Η πανδημία σιγά σιγά από ευκαιρία, εξελίσσεται σε ευτυχία για τον καπιταλισμό και το πολιτικό του προσωπικό. Στο κατώφλι της νέας οικονομικής κρίσης, η οποία διαφαίνεται ήδη ότι θα ξεπεράσει την προηγούμενη, κράτος και αφεντικά κάνουν πάρτυ, προσπαθώντας να διαφυλάξουν όσο περισσότερο μπορούν τα κέρδη τους. Και όπως πάντα, καλούν την εργατική τάξη να βάλει πλάτη σε όλο αυτό, για να έχουμε την υγειά μας. Περικοπές δώρων, μειώσεις μισθών, απλήρωτες υπερωρίες, τηλεργασία σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της χώρας με τον εξοπλισμό του εργαζόμενου, είναι μόνο λίγες από τις νέες κρατικές ρυθμίσεις για τη «διάσωση της οικονομίας από τον φονικό ιό». Παράλληλα, οι κουμπαριές, τα κολλητηλίκια και τα ρουσφέτια στη γαλάζια πολυκατοικία καλά κρατούν. Δεν ξεχνάμε τα δωράκια εκατομμυρίων στους καναλάρχες, τα σκοιλ ελικίκου, τις μάσκες-αλεξίπτωτα, τις ζαρντινιέρες των 500 ευρώ στην Πανεπιστημίου κ.α.
Για να γυρίσουμε όμως στα δικά μας.
Πώς επηρέασε ο κορωνοϊός την εκπαίδευση και τα εργασιακά μας δικαιώματά;
Τηλεκπαίδευση
Αρχικά, ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα που δέχτηκε ο κλάδος, αλλά και η δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση αυτή καθ’ αυτή ήταν και είναι η λεγόμενη τηλεκπαίδευση.
Από τη δημιουργική ασάφεια των εγκυκλίων τον περασμένο Μάρτη έως την ασαφή υποχρεωτικότητά της τον Σεπτέμβρη, η τηλεκπαίδευση ήταν και θα είναι ο μοχλός καταστρατήγησης του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης (άρθρο 16, παρ. 4 του Συντάγματος). Διότι δεν είναι δυνατόν να θεσμοθετείται τηλεκπαίδευση για όλους τους μαθητές-τριες της χώρας και όλο το εκπαιδευτικό προσωπικό, χωρίς να παρέχεται ταυτόχρονα σε όλους αυτούς ο απαραίτητος τεχνολογικός εξοπλισμός, αλλά και δωρεάν ίντερνετ. Αυτομάτως δηλαδή, όποιος δεν έχει πρόσβαση σε υπολογιστή πετιέται εκτός του δημόσιου σχολείου. Και μάλιστα, πλέον και με απουσία, βάσει της τελευταίας απεργοσπαστικής νομοθετικής ρύθμισης του υπουργείου, που ωθούσε τους συναδέλφους μας στη Δευτεροβάθμια να γίνουν οι ρουφιάνοι των μαθητών τους που αγωνίζονται.
Επόμενη απειλή που φέρνει η τηλεκπαίδευση είναι η τυπική ή άτυπη αξιολόγηση του εκπαιδευτικού μέσω αυτής. Τα προσωπικά μας δεδομένα και η παιδαγωγική ελευθερία δέχονται άμεση επίθεση, από τη στιγμή που τα περιεχόμενα επικοινωνίας μας με τους μαθητές μας, αλλά και το παρουσιολόγιό μας μπορούν πολύ εύκολα να είναι προσβάσιμα στον γονέα, τον διευθυντή, τον σύμβουλο, το υπουργείο. Τον περασμένο Μάρτη πήραμε μια γεύση διευθυντικής αυθαιρεσίας με αφορμή την τηλεκπαίδευση τόσο στα Χανιά, όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Τρίτος και βασικός άξονας της τηλεκπαίδευσης είναι ότι όχι απλά ήρθε για να μείνει, αλλά ότι θα χρησιμοποιείται δια πάσαν νόσον. Από την καταστρατήγηση των αδειών των εκπαιδευτικών (βλ. ευπαθείς ομάδες-που κλήθηκαν ως εθελοντές να διδάξουν μέσω τηλεκπαίδευσης), την εξ’ αποστάσεως διδασκαλία σε δυσπρόσιτα μέρη (βλ. ειδικότητες στη Γαύδο, που την εφαρμόζουν και πριν τον covid) μέχρι και την ευθεία χρησιμοποίησή της ως απεργοσπαστικό μηχανισμό (βλ. μαθητικές καταλήψεις και υποχρεωτική τηλεκπαίδευση με αποκλεισμένους τους καταληψίες – αλλά και όσους δεν έχουν τα μέσα να την παρακολουθήσουν).
