Χωρίζοντας το 57 σε 300 κομμάτια

Η τεχνητή σκυθρωπότητα βασιλεύει στο υπουργικό συμβούλιο που συγκλήθηκε μετά την τραγωδία των Τεμπών. Οι επαγγελματίες της πολιτικής δείχνουν ότι συμπάσχουν με το κοινωνικό θυμικό, όταν ο φόβος μετακομίζει στο στρατόπεδό τους· όταν φοβούνται πως η κοινωνική οργή θα τους καταπιεί...

πολιτική τυμβωρυχία για μια κρατική-ταξική δολοφονία στα προεόρτια των εκλογών

«Τα πλούτη τους, οι νεκροί μας» και «οι ζωές μας μετράνε». Αυτά ήταν ενδεχομένως τα κεντρικότερα συνθήματα κατά τις απεργίες και τις μαζικές διαδηλώσεις που έγιναν σε όλη τη χώρα τις εβδομάδες μετά το δυστύχημα στα Τέμπη. Η «αντιστοίχιση» των κερδών των πλουσίων σε ανθρώπινες ζωές, εκ πρώτης όψεως ακούγεται μακάβρια, είναι όμως απολύτως ταξική – άρα και απολύτως ρεαλιστική. Στην ίδια λογική το δυστύχημα χαρακτηρίζεται ως «έγκλημα», σαφώς όχι στη βάση του αστικού νομικού συστήματος και του ποινικού κώδικά, αλλά ως ένα τραγικό στιγμιότυπο αφενός των πολιτικών του ελληνικού κράτους, και αφετέρου των επιλογών των επιχειρήσεων που διαχειρίζονται τον σιδηρόδρομο και τα τρένα. Οι δύο αυτές πλευρές «συναντιούνται» στον πολιτισμό της κερδοφορίας, όπου το πρωταρχικό μέλημα της επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι η αύξηση των κερδών, όλα τα υπόλοιπα έρχονται –το πολύ– δεύτερα.

*

Η ταξική διάσταση του δυστυχήματος στα Τέμπη προκύπτει και από το ίδιο το υποκείμενο που χρησιμοποιεί το τρένο για τη μετάβασή του από τη μία πόλη στην άλλη. Παρά την αυξημένη τιμή του, και σε ένα πλαίσιο γενικευμένης ακρίβειας, το εισιτήριο παραμένει προσιτό σε σχέση με ένα αεροπορικό. Ο κόσμος που χρησιμοποιεί τον σιδηρόδρομο δεν απαρτίζεται, λοιπόν, κατά τύχη κυρίως από φοιτητές, φαντάρους, μετανάστριες, και γενικά από άτομα που ανήκουν στα χαμηλότερα στρώματα της κοινωνικής πυραμίδας· στρώματα των οποίων οι ζωές δεν μετράνε για την κυριαρχία, όπως βλέπουμε όλο και συχνότερα, τόσο μέσα από τις συνεχόμενες κρατικές δολοφονίες μεταναστών στα σύνορα, και ρομά ή άλλων «περισσευούμενων» πληθυσμών στις μητροπόλεις, όσο και μέσα από τη διαρκή υποτίμηση και επίθεση στην καθημερινότητα ευρύτερα φτωχοποιημένων τμημάτων του πληθυσμού.

*

Το ζήτημα της ευθύνης τέθηκε εξαρχής στον δημόσιο λόγο. Από την πλευρά του, το κοινωνικό κομμάτι που χρωμάτισε τον δρόμο με την οργή του, «επέβαλε» τη θεματολογία της δημόσιας σφαίρας, φέρνοντας έτσι στο προσκήνιο την πολιτική ευθύνη για το δυστύχημα. Αναπόφευκτα, λοιπόν, στο στόχαστρο μπήκαν οι πολιτικές ιδιωτικοποίησης, όπως επιτάσσονται από το νεοφιλελεύθερο ρεύμα του καπιταλισμού, και οι εγχώριοι ενορχηστρωτές τους, εκπροσωπούμενοι καταρχήν από την εν ενεργεία κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Σε ψιλά γράμματα πέρασε η «συνεισφορά» της προηγούμενης διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, όταν δια στόματος του τότε υπουργού οικονομικών, Γ. Βαρουφάκη, η «είσοδος ιδιωτών στον ΟΣΕ» κρινόταν «απολύτως απαραίτητη».

