Antinero: Η σωτηρία ως μέθοδος καταστροφής

Αναδημοσίευση από τη λέσχη ανειδίκευτων

Η σχέση του ανθρώπου με τον φυσικό/άγριο κόσμο ήταν πάντα (τουλάχιστον από τις απαρχές του πολιτισμού(1)) βίαιη και ανταγωνιστική. Το άγριο ως συνθήκη ταυτίστηκε με το Κακό και ο φυσικός κόσμος με τον κίνδυνο, το χάος, την έλλειψη ηθικής, ενίοτε και με το διάβολο – το άγριο ως συνθήκη όφειλε να τιθασευτεί και να εξημερωθεί ώστε να μπορέσει να υπάρξει. Με εξαίρεση λίγες χρονικά και χωρικά περιορισμένες νησίδες εναρμονισμένης συνύπαρξης, η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον χαρακτηρίστηκε κυρίως από τη φωτιά, το τσεκούρι και την ανηλεή βόσκηση αρχικά, και πιο πρόσφατα από το αλυσοπρίονο, τη μπουλντόζα και το μπετό. Αυτός ο πόλεμος ενάντια στον φυσικό κόσμο είχε ωστόσο συγκεκριμένα όρια∙ από τη μια τη σχέση κόστους/απόδοσης που πρακτικά σήμαινε πως πολλά δύσβατα/απομακρυσμένα οικοσυστήματα αφέθηκαν στην ησυχία τους, και από την άλλη την ψυχική ωρίμανση του πολιτισμένου ανθρώπου που άρχισε να ανακαλύπτει αυταξία, ομορφιά και έμπνευση στον άγριο κόσμο. Άλλωστε η φύση με τις θαυμαστές ικανότητες αναγέννησης έδινε κάθε άνοιξη τη δική της σιωπηλή και συνάμα εκκωφαντική απάντηση: Οι ζοχοί και τα ραδίκια ξεφύτρωναν και στις πιο εμμονικά καθαρισμένες αυλές και αρκούσαν λίγα χρόνια εγκατάλειψης ενός βοσκότοπου για να ξεφυτρώσουν τα πρώτα κωνοφόρα, προάγγελος συνήθως του αειθαλούς δάσους που θα κάλυπτε σε λίγες δεκαετίες τις εκχερσωμένες εκτάσεις. Έτσι σε πείσμα της εξάπλωσης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων σε όλο σχεδόν τον πλανήτη, ψήγματα φυσικού κόσμου συνέχιζαν να επιβιώνουν: στα ψηλά βουνά, στα φαράγγια, στα προστατευόμενα δάση και στις υποανάπτυκτες και παρατημένες περιοχές του πλανήτη.

Οι τεχνικές δυνατότητες των τελευταίων ετών για επέκταση της καπιταλιστικής κερδοφορίας σε νέα πεδία έρχονται ωστόσο να αλλάξουν αυτήν την σχετική ισορροπία. Τα απόκρημνα βουνά ισοπεδώνονται για να τοποθετηθούν ανεμογεννήτριες, τα ποτάμια στα φαράγγια στεγνώνουν από τα μικρά (και πάνω απ’ όλα, πράσινα) φράγματα, τα λιβάδια σπέρνονται με φωτοβολταϊκά, και ακόμα και προστατευόμενα δάση ξυλεύονται ανηλεώς για βιομάζα και δικαιώματα άνθρακα. Και προκειμένου να γίνει αυτή η επέκταση της κερδοφορίας εφικτή, απαιτείται και μια ιδεολογική αλλαγή. Η φύση από κακιά, ημίτρελη μέγαιρα που πρέπει να τιθασευτεί, μετατράπηκε σε αγαθή, πλην όμως ανήμπορη μητέρα.

Κατασκευάστηκε με άλλα λόγια, ένα αφήγημα ενός φυσικού κόσμου που καταρρέει, και η μόνη ελπίδα για την σωτηρία του από τον επερχόμενο αφανισμό του είναι οι τεχνικές λύσεις. Ό,τι έμεινε όρθιο μετά από αιώνες πολέμου ενάντια στην άγρια συνθήκη, ισοπεδώνεται από τον όψιμο ζήλο του καπιταλισμού να μετατραπεί σε σωτήρα του κόσμου.

