Από την ήττα των ταραχών στην αναβάθμιση του κράτους

«Η σοσιαλδημοκρατία δεν επιδιώκει να καταργήσει τη διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις και ποτέ δεν πρόβαλε την αξίωση να πραγματοποιήσει την αταξική κοινωνία. Είναι συνεπώς ανάγκη το κράτος να συνεχίσει να εμφανίζεται ως κράτος όλων των πολιτών, ώστε όλοι, σε όποια τάξη κι αν ανήκουν, να αποδέχονται την εξουσία του. Ανακηρυσσόμενο ως “κόμμα του λαού” μεταβιβάζεται στο κόμμα εκείνο που πρέπει να φαίνεται ως το χαρακτηριστικό του κράτους. Έτσι, η έκφραση αυτή δεν περιγράφει μόνο την πραγματικότητα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, αλλά μάλλον την τοποθέτησή τους απέναντι στην κρατική εξουσία».
~Bergounioux – Manin, Σοσιαλδημοκρατία ή Συμβιβασμός (La social-democratic ou le compromise), 1979

I

Στο  περιβάλλον της οικονομικής κρίσης, η μνημονιακή συνθήκη και οι αντιστάσεις που γέννησε έφεραν το ελληνικό κράτος σε μία δύσκολα διαχειρίσιμη κατάσταση. Ταυτόχρονα και συμπληρωματικά, η ανάγκη του κεφαλαίου να τονώσει την κερδοφορία του, έπρεπε να περάσει πάνω από τον κόσμο της εργασίας. Η επίθεση που δέχτηκε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής ήταν ολοκληρωτική, με απαραίτητη προϋπόθεση τη δημιουργία ενός κλίματος «έκτακτης ανάγκης», που σκοπό είχε να νομιμοποιήσει στην κοινωνία την επερχόμενη αναδιάρθρωσή της.

Η μνημονιακή επέλαση βρήκε απέναντί της εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου να διαδηλώνει μαχητικά στους δρόμους. Από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 και την επακόλουθη γιγάντωση κάποιων προοδευτικών πολιτικών χώρων, έως και την εκρηκτική τριετία 2010-2012, βασικό χαρακτηριστικό της εποχής είναι η ανάδυση ισχυρών μαζικών εξωθεσμικών κινημάτων. Είτε πρόκειται για το «κίνημα των αγανακτισμένων», με τις προεκτάσεις του στις λαϊκές συνελεύσεις, που συγκροτήθηκε πάνω στην αντιμνημονιακή ρητορική, είτε πρόκειται για πιο τοπικά, και με συγκεκριμένη θεματική, κινήματα, όπως ο αγώνας των κατοίκων στις Σκουριές Χαλκιδικής ενάντια στα μεταλλεία χρυσού, είτε ακόμα και για ολόκληρους πολιτικούς χώρους που επιλέγουν να κινούνται εκτός των κρατικών θεσμών, όπως ο αναρχικός-αντιεξουσιαστικός, που είχε οργανική θέση στις κοινωνικές διεργασίες. Τα κινήματα αυτά από την μία είχαν να αντιμετωπίσουν τη σκληρή καταστολή, και από την άλλη τα ίδια τα όριά τους.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον αναδείχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ, ως «η φωνή της λογικής απέναντι στον παραλογισμό της εποχής», βάζοντας μπροστά το προοδευτικό, και ταυτόχρονα αντιστασιακό προφίλ του. Έχοντας συμμετάσχει ενεργά στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής, κατάφερε να κεφαλαιοποιήσει τη συμμετοχή του ελέγχοντας και εν τέλει αφομοιώνοντας τις πολύπλευρες κοινωνικές αντιστάσεις. Χτίζοντας ένα αντιμνημονιακό, κατ’ επίφαση αριστερό και ριζοσπαστικό, επικοινωνιακό προφίλ, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να ανελιχθεί στην εξουσία. Άνοδος που δεν ήταν προϊόν της «ήττας των κινημάτων», όπως κριτικά επισημαίνουν κομμάτια του ευρύτερου ανταγωνιστικού χώρου. Αντιθέτως μέχρι εκεί κατάφερε να μετατοπιστεί η «κοινωνική ισορροπία»· εκεί κατάφερε να αποτυπωθεί μία ολόκληρη κοινωνική δυναμική των προηγούμενων ετών, που συμπεριλάμβανε ανθρώπους από τις κατώτερες έως και τη μεσαία τάξη, και που δεν ήταν απαραιτήτως όλοι προοδευτικών καταβολών. Το σύνθετο αυτό κοινωνικό σώμα κατάφερε να μετατοπιστεί αν όχι αριστερά, τουλάχιστον αντίθετα από τα δεξιά (αν όχι προοδευτικά, τουλάχιστον εναλλακτικά)1. Οι διεργασίες και οι συμβολισμοί που προέκυψαν από τη ζύμωση αυτή, στην οποία συνέδραμαν με τον τρόπο τους όλες οι εμπλεκόμενες πολιτικές δυνάμεις, πέτυχαν μία κοινωνική νοηματοδότηση της «μνημονιακής» δεξιάς σε αντιδιαστολή με την «ανανεωτική αντιμνημονιακή αριστερά» που πρέσβευε ο ΣΥΡΙΖΑ. Η ήττα μπορεί να καταλογιστεί στις πιο ριζοσπαστικές αγωνίστριες και αγωνιστές, όπως και στις πολιτικές δυνάμεις, που ενώ ήθελαν, απέτυχαν να «πάνε το πράγμα λίγο παραπέρα». Συνολικά όμως ο όρος αυτός δεν φαίνεται σκόπιμο να «φορεθεί» σε ολόκληρο το ξεσηκωμένο πλήθος της εποχής. Περισσότερο δόκιμο θα ήταν να μιλήσουμε για την «ήττα των ταραχών», που σφραγίστηκε με την ψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ.