*

Να, λοιπόν, ένα πρώτο «ατυχές» σημείο σύγκλισης δεξιών και «αριστερών» διαχειριστών της κρατικής εξουσίας, που παραμένει επιμελώς «ξεχασμένο» όσο φουντώνει ο διάλογος για τις εκλογές. Πάνω σε αυτήν τη σύγκλιση μπορεί να γίνει κατανοητή η ρητορική των κομμάτων σε σχέση με το ζήτημα της ευθύνης: Αφενός, ο ορθολογικός νεοφιλελευθερισμός της Ν. Δ. υπερθεματίζει το «τραγικό ανθρώπινο λάθος» του σταθμάρχη, λάθος που οδήγησε στη «θυσία» 57 ανθρώπων και την κροκοδείλια συγνώμη του πρωθυπουργού. Αφετέρου, η προοδευτική και «δικαιωματική» προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ μιλάει για «αμαρτωλές συμβάσεις», ανάγοντας την υπόθεση σε ζήτημα αδιαφάνειας. Οι μεγάλες κομματικές δυνάμεις δεν γίνεται να αποδώσουν την ευθύνη στις πολιτικές που οι ίδιες έχουν εφαρμόσει.

*

Τα δάκρυα και οι συγνώμες είναι προϊόν της κοινωνικής πίεσης και κατακραυγής, που μετέφερε τον φόβο στο στρατόπεδο των κυβερνώντων. Η κομματική «πολιτική», άλλωστε, είναι αναμέτρηση με ποσοτικούς όρους, αναφορικά με το πλήθος των ψηφοφόρων. Καμία σχέση δεν έχει, έτσι, με την ειλικρίνεια, ή τη μεταμέλεια, πόσο μάλλον με την ενσυναίσθηση. Μέσα από αυτήν τη συνθήκη οφείλει να φιλτράρεται η ρητορική και η στάση που κράτησε κάθε κόμμα, τόσο για το δυστύχημα καθ’ εαυτό, όσο και τις κοινωνικές δυναμικές που αυτό πυροδότησε, ειδικά εφόσον αμφότερα διαδραματίστηκαν κατά την ανεπίσημη προεκλογική περίοδο.

*

Οι ιδιωτικοποιήσεις εκτελούνται, στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, με στόχο να απομακρυνθεί από τον κρατικό μηχανισμό η επιβάρυνση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων «κοινής ωφέλειας». Το κόστος αυτό «αναλαμβάνεται» από την «ιδιωτική επιχειρηματικότητα», με αντιστάθμισμα το ενδεχόμενο μελλοντικό κέρδος από την ιδιωτική πλέον λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών. Η «κοινή ωφέλεια» εκ των πραγμάτων εγκαταλείπεται, εφόσον ο κανόνας λειτουργίας γίνεται αποκλειστικά η επιχειρηματική κερδοφορία, η οποία με τη σειρά τις επιτάσσει ελαστικές σχέσεις αποδοτικότερης εργασίας, οδηγώντας έτσι στην υποβάθμιση της ίδιας της παρεχόμενης υπηρεσίας-εμπορεύματος, παράλληλα με την νομοτελειακή αύξηση της τιμής της. Εδώ δεν είναι ζητούμενη η αντιπαραβολή (ή η επιλογή) μεταξύ του κεϋνσιανού και του νεοφιλελεύθερου μοντέλου του καπιταλισμού. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως η ενσωμάτωση αιτημάτων του ανταγωνιστικού κινήματος στη μορφή του κράτους πρόνοιας, προέκυψε από τη δυναμική του αγώνα του κινήματος, αλλά εν τέλει λειτούργησε ως βαλβίδα εξισορρόπησης της κοινωνικής-ταξικής πάλης, και ως μέσο αναχαίτισης της επαναστατικής προοπτικής. Από την άλλη, βέβαια, η ανάκληση αυτών των «κατακτήσεων» ανέκαθεν γινόταν στην κατεύθυνση ισχυροποίησης του κρατικού σχηματισμού, και επέκτασης της κερδοφορίας του κεφαλαίου, και αντίστοιχα στην κατεύθυνση υποβάθμισης της καθημερινής ζωής των υποτελών τάξεων.

