Το σενάριο της ταινίας επαναλήφθηκε με κάποιες μικρές παραλλαγές στη δίκη της Π.Α. στο Ναύπλιο, την Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017.
Μια 22χρονη κοπέλα ζει στα παγκάκια στην Κόρινθο. Έχει φύγει από το σπίτι της, γιατί ο πατέρας της δέρνει τη μητέρα της, και δεν αντέχει άλλο αυτή την κατάσταση. Πάντα μπαίνει στη μέση για να τους χωρίσει, και τις τρώει. Ο πατέρας άνεργος και αλκοολικός. Η μητέρα άνεργη με καρκίνο. Δεν τολμάει να φύγει από το σπίτι. Όλο το σπίτι είναι σπασμένο, δεν έχει αφήσει ούτε ποτήρι όρθιο ο πατέρας. Η κοπέλα έχει ελαφρά νοητική στέρηση. Κατάφερε όμως να φτάσει μέχρι και το γυμνάσιο. Δεν είχε βοήθεια από πουθενά. Μερικές φορές ζητούσε χρήματα από την εκκλησία για να πάρει να φάει. Κάποιες φορές έκανε μεροκάματα στα καλαμπόκια. Είχε μια κολλητή φίλη λίγο μικρότερή της. Μερικές φορές τριγυρνούσαν μαζί τα βράδια. Κάποιες άλλες έμενε και σπίτι της παρέα. Κυκλοφορούσε με μαχαίρι στην τσάντα, διότι φοβόταν τα βράδια που έμενε έξω.
Ένα βράδυ, αργά, κάθονται στον πεζόδρομο σ’ ένα παγκάκι οι δυο τους. Τους πλησιάζει ένας μεθυσμένος άντρας αρκετά μεγαλύτερός τους, κοντά στα πενήντα. Δεν τον ξέρουν. Στέκεται μπροστά τους, και με απειλητική διάθεση αφήνει σεξουαλικά υπονοούμενα. Λέει στη μικρότερη κοπέλα, «εσένα σε ξέρω, πού μένεις και τους γονείς σου». «Θα σας γαμήσω», τους λέει και πιάνει τα στήθη της μικρής. Εκείνες αντιδράνε. Πιάνει την 22χρονη από τα μαλλιά. Πάει να βγάλει κάτι από την κωλότσεπή του. «Κρατάει μαχαίρι», φωνάζει η μικρότερη κοπέλα. Τότε η 22χρονη βγάζει από τη μικρή άσπρη τσάντα που κρατούσε ένα μαχαίρι. Τον χτυπά με αυτό. Πανικοβάλλονται. Φεύγουν τρέχοντας. Πετούν το μαχαίρι λίγα μέτρα παρακάτω.
Παίρνει τηλέφωνο την οικογένειά της η 22χρονη. «Πατέρα σκότωσα άνθρωπο». Την βρίσκουν με αφρούς στο στόμα, να κλαίει και να χτυπιέται. «Δεν το ήθελα, δεν ξέρω πώς έγινε».
Αυτή είναι μια ακόμη ιστορία σεξουαλικής παρενόχλησης, όμως αυτή τη φορά οι γυναίκες αντιστάθηκαν, αμύνθηκαν και υπερασπίστηκαν τις εαυτές τους.
Αυτή είναι μια ιστορία που δείχνει πώς το δικαστήριο επιβάλλει 15 έτη και 4 μήνες στο θύμα, μην αναγνωρίζοντας πως αμύνθηκε για να προστατέψει εκείνη και τη φίλη της.
Αυτή είναι μια ιστορία που αποδεικνύει τον παραλογισμό του δικαστικού συστήματος, την ατιμωρησία της ενδοοικογενειακής βίας, τη δικαίωση του κάθε σεξιστή-βιαστή από τη «Δικαιοσύνη», την καταδίκη όσων γυναικών αντιστέκονται.
Η Π.Α., στον 1,5 χρόνο που βρίσκεται στις φυλακές Κορυδαλλού, έχει κάνει ήδη κάποιες απόπειρες αυτοτραυματισμού. Το δικαστήριο που την καταδίκασε είναι ο ηθικός αυτουργός για την όποια συνέχεια.
«Πρόεδρος: Γιατί δεν χτυπήσατε ποτέ τον πατέρα σας που σας κακοποιούσε;
Π.Α.: Τον φοβόμουν. Τον τρέμω τον πατέρα μου».
Ο πατέρας ελεύθερος, το θύμα φυλακή.
Η δικαιοσύνη σας είναι βαθιά πατριαρχική.