Το νέο μόρφωμα, λοιπόν, που βρέθηκε στα ινία του ελληνικού κράτους πέτυχε κάτι που κανένα από τα προηγούμενα κόμματα, όπως είχαν κατά παράδοση καθιερωθεί, δεν θα μπορούσε να κάνει. Μέσα σε τρία μόλις χρόνια, έδωσε στον ελληνικό καπιταλισμό την απαραίτητη ώθηση ώστε να αυξήσει την κερδοφορία του, φτάνοντας στον σημερινό επικοινωνιακό παροξυσμό που θέλει τη χώρα να «κινείται σε τροχιά ανάπτυξης»· ταυτόχρονα με χειρουργικό τρόπο αναβάθμισε τη δομή του ελληνικού κράτους, και την αντίστοιχη σχέση διαμεσολάβησης που αυτό πρεσβεύει κοινωνικά. Και αν -αφελώς- το παραπάνω φαντάζει αθώο (ή/και καλό) στο μάτι του αναγνώστη, εμείς έχουμε να πούμε πως αυτή είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος.

Πακέτο με την καπιταλιστική ανάπτυξη και την κρατική αναβάθμιση έρχεται μία σειρά μέτρων, μεταρρυθμίσεων, τροποποιήσεων που καθόλου δεν ωφελεί τις καταπιεσμένες και τους εκμεταλλευόμενους. Μέσα σε λιγότερο από τρία χρόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ απορρόφησε όλες τις προηγούμενες κοινωνικές αντιστάσεις, αποσυμπιέζοντάς τες με μέτρα-ψίχουλα. Μπορεί η άνοδός του να μην ήταν προϊόν ήττας, όμως με την ψευδαίσθηση της ύπαρξης ειρηνικού δρόμου προς την «αλλαγή», και την αντίστοιχη ανάθεση διακυβέρνησης (και «ελπίδας») από ένα μεγάλο μέρος της αγωνιζόμενης κοινωνίας, επιτυγχάνεται η οριστική «καταδίκη των κινημάτων». Καταδίκη καταρχάς στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής-κατανάλωσης με το κράτος να αποκαθίσταται ως ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος οργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Μία μεγάλη μερίδα κόσμου που φλέρταρε με την ιδέα μίας διαφορετικής κοινωνίας, και έδωσε μάχες με τις κρατικές δυνάμεις καταστολής, εν τέλει ανέθεσε την ελπίδα της σε ακόμα έναν κομματικό μηχανισμό, παρά στις ίδιες τις δυνάμεις της.

