Αναρχικές μορφές εργασίας και οργάνωσης μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία*

«Δεν συντρίβει κανείς τις πέτρινες βεβαιότητες του παρελθόντος, αν δεν τις σφυροκοπήσει με ιδέες ικανές να κονιορτοποιήσουν τις παλαιές κοινοτοπίες».

~Ραούλ Βανεγκέμ

1. Καταρχάς…

Ο Δυτικός καπιταλισμός –με την πιο κλασική του έννοια– μπορεί να γίνει αντιληπτός ως «ένα οικονομικό σύστημα στο οποίο οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής προσλαμβάνουν μισθωτούς εργάτες για να παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες προκειμένου να πουληθούν στην αγορά με σκοπό το κέρδος». Πρόκειται για ένα οικονομικό σύστημα που σήμερα, ξανά, βρίσκεται αναμφισβήτητα σε κρίση. Παρά ταύτα, θα ‘ταν ανόητο να προβλέψουμε ότι η κρίση αυτή θα σημάνει το τέλος του. Ένας από τους λόγους είναι ότι η κυρίαρχη προπαγάνδα εξακολουθεί να διατηρεί μια απίστευτη δυνατότητα αποικιοποίησης του κοινωνικού φαντασιακού ως προς το τι είναι δυνατό, προτιμητέο και επιτεύξιμο στη μελλοντική πολιτική οικονομία. Όπως παρατηρεί ο Shukaitis: «ρωτήστε κάποιον πώς θα λειτουργούσε η οικονομία αν δεν βασιζόταν στην ατομική ιδιοκτησία. Ρωτήστε τον πώς θα λειτουργούσε μια κοινωνία χωρίς κράτος. Το πιθανότερο είναι να δυσκολευτεί πολύ να κάνει οποιαδήποτε περιγραφή, πράγμα πολύ παράδοξο αν σκεφτεί κανείς ότι, για χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης ιστορίας, δεν υπήρχε ούτε κράτος ούτε οικονομία της αγοράς. Και παρ’όλ’ αυτά, μια αντίληψη της κοινωνικής οργάνωσης χωρίς ή έξω απ’ αυτά τα δύο είναι σχεδόν αδύνατη για πάρα πολύ κόσμο».

Το να σκεφτεί κανείς –πολύ περισσότερο δε, να ταυτιστεί– με εναλλακτικές δυνητικά ανταγωνιστικές απέναντι στον καπιταλισμό, απαιτεί σχεδόν ηράκλεια προσπάθεια. Γι’ αυτό, μια αλλαγή τέτοια που να οδηγεί στο ξερίζωμα του καπιταλιστικού στοιχείου από το οικονομικό φαντασιακό, όχι μόνο απαιτεί να δώσουμε έμφαση σε εναλλακτικές πέρα από τον καπιταλισμό, αλλά και να εμπνεύσουμε μια βαθύτερη πεποίθηση στους ανθρώπους ότι οι εναλλακτικές αυτές είναι δυνατές και εφαρμόσιμες. Εδώ μάλιστα θα επικαλεστούμε συγκεκριμένα στοιχεία ερευνών, για να δείξουμε και ότι μορφές εργασίας και οργάνωσης με έκδηλο αναρχικό χαρακτήρα (που βασίζονται δηλαδή στην αλληλοβοήθεια,την αμοιβαιότητα, τη συνεργασία, τη συμμετοχή αντί του αποκλεισμού και την αλληλοϋποστήριξη χωρίς χρήμα) δεν βρίσκονται στη σφαίρα κάποιας καλπάζουσας φαντασίας αλλά ήδη βρίσκονται παντού, στο Εδώ και στο Τώρα.

2. Ο αναρχισμός εν (πολλή) συντομία

Πριν όμως επιχειρήσουμε τα παραπάνω, καλό είναι να παραθέσουμε κάποια βασικά στοιχεία του αναρχισμού ως θεώρησης, τόσο ως προς το γενικότερο κοινωνικό όσο και το οργανωτικό και οικονομικό σκέλος.

Έτσι, αντλώντας από ποικίλα κλασικά και νεότερα κείμενα του αναρχισμού, μπορούμε να πούμε εν συντομία ότι ο αναρχισμός προτάσσει σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων (και του περιβάλλοντος στο οποίο διαβιούν) βασισμένες στη συνεργασία, τον αυτοκαθορισμό και την άρνηση των ιεραρχικών ρόλων, ενώ ως θεωρία οργάνωσης μια διαρκώς μεταβαλλόμενη, εφαρμοσμένη πράξη βασισμένη στην καθημερινή ζωή και σε «εθελοντικές, λειτουργικές, προσωρινές (δηλαδή ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες), μικρού μεγέθους οργανωτικές μορφές» (Κόλιν Γουόρντ). Εστιάζοντας στα οικονομικά, ο Baldelli (1972) θα πει ότι «το οικονομικό σύστημα που δέχονται οι αναρχικοί δεν υπόκειται σε καταναγκασμούς∙ το όνομα και οι ιδιαίτερες μορφές λειτουργίας του είναι δευτερεύουσας σημασίας. Πρόκειται για μια οικονομία που υπόκειται στην ηθική και δεν ελέγχεται από μηχανισμούς με φορά από πάνω προς τα κάτω – αυτή είναι εν γένει η αναρχική φόρμουλα».

