Στη Χιλή βρίσκεται σε εξέλιξη μία εξέγερση που προκλήθηκε από την αύξηση των εισιτηρίων στο μετρό κι εξαπλώθηκε ταχύτατα, στοχοποιώντας ολόκληρο το σύστημα, σε μία χώρα που αποτέλεσε πειραματόζωο για την εφαρμογή της σκληρότερης μορφής νεοφιλελευθερισμού. Η Χιλή χαρακτηρίζεται από ένα κοινωνικο-πολιτικό τοπίο που χαρακτηρίζεται από ακραίες κοινωνικές ανισότητες. Κι ενώ η δεξιά κυβέρνηση κήρυξε κράτος έκτακτης ανάγκης, μέσω ανακοίνωσης απαγόρευσης της κυκλοφορίας των πολιτών στην πρωτεύουσα, κι ο στρατός έκανε περιπολίες στους δρόμους για πρώτη φορά έπειτα από το τέλος της δικτατορίας το 1990, εμείς συναντήσαμε έναν από τους συντρόφους μας στη Χιλή για να συζητήσουμε τα τεκταινόμενα. Μας ανέλυσε τις προκλήσεις που προβάλλει η παρούσα κοινωνική έκρηξη, τη θέση που η ίδια καταλαμβάνει ανάμεσα στις επαναστατικές δράσεις που διεξάγονται στη Νότια Αμερική, τη σύνθεση της εξέγερσης και τις συγκρουσιακές μεθόδους που τίθενται σε εφαρμογή.
Η Χιλή αναβιώνει λαϊκές εξεγέρσεις μεγαλής έντασης, κάτι που έχουμε να δούμε κάποιες δεκαετίες. Τι προκάλεσε την εξέγερση;
Αυτό που ώθησε την εξέγερση ήταν ο αγώνας ενάντια στην αύξηση της τιμής των εισιτηρίων του μετρό στο Σαντιάγο. Ένας δημοσιογράφος της Agence France Presse, που είναι και σπουδαίος ερευνητής, προσφάτως ανακάλυψε πως ο υπόγειος σιδηρόδρομος του Σαντιάγο είναι ο πιο εκτενής της Νοτίου Αμερικής, και πως παράλληλα η πρωτεύουσα αντιμετωπίζει έντονα κυκλοφοριακά προβλήματα στους δρόμους. Θα ήταν πιο σωστό να πούμε πως αυτό το κίνημα, που ξεκίνησε από επισφαλείς φοιτητές και μαθητές λυκείου αποτελεί τυπικό παράδειγμα μίας κατάστασης που έχει αναλύσει η Ιταλική Autonomia Operaria μέσω της έννοιας της «αγωνιστικής έρευνας». Σε μία χρονική συγκυρία που ολόκληρη η πόλη έχει μετατραπεί σε εργοστάσιο, με συνέπεια την άμεση ανάμειξη του αστικού κοινωνικού χώρου στην παραγωγή υπεραξίας, το μόνο λογικό είναι πως η τιμή του μετρό θα μεταβαλλόταν σε κομβικό ζήτημα των κοινωνικών αγώνων. Αναλογιζόμενοι τα κινήματα που εμφανίστηκαν στην Νότια Αμερική τα τελευταία χρόνια, μπορούμε να κάνουμε μία σύγκριση με τους κοινωνικούς αγώνες του Σάο Πάολο το 2013 και να υποθέσουμε ότι δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου δημόσια λεωφορεία στην πόλη. Ομοίως με τη Βραζιλία, το κίνημα αυτό ξεκίνησε από μία ομάδα αγωνιστών που ήταν ανεξάρτητη από συντεχνίες και εργατικά σωματεία, και εξαπλώθηκε από την πρωτεύουσα σε άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας. Στο παράδειγμα της χιλιανής εξέγερσης, το πιο απρόσμενο στοιχείο είναι η ταχύτητα της εξάπλωσης του κινήματος. Την Παρασκευή ξεκίνησε στο Σαντιάγο και το Σάββατο είχε ήδη φτάσει σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας από τον βορρά μέχρι τον νότο.
