ή έτσι είναι αν έτσι θέλετε!
Πάει χρόνος από τότε που τριακόσιοι μετανάστες προχώρησαν σε απεργία πείνας για να διεκδικήσουν το αυτονόητο: Μια θέση στον ήλιο, να μην είναι αναγκασμένοι δηλαδή να κινούνται στο σκοτάδι της παρανομίας που στην καθημερινότητά τους σήμαινε κυνηγητό, απαξίωση και μαύρη εργασία. Την ίδια ώρα η ελλαδική κοινωνία είχε αρχίσει να βιώνει τις καταστροφικές συνέπειες των μέτρων που έπαιρναν τα αφεντικά της για να αντιμετωπίσουν την κρίση που αυτά δημιούργησαν. Σ’ αυτές ακριβώς τις συνθήκες αυτή η ίδια κοινωνία προτίμησε, για μια ακόμα φορά, ν’ ακολουθήσει τους θύτες της. Αφέθηκε να παραπλανηθεί απ’ τη μαύρη προπαγάνδα των «νταβατζήδων», και στράφηκε ενάντια στους μετανάστες, λες και αυτοί έφταιγαν για όλα τα κακά της μοίρας της. Κι όλα αυτά ενώ η κρίση φαινόταν πια καθαρά ότι ήταν παγκόσμιο φαινόμενο, και ‒εξ αιτίας αυτού‒ ντόπιοι και ξένοι μεγαλοπαράγοντες προέβαιναν σε απολογητικές δηλώσεις με τις οποίες παραδέχονταν λάθη, παραλήψεις και υπερβολές. Έγινε πιστευτό ακόμα και το πιο γελοίο ψέμα: Ότι δηλαδή οι μετανάστες παρακώλυαν τη λειτουργία του Πανεπιστημίου, κι ας είχαν καταλύσει σ’ ένα αχρησιμοποίητο γιαπί της Νομικής.
Είναι γνωστό ότι η κατασκευή στερεοτύπων για ολόκληρες ομάδες ανθρώπων, δηλαδή η κατασκευή του «Άλλου», είναι ένα διαχρονικό και παγκόσμιο φαινόμενο, ιδεολογικό όπλο πανίσχυρο στα χέρια κάθε εξουσίας. Σε περιόδους κρίσης μάλιστα, δηλαδή σε περιόδους όπου υπάρχει κίνδυνος απονομιμοποίησής της από μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού, το χρησιμοποιεί με αμείλικτο τρόπο. Στον «Άλλο» αποδίδονται μια σειρά από χαρακτηριστικά, ιδιότητες και συμπεριφορές –ο ρόλος του αποδιοπομπαίου τράγου‒ που τελικά μικρή σημασία έχει αν δεν αντέχουν στη βάσανο της κριτικής, στην ιστορική ή κοινωνιολογική έρευνα. Πάνω από δυο δεκαετίες τώρα, αυτό συμβαίνει και με τους μετανάστες.
Η κλασσική και επαναλαμβανόμενη επωδός είναι ότι αυτοί οι καταραμένοι ξένοι ευθύνονται για την ανεργία και την πτώση των μεροκάματων αφού «μας παίρνουν τις δουλειές». Είναι γνωστός ο αντίλογος, όπως είναι γνωστό σ’ όλη την αγροτική ύπαιθρο, ότι η εισροή των μεταναστών εκεί βοήθησε στη διάσωση της ετοιμοθάνατης αγροτικής παραγωγής. Και το πρόβλημα εδώ είναι ακριβώς αυτή η εγκατάλειψη. Με άλλα λόγια, το ζήτημα που τίθεται είναι η εθελούσια απαξίωση της γης, η εγκατάλειψή της και η περιφρόνηση προς τους καρπούς που αυτή πρόσφερε, από ένα μεγάλο κομμάτι των ίδιων των παραγωγών, αλλά και των υπολοίπων. Πόσο μάλλον που τα πιο κύρια απ’ αυτά δεν είναι απλά και μόνο προϊόντα, αλλά έχουν και πολιτισμικές προεκτάσεις (στάρι, αμπέλια, ελιές κ.ά.). Πόσοι και πόσες δεν έσπευσαν περιχαρείς να επανδρώσουν τα καλοκαιρινά κάτεργα στις τουριστικές περιοχές, προσδοκώντας να κάνουν τη «μεγάλη ζωή» εκεί. Πόσοι και πόσες δεν έτρεξαν στο κοντινότερο «μεγάλο χωριό» για να κάνουν τον ντελιβερά και άλλες δουλειές του ποδαριού. «Τι να μας πουν βρε αδερφέ οι ντομάτες και τα ζαρζαβατικά, ο κόσμος αλλάζει και πρέπει να εκσυγχρονιστούμε» έλεγαν πολλοί. Οι ντιρεκτίβες της Ε.Ε. που οδηγούσαν στην καταστροφή τον αγροτικό τομέα αντιμετωπίζονταν ως θέσφατα, και όσοι τολμούσαν να διαφωνήσουν αντιμετωπίζονταν σαν εξωγήινοι που δεν καταλαβαίνουν πού είναι και πού βρίσκονται. Καμιά ουσιαστική προσπάθεια να σωθεί ο τόπος τους απ’ την καταστροφή, και φυσικά καμιά διάθεση για συλλογική αντιμετώπιση της κατάστασης. Και αναρωτιέται κανείς πόσοι και πόσες απ’ αυτούς/ες έβριζαν και βρίζουν τους μετανάστες ως υπεύθυνους για την κατάσταση που βίωναν και βιώνουν. Παρεμπιπτόντως, αυτή η απαξίωση συνεχίζεται και σήμερα από πολλούς αγρότες, που προτιμούν να τοποθετούν στα χωράφια τους κάτι μεγάλα τζάμια, και ευελπιστούν ότι έτσι θα γίνουν παραγωγοί ρεύματος(!!!!!), και θα τα κονομήσουν ξύνοντας τα απαυτά τους. Κούνια που τους κούναγε και που θα τους κουνάει, που λέγαν και οι παλιότεροι.