*

Είναι αλήθεια πως κανείς δεν κατέχει καλύτερα ένα αντικείμενο εργασίας, από το ίδιο το υποκείμενο που εκτελεί την εργασία αυτή – στην προκειμένη περίπτωση ο λόγος πέφτει στους εργαζόμενους της Hellenic Train. Οι επαγγελματίες της πολιτικής «αναζητούν τις αιτίες» μέσα από κονταροχτυπήματα σε τηλεπαράθυρα και επιτροπές στη βουλή. Η πολιτική αντιπαράθεση επισκιάζει το γεγονός πως οι εργαζόμενοι στον σιδηρόδρομο επεσήμαναν επανειλημμένα με τις ανακοινώσεις και τις απεργιακές κινητοποιήσεις τους τις ελλείψεις και τους κινδύνους στους ελληνικούς σιδηρόδρομους. Καθίσταται σαφές πως αν ο λόγος τους είχε ληφθεί σοβαρά ενδεχομένως να είχε αποτραπεί το δυστύχημα.

*

Οι ανακοινώσεις των εργαζομένων στον ελληνικό σιδηρόδρομο «έπεφταν στο κενό»· οι απεργίες τους κρίνονταν παράνομες. Το πρόσφατο ιστορικό υπονόμευσης του μέσου της απεργίας έχει αφετηρία στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, στο πλαίσιο πολυνομοσχεδίου που ψηφίστηκε στις αρχές του 2018, και μετέβαλε τους όρους κήρυξης απεργίας, θέτοντας ως απαραίτητη προϋπόθεση την «παρουσία του 50% των οικονομικά τακτοποιημένων μελών ενός σωματείου για να ληφθεί απόφαση». Η περαιτέρω νομική επίθεση στην απεργία, η ποινικοποίηση του συνδικαλισμού και η αποθέωση της απεργοσπασίας εμπεριέχονται στο αντεργατικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη, που ψηφίζεται το καλοκαίρι του 2021. Το κράτος έχει συνέχεια, μέρος δεύτερο…

*

Η κήρυξη «εθνικού πένθους» ήρθε –μεταξύ άλλων– να προλάβει την έκφραση της κοινωνικής οργής, και να τη διοχετεύσει στα μονοπάτια της εθνικής ενότητας, ώστε να «συσκοτίσει το προφανές των ευθυνών» κράτους και εταιρίας. Ενώ η γενικότερη ρητορική περί πένθους δέχτηκε έντονη κριτική, πρωτίστως στον δρόμο, ένα βασικό της σημείο έμεινε σχεδόν στο απυρόβλητο: Οι κοινωνικές ταυτότητες των νεκρών. Το γεγονός πως ένα μεγάλο κομμάτι των θυμάτων (νεκρών και τραυματιών) είναι νεαρής ηλικίας ήταν αρκετό, ώστε να αποδοθεί στο σύνολο αυτό η νεανική φοιτητική ταυτότητα. Αυτό το επικοινωνιακό τέχνασμα, προερχόμενο κυρίως εξ αριστερών, κατάφερε να συνομιλήσει με βαθύτερα κοινωνικά αντανακλαστικά, που πηγάζουν από τη βαρύτητα που αποδίδεται στον θεσμό της οικογένειας μέσα στην ελληνική κοινωνία: Από το πάλαι ποτέ τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», η οικογένεια αποτελεί πυλώνα συγκρότησης της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας, και βασικό χαρακτηριστικό του εγχώριου κοινωνικού σχηματισμού. Στο κοινωνικό φαντασιακό, έτσι, η κατηγορία ότι «σκοτώνουν τα παιδιά μας», εμποτισμένη από τη διάχυτη οργή, αφενός κατάφερε την κινητοποίηση μεγάλου πλήθους κόσμου στις διαδηλώσεις που ακολούθησαν, αφετέρου αποτέλεσε σαφή ένδειξη για τα κομμάτια εκείνα της εθνικής ιδεολογίας που υποβόσκουν στο μοτίβο των τρεχουσών κοινωνικών αντιστάσεων.