Πηγή: fylosykis.gr
Καταδίκη 15 χρόνια και 4 μήνες για την κοπέλα που αμύνθηκε με μαχαίρι σε σεξουαλική επίθεση
Όχι μόνο δυσφορία, αλλά και προβληματισμό προκάλεσε στην κατάμεστη, από φεμινιστικές και κουίρ οργανώσεις και ομάδες, αίθουσα, ότι το δικαστήριο, παρά την κατανόηση που έδειξε σε σχέση με τις τραγικές συνθήκες στις οποίες είχε μεγαλώσει η 22χρονη κοπέλα, αναγνωρίζοντάς της μάλιστα ελαφρυντικό, αρνήθηκε ωστόσο πεισματικά -τόσο η έδρα όσο και η εισαγγελέας- να δεχτεί ότι προηγήθηκε απόπειρα βιασμού. Έκρινε ότι η πράξη της δεν ήταν στο πλαίσιο της αυτοάμυνας, στηριζόμενο στην εκ των υστέρων απόδειξη ότι το θύμα δεν κρατούσε μαχαίρι, όπως αρχικά θεώρησαν οι δύο κοπέλες. Με λίγα λόγια, η έδρα έδωσε μια μάλλον προβληματικά στενή ερμηνεία σε σχέση με το ποιο είναι το σημείο που μια σεξουαλική επίθεση θεωρείται απόπειρα βιασμού.
Ως πρώτη μάρτυρας κατηγορίας κατέθεσε η μητέρα του θύματος, η οποία αναφέρθηκε στη ζωή και τον χαρακτήρα του, αρνούμενη να δεχτεί ότι ο γιος της αποπειράθηκε να βιάσει τις δύο κοπέλες. Αμέσως μετά κατέθεσε η φίλη και περιστασιακή ερωμένη του θύματος, η οποία εισέφερε στην διαδικασία ότι από τη μία τα μεσάνυχτα μέχρι και τις τρεις παρά τέταρτο -ελάχιστα λεπτά πριν το περιστατικό- της τηλεφωνούσε ζητώντας της να επανασυνδεθούν ερωτικά. Σε αυτό το σημείο στάθηκε η συνήγορος υπεράσπισης, η οποία τόνισε την ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση υπό το καθεστώς επίμονης αναζήτησης ερωτικού συντρόφου, στην οποία βρισκόταν το θύμα εκείνη την ώρα.
Έπειτα, ο αστυνομικός Μ.Δ. κατέθεσε ότι 20 μέτρα από τη σωρό του θύματος βρέθηκε ένα μαχαίρι κουζίνας με εμφανή ίχνη αίματος, και ότι το θύμα είχε πάνω του όλα του τα υπάρχοντα, όπως το κινητό του τηλέφωνο και το πορτοφόλι του. Αφού στην υπηρεσία του επισκόπησαν το υλικό από τις κάμερες, και εντόπισαν σε αυτό δύο κοπέλες να τρέχουν, ρώτησαν τα γύρω μαγαζιά, και όταν μια μάρτυρας κατονόμασε τις δυο κοπέλες, οδηγήθηκαν τελικά στη σύλληψή τους. Με δεδομένα τα παραπάνω στοιχεία, η συνήγορος υπεράσπισης ρώτησε τον αστυνομικό αν διακρίνει κάποιου είδους επαγγελματισμό για να πάρει την απάντηση: «Κατά την κρίση μου όχι».
Κατέθεσαν επίσης η μητέρα και ο αδελφός της 17χρονης, καθώς επίσης και οι γονείς της 22χρονης. Από το μεγαλύτερο μέρος των καταθέσεων προέκυψε η εφιαλτική κατάσταση στην οποία ζούσε η Π.Α. τα τελευταία τουλάχιστον δέκα χρόνια, αφού ο πατέρας της κακοποιούσε τόσο την ίδια, όσο και τη μητέρα της, καταλήγοντας (η Π.Α.) να μένει για μεγάλα διαστήματα στον δρόμο.
Κατέθεσε επίσης η Ι.Τ., που δήλωσε ότι επικοινωνεί δι’ αλληλογραφίας με την 22χρονη από τη στιγμή της σύλληψης, καθώς ξέρει ότι θα μπορούσε αυτή ή οποιαδήποτε γυναίκα να βρίσκεται σε αυτή τη θέση, δεδομένου ότι τέτοια περιστατικά σεξουαλικών επιθέσεων συμβαίνουν κάθε μέρα. Αφού περιέγραψε τον τρόμο -όπως της τον περιέγραψε μέσω της αλληλογραφίας τους- που βίωσε η Π.Α. εκείνο το βράδυ, κατέληξε στην επισήμανση ότι είναι συνηθισμένο οι γυναίκες να έχουν μαχαίρι ή άλλα μέσα αυτοπροστασίας πάνω τους, καθώς πρέπει να αμύνονται αν χρειαστεί. Στην ερώτηση του προέδρου της έδρας για το αν θεωρεί την επίθεση αυτή απόπειρα βιασμού, η απάντηση ήταν σαφής: «Δεν μπορείς να ξέρεις πότε ξεκινάει και πού φτάνει. Το επιθετικό άγγιγμα προφανώς μπορεί να αποτελεί αρχή».