Τελευταίος, αλλά σημαντικός άξονας, είναι η προσπάθεια να καταργηθεί πλαγίως η κατ’ οίκον διδασκαλία για μαθητές που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες (να εξοικονομηθούν και χρήματα να αγοράσουμε καμιά φρεγάτα).
Τέλος, όπως αναφερθήκαμε και προηγουμένως, η τηλεκπαίδευση βλάπτει σοβαρά την παιδαγωγική ελευθερία, αλλά και την παιδαγωγική αυτή καθ’ αυτή. Δεν νοείται εκπαιδευτική διαδικασία με ανήλικους μαθητές (πόσο μάλλον δημοτικού-νηπιαγωγείου) μέσω μιας οθόνης κι ενός πληκτρολογίου. Η εκπαιδευτική διαδικασία σε τέτοιες ηλικίες έχει ως βασική προϋπόθεση τη συνεργασία και την ευθεία αλληλεπίδραση εκπαιδευτικού-μαθητή, το συμμετοχικό μάθημα και τη δια ζώσης δημιουργία της σχολικής κοινότητας.
Και τι προτείνουμε εμείς για την τηλεκπαίδευση; Εμείς προτείνουμε άμεση κατάργησή της με νομοθετική ρύθμιση. Προτείνουμε να παρθούν όλα εκείνα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να μην χρειαστεί να ξανακλείσουν τα σχολεία. Να υλοποιηθούν επιτέλους τα αιτήματα των συνδικαλιστικών ενώσεων των υγειονομικών. Να διπλασιαστούν οι ΜΕΘ και το προσωπικό στη δημόσια υγεία με μόνιμη σχέση εργασίας, να επιταχθούν οι ιδιωτικές κλίνες, να διεξαχθούν μαζικά τεστ σε όλο τον πληθυσμό, να αυξηθούν τα δρομολόγια στα μέσα μαζικής μεταφοράς, να μειωθεί ο αριθμός μαθητών ανά τάξη (με μέγιστο τους 15), να αυξηθεί το εκπαιδευτικό προσωπικό με μόνιμη σχέση εργασίας (με βάση το πτυχίο και την προϋπηρεσία), να αυξηθεί το προσωπικό καθαριότητας στα σχολεία με μόνιμες σχέσεις εργασίας, πλήρους ωραρίου, με εξασφαλισμένα όλα τα εργασιακά του δικαιώματα. Και αν δεν μπορεί να βρει η κυβέρνηση τα χρήματα για όλα αυτά, μπορεί για αρχή να πάρει πίσω τα δωράκια που έκανε τον τελευταίο χρόνο: τα εκατομμύρια που έδωσε στα κανάλια, στο εφοπλιστικό κεφάλαιο, στους πολεμικούς εξοπλισμούς, στις προσλήψεις αστυνομικών και στους μισθούς των παπάδων.
3μηνες συμβάσεις αναπληρωτών
Κομβικής σημασίας για την παγίωση της ελαστικής εργασίας στη δημόσια εκπαίδευση είναι η θεσμοθέτηση των 3μηνων συμβάσεων εργασίας (με προσαυξημένη μοριοδότηση και δυνατή παράταση ως τους 6 μήνες). Συμβάσεις ναζιστικής εμπνεύσεως, σύμφωνα με τις οποίες όποιος ανήκει σε ευπαθή ομάδα αποκλείεται αυτομάτως, ακόμα και ο παχύσαρκος. Αρχικά, αξίζει να σημειωθεί ότι οι συγκεκριμένες συμβάσεις υποτίθεται ότι συστάθηκαν για να καλύψουν έκτακτα κενά covid, δηλαδή άδειες εγκυμοσύνης και άδειες ειδικού σκοπού. Δηλαδή, κενά που δημιουργήθηκαν λόγω της πανδημίας, και προφανώς δεν θα εκλείψουν πριν από το τέλος αυτής (που όπως όλα δείχνουν δεν θα είναι ούτε σε 3, ούτε σε 6 μήνες). Η κυβέρνηση γνωρίζει πάρα πολύ καλά ότι οι 3μηνίτες πρέπει να καλύψουν 9μηνα κενά, και σε πολλές περιπτώσεις ούτε καν covid (κάτι που στην πράξη είδαμε να γίνεται σε πάρα πολλές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης, κυρίως στην Αττική, τοποθετώντας τους 3μηνίτες σε λειτουργικά κενά).