Πώς ο αγώνας ενάντια στην αύξηση των εισιτηρίων μετατράπηκε σε μία γενικευμένη εξέγερση;
Αυτές οι μορφές σύγχρονου αγώνα, κατά τη διάρκεια των οποίων η ίδια η μητρόπολη μετατρέπεται σε πολιτικό αντικείμενο, παρουσιάζονται με αύξουσα συχνότητα στη Χιλή τα τελευταία χρόνια. Σίγουρα δεν είναι η πρώτη προσπάθεια για να πολιτικοποιηθεί το «δικαίωμα της ζωής στην πόλη», είτε αυτό αφορά το Σαντιάγο είτε κάποιο άλλο μέρος. Άλλοι αγώνες έχουν ήδη διεξαχθεί, με παρόμοια αποτελέσματα. Με τον ίδιο τρόπο, οι εξεγερσιακές πρακτικές δεν είναι κάτι νέο εδώ. Και ας μην ξεχνάμε το κουράγιο τον φεμινιστριών ακτιβιστριών στο πρόσωπο της αστυνομικής καταστολής, κατά τη διάρκεια του κινήματος το 2018 και κατά την πορεία της 8ης Μαρτίου φέτος. Ένας από τους λόγους που παρατηρούμε μία κοινωνική έκρηξη τέτοιου μεγέθους αυτή την ώρα, είναι, κατά την άποψή μου, οι νέες πιο επιθετικές μορφές αγώνα που αναπτύχθηκαν στο Σαντιάγο από την πρώτη μέρα.
Ποιες μορφές αγώνα εφαρμόζονται;
Το κίνημα ξεκίνησε με την ιδέα μίας «μαζικής απάτης» σε αρκετούς σταθμούς του μετρό στο Σαντιάγο ως μέσο επίκρισης της αύξησης της τιμής εισιτηρίου. Η ιδέα είναι απλή και φυσικά μας θυμίζει τις πρακτικές της ιταλικής Settanta: αν τα εισιτήρια γίνουν πολύ ακριβά, δεν θα πληρώνουμε γι’ αυτά και θα εισβάλλουμε στους σταθμούς κατά εκατοντάδες ούτως ώστε κανένας φρουρός ασφαλείας να μην μπορεί να εμποδίσει την είσοδό μας. Αλλά στο πρόσωπο της καταστολής, η τακτική αυτή γρήγορα μετατράπηκε σε σαμποτάζ και ρήξη. Πινακίδες με πληροφορίες, μηχανήματα έκδοσης εισιτηρίων, πίνακες προβολής ενημερώσεων και σπασμένες οθόνες πετάχτηκαν πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές. Έπειτα, ανάφτηκαν φωτιές στους σταθμούς των τρένων και σε αρκετά λεωφορεία.
Η μετάβαση στο σαμποτάζ από την πρώιμη δράση μαζικής εισροής ατόμων στους σταθμούς, διαφαίνεται ξεκάθαρα στο σκεπτικό των διαδηλωτών: εάν αποκλειστούν οι περισσότερο επισφαλείς χρήστες του μετρό και εάν το μετρό δεν είναι πλέον προς χρήση όλων, τότε δεν θα πρέπει να είναι για κανέναν και πρέπει να καταστραφεί. Η απόρριψη του περιορισμού των επιλογών των ανθρώπων οδηγεί άμεσα στο σαμποτάζ. Από εκείνη τη στιγμή άρχισαν όλα. Οι δράσεις της αστυνομίας εναντίον των διαμαρτυρόμενων στους σταθμούς προκάλεσε κοινωνική αναταραχή. Τα επεισόδια οδήγησαν σε επιθέσεις και πλιάτσικο σε σουπερμάρκετ. Οι διαδηλώσεις της επόμενης μέρας που διεξήχθησαν σε διάφορες πόλεις της χώρας, ώθησαν σε περαιτέρω αναταραχές και πλιάτσικο, γεγονότα στα οποία η κυβέρνηση ανταποκρίθηκε με την επιβολή κράτους εκτάκτου ανάγκης σε όλες τις πόλεις. Αργότερα, εκδόθηκε διάταγμα απαγόρευσης κυκλοφορίας από τον στρατό.