Η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ επισφραγίζει την επιστροφή στην κανονικότητα. Από κει και πέρα, τα θέματα που μπαίνουν στην ατζέντα λίγο αφορούν τις κοινωνικές ανάγκες, τους από τα κάτω και τις όποιες καταπιέσεις δέχονται· δεν θα μπορούσαν άλλωστε. Αυτό που πραγματικά επιτυγχάνεται είναι η -ανενόχλητη πλέον- συνέχιση της προηγούμενης κρατικής πολιτικής (με μικρές παρεκκλίσεις ιδεολογικού χρωματισμού). Το τρίτο μνημόνιο, πολυνομοσχέδια (μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η νομική επίθεση στην απεργία), το νέο ασφαλιστικό, ο νέος σωφρονιστικός και ποινικός κώδικας που τέθηκαν σε διαβούλευση, η μεθοδικότερη και με περισσότερο ζήλο επίθεση στο περιβάλλον με γνώμονα την «αξιοποίηση» (από τις Σκουριές, τον Αχελώο έως τα πάρκα και τους ελάχιστους πνεύμονες πρασίνου της μητρόπολης) είναι μόνο λιγοστά παραδείγματα.

Φτάνοντας λοιπόν στο σήμερα πρέπει να τονίσουμε ότι «έξοδος από τα μνημόνια» δεν σημαίνει ότι όλα τα παραπάνω θα εξαφανιστούν, αλλά πως όλα τα παραπάνω εδραιώνονται, και -προς το παρόν τουλάχιστον- δεν θα έρθουν και χειρότερα. Τα ψήγματα ανάπτυξης που τόσο ευαγγελίζονται δεν αφορούν σε καμία περίπτωση τους καταπιεσμένους και τις εκμεταλλευόμενες, αλλά τα αφεντικά, τους έχοντες, τους προνομιούχους. Όλους αυτούς που με τη δικιά μας εργασία, τον περιορισμό των αναγκών μας, την περίφραξη της καθημερινότητάς μας αυξάνουν τα κέρδη τους.

*

«Στη σφαίρα της πολιτικής η σοσιαλδημοκρατία συνυπολογίζει τις διενέξεις και επιχειρεί να τις χειριστεί, δηλαδή όχι τόσο για να τις εξαλείψει, όσο για να τις οδηγήσει σε διευθετήσεις ανάμεσα στα διάφορα μέρη. Ο χειρισμός μιας διένεξης συνεπάγεται ταυτόχρονα και τη διατήρησή της διότι στο βάθος αυτή είναι απερίσταλτη, ενώ παράλληλα αποφεύγεται η μετατροπή της σε ανοιχτή και βίαιη αντιπαράθεση».
~Bergounioux – Manin, Σοσιαλδημοκρατία ή Συμβιβασμός (La social-democratic ou le compromise), 1979

ΙΙ

Για να αποσυμπιέσει η φούσκα της ελληνικής αγοράς, χρειαζόταν μία «καινοτόμα» προσέγγιση, που θα αξιοποιούσε ό,τι γινόταν, δίνοντας μία «εθνική λύση», αφήνοντας παραπονεμένα όσο το δυνατόν λιγότερα κομμάτια της ντόπιας αστικής τάξης. Διατηρώντας λοιπόν τις ισορροπίες με τον κόσμο του ελληνικού κεφαλαίου, ο ΣΥΡΙΖΑ βάζει μπροστά την «αξιοποίηση»: Με μία πρόχειρη ματιά στη διεθνή αγορά, η καθεμία μπορεί να αντιληφθεί ότι το τουριστικό προϊόν της Ελλάδας (το βασικό εθνικό προϊόν της χώρας δηλαδή) είναι από τα «ισχυρότερα» στον κλάδο παγκοσμίως! Αν λάβουμε υπόψη κάποιες ιδιαιτερότητες συγκεκριμένα της διεθνούς τουριστικής βιομηχανίας, όπως την εξάπλωση και ακραία κοινωνικοποίηση του Airbnb, και τη θέση του ελληνικού κράτους στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, είναι προφανές πως η «λύση» πρέπει να αναζητηθεί μέσα από την -με τα μπούνια- επένδυση στον τουρισμό.