Τα αδέσποτα σκυλιά σουλάτσαραν ακόμη στους δρόμους της Αθήνας παρά τα εκατοντάδες χρόνια ιδιαίτερα βάναυσων πογκρόμ εναντίον τους – σήμερα μετά από μόλις δυο δεκαετίες σωτηρίας και στοργικής φιλοζωικής φροντίδας μέσω του αναμφισβήτητου δικαιώματός τους στην στείρωση, δεν έχει μένει ούτε ένα. Αναρίθμητα ποτάμια και ορεινά δάση που είχαν αφεθεί στην ησυχία τους αφανίζονται για το καλό τους – για να σωθούν από τη λαίλαπα της κλιματικής αλλαγής. Ακόμα και ο φυσικός τρόπος καταπολέμησης των ασθενειών –το ανοσοποιητικό μας σύστημα δηλαδή– κρίθηκε προσφάτως ανεπαρκής και επιβλήθηκαν πλατφόρμες γενετικής μηχανικής σε παγκόσμιο επίπεδο για τη σωτηρία μας από τον ιικό αρμαγεδδώνα. Παράλληλα, η μαλθουσιανού τύπου κινδυνολογία για έλλειψη τροφής, επιτρέπει την αυξανόμενη διείσδυση της γενετικής μηχανικής στις καλλιέργειες αλλά και την αντικατάσταση της «φυσικής» τροφής από τεχνικά σκευάσματα.

Το δόγμα πως «ό,τι είναι τεχνικά εφικτό, θα γίνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο υποχρεωτικό», πραγματοποιείται μέσω της κατασυκοφάντησης των φυσικών διεργασιών ως παράλογων και ατελών, ως απαρχαιωμένων μεθόδων που οφείλουν να αντικατασταθούν από τεχνικές λύσεις. Τίποτε πλέον δε μπορεί –και μάλιστα δεν είναι ηθικά σωστό– να συμβαίνει από μόνο του: τα πάντα, από τη ροή των ποταμών μέχρι την ανθρώπινη αναπαραγωγή και από την ανάπτυξη των δασών μέχρι τον ίδιο το θάνατο, οφείλουν να δεχτούν τεχνικές παρεμβάσεις έτσι ώστε να ορθολογικοποιηθούν και βέβαια να εμπορευματοποιηθούν: η νέα τάση καπιταλιστικής επέκτασης που περιγράφεται ως «νέες περιφράξεις» δεν επιβάλλεται τόσο με τη βια, αλλά με την υπόσχεση της σωτηρίας, ενώ το ίδιο το ιδεολόγημα περί ευάλωτου φυσικού κόσμου αποτελεί συχνά τη βάση για την επιβολή του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης ως κυρίαρχης τεχνικής διακυβέρνησης. Ο φυσικός κόσμος παρουσιάζεται ως απειλή (ιική, κλιματική, περιβαλλοντική) και οι δυτικοί πολίτες καλούνται να απεμπολήσουν μια σειρά από δικαιώματα, ακόμα και θεμελιώδη, όχι μόνο για το δικό τους καλό, αλλά και για τη σωτηρία, ή για να ακριβολογούμε, την ολοσχερή καταστροφή, του πλανήτη.

Αυτή η κατά βάση ηθικολογικού τύπου εκστρατεία, είναι ιδιαίτερα έκδηλη στη χώρα μας στη διαχείριση των πυρκαγιών, όχι μόνο ως συμβάντων αλλά ως προληπτική (preemptive) δράση για την εξάλειψή τους. Τις μωρολογίες δημοσιογράφων και «ειδικών» περί ακαθάριστων (μη-αποψιλωμένων) δασών και περί βλάστησης-πυριτιδαποθήκης, ακολούθησαν κονδύλια για το ξεπάστρεμα του δάσους πέριξ των οικισμών, διανοίξεις τεράστιου πλάτους χωματόδρομων μέσα στο δάσος (αντιπυρικές ζώνες), και εσχάτως η πλατφόρμα για τα «ακαθάριστα οικόπεδα» (που εν πολλοίς σήμαινε την εξόντωση μεγάλου ποσοστού της αυτοφυούς βλάστησης με ραγδαίες συνέπειες στη βιοποικιλότητα) και ο ειδεχθής «κανονισμός πυροπροστασίας ακινήτων» ο οποίος υποχρεώνει χιλιάδες ιδιοκτήτες μικρών εκτός σχεδίου οικημάτων σε μια σειρά από ολότελα παράλογες παρεμβάσεις στο σπίτι και το κτήμα τους, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων το πετσόκομμα των δέντρων τους, την πλήρη αποψίλωση του κτήματος και την περίφραξη με τσιμέντο και συρματόπλεγμα, τόσο του σπιτιού, όσο και κάθε άλλης κατασκευής, ακόμα και αποθήκης(2), όλα στη βάση της πυροπροστασίας. Παράλληλα, ο ίδιος γενικευμένος παραλογισμός επικρατεί και στην αστική κηποτεχνία, όπου τα δέντρα κυριολεκτικά πετσοκόβονται εν είδει «κλαδέματος», ενώ στα πάρκα η εδαφιαία βλάστηση αποψιλώνεται με μανία.