*

Η πολιτική νεκρολογία διέγραψε το ηλικιακό φάσμα των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους – μα κυρίως, καθώς ο διάλογος διεξαγόταν σε εθνικό πλαίσιο, το μεταναστευτικό υποκείμενο «εκτοπίστηκε» από το τρένο. Ελάχιστες φωνές μόνο επισήμαναν πως στο τρένο ενδέχεται να υπήρχαν άνθρωποι που δεν κατάγονταν από την Ελλάδα, και μπορεί να μην είχαν κάποιο άτομο που να βρίσκεται στη χώρα, και να γνωρίζει ότι ταξιδεύουν, ώστε να τους αναζητήσει.

*

Το δυστύχημα στα Τέμπη επικαθόρισε και ενέτεινε τον προεκλογικό ανταγωνισμό. Αντίστοιχα, ο εκλογικός ορίζοντας κατέστη πιο ορατός αμέσως μετά το δυστύχημα, και ειδικά μέσα στις κινητοποιήσεις που ακολούθησαν. Αναπόδραστα, για τις κομματικές παρατάξεις του «αντικυβερνητικού μετώπου», οι κοινωνικές αντιστάσεις, εκτός από στιγμιότυπα οργής, αποτελέσαν και δεξαμενές δημοκρατικής απεύθυνσης και άντλησης ψηφοφόρων. Στον αντίποδα, για τους επαναστατικούς πολιτικούς χώρους που δεν αποβλέπουν στην εκλογική αναμέτρηση, και στην εξαργύρωση της συμμετοχής τους στους κοινωνικούς αγώνες, η «κεφαλαιοποίηση» της δραστηριότητάς τους τίθεται με εντελώς διαφορετικούς όρους: Ως προοπτική ενίσχυσης των τρεχόντων αγώνων, και καταγραφής στη δημόσια σφαίρα, στο φαντασιακό και στη μνήμη τόσο των συλλογικών υποκειμένων όσο και των αντιστάσεών τους. Το ενδεχόμενο πολιτικό όφελος είναι αφενός η ενίσχυση των αδιαμεσολάβητων (από κομματικές παρατάξεις και ιεραρχίες) διεργασιών, που αγωνίζονται για την αποτίναξη όλων των μορφών καταπίεσης· αφετέρου η αναδίπλωση του κράτους και του καπιταλισμού –έστω και για ένα βήμα– ώστε τα εκμεταλλευόμενα υποκείμενα να βρουν διεξόδους από τον φόβο και την παραίτηση, και να διοχετεύσουν την οργή για την καθημερινότητα που γίνεται όλο και πιο αβίωτη σε όλα τα επίπεδα.

*

Στις μαζικές διαδηλώσεις που ξέσπασαν μετά το δυστύχημα στα Τέμπη, οι κομματικοί μηχανισμοί, έχοντας το βλέμμα στραμμένο στις εκλογές, αξιοποίησαν για ακόμα μία φορά τη δράση και τη στάση του αναρχικού χώρου – άλλοτε σιγοντάροντας τις συγκρούσεις, και άλλοτε υπονομεύοντας τις ίδιες πρακτικές μέσα από ακατάσχετη προβοκατορολογία. Ως απάντηση, εκτός από τη θεωρητικο-πολιτική αποδόμηση αυτής της εργαλειακής αντιμετώπισης των αναρχικών, που έλαβε χώρα σε πρώτο χρόνο και σε περιβάλλον συγκρούσεων, έγιναν και μεμονωμένες κινήσεις που έθεσαν με υλικούς όρους τις διαχωριστικές γραμμές: Η προσπάθεια για αποπομπή του πρώην υπουργού επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρη Βίτσα, από διαδήλωση στο Ίλιον για το έγκλημα στα Τέμπη, και η επίθεση στον γραμματέα του Μέρα25, και επίσης πρώην υπουργό επί ΣΥΡΙΖΑ, Γιάνη Βαρουφάκη, σε εστιατόριο στα Εξάρχεια. Και οι δύο κινήσεις, θέτοντας αυστηρά «κοινωνικά» όρια, έκαναν ξεκάθαρο πως η κινηματική μνήμη δεν είναι τόσο κοντή, και ειδικά πρώην υπουργοί είναι υπόλογοι για τη φτωχοποίηση των καταπιεσμένων. Και οι δύο κινήσεις, θέτοντας αυστηρά πολιτικά όρια, έκαναν ξεκάθαρο πως ο επαναστατικός μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων δεν είναι συμβατός με τον (δια)κομματικό ανταγωνισμό, τις εκλογές και την αστική δημοκρατία.