Το χρήμα που έρχεται από «έξω» προς τα «μέσα» είναι πάρα πολύ: Από τη μία πλευρά, έχουμε το ολοένα και αυξανόμενο πλήθος τουριστών που συρρέει στην Ελλάδα και καταναλώνει. Από την άλλη βέβαια, και αυτό είναι σημαντικότερο, υπάρχει πληθώρα ενδιαφερόμενων (κυρίως από το εξωτερικό) από όλες τις κοινωνικές τάξεις που είναι πρόθυμοι να επενδύσουν στην ελληνική τουριστική βιομηχανία, αγοράζοντας ακίνητα, ενισχύοντας ή δημιουργώντας νέες επιχειρήσεις. Η νέα νομοθεσία σε σχέση με τους πλειστηριασμούς έδωσε ώθηση σε αυτόν τον κόσμο, αφού απελευθερώνει κομμάτι της ιδιοκτησίας της στέγης προς όφελος των τραπεζών και του ελληνικού κράτους, το οποίο στη συνέχεια επανατοποθετείται στην αγορά μέσα από τους πλειστηριασμούς. Εμφανίζεται το υποκείμενο του «τουρίστα-επενδυτή», που στην πραγματικότητα απαρτίζεται από επιχειρηματίες (συνήθως από χώρες με υψηλότερους μισθούς ή καλύτερη νομισματική ισοτιμία) που δράττουν την ευκαιρία, ρίχνουν λεφτά στην ελληνική αγορά στέγης, αγοράζοντας οικόπεδα, διαμερίσματα κλπ. σε καλές τιμές (απότοκο της προηγούμενης πτώσης της αξίας των ακινήτων, αλλά και της διαδικασίας των πλειστηριασμών όπου η αρχική τιμή ξεκινά από πολύ χαμηλά). Ειδικά στις περιπτώσεις που γίνεται από έναν ιδιώτη μαζική αγορά ακινήτων, είναι σίγουρο πως αυτά θα αξιοποιηθούν για να καλύψουν νέες ανάγκες της τουριστικής αγοράς. Και σε αυτό δεν ξεχνάμε και την προϋπάρχουσα νομοθεσία σε σχέση με την golden visa που προβλέπει «τη δυνατότητα απόκτησης άδειας διαμονής για πολίτες τρίτων χωρών που θέλουν να επενδύσουν στην Ελλάδα σε ακίνητα», νομοθεσία η οποία αναμένεται να διευρυνθεί μέσα στον χειμώνα και σε άλλους επενδυτικούς τομείς (ομόλογα, προθεσμιακές καταθέσεις κ.α.).

Η εργατική νομοθεσία όπως καθιερώθηκε μέσα από τις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις, με την πλήρη ελαστικοποίηση της εργασίας, τη μείωση των μισθών, την επίθεση στην απεργία και την κοινωνική ασφάλιση, και τόσο άλλα, προφανώς «κολλάει» στο περιβάλλον που περιγράφουμε παραπάνω, τόσο με ειδικό όσο και γενικό τρόπο. Με γενικό, αφού οι συσχετισμοί δυνάμεων στο εργασιακό πεδίο έχουν μετατοπιστεί υπέρ των αφεντικών, με τη σάρωση του άμεσου και του έμμεσου μισθού, και με τις όποιες αντιστάσεις εκδηλώθηκαν να έχουν σχεδόν διαγραφεί από τη συλλογική μνήμη. Με ειδικό, αφού συγκεκριμένα τμήματα των καινούριων νόμων στοχεύουν στην περαιτέρω υποβάθμιση της εργασίας συγκεκριμένα στη βιομηχανία του τουρισμού. Χαρακτηριστική είναι η νομική διεύρυνση της τουριστικής ζώνης χρονικά (κατάργηση της κυριακάτικης αργίας 32 Κυριακές τον χρόνο σε τουριστικές περιοχές) και χωροταξικά (αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος, Ερμού, απόπειρα κήρυξης ολόκληρου του δήμου Χανίων ως τουριστική ζώνη).

Η διογκούμενη οικονομία του τουρισμού φέρνει στο εγχώριο προσκήνιο νέους κεφαλαιοκράτες, που μάλιστα στην πλειοψηφία τους δεν είναι ντόπιοι. Είναι σημαντικό να τονιστεί πως από αυτή τη διαδικασία δεν μένουν «στην απ’ έξω» τα τμήματα του παραδοσιακού ελληνικού κεφαλαίου, με τα οποία προφανώς και ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρεί (και θα συνεχίσει να διατηρεί) στενές σχέσεις: Το μεν κατασκευαστικό επανενεργοποιείται μετά την προηγούμενη περίοδο «βαλτώματος» των επιχειρήσεών του, και το δε εφοπλιστικό έχει το πεδίο να μετατοπίσει κομμάτι των δραστηριοτήτων του σε (επιπλέον) ακτοπλοϊκά δρομολόγια, κρουαζιέρες, εμπόριο.

