Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται ένα φαινόμενο διόλου καινοφανές, ένα φαινόμενο που όσοι δραστηριοποιούνται στην πολιτική σφαίρα του ανατρεπτικού κοινωνικού κινήματος το γνωρίζουν αρκετά έως πολύ καλά. Σε αρκετές από τις πρόσφατες δολοφονίες, είτε κρατικές είτε παρακρατικές, ενεργοποιήθηκε άμεσα ο προπαγανδιστικός μηχανισμός συγκάλυψης και δικαιολόγησης, είτε προσπαθώντας να βρουν άλλοθι στους θύτες, είτε επιτιθέμενοι στην ηθική υπόσταση του θύματος. Είτε μιλάμε για την υπόθεση του Kyle Rittenhouse στην Αμερική, που δολοφόνησε τρεις ανθρώπους σε υποτιθέμενη αυτοάμυνα, είτε για τη δολοφονία του/της Zack/Zackie, τη δολοφονία του Σαμπάνη στο Πέραμα και την δολοφονία του Georg Floyd του ‘20. Σε κάθε περίπτωση ο κρατικός μηχανισμός και τα μίντια προσπάθησαν τα μέγιστα, όπως προαναφέρθηκε, για να συγκαλύψουν και να βγάλουν όσο μπορούν λάδι τους δολοφόνους, ενεργοποιώντας τα πιο βάρβαρα και κανιβαλιστικά κοινωνικά ένστικτα. Στην περίπτωση του Kyle Rittenhouse στην Αμερική, αλλά και στην πρόσφατη δολοφονία στο Πέραμα, χρησιμοποιήθηκε το επιχείρημα της αυτοάμυνας, ενώ στην δολοφονία του Zack και του George Floyd, επιχειρήθηκε μια άνευ προηγουμένου προσπάθεια παραγραφής των γεγονότων, κατηγορώντας τα θύματα ως τοξικομανείς και προβάλλοντας την χρήση ουσιών ως την κύρια αιτία θανάτου.
Αρχικά οι εγκάθετοι των καθεστωτικών μέσων ενημέρωσης, λασπώνουν τα νερά (“muddying the waters”) σε συνεργασία με την αστυνομία, είτε με αναμφισβήτητα ψέματα, είτε με το να μεταφέρουν την συζήτηση στις πράξεις του θύματος πριν την δολοφονία. Αρχή παίρνουν μετά τα έμμισθα τρολ του παρακρατικού μηχανισμού στο διαδίκτυο, δημιουργώντας την εντύπωση ότι η κοινωνία είναι με τους θύτες και όχι με τα θύματα και στρώνουν το κόκκινο χαλί ώστε ο φασιστικός συρφετός να απλωθεί στα social media. Στην περίπτωση του Περάματος, μέλος της ίδιας της κυβέρνησης –ο υπουργός ΠΡΟ.ΠΟ.– επισκέφτηκε πρώτα και κύρια τους δολοφόνους αστυνομικούς για να παρέχει «ψυχική υποστήριξη». Το πιο σύνηθες επιχείρημα είναι αυτό της «δίκαιης αυτοάμυνας» των θυτών, όπου οι θύτες φέρονται να βρίσκονται σε κίνδυνο και ως εκ τούτου δεν είχαν άλλη επιλογή από το να αμυνθούν με τέτοιον τρόπο ώστε να αφαιρέσουν μια ανθρώπινη ζωή. Με αυτήν την γραμμή υπεράσπισης, επιχειρείται να αντιστραφούν οι ρόλοι θύτη-θύματος, προσπαθώντας να βάλουν τον κόσμο πιο κοντά στην θέση του δολοφόνου παρά του δολοφονημένου. Με αυτόν τον τρόπο παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση της δίκης του Kyle Rittenhouse αφού σκότωσε τρεις ανθρώπους, οργανώθηκε μια επίθεση στο ποιόν των θυμάτων, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο ίδιος ο θύτης δεν το γνώριζε πριν τους πυροβολήσει. Τη δεδομένη στιγμή της δολοφονίας, το παρελθόν των θυμάτων δεν θα έπρεπε να παίζει κανέναν ρόλο στο τι θα διαδραματιζόταν. Προφανώς, όπως και σε όλες τις περιπτώσεις που έχουν αναφερθεί, η υπεράσπιση εσκεμμένα αγνοεί συγκεκριμένα στοιχεία, όπως το γεγονός ότι ο Rittenhouse είχε βρεθεί οπλισμένος μέχρι το γόνατο –με ημιαυτόματα r-15– σε άλλη πολιτεία χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι του, και στο Πέραμα ότι οι μπάτσοι της ομάδας ΔΙΑΣ πυροβόλησαν πάνω από 30 φορές – κάτι το οποίο στο μυαλό οποιουδήποτε λογικού ανθρώπου δεν μπορεί να συνιστά αυτοάμυνα.