Antinero: Η λαίλαπα της σωτηρίας σε νέο επίπεδο

Αυτό το μείγμα μωρίας, παραλογισμού, υποκρισίας και αδίστακτης επιχειρηματικότητας φτάνει στο ζενίθ του με το πρόγραμμα εξόντωσης όλων (όπως δεσμεύτηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός) των δασών της επικράτειας: το Antinero. Αρχικά, αφορούσε σε ένα πρόγραμμα αναδασώσεων, αλλά λόγω έλλειψης κατάλληλων εκτάσεων και φυτευτικού υλικού, τα κονδύλια ανακατευθύνθηκαν ώστε πλέον πρόκειται για ένα σύνολο εντατικών παρεμβάσεων όπως η απομάκρυνση του υπορόφου (του συνόλου δηλαδή των θάμνων και μικρών δέντρων) των δασών, η δημιουργία αντιπυρικών ζωνών εντός δασικών οικοσυστημάτων και η διενέργεια συναφών εργασιών, με διακηρυγμένο σκοπό την «πρόληψη δασικών πυρκαγιών» και τη «θωράκιση έναντι της κλιματικής κρίσης». Το πρόγραμμα υλοποιείται στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0», με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης – NextGenerationEU, και στις τρεις φάσεις του για τις χρονιές 2022, 2023 και 2024 έχουν υπογραφεί συνολικά 163 συμβάσεις προϋπολογισμού 392 εκατ. ευρώ για δασοτεχνικές εργασίες 619.000 στρεμμάτων. Φορέας υλοποίησης είναι το ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο έχει αναλάβει τις διαγωνιστικές διαδικασίες για όλες αυτές τις συμβάσεις για λογαριασμό της Γενικής Διεύθυνσης Δασών και Δασικού Περιβάλλοντος του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Το πρόγραμμα βασίστηκε σε μελέτη που προέβλεπε τρεις ζώνες καθαρισμού συνολικού πλάτους 50 μέτρων εκατέρωθεν των δασικών οδών. Η πρώτη με πλήρη αφαίρεση της βλάστησης, η δεύτερη με πλήρη αφαίρεση του υπορόφου και κλάδεμα των δένδρων σε κάποιο ύψος και η τρίτη κλάδεμα των δένδρων και «περιποίηση» (βλ. πετσόκομμα) της υποβλάστησης. Θα ακολουθούσε στη συνέχεια φύτευση δενδροστοιχιών με πλατύφυλλα είδη, δήθεν ανθεκτικά στη φωτιά. Αν και η μελέτη αφορούσε στο σύνολο της χώρας, προέβλεπε ότι αφού κάθε περίπτωση δάσους παρουσιάζει εξ αντικειμένου ιδιαιτερότητες και διαφοροποιήσεις στο τοπίο και το κλίμα, θα έπρεπε πριν την επέμβαση να προηγηθεί εξειδικευμένη μελέτη.(3) Ωστόσο, αυτές οι κατά περίπτωση μελέτες, οι οποίες εκπονούνται από ιδιώτες εργολάβους, στην πλειονότητά τους απλώς αντιγράφονται και στη συνέχεια εγκρίνονται από τις κατά τόπους δασικές αρχές, αντί να υποβάλλονται, σύμφωνα με οδηγία της ΕΕ, στην περιβαλλοντική αξιολόγηση για προγράμματα με σημαντικές επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον, πόσω μάλλον όταν αυτά εφαρμόζονται σε προστατευόμενες περιοχές και όταν επιπλέον χρηματοδοτούνται από την ίδια την ΕΕ(4). Εξάλλου, η κεντρική αρχή σχεδιασμού του συγκεκριμένου προγράμματος είναι και η υπηρεσιακά προϊσταμένη αρχή των κατά τόπους δασικών υπηρεσιών που το εγκρίνουν, παραβιάζοντας την περιβαλλοντική νομοθεσία της ΕΕ κατά την οποία οι εν λόγω αρχές δεν επιτρέπεται να ταυτίζονται.

