«Θα αντέξει το κρανίο και ας έχει και μία τρύπα, δεν θα πάθει τίποτα».
Αντιφάσεις επί αντιφάσεων αναπόδραστα αναδύονται στην επιφάνεια μιας κοινωνίας αλληλοϋποτέλειας στην οποία -όταν η επιβίωση του ενός έρχεται συστηματικά σε αντιπαράθεση με την ύπαρξη του άλλου- πώς θα μπορούσε αυτή η εξελικτική παλινδρόμηση να λείπει από τη βιομηχανία ονόματι «Υπηρεσίες Υγείας»;
Ένα θέμα καθόλου εύκολο να εξαντληθεί μέσα σε κάποιες σειρές, μα συνάμα τόσο ανθρώπινο που λίγες λέξεις θα αντιστοιχούσαν σε χίλιες εικόνες και προσωπικά βιώματα. Βιώματα ενός αγώνα απέναντι στον εξευτελισμό της ανθρώπινης υπόστασης μέσα από την ασθένεια, καθώς και την αποκτήνωση γιατρού και ασθενή, θύτη και θύματος στη διαδικασία εμπορευματοποίησής της.
«Ξέρεις πόσο κοστίζουν αυτά; βάλε ένα λιγότερο! Θα αντέξει το κρανίο και ας έχει και μία τρύπα, δεν θα πάθει τίποτα. Αν τα βάλουμε και τα δυο τον επόμενο πώς θα τον κλείσουμε;».
Όχι, δεν είναι κακό χιούμορ. Είναι ένας τυπικός διάλογος είναι κατά τη διάρκεια νευροχειρουργικής επέμβασης, που συχνά συνοδεύεται από τη συμβουλή των πιο έμπειρων προς τους εκπαιδευόμενους γιατρούς πως: «οφείλουμε να είμαστε οικονομικοί και αποτελεσματικοί για να λειτουργεί τόσο η κλινική και να επιβιώσουμε και εμείς – ελάχιστο κόστος, μέγιστη ταχύτητα».
Μέσα από το πρίσμα της «οικονομίας» η εφαρμογή της ιατρικής επιστήμης φαντάζει ως καρικατούρα που εκατομμύρια φορές τη μέρα θα βάλει στη ζυγαριά από τη μία την ανθρώπινη ζωή και από την άλλη τους παράδες, με την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία και το κράτος να είναι εξορισμού θεσμοθετημένα με στόχο την «ανάνηψη» των τραπεζών τη στιγμή που άνθρωποι πεθαίνουν. Πάμπολλα τα φαινόμενα υποβάθμισης των υπηρεσιών υγείας λόγω υποχρηματοδότησης από την ελλειπή κάλυψη βασικών λειτουργικών αναγκών, από την εξευτελιστική κατάσταση της ανυπαρξίας ενός πιεσόμετρου στα ΤΕΠ μέχρι τα υποχρεωτικά εξιτήρια λόγω έλλειψης κλινών. Έτσι, συντίθεται η εικόνα ενός πολέμου με χαρακτηριστική ωμότητα μεταξύ των χρηματοπιστωτικών συμφερόντων της ολιγαρχίας και των πολλών, των ανθρώπων των καταδικασμένων στη φυσική αποσύνθεση επειδή δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αξιοποιήσουν την «επιστημονική κληρονομιά» που αυτοδικαίως θα έπρεπε να ανήκει σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.
Την ίδια στιγμή λοιπόν που διεξάγεται ο αιματηρός αυτός πόλεμος, μια άλλη αντίφαση έρχεται να συμπληρώσει το τοπίο του παραλογισμού. Αυτή δεν είναι άλλη από το φαινόμενο της κατασκευής μιας «κοινωνίας ασθενών», την οποία καλείται να εξυγιάνει το σύστημα υγείας, που τελικά αποτελεί τη άλλη όψη του νομίσματος των επιστημών υγείας. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, δημιουργεί την ανάγκη την οποία στη συνέχεια καλείται να καλύψει, ένα φαινόμενο που εκτός από τις κλασικές ειδικότητες αποκτά τραγική διάσταση σε αμεσότερα κοινωνικά προσδιορίσιμες ειδικότητες, όπως είναι η Ψυχιατρική. Εύσχημα θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι η επένδυση στην ασθένεια αποδεικνύεται αποτελεσματικότερη απ’ ό,τι αυτή στην υγεία και ως εκ τούτου να ακολουθείται σαν τακτική δόμησης του συστήματος υγείας εν γένει.