Τέλος, κατέθεσε η Σ.Β., η οποία συμπαραστέκεται στην Π.Α., και την επισκέπτεται στη φυλακή. Αναφέρθηκε στο δύσκολο περιβάλλον στο οποίο ζούσε, και έκανε λόγο για καθεστώς ακραίας βίας και φτώχειας, που βίωνε στο σπίτι της η 22χρονη. Συγκεκριμένα, περιέγραψε ένα σπίτι γεμάτο σπασμένα πιάτα και ποτήρια. Εξήγησε ότι όταν μιλάμε για αυτοάμυνα, προφανώς δεν εννοούμε τον φόνο, αλλά πως στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για ατύχημα. Είπε επίσης ότι όνειρο της Π.Α., όταν βγει από τη φυλακή, είναι να βρει μια δουλειά, και να φύγουν με τη μητέρα της από το σπίτι.
Η Π.Α. ξεκίνησε την απολογία της λέγοντας: «Φοβήθηκα πολύ εκείνο το βράδυ. Είδα τον Ζ. να πιάνει το στήθος της φίλης μου. Σηκωθήκαμε να φύγουμε. Μου είπε (η 17χρονη φίλη της) “κρατάει μαχαίρι”. Δεν κατάλαβα πού τον χτύπησα με το μαχαίρι μου. Δεν τον είχα ξαναδεί».
Ακολούθησαν οι εξής ερωτήσεις από τον πρόεδρο της έδρας:
-Πρόεδρος: Γιατί δεν φύγατε;
-Π.Α.: Με τράβηξε από το μαλλί.
-Πρόεδρος: Ήταν μεθυσμένος, δεν μπορούσατε να τον σπρώξετε;
-Π.Α.: Ήταν σωματώδης. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω.
Επανερχόμενη πάλι στην περιγραφή του περιστατικού, ανέφερε: «Φοβήθηκα πολύ. Η φίλη μου είπε ότι κρατάει μαχαίρι. Είπε στην φίλη μου “ξέρω τον μπαμπά σου, τι ρούχα είναι αυτά που φοράς; Θα σας γαμήσω”. Πραγματικά λυπάμαι για ό,τι έγινε. Θέλω να ζητήσω συγνώμη από την οικογένεια. Ζητάω μια δεύτερη ευκαιρία».
Προβληματισμό στο ακροατήριο προκάλεσε η αγόρευση της εισαγγελέως, η οποία διατύπωσε ορισμένες μάλλον νεολομπροσικές απόψεις, όπως ότι η κατηγορούμενη, λόγω του περιβάλλοντος φτώχειας στο οποίο έχει μεγαλώσει, «δεν μπορεί να αντιληφθεί την αξία της ανθρώπινης ζωής όπως εμείς, που είμαστε άλλου μορφωτικού επιπέδου», και ότι «δεν σέβεται τη ζωή μπροστά στο ένστικτο επιβίωσης», καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «το θύμα πρέπει να παραδοθεί λευκό, χωρίς το στίγμα που του αποδίδει η κατηγορούμενη».
Πρότεινε ωστόσο το ελαφρυντικό των μη ταπεινών ελατηρίων, καθώς ενήργησε με βάση τον αξιακό της κώδικα όπως περιγράφηκε παραπάνω, και δεδομένου ότι στο θύμα βρέθηκαν όλα τα προσωπικά του αντικείμενα, και επομένως η πράξη δεν συνδέεται με κλοπή.
Ενδιαφέρον, κατά μια έννοια, παρουσιάζει και η αγόρευση του συνηγόρου πολιτικής αγωγής, ο οποίος μεταξύ άλλων ανέφερε ότι αφού δεν υπάρχουν ίχνη πάλης, δεν υπάρχει και απόπειρα βιασμού, στενεύοντας κατά πολύ την έννοια της απόπειρας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως «αν το σενάριο του βιασμού είναι αληθές, τα δυο έννομα αγαθά, της λεκτικής κακοποίησης και της ανθρωποκτονίας είναι αναντίστοιχα». Πρότεινε τελικά να καταδικαστεί η κατηγορούμενη για ανθρωποκτονία από πρόθεση, μεταξύ άλλων γιατί «καθώς βρισκόμαστε σε οικονομική κρίση, η κοινωνία πρέπει να πάρει το μήνυμα ότι δεν μπορεί να επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας».
Στην αγόρευσή της η συνήγορος υπεράσπισης ξεκαθάρισε ότι κανείς δεν αρνείται ότι πρόκειται για μια τραγωδία. Για το θύμα, για την οικογένειά του, αλλά και για την κατηγορούμενη. Κανείς δεν αμφισβητεί την αξία της ανθρώπινης ζωής, πρόσθεσε.
