αναδημοσίευση από τον ιστότοπο The Blast
i) Συμπεριφορά
Η πρόσφατη υπόθεση της καταδίωξης των τριών ανήλικων Ρομά με το κλεμμένο αμάξι από ομάδα ΔΙΑΣ, και την εξέλιξή της με τον καταιγισμό πυρών και τον τραυματισμό δύο από αυτών, εκ των οποίων ο ένας κατέληξε, έδειξε αρκετά πράγματα για τους ιδεολογικούς συσχετισμούς μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον της επικράτειας που ονομάζεται Ελλάδα το 2021. Αυτό εν μέρει είναι πιο εύκολο λόγω της μαζικής χρήσης του διαδικτύου.
Πλέον τόσο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όσο και σε σχόλια κάτω από ρεπορτάζ και άρθρα σε ηλεκτρονικές εκδόσεις ειδησεογραφικών μέσων, μπορεί κάποια να έχει μια εικόνα ενός δημόσιου διαλόγου της κοινωνίας των πολιτών, αλλά να αναζητήσει και να βρει οτιδήποτε γράφεται για ένα θέμα, και μάλιστα να μπορεί να σχηματίσει αντίληψη επί των ποιοτικών και των ποσοτικών δεδομένων που παρουσιάζουν οι απόψεις που ακούγονται από κάθε πλευρά. Δηλαδή ποιες πλαισιώσεις (frames) κατορθώνουν να καταστούν κυρίαρχες μέσα στη συζήτηση, και έτσι να καθορίσουν την ηγεμονία του «τι συνέβη», «γιατί συνέβη», «τι φταίει» και «τι πρέπει να αλλάξει».
Για να μην κουράσουμε με την πληθώρα των τεχνικών ανάλυσης, τόσο των ποιοτικών όσο και των ποσοτικών δεδομένων μιας συζήτησης που απασχολεί κοινωνικά, ας περάσουμε κατευθείαν στα δικά μας συμπεράσματα από την παρακολούθηση αυτής της υπόθεσης.
Από ό,τι φαίνεται και από την έκταση των τοποθετήσεων που είναι υποστηρικτικές ως προς την αστυνομία, υπάρχει ένας συγκεκριμένος κοινωνικός πόλος εκεί έξω που είναι διατεθειμένος να δεχτεί την αφήγηση της αστυνομίας, όσα νέα δεδομένα κι αν προκύψουν, βίντεο, φωτογραφίες, ηχητικά ντοκουμέντα, μαρτυρίες, και οποιοδήποτε αποδεικτικό υλικό κάθε φύσεως. Είναι σαν μην έχει καμία απολύτως σημασία το πόσα, και τι είδους, ντοκουμέντα διαψεύδουν την αφήγηση της αστυνομίας, καθόσον το μόνο που μετράει για αυτόν τον πόλο που μιλάμε είναι η αφήγηση της αστυνομίας, αυτή καθ’ εαυτή, ό,τι κι αν αυτή λέει, όπως κι αν το λέει.
Η συμπεριφορά αυτή δεν αφορά μόνο την υπόθεση του Περάματος, η οποία επειδή έχει να κάνει με αστυνομία και Ρομά, μπορεί να μπαίνει και στη διάσταση πλέον του φυλετικού και κοινωνικού ρατσισμού, που προϋποθέτουν έτσι κι αλλιώς προκατάληψη, μια προκατάληψη που είδαμε και στην υπόθεση της δολοφονίας Ζακ Κωστόπουλου. Το ίδιο φαινόμενο έχει παρουσιαστεί και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Οι πιο συχνές περιπτώσεις είναι αυτές της αστυνομικής αυθαιρεσίας σε διαδηλώσεις και επεισόδια όπου επαναλαμβάνεται το παραπάνω μοτίβο ίδιο και απαράλλαχτο. Και πάλι εμφανίζεται ένας συγκεκριμένος πόλος ο οποίος αντιδρά το ίδιο όσα στοιχεία και να παρουσιάζονται που να διαψεύδουν την αστυνομία για αυτά που λέει. Είναι απλά σαν μην έχει καμία σημασία. Σαν να μην εμφανίστηκαν ποτέ στη δημόσια σφαίρα ή ακόμα περισσότερο σαν να υπάρχει μια μεθοδευμένη συνομωσία σπίλωσης της αστυνομίας από ύποπτα κέντρα.