3. Αναθεωρώντας την οικονομική δραστηριότητα

H αρχή της εμπορευματοποίησης των πάντων (μεταξύ αυτών και της εργασίας –που μας αφορά άμεσα εδώ– και η οποία πωλείται και αγοράζεται δια του μισθού), πάνω στην οποία στηρίζεται όλη η καπιταλιστική οικονομία, πλασάρεται ως η μόνη δυνατή, και κάθε αμφισβήτησή της είτε λοιδορείται ως ανεδαφική είτε «θάβεται» ως εάν να μην υπήρξε. Παρά ταύτα, εμείς θα επιχειρήσουμε να την αμφισβητήσουμε, υποστηρίζοντας ότι όχι μόνο δεν είναι η μόνη εφικτή, αλλά και ότι υπάρχει μια ήδη διάχυτη, μεγάλη ποικιλομορφία οικονομικής δραστηριότητας που την ανταγωνίζεται επάξια. Για να το κάνουμε, θα πάρουμε στοιχεία από ποιοτικά και ποσοτικά ευρήματα που προέρχονται από την Έρευνα Χρήσης Χρόνου και την Έρευνα Πρακτικών Οικιακής Εργασίας.

Η Έρευνα Χρήσης Χρόνου είναι μια ενδιαφέρουσα μέθοδος μέτρησης των διαφόρων τύπων οικονομικής δραστηριότητας μέσα στη σύγχρονη κοινωνία (μισθωτών, άμισθων, κ.λπ.). Αυτός που την ανέπτυξε (δεκαετία του ’80) ήταν ο Paul Gershuny, ο οποίος εξηγεί σε τι στοχεύει: «Η Έρευνα Χρήσης Χρόνου αποτυπώνει την κατανομή του χρόνου σε διάφορες περιστάσεις και καταστάσεις. Πρόκειται για έναν κοινωνικό δείκτη-κλειδί, που βρίσκει συγκεκριμένες εφαρμογές στην εκτίμηση του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων. Μας δίνει τη βασική μονάδα μέτρησης ποσότητας εργασίας (ακριβείς ώρες ανά εβδομάδα) για συγκεκριμένες επί πληρωμή εργασίες, καθώς και για εκείνες που γίνονται άνευ πληρωμής, σε οικιακό επίπεδο ή σε εθελοντικές ομάδες εντός της κοινότητας. Άλλο σημαντικό στοιχείο για την εκτίμηση του βιοτικού επιπέδου, είναι το πότε ακριβώς λαμβάνουν χώρα οι εργασίες αυτές: κατά τη διάρκεια της μέρας, της εβδομάδας ή του έτους».

Κόντρα στη θέση για την κυριαρχία της αρχής της εμπορευματοποίησης, τα ευρήματα της Έρευνας Χρήσης Χρόνου αποκαλύπτουν τη (συν)ύπαρξη ριζικά διαφορετικών οικονομικών πρακτικών εντός της Δυτικής κοινωνίας (βλ. Πίνακα 1). Μακριά από το να αποδεικνύεται κυρίαρχο το καπιταλιστικό οικονομικό μοντέλο, στις λεγόμενες «αναπτυγμένες» οικονομίες του Δυτικού κόσμου εμφανίζεται μια μάλλον διαφορετική εικόνα όταν η προσοχή εστιάζεται στην ποσότητα χρόνου που δαπανάται για επί πληρωμή εργασίες. Πράγματι, ο μέσος αριθμός λεπτών που δαπανήθηκε γι’ αυτές ήταν μόλις κάτι παραπάνω από 60 λεπτά μεγαλύτερος απ’ αυτόν που δαπανήθηκε για εργασίες άνευ οικονομικής συναλλαγής, για τις 20 χώρες που περιέλαβε η έρευνα.

Μια άλλη σημαντική συμπληρωματική μέθοδος που μας βοηθάει να κατανοήσουμε την αναλογική σχέση ανάμεσα σε εμπορευματοποιημένη και μη εμπορευματοποιημένη εργασία είναι η Έρευνα Πρακτικών Οικιακής Εργασίας. Βασικό μεθοδολογικό πλεονέκτημά της είναι ότι επιτρέπει μια πιο σύνθετη και πιο ποιοτική κατανόηση της συμμετοχής στη σφαίρα των οικονομικών δραστηριοτήτων στο επίπεδο του νοικοκυριού και της κοινότητας.