Δεν θα μπούμε στα «δύσκολα» που λένε ότι η ανεργία αποτελεί δομικό στοιχείο του καπιταλισμού, και ότι τα αφεντικά πάντα φροντίζουν να δημιουργούν μια στρατιά ανέργων για να τους χρησιμοποιούν ως εργατική εφεδρεία ενάντια στους ήδη εργαζόμενους. Όποιος έχει καλή διάθεση να δει τα πράγματα όπως έχουν, και να κοιτάξει λίγο παραπέρα το τι γίνεται στο παγκόσμιο χωριό μας, θα ανακαλύψει εύκολα ότι εκεί δίπλα μας στη Λατινική Αμερική, όπου δεν υπάρχουν καθόλου μετανάστες, αυτόν τον ρόλο τον παίζουν οι ντόπιοι ξεριζωμένοι χωρικοί και ινδιάνοι, που έχουν στοιβαχτεί στις παραγκουπόλεις. Και ω! τι περίεργον! αντιμετωπίζουν τον ίδιο ρατσισμό, τις ίδιες κατηγορίες και διώξεις μ’ αυτές που αντιμετωπίζουν εδώ (στην Ευρώπη δηλαδή) οι μετανάστες. Και επειδή, όπως είπαμε, απ’ το να θεωρητικολογούμε καλύτερα να κοιτάμε την πραγματικότητα, δεν έχουμε παρά να ρίξουμε μια ματιά στο τι συνέβη στον λεγόμενο δημόσιο τομέα όλα αυτά τα χρόνια (πριν την τωρινή καταστροφή). Σε εργασιακούς χώρους όπου ίσχυαν οι καλύτερες συνθήκες δουλειάς, με τον πιο οργανωμένο και αποτελεσματικό συνδικαλισμό, με εξασφαλισμένες τις θέσεις εργασίας, όλα κατέρρευσαν σαν χάρτινος πύργος. Κυριάρχησαν κι εκεί οι νέες και «ευέλικτες» σχέσεις εργασίας με συμβάσεις, stage, υπεργολαβίες και ανασφάλιστους, ενώ όσοι προσλαμβάνονταν ως μόνιμοι λάμβαναν μισθούς αρκετά κατώτερους απ’ τους παλαιότερους υπαλλήλους. Τι μεσολάβησε και έγιναν πραγματικότητα όλα αυτά; Ρε λέτε να μπούκαραν και να δουλεύουν τίποτα πακιστανοί στο «δημόσιο»; Μάλλον όχι ε; Ίσως τη βόλεψαν τίποτα παλιοαλβανοί που έχουν και χρόνια εδώ και μας θρονιάστηκαν. Αλλά πάλι, κομματάκι δύσκολο έτσι; Τι διάολο έφτιαξε λοιπόν; Απλούστατα: Απεργίες της πλάκας και αδιαφορία για τα εργασιακά δικαιώματα των νεοτέρων συναδέλφων τους, φιλοτομαρισμός και αυτοαπαξίωση της δουλειάς τους, και με τους απ’ έξω να εκδηλώνουν μια κοινωνική μνησικακία για τα «προνόμια» που «απολάμβαναν» οι από μέσα, και να απαιτούν «λιγότερο κράτος». Ε, να τώρα οι ελεγκτικοί μηχανισμοί χάρβαλο, τα σχολεία διαλυμένα και υπό κατάργηση, και τα νοσοκομεία χωρίς γάζες.