Ποιες κατασταλτικές μεθόδους εφάρμοσε το κράτος;
Αυτό αποτελεί μία από τις πιο απροσδόκητες πτυχές της εξέγερσης σε σχέση με την ταχύτητα της εξάπλωσής της. Με την ανακοίνωση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης και με την εφαρμογή μίας μιλιταριστικής απαγόρευσης κυκλοφορίας, ο δεξιός πρόεδρος Piñera ανέθεσε άμεσα την αποκατάσταση της τάξης στον στρατό και όχι στην αστυνομία. Σε μία χώρα όπως η Χιλή, που θα στιγματίζεται πάντοτε από τα 15 χρόνια της δικτατορίας του Πινοσέτ, αυτό είχε ένα πολύ ιδιαίτερο νόημα. Μου φαίνεται πως αυτή είναι μία επικίνδυνη επιλογή επειδή τα δικαιώματα στη Χιλή, όπως και στις περισσότερες μετα-δικτατορικές δημοκρατίες, απορρέουν της πρώην δικτατορίας. Όπως οι πολιτικοί του Λαϊκού Κόμματος στην Ισπανία είναι πρώην φρανκιστές που, κατά την πτώση της δικτατορίας, ξαφνικά μετατράπηκαν σε συντηρητικούς δημοκράτες, έτσι και το χιλιανό δεξιό κόμμα είναι ουσιαστικά φτιαγμένο από πρώην πινοσετικούς, που κατά την πτώση του καθεστώτος, ξαφνικά ανακάλυψαν πως τώρα ήταν συντηρητικοί δημοκράτες.
Κάποιοι από τους υπουργούς του Πινιέρα ηγήθηκαν του «Ναι» στο δημοψήφισμα του 1988, υποστηρίζοντας τη συνέχιση της δικτατορίας του Πινοσέτ. Με βάση αυτή την ιστορική οπτική, η χρήση του στρατού έγινε μέσα σε ένα πλαίσιο απειλής ενάντια στον κόσμο, όχι μόνο μέσω της εφαρμογής των πραξικοπηματικών μεθόδων του 1973 αλλά ενεργώντας καταφανώς σε ένα πραξικοπηματικό συγκείμενο. Αυτό όμως είναι επικίνδυνο για τη δεξιά, επειδή, όπως και στην Ισπανία, έχει υπάρξει κάποιου είδους συμφωνία ανάμεσα σε πρώην πινοσετικούς και αριστερούς: η δεξιά σταμάτησε να είναι φασιστική και θέλησε να μοιραστεί την εξουσία με την αριστερά στα τέλη του ’80. Παράλληλα, η αριστερά σταμάτησε να είναι επαναστατική και άφησε όλα τα σχέδιά της για άσκηση διώξεων σε σχέση με τα εγκλήματα πολέμου που τελέστηκαν κατά την περίοδο της δικτατορίας. Επίσης, αποδέχτηκε το Πινοσετικό Σύνταγμα, που είναι μέχρι και σήμερα σε ισχύ.
Η χρήση του στρατού σημαίνει κατάργηση της συμφωνίας, ανατρέποντας τις προαναφερθείσες υποκριτικές στάσεις που οδήγησαν στην ψευδαίσθηση ότι έχει υπάρξει κάποια ουσιώδης δημοκρατική μεταμόρφωση της δεξιάς στη Χιλή. Για να κερδίσει όμως με αυτή τη στρατηγική, η κυβερνώσα δεξιά προσπαθεί να παρουσιάσει τον εαυτό της ως μία διαμεσολαβητική παρουσία ανάμεσα στους διαδηλωτές και τους «αξιοπρεπείς πολίτες», με άλλα λόγια δηλαδή να ποινικοποιήσει την εξέγερση. Το κράτος δεν είναι διατεθειμένο να δει πώς η μακρόχρονη αδικία που επηρεάζει ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού θα διαμορφώσει τις δράσεις των διαδηλωτών, γι’ αυτό και το μετατρέπει σε ένα απλό ζήτημα παραβατικότητας, θυμίζοντάς μας τη στάση του Σαρκοζί όταν είχαν γίνει οι εξεγέρσεις στα γαλλικά προάστια το 2005. Κρίνω πως αυτή είναι μία απόφαση μεγάλου ρίσκου για την κυβέρνηση σε μία τόσο άνιση χώρα, αλλά με την ανάλογη μιντιακή προπαγάνδα ίσως καταστεί αποτελεσματική για ένα μικρό χρονικό διάστημα.
