Editorial #38

Η κοινωνία φαίνεται να μην βλέπει πια καμία προοπτική, κανένα μέλλον όπως λέει για τα παιδιά της… «Μα αφού δεν υπάρχει κράτος, ρε παιδιά» συμπεραίνει συχνά. Κι όμως κράτος υπάρχει. Μια χαρά καλά κρατεί και δεν είναι, ούτε ήταν βέβαια μόνο του ποτέ. Χέρι-χέρι με το κεφάλαιο χρόνια τώρα εδραιώνουν την κυριαρχία τους με αυταρχισμό και ολοκληρωτικό έλεγχο σε όλα τα επίπεδα των ζωών μας. Έχουν δημιουργήσει μια σχέση εξάρτησης, ανάγκης και βολής που βιώνεται ως η μοναδική πιθανή συνθήκη κοινωνικής οργάνωσης. Μια συνθήκη ριζωμένη και παγιωμένη ως αντίληψη, από την οποία υποτίθεται ότι δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, καθώς το κράτος ως μηχανισμός υφίσταται ως κάτι το φυσικό, το δεδομένο, το αναγκαίο, το ουδέτερο, το δίκαιο. Και όταν δεν είναι δίκαιο τότε αυτόματα χρειαζόμαστε ένα καλύτερο διαχειριστή του.

Η τωρινή όμως άχρηστη για πολλούς κυβέρνηση, καθόλου άχρηστη δεν είναι. Ξέρει να είναι χρήσιμη στον ρόλο που πάντα έχουν οι κυβερνήσεις. Με τη σειρά της μπαίνει στο παιχνίδι της εξουσίας και την απολαμβάνει χωρίς αριστερίστικες προοδευτικές, δήθεν ηθικές αναστολές. Πώς παίζει; Με τα γνωστά όπλα και κόλπα που έχει στο τσεπάκι. Με το παραμύθι της ανάπτυξης, της καταστολής και του αποπροσανατολισμού.

Ο βωμός της καπιταλιστικής ανάπτυξης όμως, πάνω στον οποίο θυσιάζονται κοινωνικές κατακτήσεις, τοπικές κοινότητες και περιβάλλον, έχει χτιστεί με ένα πολύ ευπροσάρμοστο υλικό. Την ελπίδα. Ένα υλικό που παρουσιάζεται διαρκώς ως μια υπόσχεση για καλύτερες μέρες, ως μια αναλαμπή στο σκοτεινό τούνελ της κρίσης. Η ανάπτυξη θα φέρει επενδύσεις, θέσεις εργασίας, κεφαλαιακή επάρκεια στο τραπεζικό σύστημα, δυνατότητα δανεισμού και μεγαλύτερη κατανάλωση. Και τότε όλα τα πράγματα υποτίθεται ότι θα μπουν στη θέση τους. Με αυτά τα ελπιδοφόρα τεχνάσματα διατηρείται στην εξουσία η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ κι αποδεικνύεται μέρα τη μέρα, πως ήταν η ιδανική επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου για την διαχείριση του κρατικού μηχανισμού. Από τη μια, τα κυβερνητικά του στελέχη, από τον Τσίπρα μέχρι τα τελευταία κομματόσκυλα σε κάθε χωριό, προβάλλουν με τη στήριξη των ΜΜΕ τους επενδυτές και τις υγιείς επιχειρήσεις. Πιάνουν από το χέρι τους εκμεταλλευτές και δηλώνουν πως θα είναι δίπλα τους στην εθνική προσπάθεια για ανάπτυξη της οικονομίας. Από την άλλη, δημιουργούν αριστερά προπετάσματα καπνού, με νομοσχέδια για την ανασφάλιστη εργασία, την επιλογή φύλου και νέα κοινωνικά μερίσματα. Με το ένα χέρι δηλαδή κάνουν πως χαϊδεύουν και με το άλλο συνεχίζουν αλύπητα τις καρπαζιές.

Το φαινόμενο αυτό όμως δεν είναι φυσικά μόνο ελληνικό. Με την ίδια ελπιδοφόρα διγλωσσία ένας ολόκληρος πληθυσμός στην Καταλονία ξεσηκώθηκε για να αγωνιστεί για μια αυτοδιάθεση που ποτέ δεν έγινε. Δέχτηκε την καταστολή από το ισπανικό κράτος, για μια Καταλονία που θα μπορούσε να «σταθεί στα δικά της πόδια», να αναπτυχθεί με βάση τον τουρισμό και τη βιομηχανία της. Η καταστολή μέσω της αφομοίωσης των προσδοκιών, μπορεί να είναι ορισμένες φορές αποτελεσματικότερη από τα γκλομπς.