Αν το φαινόμενο σταματούσε εκεί πέρα θα μπορούσαμε να πούμε ότι πέρα από ένα κόσμο που έχει ρατσιστικές προκαταλήψεις, αφορά κι ένα κόσμο με αρνητική προδιάθεση στις κινητοποιήσεις της αριστεράς και της ευρύτερης αντιεξουσίας, ένα κόσμο με συγκεκριμένες συντηρητικές ιδεολογικές καταβολές ενδεχομένως. Όμως και πάλι το φαινόμενο δεν σταματά εκεί.
Η περίπτωση της οικογένειας Ινδαρέ, του νεαρού δικυκλιστή που έφαγε ξύλο από τη συνοδεία επίσημου κυβερνητικού οχήματος, της αστυνομικής απόβασης στα νησιά Χίου και Μυτιλήνης, του νεαρού φοιτητή που έφαγε ξύλο από ΔΙΑΣ στη Νέα Σμύρνη επειδή διαμαρτυρήθηκε για τα πρόστιμα σε οικογένεια, είναι, παρότι ετερόκλητες μεταξύ τους, κάποιες από τις τρανταχτές περιπτώσεις όπου ακόμα κι αν τα θύματα της αστυνομικής συμπεριφοράς δεν μπορούν να συγκεντρώσουν αυτόματα μια προκατάληψη με ρατσιστικό και συντηρητικό υπόβαθρο, εν τούτοις η αφήγηση της αστυνομίας παραμένει ηγεμονική στο φαντασιακό αυτού του συγκεκριμένου πόλου, όσα αντίθετα στοιχεία κι αν παρουσιαστούν.
Αυτό το φαινόμενο φάνηκε ακόμα περισσότερο στην υπόθεση των επεισοδίων στην Ορεστιάδα, όπου αστυνομικοί των ΜΑΤ που υπηρετούν στη μεθόριο του Έβρου, και που προέρχονταν από άλλες πόλεις και επαρχίες της χώρας, τσακώθηκαν μεθυσμένοι με ομάδα νεαρών καταλήγοντας να τους επιτίθενται με υπηρεσιακό εξοπλισμό εκτός υπηρεσίας για να υποστηρίξουν αργότερα ότι δέχθηκαν επίθεση με ξύλα και μαχαίρια. Εδώ που το φερόμενο ως παραβατικό υποκείμενο είναι μια απλή παρέα νεαρών από την επαρχία της Βορείου Ελλάδος, και δεν πληροί καμία από τις τυπικές προϋποθέσεις προκατάληψης που είδαμε προηγουμένως, υπήρξε και πάλι το ίδιο μοτίβο. Άνθρωποι διατεθειμένοι να δεχτούν ως μόνη αλήθεια την αφήγηση της αστυνομίας. Ό,τι και να γίνεται, ό,τι και να αφορά, όποια κι αν είναι η άλλη πλευρά.
Το γεγονός αυτό κάνει τα πράγματα πιο σύνθετα. Αν μιλούσαμε απλώς για ένα κοινωνικό κομμάτι με ρατσιστικό υπόβαθρο και με συντηρητικά γνωρίσματα θα ήταν πιο εύκολο να κατανοήσουμε τι συμβαίνει και να ερμηνεύσουμε την ύπαρξη αυτού του φαινομένου. Η έκταση όμως, όπως και η ένταση και η επαναληψιμότητά του, παρά τις όποιες διαφοροποιητικές παραμέτρους, καθιστούν την ερμηνεία πιο δύσκολη υπόθεση. Ποιος κόσμος είναι τέλος πάντων αυτός, και ποια είναι τα χαρακτηριστικά που τον προσδιορίζουν; Πού κρύβεται, τι νιώθει και τι σκέφτεται; Δεν χρειάζεται να το ψάξουμε πολύ. Αν το καλοσκεφτούμε τέτοια άτομα τα ξέραμε από πάντα.