Ποια κομμάτια της κοινωνίας έχουν κινητοποιηθεί;
Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση βοηθάει να κατανοήσουμε σε βάθος την κατασταλτική στρατηγική του κράτους. Όπως και σε άλλα παραδείγματα σύγχρονων εξεγέρσεων, το κίνημα είναι διαταξικό. Προς το παρόν, περιλαμβάνει την προοδευτική μεσαία τάξη, τους εργάτες, τους επισφαλείς εργαζομένους, τους μαθητές, τους φοιτητές και το λούμπεν προλεταριάτο. Και αυτή η πραγματικότητα, τυπική σε πολλές λατινοαμερικάνικες χώρες, είναι καθοριστική για το κίνημα και όσον αφορά τη ραγδαία εξάπλωσή του αλλά και τη μιλιταριστική καταστολή με την οποία έρχεται αντιμέτωπο. Η εξέγερση ξεκίνησε μέσω νεαρών ατόμων που η ζωή τους καθορίζεται άμεσα από συνθήκες επισφάλειας, φοιτητές και μαθητές. Αυτοί στηρίζονται από την αριστερή μεσαία τάξη και ένα παραδοσιακά αγωνιστικό εργατικό κίνημα. Κατά τη γνώμη μου, η παρουσία ή απουσία της δράσης των οργανωμένων εργατών θα καταστεί κρίσιμη για την αντιμετώπιση της απόπειρας ποινικοποίησης και αποπολιτικοποίησης της εξέγερσης από τη δεξιά.
Η νίκη ενός ήδη ιστορικού κινήματος πιθανώς να εξαρτάται από αυτό. Η απουσία ή παρουσία άλλων αγωνιζόμενων δικτύων θα είναι επίσης αποφασιστική και με αυτό αναφέρομαι σε συγκεκριμένες φεμινιστικές ομάδες και αγωνιστές Μαπούτσε ή τους υποστηρικτές αυτών. (Σημ: οι Μαπούτσε είναι η κύρια κοινότητα αυτόχθονων ανθρώπων που πάντοτε βρισκόταν σε σύγκρουση με το χιλιανό κράτος, αφού πάλευε για την αναγνώριση των δικαιωμάτων τους και ενάντια στην απαλλοτρίωση της γης τους). Μία από τις ιδιομορφίες της Λατινικής Αμερικής, είναι η ύπαρξη ενός λούμπεν προλεταριάτου με τη μαρξιστική έννοια, ή ενός «υπο-προλεταριάτου» όπως ορίστηκε από τον Παζολίνι, μία κοινωνική τάξη φτωχότερη από τους εργάτες λόγω του αποκλεισμού της από ένα σταθερό μισθολογικό σύστημα. Ο όρος «κουρέλια» χρησιμοποιείται συχνά στη Χιλή για να τους περιγράψει και όχι μόνο από μαρξιστές. Είναι φυσικά μειωτικός ο όρος αυτός. Η προσπάθεια ποινικοποίησης της εξέγερσης και του πλιάτσικου από τη δεξιά στοχεύει στην ανάδειξη κάποιας αντίθεσης ανάμεσα στους «αξιοπρεπείς, σκληρά εργαζόμενους πολίτες» από τη μία, και τους επισφαλώς εργαζομένους, τους φοιτητές, τους μαθητές και τα «κουρέλια» από την άλλη.
Πιστεύω πως σ’ αυτή την αντίθεση στοχεύει η στρατηγική της δεξιάς με την εγκληματοποίηση του κινήματος και την εντατικοποίηση μίας εσωτερικής ρήξης της εργατικής τάξης, που είναι και ο μοναδικός τρόπος να ξεφορτωθεί την εξέγερση. Η σημασία αυτού του ζητήματος και η πολυπλοκότητά του δεν πρέπει να υποτιμηθεί.
Από την οπτική της κοινωνικής συνείδησης, οι τεράστιες διαφορές ανάμεσα στο προλεταριάτο και το υπο-προλεταριάτο στη Χιλή είναι ανάλογες των διαφορών που εντοπίζονται ανάμεσα στους εργάτες και τους διευθυντές τους στην Ευρώπη. Ένας προλετάριος αισθάνεται στην κοινωνική συνειδητότητα του ίδιου του εαυτού του, πως απέχει πολύ από έναν υποπρολετάριο, με τον ίδιο τρόπο που ένας μηχανικός θα ένιωθε για τον διευθυντή του. Υπάρχει η ίδια παρεξήγηση μεταξύ τους και συχνά παρατηρείται ο ίδιος ταξικός ρατσισμός. Με εξαίρεση, και αυτό δυσχεραίνει την ανάλυσή μας, πως σε μία νεοφιλελεύθερη χώρα που η εργασία δεν λαμβάνει καμία κοινωνική προστασία, το σύνορο ανάμεσα στα δύο αυτά κομμάτια της κοινωνίας συχνά καθίσταται θολό. Μπορεί από προλετάριος να μετατραπείς άμεσα σε υποπρολετάριο έπειτα από μία απόλυση ή να γεννηθείς υποπρολετάριος και βρίσκοντας μόνιμη εργασία σε ένα εργοστάσιο να γίνεις προλετάριος. Ως αποτέλεσμα, στις εργατικές τάξεις συχνά κάποιος είναι υποπρολετάριος κάποιου άλλου. Κάποιες εργατικές συνοικίες κατακλύζονται από φόβο από την πιθανότητα της μετοίκησης υποπρολετάριων στη γειτονιά, έχοντας αναπτύξει φοβία για τους «προλετάριους» που θεωρούν πως είναι κάποιοι άλλοι, αδυνατώντας να έχουν έστω μία υποτυπώδη ταξική συνείδηση.