*

Παράλληλα, και οι δύο κινήσεις προκάλεσαν «έκπληξη» στο εσωτερικό του «αντικυβερνητικού μετώπου», και χρησιμοποιήθηκαν για τη διάρρηξή του από το κυβερνόν κόμμα, με στόχο την επαναφορά στην προηγούμενη «σταθερότητα». Αντίστοιχα, ο ίδιος ο Βαρουφάκης, διαβλέποντας αυτό το ενδεχόμενο, προσπάθησε να διατηρήσει το ζήτημα των Τεμπών πάνω από την είδηση της επίθεσης στο πρόσωπό του, και να την αποφορτίσει πολιτικά, ώστε να συνεχιστεί η ευνοϊκή «περίοδος ψηφοθηρίας», κλείνοντας το μάτι ακόμα και προς τον αναρχικό χώρο. Με αυτά τα δεδομένα, και βάσει της κοινωνικής δυναμικής των συγκεκριμένων ημερών, το χτύπημα του Βαρουφάκη μπορεί να ήταν άστοχο. Ο προπηλακισμός του, όμως, τόσο για το μερίδιο ευθύνης του κατά την υπουργική θητεία του, όσο και για την ψηφοθηρική αντιμετώπιση των κοινωνικών αντιστάσεων, παραμένει πολιτικά επιβεβλημένος.

*

Διανύουμε μία περίοδο που εφαρμόζονται οι πλέον βάρβαρες πολιτικές υποτίμησης και φτωχοποίησης των από τα κάτω, με το δυστύχημα στα Τέμπη να αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό της στιγμιότυπο – το πιο τρανταχτό «σημείο των καιρών μας». Αυτά που επιβάλλονται σήμερα, είναι εκείνα που δεν επέτρεψαν οι κοινωνικές αντιστάσεις του 2010-2012. Και οι εκλογές, ανεξαρτήτως «νικητή», θα οδηγήσουν νομοτελειακά στην επιδείνωση αυτής της συνθήκης. Η πρόσφατη ιστορία είναι ενδεικτική άλλωστε: Οι «αντιμνημονιακές ταραχές» κάμφθηκαν συμπληρωματικά, τόσο με την εκ δεξιών ωμή καταστολή όσο και την εξ «αριστερών» πολιτική ενσωμάτωσης. Διαχείριση του κρατικού μηχανισμού, σημαίνει διαχείριση μία δομής με συγκεκριμένο πολιτικό ιστορικό, ροπές, συμμαχίες και συμφέροντα· με δεσμεύσεις για «επίτευξη» συγκεκριμένων πολιτικών και στόχων, μέσα από επίσης συγκεκριμένες μεθόδους, μεθοδεύσεις και πρακτικές. Δεξιά ή αριστερή, η διαχείριση όλων αυτών μπορεί να διαφοροποιείται σε σημεία, παραμένει όμως ομόρροπη, με κατεύθυνση τις εφαρμοσμένες στοχεύσεις, και με δεδομένους τους προϋπάρχοντες περιορισμούς του κρατικού σχηματισμού. Το κράτος έχει συνέχεια. Όσα δυστυχήματα και να γίνουν, όσες εκλογές και αν έρθουν, δεν μπορούν να το αλλάξουν. Η ανατροπή της βαρβαρότητας είναι ρεαλιστική αποκλειστικά μέσα στη συνέχιση του αγώνα.

μούμια