Προκειμένου να μοιραστούν τα κονδύλια του προγράμματος γρήγορα, η εφαρμογή του τρέχει τάχιστα χωρίς ουσιαστική επίβλεψη και συνεργασία μεταξύ δασικών υπηρεσιών και υπεργολάβων, για τους οποίους η μοναδική προϋπόθεση προκειμένου να μπορέσουν να αναλάβουν είναι η εκτέλεση ενός τουλάχιστον δασοτεχνικού έργου. Ενώ το πρόγραμμα έχει ενταχθεί στον πυλώνα «Πράσινη Μετάβαση» και υπό τον τίτλο δράσης «16849 – Εθνικό Σχέδιο Αναδάσωσης», παραπλανητικές ονομασίες έτσι κι αλλιώς, ενδεικτική της διαχείρισης των κονδυλίων είναι η περίπτωση πίστωσης 70,5 εκατ. ευρώ μέσω του Antinero για το έργο «Εξοικονόμηση Ενέργειας σε Επιχειρήσεις – Αλλάζω Συσκευή» που αφορά εντελώς άσχετο αντικείμενο(4).

Μετά από μία τριετία αδιάκοπης εφαρμογής του, το πρόγραμμα δεν έχει αποδειχθεί ικανό να αποτρέψει τις δασικές πυρκαγιές – έχει όμως ήδη προκαλέσει ανεπανόρθωτες καταστροφές και μοιράσει πακτωλούς δημόσιου χρήματος στους εργολάβους και τους συνεργάτες της κυβέρνησης.

Λίγα βασικά στοιχεία για τα δασικά οικοσυστήματα

Καταρχάς το δάσος δεν είναι ένα σύνολο από δέντρα αλλά ένα εξαιρετικά περίπλοκο οικοσύστημα τους μηχανισμούς και τις διεργασίες του οποίου απέχουμε αρκετά από το να κατανοήσουμε πλήρως. Η ποώδης βλάστηση, τα έντομα, τα δέντρα, τα πρωτόζωα, οι μύκητες, τα βακτήρια και τα ζώα, άλλοτε σε ανταγωνισμό και άλλοτε σε συνεργασία, διαμορφώνουν ένα σύνθετο δίκτυο ζωής, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας εξελιγμένος ζωντανός οργανισμός. Οι αλληλεπιδράσεις εντός του είναι τόσο περίπλοκες που η κάθε παρέμβαση δρα σε παραπάνω του ενός επίπεδα. Αν για παράδειγμα σ’ ένα δάσος κωνοφόρων όπου πολλά δέντρα αρρωσταίνουν με μυκητιάσεις, επέμβουμε δραστικά με μυκητοκτόνα, αυτό θα απαλλάξει ίσως κάποια δέντρα από την ασθένεια (έστω και προσωρινά), αλλά παράλληλα θα αποστερήσει το δάσος από ένα μεγάλο ποσοστό της μυκόρριζας και γενικά από τα θρεπτικά συστατικά που ένα δέντρο μπορεί να βρει μόνο μέσω της συνεργασίας με τους μύκητες.