Το μόνο σίγουρο, είναι πως το πλιάτσικο αποτελεί κοινή πρακτική των υποπρολετάριων της Λατινικής Αμερικής, φαινόμενο που συναντάται και στις Η.Π.Α.. Γνωρίζοντας πως η μεταπώληση κλεμμένων συσκευών δύναται να αποδώσει ένα ποσό μεγαλύτερο από τον μέσο μισθό στη Χιλή, μπορείς γρήγορα να μαντέψεις τον λόγο πίσω από τη διάδοση της πρακτικής. Η πράξη αυτή από μόνη της δεν είναι κάτι που σχετίζεται απαραίτητα με κοινωνικές αναταραχές. Είναι κάτι που παρατηρείται, για παράδειγμα, κάθε φορά που γίνεται μπλακάουτ λόγω σεισμού. Σε μία κατάσταση φυσικής καταστροφής, το κράτος είθισται να κηρύσσει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για να εμποδίσει αυτές τις κλοπές, όπως έκανε και τώρα. Αυτή είναι η τακτική της δεξιάς: να κάνει τους ανθρώπους να πιστέψουν πως το περιεχόμενο αυτής της λαϊκής και αυθόρμητης εξέγερσης δεν υπερβαίνει το κενό νοήματος μίας φυσικής καταστροφής. Και γι’ αυτό τον λόγο προτείνει ως λύση να τιμωρηθούν όσοι έκλεψαν κάποια τηλεόραση ή έκαναν εμπρησμούς σε σούπερ μάρκετ. Όμως ο σεισμός αυτός είναι κοινωνικός. Οι τεκτονικές πλάκες που συγκρούονται αφορούν την ανταγωνιστική σχέση των τάξεων.
Ποια είναι τα συνθήματα που έφεραν κοντά τους ανθρώπους;
Τα συνθήματα για την αύξηση των τιμών στο μετρό αντικαταστάθηκαν πολύ γρήγορα με μία γενικότερη κριτική ως προς το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα, πολύ πριν η κυβέρνηση αποσύρει την εν λόγω αύξηση για να καθησυχάσει τον κόσμο. Αυτό μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την εθνική διάσταση του κινήματος, επειδή μετρό υπάρχει μόνο στο Σαντιάγο και το Βαλπαραΐσο και όχι σε άλλες πόλεις της χώρας. Το πολύ απλό γεγονός ότι αυτός ο αγώνας έχει εξαπλωθεί σε όλες τις μεγάλες πόλεις μέσα σε 24 ώρες, δείχνει πως οι άνθρωποι αναγνώρισαν άμεσα τις συνέπειες της τιμολογικής αύξησης των εισιτηρίων στην καθημερινότητά τους. Κατάλαβαν άμεσα πως αυτό ήταν ακόμα ένα φαινόμενο της εκμετάλλευσης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που έχει κυριαρχήσει σε όλες τις όψεις της ζωής στη χώρα έπειτα από την πτώση του Αλιέντε. Αυτό είναι σημαντικό γιατί εισηγείται μία κοινή αντίληψη της έννοιας της εκμετάλλευσης, παρά τις διαφορές στον τρόπο ζωής και την κουλτούρα σε μία τόσο αχανή χώρα που εκτείνεται από την έρημο στα βόρεια μέχρι την Αρκτική στα νότια. Ακόμα, όπως και στη Γαλλία, η Χιλή είναι μία χώρα με έντονη κεντροποίηση, χωρίς όμως να παρατηρούνται ιδιαίτερες διαφορές από την πρωτεύουσα στην επαρχία. Εν αντιθέσει, οι επαρχιακές περιοχές αναπαρήγαγαν άμεσα το κίνημα στο δικό τους επίπεδο. Γι’ αυτό βλέπουμε την ύπαρξη μίας κοινής ταξικής συνείδησης