Για ποια ζωή μιλάμε; (Editorial #23)

Αλήθεια, σήμερα, πού είναι καλύτερα να ζεις; Σε μία μεγαλούπολη, όπως η Αθήνα, ή στην επαρχία; Ποιος δεν μιζεριάζει με τη μιζέρια που κυκλοφορεί και απλώνεται στις γειτονιές της Αθήνας, ποιος δεν μαγκώνεται όταν βλέπει όλο και περισσότερα μαγαζιά να κλείνουν και όλο και πιο πολύ να αδειάζουν οι δρόμοι και να ερημώνουν νωρίς το βράδυ, αφήνοντας μόνο τη μπατσοκρατία και το οργανωμένο ή μη έγκλημα να αλωνίζει; Ύστερα πάλι, ποιος δεν αρχίζει να σκέφτεται τη βενζίνη ακόμα και για μια βόλτα στην παραλία ή τα 2,80 ευρώ για το μετρό; Κι έτσι, η Αθήνα καθίσταται ένας τόπος αφιλόξενος, ξένος για τους ντόπιους όπως και για τους μετανάστες, ένας τόπος που «επιδέχεται» σε κάθε περιοχή μόνο τις βιτρίνες των επίσημων τοκογλύφων, των τραπεζών, και των ανεπίσημων μαυραγοριτών, των ενεχυροδανειστηρίων.

Ας πάμε αλλού λοιπόν. Κι ερχόμαστε στην επαρχία. Η κρίση έχει χτυπήσει κόκκινο και εδώ. Καιρό πριν από αυτήν, σε πόλεις όπως η Καρδίτσα για παράδειγμα, έπρεπε να έχεις μέσο έναν συγκεκριμένο υπουργό για να βρεις δουλειά σε ένα σούπερ-μάρκετ ή στο καινούργιο πολυκατάστημα που άνοιγε τότε. Σήμερα; Ακόμα χειρότερα. Οι δουλειές είναι σχεδόν ανύπαρκτες και όσες εμφανίζονται, είναι δουλειές που θέλουν σκλάβους με μηνιάτικο των 300 ευρώ. Ειδικά για τους νέους και τις νέες, επικρατεί πραγματικό σκλαβοπάζαρο. Έτσι, αν υπάρχει ένα σκλαβοπάζαρο στα χωράφια με μετανάστες, στις πόλεις υπάρχει ένα ανάλογο με τη νεολαία -και όχι μόνο- της κάθε πόλης. Η ανυπαρξία οποιασδήποτε στήριξης στον τομέα της γεωργίας σε νέους παραγωγούς, και οι αυξημένοι φόροι στα ακίνητα (σπίτια, αποθήκες και χωράφια), δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια να ασχοληθεί ο κόσμος σοβαρά με τη γεωργία, κι ας λένε στα τηλεοπτικά κανάλια παραμύθια. Πληβείοι και δουλοπάροικοι τείνουν να γίνουν έννοιες συνδεδεμένες όχι μόνο με το παρελθόν αλλά και με το μέλλον. Έτσι, λοιπόν, ο εγκλωβισμός επέρχεται και στην επαρχία: με την ανέχεια, την αδυναμία στις μετακινήσεις, την ανεργία, την εσωστρέφεια που κυριαρχεί στους περισσότερους, και στη συνέχεια στο σύνολο μιας τοπικής κοινωνίας, βυθίζοντάς την αρκετές φορές στον βούρκο του συντηρητισμού και του σκοταδισμού.

Αλήθεια, πάλι, πώς είναι καλύτερα να ζεις σήμερα; Συμφέρει να δουλεύεις ή όχι; Το να μην έχεις φράγκο και να μην μπορείς να βγεις από το σπίτι, αλλά να έχεις και τους λογαριασμούς και τα χαράτσια να σε κυνηγούν, είναι εφιαλτικό. To να δουλεύεις όμως και όλη μέρα για 500 και 600 ευρώ, δεχόμενος όλη μέρα τις προσβολές και τις απειλές ενός αφεντικού και των ρουφιάνων του, γυρνώντας στο σπίτι τη νύχτα και πτώμα στη κούραση, κι αυτό πάλι δεν λέγεται ζωή. Και δεν βγαίνει έτσι η ζωή. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα λοιπόν. Η τρομοκρατία στα κάτεργα της κακοπληρωμένης σκλαβιάς και η μιζέρια της ανεργίας είναι ένα σετ που σκοτώνει την εργατική τάξη μιας κοινωνίας, αν αυτή μείνει αδρανής και παθητική. Ο εξευτελισμός του μεροκάματου και η απειλή της ανεργίας αποτελούν τη μέγγενη στην οποία αφεντικά και κράτος έχουν βάλει τη ζωή μας. Δεν αρκεί να ευελπιστούμε πως θα τη γλιτώνουμε πάντα επειδή δεν είμαστε στο σημείο εκείνο που η μέγγενη σφίγγει όλο και πιο πιεστικά. Είμαστε στο ίδιο σώμα όλοι: ντόπιοι και ξένοι εργάτες, προλετάριοι των πόλεων και μικροί γεωργοί της υπαίθρου.

Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, η κρίση και η τρομοκρατία που επιβάλλουν -με το αφεντικό στον χώρο δουλειάς, το χαράτσι στο εκκαθαριστικό, τον μπάτσο στον δρόμο και τον φασίστα σε κάποια τρύπα που ανοίγει- επιχειρεί να μας οδηγήσει στο να πανικοβληθούμε, να θέσουμε με λάθος τρόπο τα ερωτήματα και να δώσουμε σπασμωδικές απαντήσεις. Καθιστούν τα πάντα δυστοπίες, προκειμένου να μην μας χωρά ούτε ο τόπος ούτε ο χρόνος, λες και αυτά τα δύο πεδία που συνιστούν την ανθρώπινη κοινωνία και ιστορία είναι δικά τους πράγματα. Ψάχνουμε έτσι όλοι τρόπους διαφυγής: οι νεότεροι συνήθως προς το εξωτερικό και οι μεγαλύτεροι προς τα χωριά. Έτσι επιδιώκουμε να αντιμετωπίσουμε τις δυστοπίες, έτσι επιχειρούμε να τις αποφύγουμε και είναι το μόνο που φαίνεται πως απομένει να κάνουμε.

Όμως αυτό που έχει σημασία είναι να περιορίσουμε αυτές τις δυστοπίες στον χάρτη, να τις συρρικνώσουμε, να κάνουμε τον κοινωνικό τόπο και χρόνο πάλι γόνιμο. Οι δικές μας ανακαλύψεις έχουν να κάνουν με την ανεύρεση των τρόπων που θα καταφέρουν να κάνουν θρύψαλα τη γενικευμένη δυστοπία του σύγχρονου ολοκληρωτισμού, και θα ανοίξουν μονοπάτια για την εμφάνιση και επέκταση καλών τόπων (ευτοπιών), τόπων στους οποίους η ζωή θα ανακτήσει την απλότητα και τον πλούτο των συναισθημάτων και των εμπειριών που της αρμόζει. Όμως αυτή η νέα γεωγραφία που καλούμαστε να διαμορφώσουμε, φτιάχνοντας νέους χάρτες και σχίζοντας σε κομμάτια εκείνους που έχουν βασίλεια, κάστρα, τείχη και δράκους που ξερνάνε φωτιές, δεν είναι υπόθεση μίας καλής πολιτικής λογοτεχνίας, ούτε υπόθεση μεγαλοϊδεατισμού που μένει σε ονειρώξεις και παραμύθια. Η νέα γεωγραφία είναι η γεωγραφία της καθημερινής ζωής, χρησιμοποιώντας εργαλεία που βρίσκονται θαμμένα ακριβώς στο έδαφος που πατάμε. Αυτό το έδαφος μπορεί να είναι η γειτονιά μιας πόλης, η συνοικία ή ακόμα και το στενό μιας μητρόπολης, ένα χωριό ή μία γεωργική έκταση. Οι ευτοπίες που μπορούν να γεννηθούν και γεννιούνται σε κάθε τέτοιο έδαφος. Δεν μπορεί να είναι νησίδες ελευθερίας αλλά φάροι για την αναζήτησή της, σημεία αναφοράς για όσους αντιστέκονται στις σύγχρονες δυστοπίες και θέτουν επικακτικά την αντιμετώπιση του Κοινωνικού Ζητήματος.

Μην χρονοτριβούμε. Εμείς οι ευτοπικοί οφείλουμε να ρίχνουμε θεμέλια των ευτοπιών μας στο πιο στέρεο έδαφος που βρίσκουμε, να ενισχύουμε αυτό το έδαφος ακόμα περισσότερο με τα ανάλογα στερεωτικά ή οχυρωματικά έργα, να διευρύνουμε τις γόνιμες γαίες ή τσιμεντοκοιλάδες στις οποίες δρούμε, να γινόμαστε ένα με το εδώ και τώρα, επιχειρώντας να το ζήσουμε για να το αλλάξουμε και όχι απλά να το προσπεράσουμε για να περάσει η ζωή μας.

Κλειδί στο ξεδίπλωμα αυτής της νέας γεωγραφίας αποτελεί ή έννοια της κοινότητας, όχι όμως με την «παραδοσιακή» έννοια αλλά με την πιο κοσμοπολιτική της εκδοχή. Διαμορφώνοντας κοινότητες δράσης, αγώνα, αλληλοβοήθειας, συνεργασίας, παραγωγής, παιδείας, με δυο λέξεις κοινότητες ζωής, αποκτά νόημα να ζούμε. Διαμορφώνοντας πυρήνες ζωντανούς σε ένα απονεκρωμένο περιβάλλον, μοιάζουμε με εκείνους τους σπόρους ή τις εναπομείνασες ρίζες των δέντρων που μπορούν να αναγεννήσουν ένα καμένο δάσος. Διαμορφώνοντας τη νέα γεωγραφία, ο κάθε τόπος μπορεί να αποτελέσει ελεύθερη χώρα και όχι επικράτεια φόβου και υποταγής.

Γ. Ελευθερίου