Είναι εκείνα τα άτομα που στο σχολείο φρόντιζαν πάντα να είναι με το μέρος των καθηγητών, να μην κάνουν κοπάνες, να απέχουν από κάθε συλλογική σχολική αταξία, να μην θέλουν ποτέ κατάληψη για να μην χαθεί το μάθημα, κάτι που συνέχισαν να επαναλαμβάνουν και ως φοιτητές/φοιτήτριες στις σχολές τους.
Είναι εκείνοι οι συνάδελφοι/σσες στη δουλειά που είναι πάντα στην ώρα τους, που γλύφουν το αφεντικό, που σε κοιτούν με μισό μάτι αν λουφάρεις και ετοιμάζονται να σε καρφώσουν αν φύγεις μια ώρα νωρίτερα. Που δεν θα απεργήσουν ποτέ, όχι τόσο για τον φόβο της απόλυσης αλλά γιατί «τέτοιες διαμαρτυρίες δεν οδηγούν πουθενά», και γιατί «υπάρχουν και άνθρωποι που θέλουν να δουλέψουν», και με αυτό το επιχείρημα μπορεί να φτάσουν ως και την απεργοσπασία.
Είναι οι άνθρωποι στη στάση λεωφορείου, στο μετρό, στο ταξί, στο καφέ, οπουδήποτε, που θα γκρινιάξουν για τον τάδε δρόμο που έκλεισε από μια πορεία, για την τάδε υπηρεσία που δεν λειτούργησε από μια απεργία.
Είναι οι άνθρωποι που νομίζουν ότι μπορούν να μιλούν όπως θέλουν στη σερβιτόρα, στο παιδί του delivery, στον πωλητή στο κατάστημα ένδυσης/υπόδυσης, γιατί είναι πελάτες και οποιαδήποτε αντίρρηση την αντιλαμβάνονται ως αγένεια που θα μεταφέρουν στον αφεντικό σου ή στη διεύθυνσή σου.
Είναι ο κόσμος στα μπαλκόνια που απειλεί ότι θα φωνάξει την αστυνομία επειδή βάφεις τους τοίχους, ακόμα και όταν είναι οι τοίχοι ετοιμόρροπης οικοδομής, ο ίδιος κόσμος θέλει η αστυνομία να εκκενώνει καταλήψεις ακόμα κι όταν πρόκειται για υπό κατάρρευση κτίρια εγκαταλελειμμένα και αναξιοποίητα για 100 χρόνια.
Είναι οι άνθρωποι που φροντίζουν σε κάθε στιγμή, σε κάθε συγκυρία, ακόμα και αν δεν τους έχει ρωτήσει κανείς, απολύτως κανείς, να αποδεικνύουν ότι σέβονται τους κανόνες και ότι αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα της τάξης στον κόσμο.
Με αυτόν τον κόσμο λοιπόν, με αυτούς τους ανθρώπους, η συζήτηση καθίσταται ατελέσφορη. Η διαλεκτική εξαντλείται και ακόμα και το πιο υπομονετικό άτομο μπορεί να εκραγεί προσπαθώντας να παραθέσει κάποια ορθολογικά επιχειρήματα, στοιχεία και δεδομένα. Κι αυτό γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε ουσιαστικά με ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό στρατόπεδο, που αποτελεί το σκληρό πυρήνα της κοινωνικής συναίνεσης: τον κοινωνικό πόλο της νομιμοφροσύνης.