των καταπιεσμένων στην κοινωνική τους πολυμορφία και αντιθέσεις, που διασχίζει ολόκληρη τη χώρα. Η εξέγερση ήταν σίγουρα δυνατή σε όλες τις μεγάλες πόλεις: Βαλπαραΐσο, Κονσεψιόν, Βαλβίδια, κλπ, αλλά ιδιαίτερα σε πόλεις του Βορρά όπως η Ικίκε και Αντοφαγάστα, που κατατάσσονται στις πιο φτωχές περιοχές της χώρας. Τα κοινά συνθήματα έπειτα από τις δράσεις στον υπόγειο σιδηρόδρομο του Σαντιάγο, εκφράζουν μία γενικότερη κριτική και απόρριψη απέναντι στον χιλιανό νεοφιλελευθερισμό, και τη στέρηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας για τη διατήρηση των συμφερόντων της ελίτ. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να ασκηθεί κριτική στο νεοφιλελεύθερο σύστημα: κοινωνική αδικία, ραγδαία ανισότητα στην υγεία, νεποτισμός, διαφθορά, εργασιακή επισφάλεια, οικονομική εκμετάλλευση, εξορυκτικές δραστηριότητες που καταστρέφουν τη φύση αφήνοντας πίσω ερείπια, κ.α..
Το νεοφιλελεύθερο σύστημα στη Χιλή και το πολιτικό σύστημα που δημιουργήθηκε με την επαναφορά της δημοκρατίας έχουν απορριφθεί από τους ανθρώπους. Ένα από τα πιο περιγραφικά συνθήματα είναι το εξής: “No es por 30 pesos, es por 30 años”. Δηλαδή «Αυτό δεν έχει να κάνει με τα 30 πέσος, αλλά με τα 30 χρόνια». Τριάντα χρόνια έχουν περάσει από το 1989, την επιστροφή στη δημοκρατία και τη συμφωνία ανάμεσα σε πρώην πινοσετικούς και την αριστερά που ήδη προανέφερα. Πράγματι, ασκείται κριτική σε ένα πολιτικο-οικονομικό σύστημα. Ένα άλλο ιδιαίτερα καλό σύνθημα που ακούμε στους δρόμους είναι: “nos quitaron tanto que nos quitaron hasta el miedo” δηλαδή «μας έκλεψαν τα πάντα, ακόμα και τον φόβο». Κάποιοι μεγαλύτεροι σε ηλικία το εξηγούν: ευχαριστούν τους νέους για την εξέγερσή τους και την απώλεια του φόβου σε ένα μετα-δικτατορικό σύστημα που παρέλυσε την προηγούμενη γενιά. Αυτός ο φόβος, που έχασαν οι νέοι, κινητοποιεί το στρατό. Από τη στιγμή που η στρατιωτική δικτατορία είναι ένα μαζικό ψυχολογικό τραύμα, η χρήση του στρατού ενάντια στους διαδηλωτές είναι μία απόπειρα αφύπνισής αυτού του τραύματος, για να αναβιώσουν τον φόβο και τη λογοκρισία. Σήμερα, οι άνθρωποι που στέκονται στα μπαλκόνια έχουν αντιδράσει σ’ αυτούς τους φόβους με τον ίδιο τρόπο που έκαναν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας το 1980: με το «cacerolazo», μία συναυλία από κρουόμενα τηγάνια και κατσαρόλες, που περνάει από το ένα κτίριο στο επόμενο και δίνει στο στρατό να καταλάβει πως ακόμα κι αν δεν επιτρέπεται να βγεις από το σπίτι σου κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης κυκλοφορίας, μπορείς να εκφράσεις την αντίθεσή σου με το καθεστώς και να στηρίξεις τους διαδηλωτές στον δρόμο.