Πίσω από αυτήν την αφήγηση, βρίσκεται μια ψευδής αίσθηση σκεπτικισμού. Τα αντεπιχειρήματα, βασίζονται στην λογική ότι η κατακραυγή της εκάστοτε δολοφονίας, γίνεται για λόγους και με όρους θεάματος, άρα ανακριβειών ή και ψεμάτων. Τα φασιστικά τρολ και επίδοξοι φασίστες τύπου Κούγια έρχονται για να υπερασπιστούν την αλήθεια, ανεξαρτήτως του γεγονότος πως η λεγόμενη αλήθεια που φέρουν δεν αλλάζει συνήθως την φύση του εγκλήματος. Αλλά ο στόχος τους –αυτός του να προσποιηθούν τη φωνή της υποτιθέμενης «κοινής λογικής», και κατ’ επέκταση αυτήν των «κοινών ανθρώπων»– επιτυγχάνεται κατά αυτόν τον τρόπο. Με αυτόν τον τρόπο, οι δολοφόνοι μπάτσοι στο Πέραμα, βρέθηκαν αντιμέτωποι με την κατά αυτούς «αδικαιολόγητη» επίθεση από έναν «παράλογο» όχλο καταγγελόντων. Έτσι καλούμαστε συνεχώς να πρέπει να εξηγούμε τα αυτονόητα. Πως δηλαδή σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις οι δολοφονίες άοπλων, «εγκληματιών» και μη, από ένστολους κρατικούς ή παρακρατικούς δεν μπορούν να δικαιολογηθούν, πως η απάντηση σε μικροκλοπές και μη, δεν είναι η αφαίρεση της ζωής καθώς δεν ζούμε ούτε στο μεσαίωνα ούτε και στην «άγρια δύση» αλλά αποτελούν ένα ακόμη παράδειγμα της πραγματικής φύσης του κρατικού μηχανισμού και την θέση του ως προς την αξία της ανθρώπινης ζωής.
Σε κάθε περίπτωση η επίθεση στο ποιόν των θυμάτων δεν είναι τυχαία, ούτε μονάχα ευκαιριακή. Ο στόχος δεν ήταν μονάχα η προστασία των θυτών πάση θυσία, οδηγώντας τον κρατικό και προπαγανδιστικό μηχανισμό, να χρησιμοποιήσει όλα του τα εργαλεία παραπληροφόρησης και προπαγάνδας. Σε κάθε μια από τις περιπτώσεις, ήταν ο διαχωρισμός και η απομόνωση των θυμάτων ακόμη και μετά θάνατον. Τα θύματα σε αυτές τις περιπτώσεις έπρεπε να διαχωριστούν από το κύριο κομμάτι της κοινωνίας, να χαρακτηριστούν παραβατικοί και εγκληματίες και ως εκ τούτου, να θεωρηθεί ότι δεν χρήζουν του ίδιου σεβασμού και αντιμετώπισης σε σχέση με τους υπόλοιπους «κανονικούς» ανθρώπους. Τους κανονικούς, δηλαδή, τους νομότυπους και φιλήσυχους. Κατά αυτόν τον τρόπο όχι μόνο δικαιολογείται και υποβαθμίζεται η βαρβαρότητα και η σημασία των δολοφονιών, αλλά νομιμοποιείται και κανονικοποιείται ο κοινωνικός κανιβαλισμός και οι φασίζουσες νοοτροπίες, μέχρι και ο ίδιος ο φασισμός. Το διακύβευμα σε κάθε περίπτωση είναι απλό: Τα θύματα θεωρούνται ξένα και επικίνδυνα σώματα για τον κόσμο της κανονικότητας και ως εκ τούτο, εμμέσως πλην σαφώς, είτε ο θάνατός τους πρέπει να μας είναι αδιάφορος, είτε ακόμα χειρότερα, ο θάνατός τους είναι μια θετική εξέλιξη για το κοινωνικό σύνολο.