Ο μόνος λόγος δημιουργίας αυτής της νέας σύμβασης εργασίας είναι ο περαιτέρω κατακερματισμός του κλάδου, η καταστρατήγηση του πίνακα και η ελαστικοποίηση της εργασίας ολοένα και περισσότερο. Θέλουν τον εργαζόμενο και την εργαζόμενη φοβισμένους να ελπίζουν για μια τρίμηνη σύμβαση και στο τέλος να λένε κι ευχαριστώ. Να απομακρύνουν όλο και περισσότερο τον δημόσιο λόγο από τη διεκδίκηση μόνιμων και μαζικών διορισμών. Θέλουν, με άλλα λόγια, να μας κάνουν Ευρώπη. Να μιμηθούν το παράδειγμα της Αγγλίας, όπου οι εκπαιδευτικοί δουλεύουν με μηνιαίες ή ακόμα και εβδομαδιαίες συμβάσεις εργασίας!
Εμείς από την πλευρά μας, μόνιμοι και αναπληρωτές, 9μηνοι και 3μηνοι, πλήρους και μειωμένου ωραρίου, οφείλουμε να ενωθούμε, να συσπειρωθούμε και να παλέψουμε για μια ζωή και μια δουλειά που μας αξίζει. Να σταματήσουμε να ρίχνουμε τα βέλη μας ο ένας στον άλλον και η μια στην άλλη, και να τα στρέψουμε εκεί που πραγματικά χρειάζεται, στην κυβέρνηση και το κράτος. Να συνεχίσουμε τον αγώνα, με πιο μαζικούς και δυναμικούς όρους, για τον μόνιμο διορισμό όσων έχουν δουλέψει έστω και μια μέρα στη δημόσια εκπαίδευση, με βάση το πτυχίο και την προϋπηρεσία. Με παράλληλη κατάργηση του προσοντολογίου.
Εργασιακή καθημερινότητα
Όσοι και όσες εργαζόμαστε φέτος, αλλά και πέρυσι, στο δημόσιο σχολείο, έχουμε βιώσει στο πετσί μας από την πρώτη στιγμή τι σημαίνει ωράριο-λάστιχο και εργασιακή ανασφάλεια.
Αρχικά, ξεκινώντας από τους υπεύθυνους covid, που το Υπουργείο μας υποχρεώνει να ορίσουμε, χωρίς τον παραμικρό υγειονομικό εξοπλισμό και την παραμικρή τεχνογνωσία (για να γλιτώσει τις προσλήψεις σχολικών νοσηλευτριών). Με τον κίνδυνο, ανά πάσα ώρα και στιγμή να εντοπιστεί κρούσμα εντός του σχολικού περιβάλλοντος και να καταλήξουμε όλοι/ες εκτεθειμένοι/ες (υγειο)νομικά.
Το επόμενο πλήγμα είναι το εργασιακό/διδακτικό μας ωράριο εντός του σχολείου και οι κινήσεις καταστρατήγησής του. Από την πρώτη στιγμή, το υπουργείο εξέδωσε μια ασαφή οδηγία περί διαχείρισης μιας εκπαιδευτικής άδειας στο σχολικό περιβάλλον, κλείνοντας το μάτι στις απλήρωτες υπερωρίες. Αν και μέχρι και η ΔΟΕ αναγκάστηκε να βγάλει ανακοίνωση για το συγκεκριμένο ζήτημα, οφείλουμε να ξαναπούμε ότι σε καμία περίπτωση δεν ξεπερνάμε το διδακτικό μας ωράριο (21-24 ώρες). Η οποιαδήποτε απασχόληση παιδιών λογίζεται ως διδακτική ώρα. Σε περίπτωση έκτακτης ή μη άδειας εκπαιδευτικού, ο σύλλογος διδασκόντων αποφασίζει για τη διαχείριση αυτής, σεβόμενος πάντα τα εργασιακά μας δικαιώματα.
Στην ίδια λογική πρέπει να κινούμαστε όσον αφορά τις εφημερίες στα διαλείμματα και κατά την άφιξη/αναχώρηση παιδιών. Αρχικά, εφημερία απαγορεύεται να κάνουν όσοι εκπαιδευτικοί εργάζονται σε πάνω από 2 σχολεία, και γίνεται πάντα στο σχολείο βάσης. Επίσης, δεν υπάρχει καμία εγκύκλιος που να ορίζει ότι είναι υποχρεωμένοι όλοι/ες σε όλα τα διαλείμματα να κάνουν εφημερία. Ο σύλλογος διδασκόντων είναι και πάλι υπεύθυνος να διαμοιράσει τις εφημερίες.
