Το τελευταίο διάστημα γίνεται μεγάλος ντόρος σχετικά με τα δύο μέτρα και τα δυο σταθμά εφαρμογής και επιβολής των εκτάκτων μέτρων. Σήμερα, όλο και συχνότερα αναδεικνύονται «μεμονωμένα» περιστατικά-φάουλ, τα οποία εξοργίζουν την κοινή γνώμη, δημιουργώντας τριγμούς στο κυβερνητικό αφήγημα ότι μια υγειονομική κρίση την αντιμετωπίζεις με βία και εκφοβισμό.
Εάν είσαι ένας μεροκαματιάρης, έχεις τον νου σου σχολώντας να πηγαίνεις τοίχο-τοίχο, μην τυχόν τραβήξεις την προσοχή κάποιου ένστολου κρατικού υπαλλήλου που πρέπει να συμπληρώσει τον ελάχιστο αριθμό προστίμων της ημέρας. Εάν είσαι βέβαια ένας μεγαλοσχήμων κυβερνητικός παράγοντας ή ο πρωθυπουργός, έχεις άλλα άγχη να αντιμετωπίσεις καθώς κάνεις τη dolce vita σου, μην τυχόν και τραβήξεις την προσοχή κάποιου περαστικού, ή σπάνια κάποιου δημοσιογράφου που δεν «σιτίζεται στο Πρυτανείο» της Λίστας Πέτσα.
Η προπαγάνδα για την ανεύθυνη νεολαία και την ανέμελη κοινωνία συνεχίζεται όμως αμείωτα
Βέβαια στο παρελθόν έχουμε δει ότι αυτή η στρατηγική δεν είναι μονοπώλιο της δεξιάς κυβερνητικής παράταξης, και δυστυχώς, μάλλον, τότε δεν έλαβε, όταν έπρεπε, την απάντηση που της αναλογούσε. Η «υγειονομική τρομοκρατία» και η δημιουργία εξιλαστήριων θυμάτων χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν (το 2012) από τον τότε υπουργό Υγείας, τον ΠΑΣΟΚο Ανδρέα Λοβέρδο, με τη μισογύνικη εργαλειοποίηση των οροθετικών γυναικών στο όνομα της δημόσιας υγείας. Αυτή η κίνηση οδήγησε στη διαπόμπευσή τους, σε πολύμηνη φυλάκιση, και κατέληξε ακόμα και σε αυτοκτονίες μεταξύ των θυμάτων.
Τελικά ο μισογύνης ηθικός αυτουργός των αυτοκτονιών, Α. Λοβέρδος, όχι μόνο δεν λογοδότησε, αλλά ακόμη κουνάει το δάκτυλο προς την κοινωνία, παίρνοντας μάλιστα θέση για τη συνεπιμέλεια των τέκνων ως συνήγορος των «Ενεργών Μπαμπάδων», μιας ομάδας πολιτικής πίεσης σχετικά με το νέο νομοσχέδιο για το οικογενειακό δίκαιο.
Και τότε όπως και τώρα, το αμαρτωλό ΚΕΕΠΛΝΟ, που μετονομάστηκε σε ΕΟΔΥ, είχε αναλάβει τη βρώμικη δουλεία της διαχείρισης της «υγειονομικής βόμβας», χτυπώντας τον πιο αδύναμο, τις οροθετικές, τα θύματα trafficking στην Ομόνοια, και αφήνοντας έξω από το κάδρο τον ενάρετο πορνοπελάτη που πάντα πήγαινε τις Κυριακές στην εκκλησιά πριν επισκεφτεί τις πιάτσες.
Τώρα λοιπόν ενημερωνόμαστε καθημερινά ότι ο ιός έχει πολιτικές προτιμήσεις και κριτήρια, καθώς κολλάει όταν γίνεται μια διαδήλωση με αποστάσεις δύο μέτρων και μάσκες, αλλά δεν κολλάει σε events της κυβέρνησης με συνωστισμό πενήντα ατόμων σε κλειστό χώρο. Κολλάει στα πάρκα που βγαίνει ο καθένας μας να ξεσκάσει στον «προαυλισμό» του από τον «κατ’ οίκον περιορισμό», αλλά δεν μεταδίδεται όταν οι ξεπλυμένοι από τα media βασανιστές του Χρυσοχοϊδη στοιβάζουν τους προσαχθέντες στις κλούβες και στα βρωμερά κρατητήρια της Αστυνομικής Διεύθυνσης.
Ακόμη η οργή και η αγανάκτηση είναι βουβή, και ο κόσμος το ψέμα το ξεροκαταπίνει, αλλά όπως λέει και το γνωμικό του Αβραάμ Λίνκολν «Μπορείς να κοροϊδεύεις πολλούς για λίγο καιρό, λίγους για πολύ καιρό αλλά όχι όλους όλο τον καιρό». Η υπομονή έχει αρχίσει να εξαντλείται και η κατάσταση τείνει να καταστεί τάχιστα μη διαχειρίσιμη. Η κούραση με τη σύγχυση που προκαλούν τα παράλογα ακορντεόν μέτρα, δημιουργούν ένα υπόστρωμα που η επόμενη στραβοτιμονιά μπορεί να είναι «το άχυρο που θα σπάσει την πλάτη της καμήλας». Είναι η στιγμή που η υπομονή και η επιμονή είναι οι αρετές που χρειάζονται για να θεμελιώσουμε συνθήκες μαζικού, αλλά κυρίως ποιοτικού κινήματος στη βάση. Η κατάστρωση ενός σχεδίου στην παρατεταμένη κατάσταση εκτάκτου ανάγκης προϋποθέτει αναστοχασμό και ζύμωση με τα κοινωνικά στρώματα που υφίστανται πολύ πιο έντονα αυτή τη βία. Αυτοί κυρίως που την πληρώνουν και θα την πληρώσουν στη συνέχεια. Βέβαια κάποιος μπορεί να τρέφεται με τις βεβαιότητές του, και να κάθεται στον γυάλινο πύργο του παρατηρώντας τις εξελίξεις, ίσως και ανησυχώντας μην τυχόν ξεφύγει καμιά πέτρα και τον θρυμματίσει. Το σίγουρο όμως είναι ότι στον δρόμο θα γεννηθούν οι εξεγέρσεις, και πρέπει να είμαστε και εμείς εκεί. Η συνθήκη, που την καθημερινότητά μας τη σκιάζει η φοβέρα, και την πλακώνει η σκλαβιά μέσω των υποτακτικών ορκ του Χρυσοχοϊδη, βάζει επιτακτικά την απαίτηση: «Ζωή όχι Επιβίωση».
Anarres