Ποιες είναι κάποιες πιθανές οργανωτικές δυνάμεις μέσα στην εξέγερση; Πού τοποθετούνται τα αριστερά κόμματα, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι επαναστατικές ομάδες;
Εκτός από μαθητές, φοιτητές και επισφαλείς αγωνιστές στην καρδιά του κινήματος, οι υπόλοιπες παρατάξεις που σχετίζονται με το εργατικό κίνημα φαίνεται πως ζουν σε θεωρητικούς κόσμους και δεν μπορούν να αντιληφθούν την πιθανότητα μίας εξεγερσιακής πραγματικότητας. Είναι πολύ πιθανόν οι διοργανωτές των πρώιμων δράσεων να θεωρούν τα γεγονότα που εκτυλίσσονται τώρα υπερβολικά. Ακόμα κι αυτοί που ήθελαν τη δημιουργία του κινήματος μπορεί να μην φαντάζονταν τις συνέπειές του. Όμως υπάρχει ένα σημαντικό σημείο που απορρέει από τα προαναφερθέντα και είναι σημαντικό να σταθούμε σε αυτό: η σοσιαλδημοκρατική αριστερά, που συνδημιούργησε και συνδιαχειρίστηκε την μετα-δικτατορική Χιλή, αγνοήθηκε τόσο όσο και η δεξιά. Ακόμα και οι αριστεροί ψηφοφόροι το λένε: αυτό που οδήγησε στην εκλογική νίκη του Piñera ήταν η μετριότητα των μεταρρυθμίσεων της Bachelet. Οι σοσιαλδημοκράτες είναι συνυπεύθυνοι για την παρούσα κοινωνική καταστροφή.
Πώς η Χιλιανή εξέγερση σχετίζεται με τους μαζικούς αγώνες που διεξάγονται στην υπόλοιπη Λατινική Αμερική;
Αυτό το σημείο είναι πολύ σημαντικό και μας δίνει μία ιδέα της δυναμικής των αγώνων σε ένα παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Είναι γνωστό εδώ και κάποια χρόνια ότι οι συγκρούσεις δεν αναπτύσσονται με βάση κάποιο μοντέλο εξάπλωσης. Δεν διαχέονται σαν κάποιου είδους υγρό πάνω σε μία ουδέτερη επιφάνεια, αλλά ταξιδεύουν από τη μία χώρα στην άλλη, όπως οι αρμονίες στη μουσική. Είναι βέβαιο πως η εξέγερση στο Εκουαδόρ αποτελεί ένα κρίσιμο στοιχείο του χιλιανού κινήματος. Μέσα σε μόνο μία εβδομάδα, οι κινητοποιημένοι Εκουαδοριανοί απέτρεψαν την αύξηση στην τιμή της βενζίνης που απαιτούσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Δεδομένης της έκτασης της κυριαρχίας του ΔΝΤ στη Λατινική Αμερική, και ιδίως στη Χιλή, αυτή η εκουαδοριανή νίκη εξέπληξε πολλούς ανθρώπους στην ήπειρο και πιθανώς να έδωσε κουράγιο στους Χιλιανούς και συνειδητά και υποσυνείδητα. Η ταξική σύνθεση, το επίπεδο ζωής και το πολιτικο-οικονομικό σύστημα του Εκουαδόρ διαφέρουν σημαντικά σε σχέση με τη Χιλή. Η σημασία των αυτόχθονων κοινοτήτων που απαρτίζουν το 35% του πληθυσμού και έχουν κοινωνική οργάνωση, δεν μπορεί να συγκριθεί με την κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι Μαπούτσε στη Χιλή, για παράδειγμα.
Το Εκουαδόρ έχει δείξει πως ένας επιθετικός αγώνας, που κινείται έξω από τις κομματικές οργανώσεις της αριστεράς ή ακόμα κι ενάντια σε αυτές, μπορεί να φέρει τη νίκη. Επίσης στο Εκουαδόρ, μία συμμαχία διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, στην οποία συμμετείχαν επαρχιακές κοινότητες αυτόχθονων, μαθητές, φοιτητές, οργανωμένα κομμάτια της εργατικής τάξης, κλπ. στέφθηκε με επιτυχία. Και πιστεύω πως αυτή η λογική ενότητας διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, πέρα από τις εσωτερικές αντιθέσεις της εργατικής τάξης, είναι υπαρκτή στο μυαλό των Χιλιανών αγωνιστών. Είναι ακριβώς αυτή η ταξική συμμαχία που θέλει να διαλύσει τη δεξιά, τις ποινικοποιήσεις της και την προσπάθειά της να διαχωρίσει την εργατική τάξη ανάμεσα σε προλετάριους, υπο-προλετάριους και επισφαλείς εργάτες, φοιτητές, μαθητές κλπ. Ως αποτέλεσμα η πρόκληση με την οποία έρχονται αντιμέτωποι οι Χιλιανοί είναι πολύ μεγάλη. Μία βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη νίκη ή ήττα των εξεγερμένων θα είχε άμεσο αντίκτυπο σε μία ολόκληρη ήπειρο. Ως ένα σημείο, η αποτροπή του μέτρου για αύξηση των εισιτηρίων στο μετρό αποτελεί μία περιορισμένη, όμως πραγματική νίκη. Οι κοινωνικές ήττες είναι τόσο εκτεταμένες στη Λατινική Αμερική (και αλλού) που καμία νίκη δεν είναι αρκετή. Απομένει να δούμε εάν μία νίκη στις τακτικές μπορεί να οδηγήσει σε μία στρατηγική νίκη.