III

Όταν λέμε αναβάθμιση του κράτους, δεν εννοούμε ενίσχυση των κρατικών υποδομών, κρατικοποιήσεις κλπ. Αυτό που επιχειρεί να πετύχει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ πιο κρίσιμο στην παρούσα φάση. Πρόκειται για μία απόπειρα επιβολής της σχέσης Κράτος, της διαμεσολάβησης δηλαδή κάθε κοινωνικής σχέσης και δραστηριότητας μέσα στην καθημερινότητα από το κράτος και όλα τα θεσμικά παρακλάδια του. Οτιδήποτε λαμβάνει χώρα σε κοινωνικό επίπεδο πρέπει να «προβλέπεται» από το κράτος.

Εκτός από την άμεση-ιδεολογική ανάγκη του να εξελίσσεται ο δημόσιος πολιτικός βίος με «καθαρούς» όρους, η επιθυμία για διαφανείς διαδικασίες αντικατοπτρίζει την ισχυρή κρατική βούληση να παρεμβαίνει, να μεσολαβεί και να πιστοποιεί όλες τις «δημοσίου συμφέροντος» συναλλαγές, οικονομικές και μη. Ενδεικτικές είναι οι τηλεοπτικές άδειες, όπου το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ το αλισβερίσι των πάμπλουτων μεγαλοκαναλαρχών.

Μερικά παραδείγματα μπορούν να αποσαφηνίσουν περαιτέρω τις παραπάνω θέσεις:

  • Μεταναστευτικό: Αυτό που αρχικά έγινε αντιληπτό ως ποινικοποίηση της αλληλεγγύης προς τους μετανάστες που εισερχόντουσαν κατά χιλιάδες τα πρώτα χρόνια της θητείας ΣΥΡΙΖΑ, και μετέπειτα τέθηκε ως ΜΚΟποίηση της αλληλεγγύης, είναι πολύ χαρακτηριστικό στοιχείο. Το κράτος επέλεξε να συνδιαχειριστεί με θεσμούς όπως οι ΜΚΟ, ένα ζήτημα που δεν ήταν προετοιμασμένο να «σηκώσει» από μόνο του, ερχόμενο σε σύγκρουση με τον κόσμο της αλληλεγγύης από τα κάτω.
  • Ενδιαφέρον είναι και το φρέσκο παράδειγμα της χρήσης και διαχείρισης του δημόσιου χώρου, όπως αυτό ενδεικτικά εντοπίζεται στο Πεδίον του Άρεως (πλατεία Πρωτομαγιάς και υπόλοιπο πάρκο) και τον λόφο του Στρέφη. Στις περιπτώσεις του λόφου και της πλατείας Πρωτομαγιάς, το κράτος προτάσσει απλά τη λήψη σχετικής άδειας από τις αρμόδιες υπηρεσίες του δήμου, έναντι της χρήσης αυτών των χώρων αδιαμεσολάβητα. Η κρατική πολιτική δεν είναι πολεμική προς την χρήση αυτών των χώρων από οποιονδήποτε, βάζει όμως ως απαραίτητη προϋπόθεση την αναγνώριση της θεσμικής μεσολάβησης. Για το κράτος δεν είναι πρόβλημα η φασαρία από τις συναυλίες και η ενόχληση των κατοίκων, αλλά η μη αναγνώριση (και νομιμοποίησή) του. Για το υπόλοιπο κομμάτι του Πεδίου, η διαχείριση διαφέρει, καθώς διαφέρει και η κυρίαρχη αφήγηση, που το προβάλλει ως «ακόμα ένα άβατο στο κέντρο της Αθήνας, όπου κυριαρχεί η πρέζα, το σκοτάδι και ο φόβος». Εκεί, η ίδια η παρουσία των δημόσιων κρατικών φορέων, με διοργάνωση εκδηλώσεων κλπ, γίνεται το όχημα για τον πλήρη έλεγχο του χώρου.
    Αλλά και ευρύτερα η περιοχή των Εξαρχείων, με τη δυσκολία φανερής επιτήρησης και αστυνόμευσης, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρόκειται για μία άτυπη συνθήκη που εκτείνεται σε μεγάλο κομμάτι του δημόσιου χώρου, της γειτονιάς δηλαδή, που απαιτεί μία εξίσου άτυπη διαχείριση. Αυτή προκύπτει μέσα από τις σχέσεις που τόσα χρόνια διατηρεί ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα στη γειτονιά, τόσο με πρόσωπα, όσο και με πολιτικούς χώρους, με την υλική και ιδεολογική έννοια του όρου.  Οι επαφές του τοπικού Α.Τ. με τα κυκλώματα της μαφίας συμπληρώνουν το παζλ.
    Αξίζει εδώ να αναφέρουμε και τις ιδιάζουσες περιπτώσεις της Νέας Φιλαδέλφειας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, που η κύρια διαχείρισή τους έχει εκχωρηθεί στους ντόπιους ολιγάρχες (Μελισσανίδης,  Μαρινάκης και Σαββίδης αντίστοιχα), πάντα με τη διακριτική υποστήριξη του κράτους. Δεν χρειάζεται να κοπιάζει ο κρατικός μηχανισμός, αφού οι ντόπιοι ελέγχουν καλύτερα την κατάσταση, αρκεί μία άτυπη συνθηκολόγηση, με εκατέρωθεν συμφέροντα και προνόμια. Σε αντιδιαστολή με αυτές τις περιοχές, υπάρχουν τμήματα της δυτικής Αττικής καθώς και μεγάλοι καταυλισμοί Ρομά, που σήμερα αποτελούν ίσως τις μοναδικές περιοχές στις οποίες το κράτος ακόμα δεν μπορεί να επιβάλλει την παρουσία του.
  • Καινούρια για τα ελληνικά δεδομένα είναι η εισαγωγή της ηλεκτρονικής επιτήρησης σε διάφορους τομείς της καθημερινότητας: Οι οικονομικές συναλλαγές, η μετακίνηση στην αθηναϊκή μητρόπολη, οι επερχόμενες βιομετρικές ταυτότητες κ.α. Επιτυγχάνεται με τα νέα μέτρα αποτελεσματικότερος και καλύτερος έλεγχος της καθημερινότητας χιλιάδων ανθρώπων, ξανά υπό την διακριτική εποπτεία θεσμικών φορέων (διαχείριση), ενώ ταυτόχρονα πιστοποιείται από το κράτος η προστασία των προσωπικών δεδομένων (διαφάνεια).

