Μια ιστορία αντίστασης από τη λαϊκή παράδοση ανταρσίας στον ελλαδικό χώρο
Ορε δεν είναι κρίμα κι άδικο, ορέ Βασιλαρχόντισσα,
Δεν είναι κι αμαρτία ορέ Βασιλαρχόντισσα
Να τυραννώ τα νιάτα μου, ορέ Βασιλαρχόντισσα
Ορέ χωρίς καμμιάν αιτία, ορέ Βασιλαρχόντισσα
Ορέ να ‘ναι η Βάσω σ’ ερημιά σε κλέφτικα λημέρια
Να στρώνει πεύκα στρώματα κι οξιές προσκεφαλάκια
Να ‘χει και τα κλεφτόπουλα που να τη διαφεντεύουν
Κι ίσα με τα μεσάνυχτα , δυο ώρες πριν να φέξει
Κι ο Θύμις Γάκης φώναξε, κι ο Θυμιογάκης λέει:
Σήκω Βασίλω μ’ κι έφεξε και πάει η πούλια στο γιόμα.
Σήκω ν’ ανάψεις τη φωτιά να φτάσεις τον καφέ μας.
Η ξαγορά μας έρχεται, δυο μούλες φορτωμένες
Η πρώτη φέρνει μάλαμα, η δεύτερη τ’ ασήμι
Σύρε Βάσω στο σπίτι σου, σύρε και στους δικούς σου.
Το παραπάνω ηπειρώτικο τραγούδι ανήκει στη κατηγορία των δημοτικών ληστρικών τραγουδιών. Τα δημοτικά τραγούδια ανά τόπο και κοινωνική ομάδα αποτελούν συστατικό στοιχείο της κοινωνικής συνοχής. Διατηρούν και αναπαράγουν στόμα με στόμα την ιστορία ενός τόπου και ενδεχομένως την αντίσταση στην ομοιογένεια που προσπαθεί να επιβάλλει το έθνος-κράτος στους μειονοτικούς πληθυσμούς μιας χώρας.
Κατά την περίοδο 1830-1940 στον ελλαδικό χώρο αναπτύχθηκε έντονα το φαινόμενο της κοινωνικής ληστείας ως πρακτική επιβίωσης αλλά και μέσο εκδίκησης απέναντι στους περιορισμούς που επέβαλε ,εκ νέου, το ελληνικό κράτος μετά την ίδρυσή του το 1830 τα σύνορα του οποίου έφταναν τότε στη Στερεά Ελλάδα. Χαρακτηριστική είναι η φράση του Μακρυγιάννη: «Αφού σας φτιάσαμεν το ρωμέικον, μας κάνατε και είλωτες. Θα μας παλουκώσετε γιατί χύσαμε το αίμα μας δι’αυτήν την πατρίδα και τίποτις δεν κερδίσαμε. Γιόμισαν οι χάψες του κράτους, μας πήραν την ματοκυλισμένη μας γη, την αγόρασαν από ένα γρόσι το στρέμμα και βάλαν εμάς με τ’αλέτρι και τραβούμε και βγάνομεν των συγγενών μας τα κόκκαλα». Ο Μακρυγιάννης εδώ αναφέρεται στην μετάβαση της γης από τους οθωμανούς αγάδες στους έλληνες κοτσαμπάσηδες-τσιφλικάδες, μετάβαση η οποία έγινε είτε απευθείας είτε μέσω του σταδίου των εθνικών γαιών. Οι δουλευτές της γης, οι κολίγοι, φυσικά παρέμειναν στην ίδια ταξική και κοινωνική θέση δηλαδή παρέμειναν κολίγοι.