Η χιλιανή αστική τάξη είναι γνώστης όλων αυτών. Σίγουρα είναι μία τάξη που δεν συνάντησε δυσκολίες στην κατάκτηση της εξουσίας και στη διαμόρφωση ενός γόνιμου εδάφους για την άσκηση αυτής της εξουσίας, γνωρίζει όμως πως η τύχη της εκουαδοριανής αντίστασης έφερε τη Χιλή στο μέτωπο των κοινωνικών αγώνων. Οι μπουρζουάδες δεν παλεύουν μόνο για τον εαυτό τους αλλά για την τάξη τους και τους συμμάχους τους σε ολόκληρη την ήπειρο. Φανταστείτε ένα κίνημα ανάλογου βεληνεκούς να εμφανιστεί αύριο στην Αργεντινή ή τη Βραζιλία ενάντια στον Μπολσονάρο. Η χιλιανή αστική τάξη πρέπει να αποτρέψει κάτι τέτοιο και ο Πινιέρα το έχει ξεκαθαρίσει στην προπαγάνδα του ενάντια στην παραβατικότητα: «Βρισκόμαστε σε πόλεμο με ένα πολύ δυνατό εχθρό(…) και αυτή τη μάχη δεν πρέπει να τη χάσουμε».
Με τη διαφορά ότι ο εχθρός που κατονομάζει δεν είναι οι εκμεταλλευόμενες και καταληστευμένες εργατικές τάξεις, αλλά μία φανταστική «εγκληματική οργάνωση» που δύναται να δικαιολογήσει τις δράσεις του κράτους. Όσο καλύτερα επινοήσουμε ένα ταιριαστό και θρυλικό εχθρό, τόσο περισσότερο θα πείσουμε τους εαυτούς μας για την αναγκαιότητα διεξαγωγής κοινωνικού πολέμου. Στις περιπτώσεις που εγκληματικές οργανώσεις έχουν καταφέρει να κυριαρχήσουν σε μία χώρα, κι όχι απλά να κλέβουν οικιακές συσκευές κατά τη διάρκεια κάποιας συσκότισης, όπως για παράδειγμα στο Μεξικό, το κράτος συμπεριφέρεται εμφανώς πιο συνεσταλμένα.
Ποιες πιστεύεις πως είναι κάποιες πιθανές συνέπειες αυτής της κινητοποίησης;
Ο αγώνας συνεχίζεται και είναι πολύ δύσκολο να προβλέψει κανείς κάποιο αποτέλεσμα. Αυτό εξαρτάται από παράγοντες που παραμένουν ακαθόριστοι. Αυτό που παραμένει αμετάβλητο είναι το μέγεθος της καταστολής που στοχεύει ξεκάθαρα στον εκφοβισμό. Κι ενώ διάφοροι δημοσιογράφοι λένε υποκριτικά πως καταδικάζουν τη μαζική βία, προσποιούμενοι πως υποστηρίζουν τη νομιμότητα των ειρηνικών δράσεων, κανένας από αυτούς δεν έχει δείξει και δεν έχει κάνει ρεπορτάζ για τον τρόπο που διάφορες ειρηνικές διαμαρτυρίες και καταλήψεις καταστάλθηκαν από την αστυνομία πριν καν εκδοθεί η απαγόρευση κυκλοφορίας. Ευτυχώς, η πληροφόρηση βασίζεται πλέον στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά δεν είναι σίγουρο εάν αυτό αρκεί. Όσον αφορά το μέλλον, παραθέτω τα λόγια του Μπρετόν: «Ελπίζουμε να συμβάλουμε στην επίλυση ενός άλυτου προβλήματος»
Πηγή:
Μετάφραση: Blackcat