι που έχουν πολύ ψηλά στις αξίες τους την έννοια της ελευθερίας δεν είναι λίγοι, ώστε να διαµορφώσουν ένα κοινωνικό πόλο που θα αντιστέκεται σε κάθε ύβρι που διαπράττεται από την εξουσία απέναντι στους ανθρώπους και τη γη τους, και θα επιδιώκει µία ουσιαστική, κοινωνική δηµοκρατία. Συνεπώς, η τάση για το τοπικό, οριζόντιο συνέρχεσθαι είναι εκείνη που µπορεί να διαµορφώσει (ίσως όχι άµεσα και εντυπωσιακά) αποτελέσµατα, αλλά το απαραίτητο κοινωνικό υπόβαθρο για να µην βυθιστεί η κοινωνία µελλοντικά στην απόλυτη υποταγή ή σε βίαια ξεσπάσµατα που δεν θα στοχεύουν εκεί που πρέπει αλλά εκεί που είναι εύκολο, δηλαδή στο διπλανό µας µε το διαφορετικό χρώµα δέρµατος…
Ωστόσο, ο χαρακτήρας τέτοιων κοινοτήτων αγώνα δεν πρόκειται να οδηγήσει πουθενά πέρα από τη σύγχυση, τη διάσπαση και τελικά την αυτοδιάλυση, αν δεν υπάρχει µία σαφής πολιτική συµφωνία στα µέσα και τους σκοπούς. Αυτή είναι η σηµασία µιας ελευθεριακής δηµοτικής πρότασης αγώνα, συνεχώς διαµορφούµενης και εξελισσόµενης µέσα από την εµπειρία των ανθρώπων και των συλλογικών σχηµάτων που επιχειρούν να τη θέσουν στην πράξη. Όπως, χαρακτηριστικά, αναφέρει ο Μπούκτσιν, «καµιά ριζοσπαστική άποψη που βασίζεται σε ελευθεριακές µορφές και στις δυνατότητές τους δεν έχει νόηµα, αν δεν υπάρχει ριζοσπαστική συνειδητοποίηση που θα δώσει σ’ αυτές τις µορφές περιεχόµενο και µια αίσθηση κατεύθυνσης. Δεν πρέπει να κάνουµε λάθος σχετικά µε το γεγονός ότι όλες οι δηµοκρατικές και ελευθεριακές µορφές µπορούν να στραφούν εναντίον του επιτεύγµατος της ελευθερίας εάν γίνουν αντιληπτές σχηµατικά, ως αφηρηµένοι σκοποί που δεν έχουν ιδεολογική ουσία και οργανικότητα (συστηµατικότητα) απ’ όπου κάθε µορφή αντλεί το απελευθερωτικό της νόηµα. Επιπλέον, θα ήταν αφελές να πιστεύουµε ότι µορφές όπως η γειτονιά, η πόλη και οι λαϊκές συνελεύσεις της κοινότητας µπορούν να φτάσουν στο επίπεδο µιας ελευθεριακής δηµόσιας ζωής ή να δηµιουργήσουν ένα ελευθεριακό πολιτικό σώµα χωρίς ένα ιδιαίτερα συνειδητό, καλά οργανωµένο και µε προγραµµατική συνοχή ελευθεριακό κίνηµα. Θα ήταν εξίσου αφελές να πιστεύουµε ότι ένα τέτοιο ελευθεριακό κίνηµα θα µπορούσε να εµφανιστεί χωρίς την απαραίτητη ριζοσπαστική ιντελιγκέντσια που έχει ως µέσο της την ίδια την έντονα ζωντανή κοινοτική ζωή (…) κι όχι το σύνολο των αναιµικών διανοουµένων που απασχολούνται στα πανεπιστήµια και τα ινστιτούτα της δυτικής κοινωνίας. Εάν οι αναρχικοί δεν αναπτύξουν το ελάχιστο στρώµα στοχαστών που ζουν ένα έντονο δηµόσιο βίο έχοντας ζωντανή επικοινωνία µε το κοινωνικό περιβάλλον τους, θα αντιµετωπίσουν τον πολύ σοβαρό κίνδυνο να µετατρέψουν τις ιδέες σε δόγµατα και να γίνουν τα αυτάρεσκα υποκατάστατα κάποιων, κάποτε ζωντανών, κινηµάτων και άνθρωποι που ανήκουν σε άλλη ιστορική εποχή».