Ειδικά σε ό,τι αφορά το Antinero η απομάκρυνση της «νεκρής οργανικής ύλης» (μεγάλο μέρος της οποίας, σημειωτέον, δεν ήταν νεκρή πριν την εισβολή βαρέων μηχανημάτων στο δάσος για την απομάκρυνση της «άχρηστης» βιομάζας) δεν αποστερεί απλά το δάσος από μια πολύτιμη πηγή θρεπτικών συστατικών, αλλά ειδικά στα θερμόφιλα δάση που αποτελούν μεγάλο τμήμα των συνολικών δασών της χώρας μας, μειώνει την ικανότητα του εδάφους για κατακράτηση νερού. Και αυτό με τη σειρά του αποτρέπει την εμφάνιση πιο σύνθετων μορφών δάσους (το πεύκο και πολλά πυρόφιλα είδη της μεσογειακής βλάστησης είναι συχνά πρόδρομα είδη πιο σύνθετων, κατά κύριο λόγο πλατύφυλλων, δασών)(5). Εν τέλει η συνεχής διαχείριση του δάσους μέσω της αποψίλωσης, της απομάκρυνσης της βιομάζας και του κλαδέματος-αραίωσης, λειτουργεί ως αυτο-εκπληρούμενη προφητεία: μετά από λίγα χρόνια παρεμβάσεων, ό,τι έχει απομείνει από το δασικό οικοσύστημα δεν είναι παρά δέντρα τα οποία αποκομμένα από το δασικό δίκτυο είναι ιδιαίτερα ευπαθή και χρειάζονται συνεχείς ανθρώπινες παρεμβάσεις για να διατηρηθούν στη ζωή.

Αντιστοίχως, η «αραίωση» του δάσους για τη δήθεν προστασία του από πυρκαγιές, ιδεολόγημα όλο και πιο δημοφιλές στα κυβερνητικά φερέφωνα, έχει επίσης ολέθρια αποτελέσματα. Ακόμα και αν ξεπεράσουμε το μείγμα έσχατης αλαζονείας και ακραιφνούς ηλιθιότητας του επιχειρήματος ότι τα ίδια τα δέντρα αποτελούν πρόβλημα για το δάσος, ένα κουτσουρεμένο δάσος με το έδαφός του διαβρωμένο και αποξηραμένο από την αποψίλωση της χαμηλής βλάστησης είναι ευάλωτο στις ασθένειες και άρα στις πυρκαγιές. Οι οποίες όταν ξεσπάσουν, εξελίσσονται εύκολα σε μεγα-πυρκαγιές καθώς, από τη μία ο άνεμος πιάνει πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες σε ένα αραιωμένο και αποψιλωμένο δάσος, και από την άλλη η διαρκής αποψίλωσή του απαγορεύει την ανάπτυξη πλούσιων οικοσυστημάτων από λιγότερο θερμόφιλα, πλατύφυλλα είδη, τα οποία δρουν συνήθως ως ανασταλτικός παράγοντας στην εξάπλωση της φωτιάς.

Θα πρέπει επίσης να τονιστεί πως τα δασικά οικοσυστήματα δεν είναι ούτε ίδια, ούτε κυρίως μπορούν να διαχειριστούν με τον ίδιο τρόπο. Ένας παραθαλάσσιος πευκώνας πέριξ –ή και εντός– οικισμού είναι λογικό να καθαρίζεται από σκουπίδια, ξερά χόρτα και κλαδιά το καλοκαίρι. Κάτι τέτοιο δεν έχει όμως καμία απολύτως λογική για τη συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών δασών, όπου ο λεγόμενος καθαρισμός τους –βλέπε εξόντωση όλης της θαμνώδους βλάστησης– θα καταστήσει το δάσος ευπαθές σε κάθε φυσική καταστροφή.

Βέβαια οι πρακτικές του Antinero δεν εκπορεύονται μόνο από μακροπρόθεσμα σχέδια εξόντωσης του φυσικού κόσμου και αντικατάστασής του από ζωή-υπό-τεχνική-διαχείριση∙ υπάρχουν και πολύ πιο άμεσα οικονομικά συμφέροντα. Το κυριότερο εξ΄αυτών είναι τα δικαιώματα άνθρακα. Η δασική οργανική ύλη όταν αποσυντίθεται δεν αποδίδει μόνο πολύτιμα θρεπτικά συστατικά αλλά και CO2, για το οποίο η συντριπτική πλειοψηφία του επιχειρηματικού κόσμου συμφωνεί πως είναι –μαζί βέβαια με το ασύστολο πέρδειν των βοοειδών– η μέγιστη απειλή για το κλίμα, τον πλανήτη και τις πολικές αρκούδες: Οπότε η απομάκρυνσή της επιδοτείται ανάλογα στο χρηματιστήριο ρύπων. Επιπρόσθετα, η πώληση της ξυλείας και της βιομάζας ή η παραχώρησή τους σε ημέτερες εταιρείες, αποτελούν επιπλέον οικονομικό κίνητρο.