Ελήφθη υπόψη μια μεγάλη γκάμα οικιακών εργασιών (βλ. ενδεικτικά, Πίνακα 3). Για κάθε τέτοια εργασία ο ερωτώμενος απαντούσε αν αυτή έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών ή του τελευταίου έτους/μήνα/εβδομάδας/ημέρας (ανάλογα με το είδος της).

Πρώτα, οι συνεντευκτές ρωτούσαν ποιος έκανε τη δουλειά (μέλος του σπιτιού, συγγενής, φίλος, γείτονας, εταιρεία, σπιτονοικοκύρης κ.λπ.) και την τελευταία φορά που αυτή είχε γίνει. Μετά, για να κατανοήσουν τα κίνητρα του ερωτώμενου για τη διεκπεραίωση της δουλειάς, οι συνεντευκτές τον ρωτούσαν γιατί επέλεξε το συγκεκριμένο άτομο για να κάνει αυτή τη δουλειά, αν το άτομο αυτό ήταν η πρώτη του επιλογή και, εφόσον τα χρήματα δεν ήταν θέμα, αν θα επέλεγε ένα κλασικό επαγγελματία ή εταιρεία για να τη διεκπεραιώσει. Τρίτον, ρωτούσαν αν το πρόσωπο που την ανέλαβε πληρώθηκε ή όχι, ή αν του δόθηκε κάποιο δώρο ως αντάλλαγμα∙ και, εφόσον πληρώθηκε, αν η πληρωμή ήταν τοις μετρητοίς ή όχι, και πώς είχε συμφωνηθεί η τιμή. Τέλος, ρωτούσαν γιατί οι ενδιαφερόμενοι αποφάσισαν να κάνουν τη δουλειά αυτή χρησιμοποιώντας τη συγκεκριμένη πηγή εργασίας.

Στο σημείο αυτό πρέπει να κάνουμε μια παύση, για να προσδιορίσουμε τις προσδοκίες μας. Τι ποσοστό των παραπάνω εργασιών πιστεύουμε ότι διεκπεραιώνονται μέσω της τυπικής αγοράς εργασίας στην καπιταλιστική κοινωνία που ζούμε; Σε περισσότερο προσωπικό επίπεδο: πώς κάνουμε τις δουλειές στο σπίτι μας και γιατί; κάνουμε εμείς οι ίδιοι τις περισσότερες απ’ αυτές ή μερικές μόνο; όταν τα αποτελέσματα της Έρευνας Οικιακών Εργασιακών Πρακτικών πλαισιώνονται από πληροφορίες για το εισόδημα (υψηλότερο-χαμηλότερο) στο επίπεδο του νοικοκυριού, τότε έρχονται στο φως κάποια ευρήματα καθόλου βολικά για τους θιασώτες της αρχής της εμπορευματοποίησης (βλ. Πίνακας 2).

πίνακας 2

Τα συνολικά ποσοστά που εμφανίζονται στον Πίνακα δίνουν την εικόνα μιας ποικιλόμορφης και ετερογενούς οικονομικής δραστηριότητας στο οικιακό επίπεδο και όχι μιας ομοιογενούς οικονομικής πρακτικής, με καπιταλιστικά και μόνο χαρακτηριστικά. Ως προς την αμφισβήτηση των καπιταλιστικών αντιλήψεων, εδώ έχουμε ενδιαφέροντα ευρήματα: αν για παράδειγμα εστιάσουμε στις αστικές περιοχές, διακρίνουμε πως η πλειονότητα των συναλλαγών νομισματικού χαρακτήρα δεν αφορούσαν κάποια τυπική επί πληρωμή εργασία του ιδιωτικού τομέα. Η αλληλοβοήθεια, η αμοιβαιότητα (συναλλαγές του τύπου «σου φτιάχνω αυτό-μου φτιάχνεις εκείνο» χωρίς απαραίτητα νομισματικό αντάλλαγμα) ήταν εξίσου μια άτυπη στρατηγική-κλειδί για να μπορούν τα άτομα να αντεπεξέρχονται στις ανάγκες τους.