ii) Εξέλιξη
Ο όρος νομιμοφροσύνη αρχίζει να εμφανίζεται στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και να απασχολεί τη σχετική συζήτηση στα χρόνια του πρώτου «εθνικού διχασμού» μεταξύ βενιζελικών και μοναρχικών. Ως όρος αναφερόταν στους υποστηριχτές του στέμματος και των αξιών που πρεσβεύει το ιδεολογικό σύστημα της μοναρχίας, υιοθετώντας με αυτόν τον τρόπο πολεμική θέση απέναντι στους νεωτεριστές φιλελεύθερους βενιζελικούς που υπονομεύουν τη νόμιμη τάξη πραγμάτων. Η νομιμοφροσύνη κατέστη συνώνυμη της υπεράσπισης των παλιών αξιών, της παράδοσης, της φιλοπατρίας, και οικοδόμησε την πολεμική της στους αντιπάλους της σε μια στρατηγική ηθικού πανικού και μαζικής υστερίας όπως συνέβη μετεμφυλιακά και με το στρατόπεδο της εθνικοφροσύνης απέναντι στους αντεθνικά σκεπτόμενους και τους συνοδοιπόρους τους, κατηγορία που βάραινε κυρίως την αριστερά.
Μεταπολιτευτικά το κοινωνικό συμβόλαιο αλλάζει, επικρατεί ο ιστορικός συμβιβασμός, οι πολιτικές δυνάμεις αποδέχονται –από τη δική της θέση η καθεμία– τους συσχετισμούς και τις ισορροπίες, και δεσμεύονται ότι θα τις σεβαστούν, και αυτές οι πολώσεις εξαντλούνται ή μένουν περιθωριακές σε ένα κομμάτι ακροδεξιού λόγου που θεωρεί ότι καταπιέζεται από την ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς και τον εκφυλισμό του ελληνικού πολιτικού συστήματος, εκφυλισμό που υποτίθεται σηματοδοτεί η μεταπολίτευση. Από κει και ύστερα αρχίζει να σχηματίζεται ένας νέος πόλος νομιμοφροσύνης διαφορετικός από αυτόν των προηγούμενων δεκαετιών.
Η σοσιαλδημοκρατική εκδοχή του ιστορικού συμβιβασμού στην Ελλάδα σηματοδότησε μια κοινωνική και πολιτισμική επανάσταση για τα ελληνικά δεδομένα, που όμοιά της δύσκολα μπορεί κανείς να διακρίνει στην ιστορική εξέλιξη της χώρας, τόσο σε θέματα κοινωνικής πολιτικής όσο και σε θέματα γενικότερης προόδου. Οι νέες ισορροπίες εντός του πολιτικού συστήματος αρχίζουν να γέρνουν υπέρ της προόδου σε ζητήματα αδιανόητα μέχρι και την προηγούμενη μέρα, αν και η παράδοση και η συντήρηση στη χώρα διατηρούσαν –και διατηρούν ακόμα– βαθιές ρίζες, κυρίως μέσω της ορθοδοξίας που όσο κι αν η επιρροή της εξασθενεί, εξακολουθεί να αποτελεί τον πυρήνα του κοινωνικού φαντασιακού.
Η νομιμοφροσύνη της μεταπολίτευσης λοιπόν δεν διακατέχεται από τον εθνικιστικό παροξυσμό των μοναρχικών, ή τον τυφλό αντικομμουνισμό των εθνικοφρόνων του μετεμφυλιακού κράτους. Τα ιδεολογικά στοιχεία που αποτελούν τον πυρήνα της δεν είναι ακριβώς καταστατικά ούτε αντιπροσωπεύουν τόσο ένα συγκεκριμένο σύστημα αξιών. Καθώς η σύνθεση του κοινωνικού κορμού αλλάζει πλέον ώστε να ενσωματώσει και να εγκολπώσει κοινωνικές δυναμικές που μέχρι χθες ήταν υπό διωγμό, και να ανεχτεί την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και απόψεων που ήταν στιγματισμένες ως αντεθνικές, αναπόφευκτα αλλάζουν και τα στοιχεία συγκρότησής του. Όσο θα βαθαίνει η μεταπολίτευση και η ελληνική εκδοχή του κεϋνσιανισμού θα φτάνει το peak της (’90-’00), η αφήγηση που γίνεται η συγκολλητική ουσία του νέου κοινωνικού συμβολαίου είναι η συσπείρωση γύρω από οτιδήποτε απειλεί τους όρους της νέου τύπου κοινωνικής συνοχής.