Αυτό το σχέδιο καταστροφής των δασών δεν είναι ελληνική πατέντα. Αντίστοιχα σχέδια ολοσχερούς άλωσης του φυσικού κόσμου και ιδιωτικοποίησης των κοινών πόρων μέσω της σωτηρίας τους (από την ίδια τη φυσικότητά τους) είναι σε πλήρη εξέλιξη εδώ και αρκετά χρόνια σε πολλές δυτικές -τουλάχιστον- χώρες και κυρίως στην Αμερική. Εκεί, το δόγμα καθαρίζουμε-το-δάσος-από-τη-βλάστησή-του έχει διάφορες εκφάνσεις: Από συχνές ελεγχόμενες πυρκαγιές με στόχο τον αφανισμό της ποώδους και θαμνώδους βλάστησης, γιγάντια πρότζεκτς «αραίωσης» του δάσους (τίποτε δεν ενοχλεί περισσότερο ένα δάσος από τα δέντρα που ξεφυτρώνουν όπου τους καπνίσει), μετατροπή των ίδιων των ζωντανών δέντρων σε «άχρηστη βιομάζα» και πολτοποίησή τους σε πέλλετ, μέχρι την επιτομή της παράνοιας, την παραχώρηση τεράστιων εκτάσεων σε εταιρείες όπως η Kodama (6), η οποία πετσοκόβει χιλιάδες δέντρα είτε για να τα μετατρέψει σε βιομάζα, είτε για να τα γεμίσει με χημικά και να τα θάψει στην έρημο, κερδίζοντας έτσι δικαιώματα άνθρακα. Παράλληλα το νερό βαφτίζεται είδος προς εξαφάνιση με μόνη σανίδα σωτηρίας την υγιή επιχειρηματικότητα (και τη χρηματιστικοποίησή του), ενώ οι παραδοσιακές μορφές καλλιέργειας βαφτίζονται ανεπαρκείς, ή, ακόμη χειρότερα, απειλή για τον πλανήτη και το κλίμα του, και άρα οφείλουν να αντικατασταθούν από –γενετικά τροποποιημένα– βιομηχανικά προϊόντα.

Το ιδεολόγημα του ελέγχου στο ζενίθ του

Το Antinero εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διαχείρισης του φυσικού κόσμου και η κύρια στόχευσή του υπερβαίνει τις –έκδηλες– οικονομικές του συνιστώσες και την άμεση κερδοφορία. Πρόκειται για ένα εργαλείο δημιουργικής καταστροφής του φυσικού κόσμου, έτσι ώστε να δοθεί χώρος στην τεχνολογική του διαχείριση, αφού έχει προλειάνει το έδαφος η κατασυκοφάντηση των φυσικών διεργασιών ως παράλογες και αυτοκαταστροφικές, ή ξεκάθαρα απειλητικές για τον άνθρωπο και τον πλανήτη. Η μεθοδολογία είναι κοινή στα διάφορα πεδία αποικισμού αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «φυσική τάξη πραγμάτων». Για τις ανάγκες του τρέχοντος καπιταλιστικού παραδείγματος, δεν αρκεί να μετατραπούν όσα περισσότερα δάση γίνεται σε πηγές κερδοφορίας – πρέπει τα δάση να καταδειχθούν συνολικά είτε ως ευάλωτα, εύθραυστα οικοσυστήματα που αδυνατούν να υπάρξουν χωρίς τεχνική διαχείριση, ή ως απειλή για την ίδια μας τη ζωή. Αντίστοιχα, δεν αρκεί να ιδιωτικοποιηθούν όσες περισσότερες πηγές γίνεται – πρέπει και συνολικά το τρεχούμενο νερό να καταδειχθεί είτε ως σπατάλη, ή ως υγειονομική απειλή. Ή, όπως είδαμε και πρόσφατα στην περίοδο της πανδημικής εκστρατείας, δεν αρκεί να πωληθούν όσες περισσότερες τεχνικές λύσεις γίνεται για τη σωτηρία μας από την ιική αποκάλυψη – πρέπει επίσης το ανοσοποιητικό μας σύστημα να καταδειχθεί ως ανεπαρκές και ο «φυσικός» τρόπος ύπαρξης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης να λοιδορηθεί ως ολέθριος. Πρόκειται με άλλα λόγια για ένα εργαλείο εγκαθίδρυσης ολοκληρωτικού ελέγχου και επιβολής του δόγματος ΤΙΝΑ (there is no alternative) σε όλες τις εκφάνσεις της ύπαρξής μας – έτσι ώστε να διασφαλιστεί πως τίποτε δε θα μπορεί να υπάρξει εκτός του ολοένα και πιο ασφυκτικού τεχνοκρατικού μοντέλου.