*

Η συριζαϊκή καταστολή επιχειρεί να χρησιμοποιεί ωμή κατασταλτική βία σε όλο και λιγότερα κομμάτια ανθρώπων που αγωνίζονται με όσο καλύτερο τρόπο. Έτσι, οι «χειρουργικές επεμβάσεις», οι προληπτικές κινήσεις, η καταστολή μέσω του δικαστικού συμπλέγματος έχουν περίοπτη θέση στην καταστολή τα τελευταία χρόνια.

Παρόλα αυτά, η καταστολή αυτού του είδους, πάει χέρι-χέρι με την ωμή καταστολή! Η κατοχή ολόκληρου του χωριού της Λευκίμμης, στην Κέρκυρα, για την ανενόχλητη δημιουργία χώρου ΧΥΤΑ και την επακόλουθη οικολογική καταστροφή της περιοχής με την παρουσία δεκάδων αστυνομικών. Η εισβολή σε σπίτια αγωνιστών/τριών και κατοίκων στις Σταγιάτες του Βόλου, μετά από παρεμβάσεις στο δημοτικό συμβούλιο, όσον αφορά τη διαχείριση του νερού. Οι αμείωτες εκκενώσεις -μερικές φορές και κατεδαφίσεις- καταλήψεων, ή οι εναλλακτικές μορφές καταστολής, όπως τα κοψίματα του ρεύματος/νερού κτλ. Τα πεσίματα των ΜΑΤ στον λόφο του Στρέφη, στην πλατεία Πρωτομαγιάς σε κάθε είδους δημόσια εκδήλωση με σκοπό τη ματαίωσή της. Η κατασταλτική κίνηση ενάντια στον περίπατο εντός του λόφου Φιλοπάππου, λόγω της επερχόμενης προσπάθειας περίφραξης του λόφου. Η περίφραξη κομματιού του λόφου του Στρέφη, αλλά και της πλατείας ταπητουργείου στον Βύρωνα. Οι επιθέσεις των μπάτσων σε συγκεντρώσεις αλληλεγγύης και πορείες με σκοπό συλλήψεις, ξύλο, διάλυση των παρεμβάσεων. Η κίνηση της καταστολής -όπως στα παραπάνω παραδείγματα- είναι διττή. Από τη μία χτυπά τα υποκείμενα που στέκονται χωρίς να περιμένουν κάτι από το κράτος, με σκοπό να τους απομονώσει και προχωρά στον δεύτερο στόχο, που είναι μέσω της καταστολής αυτής να εγκολπωθούν στο κράτος τα αιτήματα των κινημάτων και να οδηγηθούν σε θεσμικές λύσεις.