Ο νέος αυτός πόλος, επομένως, ως πρώτη πυρηνική στρώση έχει την προσήλωση στη σταθερότητα του νέου status quo της μεταπολίτευσης, χαρακτηριστικού του οποίου γίνεται ένα νέο ευρύτερο πολιτικό «Κέντρο» που έχει και δεξιές και αριστερές, και συντηρητικές και προοδευτικές αναφορές, ένα κέντρο που αποδέχεται τη νέα κατάσταση και θέλει να την υπηρετήσει παίρνοντας αποστάσεις από τα άκρα που θα είναι –ανάλογα ποιος μιλάει– είτε «σταγονίδια της χούντας» είτε «ύποπτοι προβοκάτορες» είτε «αριστεροαναρχικοί τρομοκράτες». Ο σκληρός πυρήνας αυτού του πολιτικού κέντρου θα διαμορφώσει μια συνείδηση πλήρους συμμόρφωσης στις πολιτικές και κοινωνικές νόρμες, επικαλυπτόμενη με τον μανδύα της δημοκρατικότητας και μιας υποτιθέμενης πολιτικής μετριοπάθειας που στέκεται ανάχωμα στον λαϊκισμό.
Ταυτόχρονα με όλα αυτά όμως έχουμε και την απομυθοποίηση της διαφθοράς, καθώς αυτή πλέον είναι προσβάσιμη και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Η διαφθορά δεν αφορά πλέον αποκλειστικά πολιτικούς, αστυνομία, δικαιοσύνη, μεγαλοεργολάβους, εφοπλιστές, βιομήχανους, αλλά απενοχοποιείται και αρχίζει να επεκτείνεται σε όλες τις βαθμίδες των δημόσιων υπηρεσιών, και σταδιακά να είναι προσβάσιμη σε κάθε ιδιώτη που έχει αρκετά ελαστικές ηθικές αξίες.
Η ταξική κινητικότητα που προκάλεσαν οι μεταναστευτικές ροές από το ‘90 και μετά, καθώς και η σταδιακή μετατροπή της χώρας σε ένα απέραντο τουριστικό διασκεδαστήριο, διόγκωσαν τα φαινόμενα διαφθοράς, οι δείκτες της οποίας αρχίζουν να χτυπούν πλέον κόκκινο. Ειδικά στην κατηγορία του τουρισμού, η ευκολία με την οποία άρχισαν να εμφανίζονται παντού κατά μήκος και πλάτος της χώρας αυτοδημιούργητοι ευκατάστατοι επιχειρηματίες, που με μια επιδότηση πέρασαν ένα σύρμα σε ένα αναξιοποίητο οικόπεδο στην παραλία για να το κάνουν κάμπινγκ, ή έριξαν σοβά σε ένα κοτέτσι για να το κάνουν «ρουμ του λετ» είναι χαρακτηριστική του νεολληνικού success story. Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται στην αγροτική ύπαιθρο, στο τομέα της εστίασης και της διασκέδασης, ενώ οι πρακτικές αισχροκέρδειας εις βάρος καταναλωτών αρχίζουν και υιοθετούνται ακόμα και από γειτονικά παντοπωλεία.