λέσχη ανειδίκευτων
Ιούνιος 2025
lesxianeidikefton.wordpress.com

(1) Χρησιμοποιούμε τον όρο πολιτισμό με την ετυμολογική του έννοια – κουλτούρα των πόλεων. Εννοούμε δηλαδή την κοινωνική οργάνωση που περιλαμβάνει την μαζική διαχείριση στάσιμων πληθυσμών, την εκτεταμένη καλλιέργεια της γης, τα πλεονάσματα τροφής, την εξημέρωση και την ιεραρχία, σε αντιδιαστολή με τις τροφοσυλλεκτικές/κυνηγετικές ομάδες των οποίων η σχέση με τον φυσικό κόσμο είναι λιγότερο μονοσήμαντη.

(2) Αξίζει να σταθούμε λίγο περισσότερο στους δυο νέους κανονισμούς (πυροπροστασίας ακινήτων και ακαθάριστων οικοπέδων) γιατί διέπονται από το ίδιο ακριβώς πνεύμα με το Antinero και τη γενικότερη τάση διαχείρισης του φυσικού κόσμου. Η βλάστηση -ακόμα και φυτεμένα, «ήμερα» δέντρα- αντιμετωπίζεται ως απειλή και η ευθύνη αντιμετώπισης των όποιων κρίσεων ή καταστροφών –ακόμα και υποθετικών– αφαιρείται εξ ολοκλήρου από το κράτος και τους θεσμούς και μεταβιβάζεται επαυξημένη στον ίδιο το φυσικό κόσμο και –κυρίως– στους πολίτες. Σ΄αυτό το πνεύμα πλήρους αποποίησης των ευθυνών από την πλευρά του κράτους και ενοχοποίησης των πολιτών, εμφανίζονται μια σειρά από μέτρα: η υποχρεωτική ασφάλιση ακινήτων από πλημμύρες, φωτιά και φυσικές καταστροφές, ο υποχρεωτικός καθαρισμός των οικοπέδων και η ερημοποίηση και τσιμέντωμα των εκτός σχεδίου οικημάτων σε ό,τι αφορά τους πολίτες και το προληπτικό εκτεταμένο πετσόκομμα της βλάστησης τόσο περιαστικής όσο και αμιγώς δασικής.

Ειδικά σε ό,τι αφορά τους δυο προαναφερθέντες κανονισμούς, πέρα από το δυσβάσταχτο και σκανδαλώδες χαράτσι για τους ιδιοκτήτες, συντελείται και μια άνευ προηγουμένου καταστροφή. Στα «εγκαταλελειμμένα οικόπεδα» έχει βρει καταφύγιο ένα αρκετά πλούσιο οικοσύστημα αυτοφυούς βλάστησης – από σχίνους, τσιτσιραβλιές και πουρνάρια, μέχρι μάραθο, θυμάρια και πρασουλήθρες (μιλώντας για την Αττική). Όλα αυτά όχι μόνο χορτοκόβονται ανηλεώς, αλλά υπό την απειλή δυσβάσταχτων προστίμων οδηγούν ιδιοκτήτες σε «τελικές λύσεις»: Ένα μπουλντοζάκι που θα ξεριζώσει τα πάντα αφήνοντας πίσω του μια ολοσχερή καταστροφή και την εξασφάλιση πως δεν θα χρειαστεί να ξαναασχοληθούν με το καθάρισμα για τα υπόλοιπα 2-3 χρόνια. Αντίστοιχα ο κανονισμός πυροπροστασίας εκτός σχεδίου ακινήτων, προβλέπει ουσιαστικά την εξόντωση της «άγριας» βλάστησης (που είναι αυτή που συχνά κάνει τόσο επιθυμητά τα διήμερα «στο χωριό ή εξοχικό», οι μαργαρίτες, οι παπαρούνες, οι ρίγανες, τα θυμάρια κ.λπ.) και το πετσόκομμα των δέντρων ακόμα και του προαιώνιου συμβόλου της επαρχιακής αυλής: της κληματαριάς.