Σε σχεδόν όλα τα περιστατικά κοινωνικού κανιβαλισμού και κρατικών δολοφονιών, μέχρι και την απέλπιδα προσπάθεια επιβολής της κανονικότητας στον χώρο των Εξαρχείων, κοινός παρονομαστής είναι η προστασία της ιδιοκτησίας, και η τοποθέτηση της αξίας αυτής πάνω από την αξία της προστασίας της ανθρώπινης ζωής. Η ατομική αξιοπρέπεια των απόκληρων κρίνεται κατώτερη της διατήρησης και προστασίας της καπιταλιστικής σταθερότητας και ιδιοκτησίας. Τα ατομικά πλαίσια της προσωπικής ασφάλειας πολύ συγκεκριμένων ατόμων, των ιδιοκτητών, φέρονται ως κατά πολύ σημαντικότερα από την διατήρηση των βασικών αξιών της αξιοπρέπειας των μη εχόντων. Ο Νίκος Σαμπάνης τονίζεται ότι ήταν επιβιβασμένος σε κλεμμένο αυτοκίνητο, ο Kyle Rittenhouse σκότωσε 3 άτομα προστατεύοντας επιχειρήσεις από πλιάτσικο, ο/η Zack/Zackie μπήκε στο κοσμηματοπωλείο να ληστέψει (ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι αυτό δεν ισχύει), οι αναρχικοί και ταραχοποιοί στα Εξάρχεια καταστρέφουν περιουσίες και ούτω καθεξής. Αυτό το οποίο καλείται ο καθένας μας να αποδεχτεί, είναι πως η ατομική ιδιοκτησία και ασφάλεια είναι ανώτερες όλων, ανεξαρτήτως του σημαντικού κόστους που ακολουθεί. Η κοινωνία καλείται να αποδεχτεί τα εγκλήματα που επιτελούνται κατά όσων φέρονται ως παραβατικοί και μη σεβόμενοι της βασικές αρχές του κόσμου της ιδιοκτησίας, δεδομένου ότι ως φαίνεται, έτσι προστατεύεται η ίδια η κοινωνία από αυτόν τον εσωτερικό εχθρό. Το μήνυμα προς την κοινωνία είναι σχετικά σαφές. Πέραν του ότι η ατομική ιδιοκτησία θεωρείται ανώτερη της ανθρώπινης ζωής, ο καθένας έχει το δικαίωμα να την υπερασπίζεται ένοπλα και πως η αξία της ζωής των εγκληματιών είναι κατώτερη εφόσον δολοφονούνται στο όνομα της υπεράσπισής της.
Αυτή η διαδικασία και αυτό το φαινόμενο σταδιακού εκφασισμού και ακραίας δεξιάς ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθούν πρόσφατα ή αναπάντεχα. Είναι μια διαδικασία η οποία πραγματοποιείται χρόνια, και φάνηκε να εντείνεται στα χρόνια μετά την κρίση του καπιταλισμού, με τη σταδιακή άνοδο της ακροδεξιάς στην πλειοψηφία του δυτικού κόσμου, σχετιζόμενη όχι μόνο με την οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις της, αλλά και με τη ραγδαία αύξηση της μετανάστευσης και τη δημιουργία αποξενωμένων κοινωνικών σωμάτων. Ένα από τα βασικά προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσει η καθεστηκυία τάξη σε Ευρώπη αλλά και Αμερική, είναι η κρίση νομιμοποίησης του καθεστώτος. Το κράτος και ο καπιταλισμός ειδικότερα, κατά την τελευταία δεκαετία αδυνατούσαν να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους στο μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, εφόσον φαινόταν πως δεν ήταν διατεθειμένα να παρέχουν την απαραίτητη σταθερότητα και οικονομική ασφάλεια στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Αυτή η ραγδαία υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, και η επακόλουθη ανασφάλεια που δημιούργησε, έπρεπε και πρέπει να αντικατασταθούν από ένα νέου (αλλά επί της ουσίας παλαιού) τύπου κράτος. Το κράτος της ιδιωτικής προστασίας της ιδιοκτησίας. Το κράτος της αστυνομίας και του στρατού. Των κλειστών και φυλαγμένων συνόρων ισχυρής εθνικής ομοψυχίας.
Προφανώς, το φαινόμενο έχει βαθιές ιστορικές ρίζες και αυτό που παρακολουθούμε είναι απλώς το φάντασμα ενός παλιού κοινωνικού δαίμονα, προσαρμοσμένο στην σύγχρονη εποχή. Το κράτος χρησιμοποιεί τον φόβο και την ανασφάλεια δημιουργώντας καταστάσεις λιντσαρίσματος, όχι κατά πολύ διαφορετικές από τα λιντσαρίσματα που ξέρουμε από την ιστορία. Πέραν από την ανάγκη για δόμηση εξιλαστήριων θυμάτων και εσωτερικών εχθρών για την ενίσχυση της ομοψυχίας των πειθήνιων υπηκόων, τα λιντσαρίσματα από τον μεσαίωνα με τα καψίματα μαγισσών, μέχρι και τα λιντσαρίσματα μαύρων στις ΗΠΑ, λειτουργούσαν –πέραν όλων των άλλων– ως βαλβίδα αποσυμπίεσης. Ως ένας τρόπος απελευθέρωσης της γενικευμένης έντασης και ανησυχίας που προκαλεί ο κόσμος της καταπίεσης στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, με τρόπο που να είναι ακίνδυνος μέχρι και προσοδοφόρος για την εξουσία. Με αυτόν το τρόπο εσωτερικεύεται η βία που βιώνει καθημερινά η τάξη των καταπιεσμένων με τρόπο αυτοκαταστροφικό για εκείνην, και όπου θα μπορούσαν να δημιουργηθούν πυρήνες επαναστατικής αντιβίας κατά του κράτους και του κεφαλαίου, έχουμε αντ’ αυτού ανεξέλεγκτη τυφλή και κανιβαλιστική βία. Το κράτος κατά αυτόν τον τρόπο, εμφανίζεται και ως ο απαραίτητος ρυθμιστής των κοινωνικών εντάσεων και εγγυητής της κοινωνικής ειρήνης.