Το πιο ενδιαφέρον σε όλο αυτό όμως είναι το πώς αυτή η διαφθορά αρχίζει να γίνεται κοινοτική, να αποκτά τοπικό χαρακτήρα και να δένεται με τα συμφέροντα ολόκληρων περιοχών ή επαγγελματικών κατηγοριών που στην πορεία έρχονται σε συνδιαλλαγή με πολιτικούς εκπροσώπους, δημάρχους-κοινοτάρχες κ.λπ. για να προωθήσουν αυτά τα συμφέροντα σε βουλευτές, περιφερειάρχες κ.λπ., δημιουργώντας μια κομματική πελατεία αυστηρώς με χαρακτηριστικά συντεχνιακά.
Ταυτόχρονα όλα αυτά συμβαίνουν με μια επικάλυψη νομιμότητας, η οποία δημιουργεί μια τοξική κοινωνική πραγματικότητα στην οποία ή θα είσαι μέλος των διαφόρων καρτέλ διαφθοράς στα διάφορα επαγγελματικά μετερίζια όπου αυτή εκδηλώνεται, ή θα είσαι κοινωνικός παρίας που θα προσπαθεί με τον σταυρό στο χέρι, δεχόμενος και χλεύη επιπλέον. Ακόμα χειρότερα μπορεί να ανήκεις στο γκρουπ των μόνιμα ενοχλητικών που διαρκώς φωνάζουν, διαμαρτύρονται και θέλουν να χαλάσουν τη φάση γιατί είναι «ιδεολογικά κολλημένοι», «φανατικοί», «γραφικά απομεινάρια μιας εποχής που δεν μπορούν να πιστέψουν πως έχει παρέλθει οριστικά». Αυτή η επικάλυψη ωστόσο είναι το σημείο τομής όπου αυτός ο κόσμος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως εντός του πλαισίου της νομιμοφροσύνης, καθώς η νομιμότητα στην προκειμένη εργαλειοποιείται ως βασική προϋπόθεση της διαφθοράς, δεδομένου ότι η διαφθορά έχει ως υπαρξιακή ανάγκη τη συνδιαλλαγή με τη νομιμότητα ώστε να τροφοδοτείται και να χτίζει κοινωνικό προσωπείο. Εξού και το γεγονός ότι παρότι η πολιτική και επιχειρηματική ελίτ αυτού του τόπου εμπλέκεται σε αναρίθμητα σκάνδαλα διαφθοράς, δεν υπήρξε ποτέ πραγματικό σοκ για τον πληθυσμό αυτής της χώρας, και σίγουρα όχι τέτοιο που να προκαλέσει κάποιο ξεσηκωμό ή κάποιον ανένδοτο αγώνα.
iii) Ιδεολογικό υπόβαθρο
Παρατηρούμε λοιπόν ότι η σύγχρονη εκδοχή της ελληνικής νομιμοφροσύνης έχει υβριδικό χαρακτήρα σαφέστατα επηρεασμένο από τις αντιφατικές ταξικές μετατοπίσεις που προκαλούνται με την ποσοτική διόγκωση του κοινωνικού μπλοκ μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας, τόσο στις μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές όσο και στην ύπαιθρο. Στο ιδεολογικό κομμάτι η σύγχρονη εκδοχή της νομιμοφροσύνης ανακατεύει πέρα από την ακροδεξιά, που είναι και στην ιδεολογική της ατζέντα η προάσπιση του δόγματος Νόμου και Τάξης, ή την επίσημη αριστερά που έχει αποδεχθεί τη νομιμότητα ως όρο για την ένταξή της στο δημοκρατικό τόξο, λίγο από χριστιανοδεξιά, λίγο από διεφθαρμένη σοσιαλδημοκρατία, λίγο κοινωνία του θεάματος και life style με μπόλικο καταναλωτισμό, και λίγο μαζική κουλτούρα υπό τη σκιά του δυτικού πολιτισμικού ιμπεριαλισμού. Ωστόσο δύο συνιστώσες ξεχωρίζουν.Από τη μία ο σκληρός πυρήνας του νέου πολιτικού κέντρου που τη νομιμοφροσύνη του την παρουσιάζει ως δημοκρατική αρετή, ως στοιχείο πολιτισμικής υπεροχής έναντι των ακραίων και των λαϊκιστών, και από την άλλη το κοινωνικό μπλοκ διαφθοράς για το οποίο η νομιμοφροσύνη είναι απαραίτητη για τη διατήρηση των προνομίων του.