Αμφότερα τα μέτρα διέπονται από το preemptive δόγμα της εποχής: ισοπεδώνοντας το παρόν για τη σωτηρία από ένα σχολαστικά παραφουσκωμένο με απειλές μέλλον.

(3) Καρέτσος, Γ., Βασικές σκέψεις για τη διαχείριση των μεσογειακών μας δασών και το πρόγραμμα AntiNero, https://dasarxeio.com/2024/10/11/140183/

(4) Ερώτηση κατατέθηκε προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το πρόγραμμα AntiNero, https://dasarxeio.com/2025/01/20/141788/

(5) Αφορμής δοθείσης, λίγα λόγια για το πεύκο και τη νέμεση των δασών – τις αναδασώσεις. Το πεύκο όπως και άλλα είδη με χαμηλές εδαφικές απαιτήσεις, είναι συνήθως μεταβατικό, πρόδρομο είδος. Η φυσική, τρόπον τινά, κατάσταση των ορεινών και ημιορεινών δασών είναι τα πλατύφυλλα είδη: κατά κύριο λόγο διάφορα είδη βελανιδιάς, οξιές, γαύροι, σφενδάμια, φτελιές, κράταιγοι κ.λπ., με τα κωνοφόρα (έλατα, μαύρη πεύκη, ρόμπολα) να κυριαρχούν μόνο σε μεγαλύτερα υψόμετρα. Η αρχαία λέξη για το δάσος ήταν δρυμός – δηλαδή δάσος βελανιδιάς και όχι πευκώνας. Η χαλέπειος πεύκη έχει μεγαλύτερη φυσική παρουσία σε παραθαλάσσια, θερμά οικοσυστήματα αλλά και εκεί ακόμα μέχρι και τις αρχές του προηγούμενου αιώνα τα διάφορα είδη κέδρου μάλλον κυριαρχούσαν έναντι του πεύκου.

Ένα βασικό χαρακτηριστικό του πεύκου είναι η πυροφιλία του. Η αλληλοπάθεια (ο –στα όρια χημικού πολέμου– ανταγωνισμός των πεύκων και των λιγοστών ειδών που ευδοκιμούν κοντά του) ενός πευκοδάσους το οδηγεί σε εξασθένηση και ίσως και αφανισμό σε σύντομο χρονικό διάστημα: η διέξοδος για τα πευκοδάση (εξαιρούνται κάπως τα ιδιαίτερα ορεινά είδη πεύκων όπως η μαύρη πεύκη και τα ρόμπολα) είναι σχεδόν πάντα η φωτιά. Μέσω αυτής ανανεώνονται τα διάφορα δασικά είδη, αλλά και τα ίδια τα πεύκα χρησιμοποιώντας τη θερμική ενέργεια της φωτιάς για να εκτοξεύσουν μακρυά τα σπόρια τους. Τα πευκοδάση οφείλουν να καίγονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα (κάθε 60 με 100 χρόνια περίπου) για να διατηρηθούν. Τα πλατύφυλλα είδη από την άλλη είναι ως επί το πλείστον πυρανθεκτικά – δύσκολα παίρνουν φωτιά και ακόμα και όταν πάρουν ριζοβλασταίνουν άμεσα.

Η κυριαρχία του πεύκου στα δασικά οικοσυστήματα της χώρας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ανθρώπινη παρέμβαση μέσω των συνεχών αναδασώσεων με πεύκα, των συχνών ανθρωπογενών πυρκαγιών, της καταστροφής που προκαλούν τα βαριά σκαπτικά μηχανήματα και οι γαλότσες των «εθελοντών» και των τραπεζικών ή εταιρικών συνειδητοποιημένων φορέων στα πλατύφυλλα δενδρύλια που πασχίζουν να ξεμυτίσουν από το έδαφος και σε ένα μικρότερο βαθμό η ανώτερη ποιότητα του ξύλου των πλατύφυλλων ως καύσιμου, κυρίως της βελανιδιάς και της οξιάς.

(6) Για την kodama και τα νέα –αμερικανικής έμπνευσης– δόγματα περί υγιών δασών βλ. https://diariesofinfection.wordpress.com/2023/09/28/ευκαιρίες-καρριέρας/