Το ηπειρώτικο τραγούδι «Βασιλαρχόντισσα», το οποίο χορεύεται και τραγουδιέται ακόμη και σήμερα, αναφέρεται σε μια ιστορία εκδίκησης νεαρών εργατών προς τους προύχοντες στο Μέτσοβο. Εκείνη την εποχή, 1884, απαγορευόταν να περνούν οι εργάτες-παρακατιανοί μπροστά από το προαύλιο της εκκλησίας (κουλτούκι) όπου σύχναζαν οι προύχοντες. Μια μέρα όμως ο Μετσοβίτης Γεώργιος Ντάλας και ο Μεσολογγίτης Φλέγκας αγνόησαν την απαγόρευση και πέρασαν από εκεί με αποτέλεσμα ο προύχοντας Νικολάκης Αβέρωφ να προσβληθεί από την κίνηση τους αυτή οπότε και χαστούκισε τον Φλέγκα. Η επίθεση αυτή εξόργισε και έθιξε τον Φλέγκα ο οποίος ήρθε σε επαφή με τον λήσταρχο Θύμιο Γάκη από τη Μεσούντα της Άρτας και τη 12μελή συμμορία του. Έτσι, κανονίστηκε η απαγωγή της κόρης του Αβέρωφ, Ευδοκία (Δούκω) Αβέρωφ-Τζοανοπούλου και της Ελένης Καραγιάννη. Τα λύτρα που ζητούσαν οι ληστές για να αφήσουν την κόρη ήταν το βάρος της σε χρυσό (84 οκάδες) και σε ασήμι το βάρος της άλλης γυναίκας. Ο Αβέρωφ προκειμένου να συγκεντρώσει τα λύτρα που ζητούσαν οι ληστές έστειλε τον Σέργιο Βράκα, άνθρωπο εμπιστοσύνης του, στα Γιάννενα, την Καρδίτσα και τα Τρίκαλα όπου είχε μεγάλα τσιφλίκια ώστε να φέρει τα χρήματα. Όταν τα χρήματα παραδώθηκαν στους ληστές η Ευδοκία Αβέρωφ-Τζοανοπούλου και η Ελένη Καραγιάννη επέστρεψαν στις οικογένειές τους.
Το 1893 ο Θύμιος Γάκης συνελήφθη και δικάστηκε στη Σμύρνη. Η προβλεπόμενη ποινή για τους ληστές της περιόδου εκείνης ήταν η θανατική ποινή όμως χάρις την παρέμβαση της Ευδοκίας Αβέρωφ η οποία κατέθεσε πως της είχε φερθεί «με ευγένεια και καλοσύνη και προστάτευσε την ακεραιότητά της και την τιμή της από κάθε επιβουλή» κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας της γλίτωσε και αντ’αυτού καταδικάστηκε σε ισόβια. Έμεινε στη φυλακή 14 χρόνια από το 1894 έως το 1908.
Το τραγούδι περιγράφει την μεταχείριση της Ευδοκίας από τους ληστές κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της. Παρατηρούμε ότι εστιάζει στις συνθήκες στις οποίες ζούσε αυτό το διάστημα η κόρη του Αβέρωφ που καθόλου δεν ταιριάζουν με την αρχοντική της καταγωγή η οποία τονίζεται με την προσφώνηση βασιλαρχόντισσα («Ορέ να ‘ναι η Βάσω σ’ ερημιά σε κλέφτικα λημέρια Να στρώνει πεύκα στρώματα κι οξιές προσκεφαλάκια»). Παρατηρούμε επίσης ότι το τραγούδι δεν αναφέρεται σε κάποια ιδιαίτερη κακουχία ή κακή μεταχείριση από την πλευρά των ληστών προς την Ευδοκία παρά μονάχα μας περιγράφει τον τρόπο που ζούσαν οι ληστές στα βουνά, τρόπο τον οποίο ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει και η Ευδοκία όντας αιχμάλωτη.
«Κατ’εξοχήν έκφραση της χρόνιας αναντιστοιχίας μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών και της πολιτικής κοινωνίας που συνοδεύει την εγκαθίδρυση του Κράτους-Έθνους σε μια χώρα βαθιά ριζωμένη στις προκαπιταλιστικές δομές, η ελληνική ληστεία συνίσταται πράγματι στην έντονη αντίθεση ανάμεσα σε δύο νομιμότητες: τη λαϊκή αντίληψη του δικαίου και την επίσημη. Αυτή η αντίθεση θα αποτελέσει το επίκεντρο των ισχυρών εντάσεων και των βίαιων εκρήξεων που χαρακτηρίζουν την πολιτική και κοινωνική ιστορία της Ελλάδας καθ’όλη την διάρκεια του 19ου αιώνα αλλά και αργότερα(…)»
~Στ.Δαμιανάκος
selinflor
Πηγές:
- Θύμιο Γάκης και η αιχμαλωσία της βασιλαρχόντισσας, Λήσταρχος-εθνικός ήρως, Δημήτριος Φ. Καρατζένης
- Ήθος και πολιτισμός των επικίνδυνων τάξεων στην Ελλάδα, Στάθης Δαμιανάκος
- Η κοινωνική ληστεία στον ελλαδικό χώρο 1830-1940, εκδόσεις Ελευθεριακό στέκι Πικροδάφνη