Αν για το πρώτο μπλοκ απειλή για τη νομιμότητα είναι τα πολιτικά άκρα και ο εξτρεμισμός από όπου κι αν προέρχεται, για το δεύτερο μπλοκ απειλή είναι οτιδήποτε θα μπορούσε δυνητικά να βλάψει τα συμφέροντα του. Η τοποθέτησή του είναι πρωτίστως οπορτουνιστική και δευτερευόντως ιδεολογική. Οι άνθρωποι αυτοί μπορεί να μέμφονται για παράδειγμα τους ελεύθερους κατασκηνωτές στο όνομα της νομιμότητας, την ίδια στιγμή που διόλου δεν τους απασχολεί αν παραλίες καταπατώνται από μαγαζιά, ομπρέλες και ξαπλώστρες. Μπορεί να θέλουν να σαπίσουν στη φυλακή μικροπαραβατικοί που κλέψαν ένα αμάξι ή ένα μηχανάκι, αλλά δεν θα είναι ποτέ το ίδιο έξαλλοι με το τάδε πολιτικό πρόσωπο που βαρύνεται με σκάνδαλο κατασπατάλησης δημοσίου χρήματος. Θα καταδικάζουν τη βία από όπου κι αν προέρχεται αλλά μόνο όταν στρέφεται ενάντια σε θεσμούς και πρόσωπα της εξουσίας και της ελίτ, ενώ αν πρόκειται για αυτοδικία νοικοκυραίων ή για κατάχρηση εξουσίας μπάτσων θα υπάρχει πάντα ένα «ναι αλλά…» ή και ένα «καλώς συνέβη».
Και κάπως έτσι η σύγχρονη δυστοπία που ζούμε αποκτά την απαραίτητη εκείνη αποδοχή για την κανονικοποίησή της. Κάπως έτσι συνηθίζουμε στη βαρβαρότητα, στον θάνατο και το αίμα. Κάπως έτσι η φωνή της οργής και της αγανάκτησης σκορπίζεται στον αέρα χωρίς πολλούς αποδέκτες. Κάπως έτσι ο κόσμος που παλεύει για το δίκιο ενάντια στην καταπίεση και την ελευθερία παραμένει λίγος.
Καλώς ή κακώς έχουμε πνιγεί μέσα στα μεγάλα αφηγήματα. Η φαντασιακή εικόνα μεγάλων μαζικών ξεσηκωμών έχει διαιωνίσει τον μύθο ότι οι επαναστάσεις ή είναι παλλαϊκές ή απλά δεν συμβαίνουν. Και η διαιώνιση αυτού του μύθου είναι μάστιγα για τα ριζοσπαστικά κινήματα γιατί δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι χρειαζόμαστε όλο τον κόσμο μαζί μας για την έφοδο στον ουρανό, όταν αυτό ελάχιστες φορές συνέβη στην ιστορία χωρίς να μεσολαβήσει ή να ακολουθήσει ένας σφοδρός εμφύλιος πόλεμος. Ένας πόλεμος στον οποίο λαός πολεμούσε εναντίον λαού, κοινωνική βάση πολεμούσε εναντίον κοινωνικής βάσης, από τα κάτω πολεμούσαν ενάντια σε άλλους από τα κάτω, και εργατική τάξη πολεμούσε εναντίον εργατικής τάξης.