Τέλος, περί της πρόσφατης εγκυκλίου της Υπουργού [όχι νομοθετικής, αλλά ενημερωτικής (!)], η οποία μιλάει για 30ωρη παραμονή στο σχολείο: «Για το ωράριο των εκπαιδευτικών
Στην διάταξη της παρ. 8 του αρ. 13 του Ν. 1566/85 (ΦΕΚ Α’ 167), όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 245 του Ν. 4512/2018 (ΦΕΚ Α΄ 5 Α), προβλέπεται ότι “…Oι εκπαιδευτικοί των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης παραμένουν υποχρεωτικά στο σχολείο τους στις εργάσιμες ημέρες, πέρα από τις ώρες διδασκαλίας, όχι όμως πέρα από έξι (6) ώρες την ημέρα ή τριάντα (30) ώρες την εβδομάδα…”». έχουμε να πούμε ότι με μια γρήγορη αναζήτηση είτε στη μνήμη μας, είτε στο διαδίκτυο, μπορούμε να βρούμε τον συγκεκριμένο νόμο, από τον οποίο η κα Κεραμέως, εντέχνως απέσπασε μόνο τα κομμάτια που τη συνέφεραν. Για να δούμε λοιπόν τι λένε τα αποσιωπητικά στο τέλος:
«1. Οι εκπαιδευτικοί των σχολείων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης παραμένουν υποχρεωτικά στο σχολείο τους στις εργάσιμες ημέρες, πέρα από τις ώρες διδασκαλίας όπως αυτές προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις, όχι όμως πέρα από έξι (6) ώρες την ημέρα ή τριάντα (30) ώρες την εβδομάδα.
»2. Στους εκπαιδευτικούς ανατίθενται από τα όργανα διοίκησης της σχολικής μονάδας υπηρεσίες που συνδέονται με το γενικότερο εκπαιδευτικό έργο, όπως η προετοιμασία του εποπτικού εκπαιδευτικού υλικού και των εργαστηριακών ασκήσεων, η διόρθωση εργασιών και διαγωνισμάτων, η καταχώρηση-ενημέρωση της αξιολόγησης των μαθητών, η συμμετοχή στην προετοιμασία και την πραγματοποίηση εορταστικών, αθλητικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων, ο προγραμματισμός και η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου, η επικοινωνία με δομές υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου, η συνεργασία με εκπαιδευτικούς που διδάσκουν στο ίδιο τμήμα ή που διδάσκουν τα ίδια γνωστικά αντικείμενα, οι παιδαγωγικές συναντήσεις για την κατάρτιση ομαδικών ή εξατομικευμένων προγραμμάτων υποστήριξης συγκεκριμένων μαθητικών ομάδων ή μαθητών, η επίβλεψη σχολικών γευμάτων, η ενημέρωση των γονέων και κηδεμόνων, η τήρηση βιβλίων του σχολείου και η εκτέλεση διοικητικών εργασιών».
Άρα, ισχύει ότι ίσχυε και πριν τον covid, οφείλουμε να παραμείνουμε πέραν του διδακτικού μας ωραρίου και εντός του εργασιακού μας, μόνο όταν συντρέχει κάποιος από τους παραπάνω λόγους.
Και πώς απαντάμε σε όλα αυτά;
Με αποφασιστικότητα και αγώνα. Από τα πιο μικρά καθημερινά, με συζητήσεις και αποφάσεις στους συλλόγους διδασκόντων, μέχρι τα πιο μεγάλα και τα κεντρικά με οργάνωση στα σωματεία μας, στις επιτροπές αγώνα, τους συντονισμούς και τις πρωτοβουλίες. Με συλλογικοποίηση, επιμονή και απεργιακό αγώνα μπορούμε να τους ξεμπροστιάσουμε και να νικήσουμε. Αυτή τη στιγμή δεν κάνουμε αγώνα ταχύτητας, αλλά μαραθώνιο. Κι επειδή έχουμε το δίκιο με το μέρος μας, θα το παλέψουμε και θα τα καταφέρουμε. Όλες και όλοι μαζί, από κοινού με τα υπόλοιπα σωματεία από τους άλλους κλάδους, ν’ αντισταθούμε και να δώσουμε τη μάχη για μια ζωή με αξιοπρέπεια, για ένα σχολείο δημόσιο και δωρεάν για όλα τα παιδιά, για ν’ ανατιμήσουμε τις ζωές τις δικές μας, αλλά και όλης της εργατικής τάξης συνολικότερα. Στο χέρι μας είναι.
Πρωτοβουλία εργαζομένων από τη δημόσια εκπαίδευση στα Χανιά