Κι αν και αυτό δεν πιάνει για όλους, η γλώσσα της εξουσίας ρητορεύει: τι θα σας ταΐσουμε δηλαδή τώρα για να μην μας ενοχλείτε και πολύ; Πάρτε ας πούμε λίγη θεωρία των δύο άκρων που ζέχνει ύπουλα και πάλι στα καθεστωτικά. Έχουμε έτσι, τον «εχθρό» να παίζει μπάλα σε δύο πλασματικά στρατόπεδα πολέμου και τον κόσμο φυσικά να μην πρέπει να ανήκει σε κανένα από αυτά. Γιατί το πλασάρισμα της αναπόλησης της εθνικής ενότητας και της ειρήνης που ήρθε να άρει η αστική δημοκρατία εύκολα χωνεύεται από τους πεινασμένους. Και αν τα ψίχουλα που σας πετάμε δεν είναι αρκετά, ξεγελαστείτε με lifestyle, επίπλαστες ανέσεις που αν γλείψετε καλά εκεί που φτύνουμε, κάποτε θα μπορέσετε και εσείς να καταναλώσετε. Αποχαυνωθείτε, σφαχτείτε μεταξύ σας υπάλληλοι, δούλοι, ντόπιοι, ξένοι και τα ρουθούνια τα δικά μας καθόλου δεν θα ανοίξουν. Εντωμεταξύ τα βρώμικα λεφτά μας επιτρέπεται να σας προκαλούν αρκεί να μην φτάσετε στα άκρα και μας προκαλέσετε και εσείς. Γιατί φροντίσαμε η διεκδίκηση, η αντίσταση και  η αυτοοργάνωση να είναι εγκλήματα ποινικά κολάσιμα. Και ποτέ μην ξεχνάτε ότι η βία επίσης είναι δικό μας μονοπώλιο.

Σε αυτό το θέατρο του παραλόγου που ενορχηστρώνει η εξουσία, υπάρχουν διάφοροι ρόλοι και θέσεις. Υπάρχουν αυτοί -δυστυχώς αρκετοί- που έχουν αποστηθίσει άψογα τα λόγια και τις πράξεις που οφείλουν να παρουσιάσουν, τα αναπαράγουν πειθήνια και ακολουθούν πάντα τις εντολές του σκηνοθέτη. Υπάρχουν εκείνοι, που αυτοσχεδιάζουν λίγο, τα ψιλοκαταφέρνουν αλλά δεν ξεφεύγουν ποτέ από το πλαίσιο. Ακόμη, υπάρχουν αυτοί που γλείφοντας προσπαθούν να πάρουν έναν καλύτερο ρόλο. Κάποιοι άλλοι, καθαρίζοντας συνέχεια τα καμαρίνια, ελπίζουν πως θα λάβουν λίγη από τη δόξα των πρωταγωνιστών. Τίποτα όμως δεν θα ήταν όλοι αυτοί αν δεν υπήρχαν οι σιωπηλοί θεατές. Δεν έχει σημασία που κάθονται, ούτε αν πλήρωσαν το εισιτήριο. Σημασία έχει ότι με την δική τους συγκατάθεση αποκτά κάποιο νόημα το έργο. Δίχως ριζικές αλλαγές στις κοινωνικές σχέσεις, οι αλλαγές που συμβαίνουν στο πλαίσιο του καπιταλισμού, μπορούν εύκολα να μετριαστούν από τους μηχανισμούς του κράτους και του κεφαλαίου. Τα ρήγματα -χωρίς να υποτιμούμε την σημασία τους- δεν αρκούν για να γκρεμίσουν το οικοδόμημα. Ενίοτε μάλιστα το τροφοδοτούν.

Αυτό που απαιτείται είναι οι συλλογικές και οι συνειδητές ρήξεις.

Σε αυτό του θέατρο του παραλόγου, ο καθένας κι η κάθε μία, επιλέγει τη θέση του. Κι εμείς δεν έχουμε βρεθεί σε αυτό, ούτε για να πάρουμε κάποιο ρόλο, ούτε για να αλλάξουμε το σενάριο. Βρισκόμαστε εδώ για να καταστρέψουμε εκ θεμελίων ολόκληρο το θέατρο. Κι ίσως έτσι, ο παραλογισμός που γεννά η εξουσία, να αποτελέσει παρελθόν.

Συντακτική Ομάδα Ιωαννίνων