Κάπως όλη αυτή η ψευδαίσθηση ότι η κοινωνική επανάσταση θα βρει σύσσωμο το σύνολο των καταπιεζόμενων και εκμεταλλευόμενων ανθρώπων ενάντια στους δυνάστες τους και τους πραιτωριανούς κάθε εποχής, είναι που δημιουργεί μια αίσθηση ότι έχουμε χρέος να πάρουμε όλον τον κόσμο μαζί μας, ό,τι κι αν είναι αυτοί σήμερα, ό,τι κι αν κάνουν. Και δεν είναι ότι αυτό θα ήταν κακό, αλλά μάλλον ότι είναι απίθανο να συμβεί.
Καλώς ή κακώς οι εξουσίες των δυτικών κρατών έχουν εξελίξει κατά πολύ τους μηχανισμούς απόσπασης κοινωνικών συναινέσεων ώστε να κανονικοποιείται η συστημική βία και καταπίεση, και να μην εγείρει αντιδράσεις από μειοψηφίες. Έχουν εξελίξει και την αφομοίωση εξεγερσιακών ξεσπασμάτων προς κατευθύνσεις μη ριζοσπαστικές μέσω της εκλογικής ανάθεσης και της ελπίδας για αλλαγή που εκπροσωπούν διάφορα πολιτικά κόμματα ανά περίσταση. Τακτική επιτυχής διότι σε πολλές περιπτώσεις συμβαίνουν όντως κάποιες αλλαγές που συντηρούν την εμπιστοσύνη στο σύστημα.
Επομένως είναι δεδομένο ότι σε οποιαδήποτε απόπειρα επαναστατικής ανατροπής ο εχθρός απέναντί μας δεν θα είναι μόνο αυτός που έχουμε μάθει να μισούμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι από σήμερα εξισώνεται ο κάθε νομιμόφρων πολίτης ό,τι background και να έχει, με κάποιον εκπρόσωπο και συνειδητό υπηρέτη του συστήματος εξουσίας. Σκοπός της παρούσας ανάλυσης είναι η απόπειρα μιας «κοινωνικής ακτινογραφίας», ώστε να διαπιστώσουμε την εξελικτική πορεία των κρατούντων συσχετισμών και το ευρύτερο υπόβαθρό τους.
Είναι δεδομένο ότι οι ριζοσπαστικές πρωτοπορίες όσο ηρωικές και αν είναι, όση αυτοθυσία κι αν έχουν, κι όσο κι αν το δίκιο που πρεσβεύουν εμπνέει, δεν επαρκούν για μια κοινωνική αλλαγή βαθιάς κλίμακας. Από εκεί όμως μέχρι να αντιλαμβανόμαστε τον λαό, την κοινωνία, την τάξη μας, τους από τα κάτω (διαλέξτε διατύπωση και προχωράμε) ως ένα μασίφ υποκείμενο που έρχεται ή δεν έρχεται με το μέρος μας, υπάρχει απόσταση.
Σημασία έχει να αντιληφθούμε ότι μέσα στο σύνολο αυτό υπάρχουν διαφορετικές ομάδες, με διαφορετικά πιστεύω, με διαφορετικά προνόμια, με διαφορετικούς ρόλους, με διαφορετικά συμφέροντα, και ότι δική μας δουλειά δεν είναι να τα βάλουμε όλα αυτά σε ένα μπλέντερ για να ανακατευτούνε και να βγει ένας πουρές, αλλά μέσω της ριζοσπαστικής θεωρίας και πρακτικής να αναδεικνύουμε διαρκώς τους ξεχωριστούς κόσμους που υπάρχουν μέσα στην κοινωνία, και να χαράζουμε εκείνες τις διαχωριστικές γραμμές που κάποια στιγμή θα καθιστούν αγεφύρωτα τα χάσματα αυτά, οξύνοντας τον κοινωνικό πόλεμο.
Κι αυτό μεταξύ άλλων, προϋποθέτει οριστικό διαζύγιο με τον κόσμο της νομιμοφροσύνης σε πολιτικό, ηθικό και αξιακό επίπεδο.