Σε αυτό το σημείο θα ήταν καλό να σημειωθεί ότι δεν παραγνωρίζεται το βιολογικό υπόβαθρο του φαινομένου που λέγεται ασθένεια αλλά, αντίθετα, δεδομένης της ύπαρξής του, δίνεται μια διαφορετική οπτική του πώς αυτό προσεγγίζεται και χρησιμοποιείται από την κοινωνία στους θεσμούς και στους ανθρώπους της.
«Η καλύτερη θεραπεία είναι η πρόληψη» κραυγάζει η «Φιλοσοφία της Ιατρικής», με τους επαγγελματίες του χώρου να εθελοτυφλούν προκλητικά ως προς τα δυσανάλογα ποσά που δαπανώνται στη έρευνα ζητημάτων ειδικού ενδιαφέροντος συγκριτικά με αυτά που δαπανώνται στη καθημερινή άσκηση της ιατρικής, τόσο από τους ειδικούς όσο και από τους απλούς πολίτες, σε επίπεδο αυτοελέγχου της σωματικής τους ευεξίας ή ακόμα και αυτοΐασης.
Ανοίγοντας ένα ιατρικό εγχειρίδιο ουκ ολίγες φορές θα συναντήσει κανείς στους αιτιολογικούς-προδιαθεσικούς παράγοντες μιας ασθένειας την κοινωνικοοικονομική κατάσταση του ατόμου, ενώ μεγάλο μέρος των ασθενειών αφορά σε μεγάλο ποσοστό τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα. Ενδεικτικά αναφέρονται: Φυματίωση, Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια, Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Νόσοι του Εντέρου, ηπατικές νόσοι, όλες οι παρασιτώσεις και οι μικροβιακές λοιμώξεις όπως είναι το πρόσφατο παράδειγμα του Ebola. Ταυτόχρονα υπάρχουν νόσοι που αφορούν σχεδόν αποκλειστικά συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, όπως οι κτηνοτρόφοι και οι τοξικομανείς, καθώς και άλλες των οποίων το όνομα δηλώνει το επάγγελμα ως την απόλυτη αιτιολογία όπως η «νόσος των ανθρακωρύχων».
Τελικά η νόσος αποδεικνύεται να είναι σε μεγάλο βαθμό κοινωνικά προσδιοριζόμενη και διαμορφώσιμη από το σύνολο των ανθρωπίνων σχέσεων και όλων όσων απορρέουν από αυτές, ενώ η ιατρική ένα πεδίο όπου με τον πιο άμεσο τρόπο θα παντρευόταν ο κοινωνικός και ο βιολογικός παράγοντας. Η επένδυση στην ασθένεια και όχι στη υγεία, μέσα από την υποταγή των επιστημών υγείας στους νόμους της αγοράς, οδηγεί στον εξοβελισμό του κοινωνικού παράγοντα και στην επένδυση υπέρογκων ποσών στον βιολογικό.
Καταληκτικά, και η ιατρική επιστήμη -χωρίς να αμφισβητείται η πρόοδος και η βελτίωση της ποιότητας ζωής καθώς και του προσδόκιμου επιβίωσης τον τελευταίο αιώνα- κάθε άλλο παρά ανεξάρτητη αποδεικνύεται να είναι από τους νόμους που διέπουν το κοινωνικό σύνολο. Οδηγείται έτσι, σχεδόν νομοτελειακά, στο να ασφυκτιά μέσα στις αντιφάσεις του κοινωνικοοικονομικού αυτού συστήματος. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ο περιορισμός της τρομερής δυναμικής της που προκύπτει μέσα από την άμεση εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο. Πώς όμως κάτι τέτοιο θα ήταν εφικτό αν όχι με την απελευθέρωση του ανθρώπου και τη μετατροπή της «κοινωνίας» από ένα θεσμικό μόρφωμα αλληλοϋποτέλειας σε ένα αντιεξουσιαστικό σύνολο αυτοθεσμιζόμενων συλλογικών υποκειμένων;
Κομπογιαννίτης