Συνολικά, το δυνάμωμα της κρατικής παρεμβατικότητας με όρους διαμεσολάβησης, εκτός από την ευρεία νομιμοποίηση του κράτους ως επιτηρητή της κοινωνικής ζωής, δίνει και την αίσθηση της μόνιμης διεξόδου -για όποιο θέμα- μέσα από τα θεσμικά μονοπάτια. Η δυνατότητα που δίνεται της δικαίωσης ενός αιτηματικού αγώνα (π.χ. δικαιώματα ΛΟΑΤΚΙ+) στοχεύει και στην αφομοίωση εντός της κρατικής-κυβερνητικής πολιτικής ολόκληρων τμημάτων του πληθυσμού. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις που άφηναν διέξοδο μόνο μέσα από τον δρόμο της αντίστασης!

IV

Η σεζόν που ξεκίνησε τον περασμένο Σεπτέμβρη θα είναι η πιο έντονη ως προς τον ανταγωνισμό των πολιτικών κομμάτων. Κι αυτό γιατί μέσα στη χρονιά που έρχεται πρέπει να γίνουν 4 διαφορετικές εκλογικές «αναμετρήσεις» (ευρωεκλογές, βουλευτικές, δημοτικές και περιφερειακές εκλογές). Είναι επόμενο πως οτιδήποτε συμβαίνει θα ανάγεται στην κεντρική πολιτική σκηνή, και οι δύο κυρίαρχες δυνάμεις θα κονταροχτυπηθούν, με μομφές, κατηγορίες, δηλώσεις, και άλλα προπαγανδιστικά τρικ να εκτοξεύονται εκατέρωθεν. Συνεχίζοντας τη στρεβλή ρητορική των τελευταίων τριών ετών, το δίπολο που θα «παίξει» θα είναι «Αριστερά vs. Δεξιά».

Η συνθηματολογία που λέει ότι «ίδια είναι τα αφεντικά, δεξιά και αριστερά» είναι σωστή γιατί και στις δύο περιπτώσεις μιλάμε για αφεντικά. Η πολιτική που ακολουθούν όμως διαφέρει, και οφείλουμε να αναγνωρίζουμε τόσο τις διαφορές όσο και τις ομοιότητες. Κατανοώντας αυτό, μπορούμε καταρχάς να βαθύνουμε την ανάλυση και τη σκέψη μας, και στη συνέχεια να συγκροτήσουμε ακριβέστερα την πολεμική μας απέναντι όχι μόνο στις επιφανείς δυνάμεις (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΧΑ, παλιότερα ΠΑΣΟΚ), αλλά σε ολόκληρο το φάσμα της δημοκρατίας. Γιατί, όπως σωστά έχει γραφτεί, η δημοκρατία είναι το πολίτευμα του Κεφαλαίου, και όποιο άτομο φαντάζεται έναν κόσμο χωρίς κράτη, σύνορα, αφεντικά και δούλους, χωρίς πατριαρχία, ομοφοβία, σεξισμό, χωρίς καμία μορφή καταπίεσης και εκμετάλλευσης, πρέπει οπωσδήποτε να βρεθεί απέναντί της.

ΚΑΜΙΑ ΘΕΣΜΙΚΗ-ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΥΤΑΠΑΤΗ ΝΑ ΜΗΝ ΟΡΙΣΕΙ ΤΙΣ ΖΩΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΜΑΣ

1. Δεν παραβλέπουμε πως η εκλογική ενδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ταυτόχρονα με αυτή της Χρυσής Αυγής. Αποτιμώντας όμως τις ταραχές και το «σύνθετο κοινωνικό σώμα» που τις κουβάλησε στις πλάτες του, κρίνουμε πως η αποσάθρωση των κομματικών βάσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, εν μέσω έντονων κοινωνικών διεργασιών περισσότερο ευνόησε των ΣΥΡΙΖΑ, μία δύναμη «όχι αριστερή, αλλά αντίθετη της δεξιάς».