Είπαμε, δεν υπάρχει λόγος να αρνείται ένας έντιμος άνθρωπος την πραγματικότητα. Όντως, τα αφεντικά, παγκόσμια, έκαναν πάρα πολύ καλά τη δουλειά τους. Με στρατιωτικές επεμβάσεις και πολέμους, με δικτατορίες και δολοφονική καταστολή, διέλυσαν κοινωνικά εκτεταμένες περιοχές του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, και προκάλεσαν ένα μεγάλο ρεύμα μετανάστευσης το οποίο στη συνέχεια, όπως είπαμε, χρησιμοποίησαν ως εργασιακή εφεδρεία. Τα αφεντικά τη δουλειά τους κάνανε στο κάτω της γραφής. Το μέγα ερώτημα κι εδώ είναι εμείς τι κάναμε, οι εργαζόμενοι, οι από κάτω. Κι η απάντηση είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία της εργαζόμενης κοινωνίας δέχτηκε σχεδόν αμαχητί την υποτίμηση της εργατικής της δύναμης και της κοινωνικής της αξιοπρέπειας, αδιαφόρησε για τη διάλυση κι αυτού του μικρού «κοινωνικού κράτους» που υπήρχε, και για την κατάργηση των κοινωνικών δικαιωμάτων και κατακτήσεών της. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ήταν αδύνατο να υπάρχει εκείνη η ταξική συνείδηση που θα έδινε το έναυσμα να απαντηθεί η ενότητα των αφεντικών με κοινούς αγώνες ντόπιων και μεταναστών. Αλλά εδώ, θα πει κανείς, δεν κάναμε κάτι έστω και μόνοι μας, με τους «παλιοξένους» θα κάναμε. Από πότε έχει να θυμηθεί κάποιος να έχει γίνει μια απεργία (προ μνημονίων εννοείται) που να αξίζει το όνομά της σ’ αυτό τον έρμο τον τόπο. Αντί για αγώνες που θα απέτρεπαν την καταστροφή, όλοι έτρεξαν αφιονισμένοι να τζογάρουν στο χρηματιστήριο και να γεμίζουν ασφυκτικά τα προποτζίδικα για κάθε είδους παράνομο ή νόμιμο τζόγο. Λες και ήταν τόσο μαλάκες οι αστοί ν’ αρχίσουν να τους μοιράζουν παρά με το τσουβάλι. Κι όταν τους φάγαν τα λεφτά πάλι καμιά αντίδραση. Τουλάχιστον όταν έγινε κάτι παρόμοιο στην Αλβανία το 1997 βγήκαν τα καλάσνικωφ, ρε γαμώτο. Και τι έχουν να πουν αυτοί που έχασαν περιουσίες στη «ληστεία του χρηματιστηρίου», ότι οι μετανάστες τούς φταίνε κι αυτούς;
Τέλος, ας οραματιστούμε εκείνη την υπέροχη αυγή που θα ξυπνήσουμε και θα βρούμε τη χώρα μας καθαρή απ’ τους «μιαρούς» αλλοεθνείς. Άραγε, τι θα κάνουμε τότε; Θα τρέξουμε να πάρουμε τη θέση των πακιστανών στα φανάρια για να καθαρίζουμε τζάμια, ή θα βγαίνουμε παγανιά κάθε που βρέχει να πουλάμε ομπρέλες όπως αυτοί; Θα στριμωχτούμε στον πεζόδρομο της Δαιδάλου ν’ αντικαταστήσουμε τους «αραπάδες» στήνοντας τραπεζάκια με ψιλολοίδια; Ή εκεί στην Αθήνα θα σκοτωθούν ποιος και ποιος θα πρωτοαπλώσει χάμω ένα σεντόνι με ψιλοπράγματα; Ωρέ μπράβο όραμα για το μέλλον! Μπράβο προοπτικές για τους νέους ανθρώπους! Κι αν κάποιος μικροαστός παραπονεθεί ότι αυτά είναι αιτία και κλείνουν ένα σορό μαγαζιά, καλά θα κάνει πρώτα να ρωτήσει τους πελάτες του αν έχουν κάνα φράγκο στην τσέπη, αν έχουν δουλειά, και αν έχουν, από πότε έχουν να τους πληρώσουν τ’ αφεντικά τους. Και μετά να πάει τρέχοντας να πληρώσει τα χαράτσια κάθε είδους που του φόρτωσαν, και τις αυξήσεις στη Δ.Ε.Η., τις αυξήσεις στα εισιτήρια, τις αυξήσεις στα διόδια, τις αυξήσεις στα τιμολόγια των Δ.Ε.Κ.Ο., τις αυξήσεις στις…., τις αυξήσεις στα…., τις αυξήσεις κ.λπ…
Να σκύβεις δουλικά το κεφάλι σ’ ό,τι προστάζουν οι ισχυροί, οι από πάνω σου, και αντίθετα να τρέχεις και να χτυπάς τους αδύναμους, αυτούς δηλαδή που είναι κοινωνικά αποκλεισμένοι χωρίς δικαιώματα, και καθίστανται έτσι εύκολα θύματα, αυτό ονομάζεται θρασυδειλία. Και είναι μια από τις στάσεις που χαρακτηρίζουν τη ροπή προς τον εκφασισμό μιας κοινωνίας.
Κολίγος