4. Εν κατακλείδι…

Στο πρωτότυπο κείμενο του άρθρου που μεταφράστηκε, υπάρχουν πρόσθετα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ των θέσεων που διατυπώνουμε εδώ, όμως ο χώρος δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε. Φαίνεται όμως, υπό το κριτικό αυτό βλέμμα, πως το καπιταλιστικό μοντέλο (που έχει πολύ μικρότερη ιστορική παρουσία απ’ όσο πιστεύεται), όχι μόνο δεν είναι μονόδρομος αλλά και ότι είναι ένας μόνο, ανάμεσα σε πολλούς, από τους πιθανούς τρόπους (οικονομικής) οργάνωσης των ανθρώπων. Όπως λέει ο Williams (2005): «ονειροπαρμένοι είναι όσοι πιστεύουν ότι η αρχή της εμπορευματοποίησης είναι πανταχού παρούσα».

Γενικότερα, από την ίδια μας τη βιωματική εμπειρία, γνωρίζουμε ήδη πως μορφές οργάνωσης, και κυρίως εργασίας, όπως αυτές που σκιαγραφήθηκαν παραπάνω, εφαρμόζονταν σε μεγάλη κλίμακα στο παρελθόν ως ευρύτατα διαδεδομένες πολιτισμικές πρακτικές ολόκληρων κοινωνιών στο οικονομικό επίπεδο – και όχι μόνο σ’ αυτό. Στο παρόν, λόγω των διαρκώς επιδεινούμενων συνθηκών ζωής στις οποίες μας καταδικάζει η κρίση που προκάλεσαν οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους, πάρα πολλοί άνθρωποι επιστρέφουν ή θ’ αναγκαστούν να επιστρέψουν στην εφαρμογή τέτοιων πρακτικών. Η πρόκληση, όχι μόνο για τους αναρχικούς αλλά για όλους όσοι αγωνίζονται κι αγωνιούν για μια κοινωνία αυτονομίας, ισότητας, δικαιοσύνης και αυτάρκειας, είναι να καταστήσουν αυτές τις πρακτικές (πιο) ορατές και αποτελεσματικές, ώστε η εμπειρική θεμελίωσή τους μέσα από οργανωμένα και συγκοινωνούντα δίκτυα κοινοτήτων να καταδεικνύει παραδειγματικά το εφικτό ενός μέλλοντος που θα χαρακτηρίζεται από τρόπους παραγωγής, ανταλλαγής και κατανάλωσης, οι οποίοι θα συμπεριλαμβάνουν αντί να αποκλείουν, και παράλληλα θα ενισχύουν τον έλεγχό μας πάνω στις διαδικασίες αυτές, αντί να τον εξασθενίζουν διαρκώς, όπως συμβαίνει σήμερα.

μετάφραση και επιμέλεια: Ανέστιος

«Μετά από πολλά χρόνια προπαγάνδισης των αναρχικών ιδεών, πείστηκα ότι προσελκύουμε σ’ αυτές τους συμπολίτες μας περισσότερο όταν μιλάμε για συνηθισμένες εμπειρίες που προκύπτουν από άτυπα, αυτοοργανωμένα δίκτυα σχέσεων που καθιστούν δυνατή την ανθρώπινη κοινότητα, παρά όταν διακηρύττουμε την απόρριψη της υπάρχουσας κοινωνίας ως όλου, χάριν κάποιας μελλοντικής στην οποία η ανθρωπότητα θα ζει σε τέλεια αρμονία».

~Κόλιν Γουόρντ

* Το κείμενο αυτό είναι απόπειρα μετάφρασης από τα αγγλικά του άρθρου των Richard J. White και Colin C. Williams “Hidden in plain sight: recognizing the centrality of anarchist spaces of work and organization in “capitalist” society” που υποβλήθηκε προς δημοσίευση τον Ιούλιο του 2013 σε ειδική έκδοση του αγγλικού περιοδικού κοινωνικών επιστημών “Ephemera”, και στην προκειμένη περίπτωση προσαρμόζει και συμπυκνώνει σε επίπεδο δημοσίευσης στην εφημερίδα ορισμένες από τις κεντρικές θέσεις του άρθρου, το οποίο μπορεί να βρεθεί ολόκληρο στα αγγλικά και να κατεβαστεί από εδώ:

http://www.academia.edu/4056223/Hidden_in_plain_sight_recognising_the_centrality_of_anarchist_spaces_of_work_and_organisation_in_capitalist_society.

Για όποιον τυχόν ενδιαφέρεται για ολόκληρη την ελληνική μετάφραση, μπορεί να τη ζητήσει με ένα mail στην «Άπατρις», αρκεί η χρήση να είναι για κινηματικούς σκοπούς.

Ο Richard White είναι επίκουρος καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας στο πανεπιστήμιο του Sheffield, και ο Colin Williams διευθυντής του Κέντρου Κοινωνικών Επιστημών στο ίδιο πανεπιστήμιο. Το εισαγωγικό παράθεμα του Ραούλ Βανεγκέμ είναι δική μας προσθήκη…