Στάθηκε αρκετά στο σημείο της διαγνωσμένης νοητικής ανεπάρκειας της κατηγορούμενης, όχι για να της αναγνωριστεί, όπως είπε, μειωμένος καταλογισμός, αλλά για να γίνει σαφές ότι αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο πιο έντονα. Κανείς δεν ξέρει πού ξεκινάει και πού τελειώνει μια σεξουαλική επίθεση.
Σημείωσε επίσης ότι κινήθηκαν κάτω από κάμερες, άφησαν DNA και το μαχαίρι με τα αποτυπώματά τους. Δεν πήραν μέτρα αυτοπροστασίας, κάτι που δείχνει ότι δεν υπήρχε δόλος, και ότι δεν προκύπτει ούτε σχεδιασμός, ούτε εμπειρία. Νόμιζε ότι βρισκόταν σε άμυνα, και ακόμα και αν δεχτούμε ότι δεν υπήρχε άμυνα, είναι σίγουρα νομιζόμενη, γιατί πίστευε ότι υπάρχει μαχαίρι. Δεν προσπάθησε καν να διαφύγει. Κάθε γυναίκα θα είχε τρομοκρατηθεί, κατέληξε.
Μετά από διακοπή περίπου μιάμισης ώρας, ο πρόεδρος της έδρας ανακοίνωσε την απόφαση, λέγοντας πως το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς της κατηγορούμενης σε σχέση με τις κατηγορίες, και την εν γένει συμπεριφορά της δράσης της σε σχέση με το θύμα, και το κατά πόσο το θύμα οδήγησε εκεί τα πράγματα. Έλαβε επίσης υπόψη τους ισχυρισμούς της σε σχέση με την άμυνα, και κατέληξε ομόφωνα πως δεν πείστηκε ότι βρισκόταν σε άμυνα ή νομιζόμενη άμυνα ή από δικιά της πλάνη, που θα οδηγούσε σε μείωση του καταλογισμού. Πείστηκε όμως ότι τέλεσε τις πράξεις όχι από ταπεινά αίτια. Όχι στο πλαίσιο άμυνας, αλλά για να προστατέψει τα αγαθά, όπως τα κατανοεί μέσα από τον δικό της κώδικα. Διέκρινε τους λόγους που την οδήγησαν σε αυτή την πράξη, και την έκρινε ένοχη για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, οπλοφορία και οπλοχρησία, αναγνωρίζοντας το ελαφρυντικό των μη ταπεινών ελατηρίων, επιβάλλοντάς της τελική ποινή κατά συγχώνευση 15 έτη και 4 μήνες.
Πηγή: omniatv.com
Ας μην ξεχνάμε μια παρόμοια περίπτωση «απόδοσης» δικαιοσύνης που ήρθε ξανά στην επικαιρότητα ύστερα από επίθεση του Ρουβίκωνα στα δικαστήρια της Λάρισας. Σύμφωνα με ανακοίνωση της οργάνωσης: «Στα τέλη Σεπτεμβρίου, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Λάρισας καταδίκασε ομόφωνα σε 12 χρόνια κάθειρξης στρατιωτικό που βίαζε επί σειρά ετών την κόρη του. Παρ’ όλα αυτά η έφεση είχε ανασταλτικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα ο στρατιωτικός να αφεθεί ελεύθερος. Γι’ αυτό το λόγο σήμερα, Κυριακή 5/11/2017 το μεσημέρι, πραγματοποιήσαμε επίθεση με μπογιές στα δικαστήρια Λάρισας». Πιο συγκεκριμένα, τον περασμένο Σεπτέμβρη το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει την υπόθεση κεκλεισμένων των θυρών σε μια πολύωρη διαδικασία. Τα τοπικά δημοσιεύματα έγραφαν χαρακτηριστικά «Όλα γίνονταν στην πόλη της Λάρισας πριν πολλά χρόνια. Τόσα μάλιστα που ήταν στο όριο της παραγραφής του αδικήματος. Η καταγγελία έγινε πριν από μερικούς μήνες και τελικά οδήγησε τον πατέρα στο εδώλιο. Όχι όμως για όλες τις πράξεις αλλά για όσες ήταν εντός 15ετίας. Για τις υπόλοιπες που αφορούσαν σε παλαιότερα έτη, και ειδικά για τότε που το κορίτσι ήταν ανήλικο, επήλθε η παραγραφή του». Τα διάφορα καθεστωτικά έσπευσαν να ειρωνευτούν τις «εκδρομές» του Ρουβίκωνα, χωρίς όμως να σταθούν στο ίδιο το γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση. Το γεγονός ότι ο επιφανής στρατιωτικός-βιαστής παιδεραστής τη γλίτωσε πολύ φτηνά.