«Το λεν’ οι πετροπέρδικες, το λέει και τ’ αηδόνι. Ωρέ Γιώργο Παπαδόπουλε.
Για σένα μιλάει ο ντουνιάς, για σένα καμαρώνει Βάστα τα κλειδιά, βάσταξε γερά.
Παντού, σε κάμπους και βουνά, όλοι μιλούν για σένα.
Ωρέ Γιώργο Παπαδόπουλε. Εσύ ξαναζωντάνεψες και το 21»
«Το λεν’ οι πετροπέρδικες»
Συνθέτες στιχουργοί: Γ. Κόρος, Χ. Βασιλειάδης, Ν. Κανάκης
Δημοτικό τραγούδι σε ρυθμό Καλαματιανού που γράφτηκε
το 1967 υπέρ του Δικτάτορα
Πέρασαν πια σαράντα επτά ολόκληρα χρόνια από την 21η Απριλίου του 1967. Ημερομηνία όπου μία δράκα αμόρφωτων Ελληναράδων μεσαίων αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού, μέσα σε μερικές ώρες και δια περιπάτου (με σύμμαχο ας μην ξεχνάμε και τον επί μακρών ύπνο της Ελληνικής Αριστεράς, η οποία δεν έβλεπε ούτε καν τη μύτη της) κατέλαβε την εξουσία εγκαθιστώντας ένα από τα πιο σκληρά δικτατορικά-φασιστικά καθεστώτα στην Ευρώπη.
Δεν θα εξετάσω το αν έγινε ή όχι αποχουντοποίηση στον κρατικό μηχανισμό της χώρας, μετά την εθελοντική πτώση της χούντας το 1974 (που δεν έγινε). Αυτό που σίγουρα δεν έγινε ποτέ, ήταν η αποχουντοποίηση στα μυαλά της πλειοψηφίας σχεδόν των κατοίκων της χώρας που μας φιλοξενεί και κάποιοι βάφτισαν Ελλάδα.
«Μία χούντα μας χρειάζεται»! Αυτό είναι το διαχρονικά επιθυμητό ανάθεμα του Ελληναρά μικροαστού-νοικοκυραίου, που όχι μόνο δεν είναι ικανός να αναλάβει την ευθύνη της ίδιας του της ζωής, αλλά σαν δούλος που εκπαιδεύτηκε να είναι, αναζητά όλο και σκληρότερους αφέντες – σκληρότερους φυσικά όχι απέναντι στον ίδιο αλλά σε όλους τους άλλους εκτός από τον εαυτούλη του.
Για δεκαετίες το αναπτυξιακό πρότυπο της λούμπεν μεγαλοαστικής τάξης, των εθελόδουλων υπηκόων της και των ξιπασμένων ευρωλιγούριδων της χώρας ήταν: «Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου». Αντιπαροχή και τσιμέντωμα. Ελληνοπρεπής νταλκάς και δυτικός τρόπος ζωής. Κι αυτό το πρότυπο η επταετία των Συνταγματαρχών το έκανε εθνικό ιδεώδες. Ο Παττακός έκοβε βόλτες μ’ ένα μυστρί, κι ο λαός χόρευε τσάμικα το πρωί και σέικ το βράδυ.
Όσοι βεβαίως δεν αναπαύονται στις επετειακές πομφόλυγες γνωρίζουν ότι η πτώση της Χούντας δεν υπήρξε έργο καμιάς καθολικής λαϊκής αντίστασης, το Πολυτεχνείο ήταν μία πρόσκαιρη εξαίρεση-εξέγερση που ξεκίνησε από λίγους και συμμετείχαν επίσης λίγοι (σε σχέση με τον πληθυσμό της Αθήνας). Στη μεταπολίτευση βέβαια βούτηξαν στην αντιστασιακή κολυμβήθρα του δεκάδες χιλιάδες, αλλά και αυτό είναι επίσης μία άλλη συζήτηση. Η πτώση της Χούντας ήταν αποτέλεσμα άλλων συγκυριών οι οποίες δεν είχαν να κάνουν με καμία λαϊκή αντίσταση και εξέγερση.
Κανόνας στη Χούντα ήταν οι «νοικοκυραίοι» που κοίταζαν να κάνουν τη δουλειά τους. Να βάλουν φως, να βάλουν νερό, να βάλουν τηλέφωνο, να βάλουν και το παιδί τους στο άσυλο του Δημοσίου. Κανόνας που ισχύει μέχρι και σήμερα. Μην απορείτε, οι «νοικοκυραίοι» του χθες είναι οι γονείς των «νοικοκυραίων» του σήμερα. Εξάλλου όπως λέει και το λαϊκό γνωμικό: «Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει».
Το πρόβλημα της χώρας που βάφτισαν Ελλάδα πριν από οικονομικό είναι κυρίως πολιτικό και πολιτιστικό. Και δεν έχουμε μόνο έλλειμμα πολιτικής αλλά και έλλειμμα πολιτών (οι υπήκοοι φυσικά μας περισσεύουν). Κι αν αυτή η κοινωνία -η συστηματικά εκπαιδευμένη στην ιδιώτευση- δεν αποφασίσει να διεκδικήσει την αξιοπρέπειά της, τίποτε δεν θα αλλάξει. Δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα ξημερώσει η αυριανή μέρα. Μπορούμε όμως να συζητήσουμε δυνατότητες και ενδεχόμενα και θα το κάνουμε για να τρομάξουμε τον λαό δείχνοντάς του τον εαυτό του.
Δεν έχει νόημα πια να κολακεύουμε τον λαό. Δεν μπορούμε να κοροϊδεύουμε κανένα και προπάντων τον εαυτό μας.
Ευάγριος Αληθινός