Έτσι έρχονται οι εσωτερικοί κοινωνικοί διαχωρισμοί εντός των κοινωνιών σε παραβατικούς και νομοταγείς, τοξικομανείς και καθαρούς, μετανάστες και ντόπιους. Μεταφέροντας τον φόβο και την ανασφάλεια που προκαλεί η αστάθεια του παγκόσμιου καπιταλισμού και η απώλεια κοινωνικών παροχών, εν μέσω της δικτατορίας της ελεύθερης αγοράς και της εταιριοκρατίας, στους επικίνδυνους και τους απόκληρους, σε όσους είτε από ανάγκη είτε από επιλογή αρνούνται να συμβιβαστούν με την κανονικότητα του καπιταλισμού και της εξουσίας. Στον ελλαδικό χώρο, πέραν της δαιμονοποίησης των μεταναστών που παίρνει μέρος εδώ και χρόνια, επιχειρείται ειδικά εν μέσω πανδημίας μια τεράστια προσπάθεια από μεριάς του κράτους, να ενεργοποιήσει τα ένστικτα κοινωνικού αυτοματισμού και κανιβαλισμού εναντίον όσων φαίνεται να παρεκκλίνουν από την αποδεχούμενη κανονικότητα που αυτό επιβάλλει. Πρόσφατα, είδαμε να γίνεται αυτό εν μέσω καραντίνας, με πολλαπλές περιπτώσεις επιθέσεων σε κόσμο που βρισκόταν σε δημόσια πάρκα και πλατείες, με αποκορύφωμα τον ξυλοδαρμό στην Νέα Σμύρνη. Το κράτος αναβάθμισε επίσης την καταστολή στα πλαίσια του εμβολιασμού, διαχωρίζοντας τον κόσμο σε εμβολιασμένο και μη, κοινωνικά υπεύθυνους και ανεύθυνους και ούτω καθεξής. Ο λόγος που αναφέρεται η πανδημία είναι πως η πραγματική φύση του τέρατος που ονομάζεται κράτος, είναι ορατή προς ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας. Τα όρια της κανονικότητας μικραίνουν και αποκλείουν όλο και περισσότερους ανθρώπους πέραν των συνήθων υπόπτων, δηλαδή των αναρχικών, ομοφυλόφιλων, μεταναστών, μικρο-εγκληματιών και λοιπών. Αν και χιλιοειπωμένο το ρητό που λέει «ο φασισμός έρχεται πρώτα για τους άλλους και ύστερα για εσένα» θα παραμένει για πάντα επίκαιρο όσο οι απαιτήσεις και οι προσταγές του κράτους εντείνονται, και ο κόσμος της νομιμότητας γίνεται αυξανόμενα απαιτητικότερος. Έτσι στο στόχαστρο της εξουσίας βρίσκεται πλέον και κόσμος που ποτέ πριν δεν είχε θεωρηθεί περιθωριακός και επικίνδυνος.
Υπάρχουν κάποιες βασικές αξίες που καταπατούνται κάθε φορά όταν σε μια κρατική ή παρακρατική δολοφονία η κύρια μέριμνα σύσσωμου του κρατικού και προπαγανδιστικού μηχανισμού των μίντια είναι να λασπολογήσουν το θύμα. Πόσο μάλλον όταν το θύμα προέρχεται από τις τάξεις των από κάτω. Είναι δείγμα μιας τρομακτικής κανονικοποίησης του φασισμού, και ενσωμάτωσης των ιδεών του από την ίδια την κοινωνία, που ψάχνει να βρει εξιλαστήρια θύματα για τη μιζέρια του. Αυτό που παρακολουθήσαμε στο Πέραμα, στη δολοφονία του/της Zack/Zackie αλλά και στα περιστατικά στην Αμερική είναι ένα νέο τύπου κοινωνικό λιντσάρισμα. Ένα λιντσάρισμα που αν δεν προσέξουμε, ήρθε μάλλον για να μείνει και να δομήσει μία νέα βάρβαρη κανονικότητα, στον βάρβαρο κόσμου του άκρατου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Ακόμα και αυτή η σαθρή δημοκρατία στην οποία ζούμε σταδιακά υποχωρεί, ή μάλλον μεταλλάσσεται σε μία δημοκρατία που ανέχεται τον φασισμό ως εγγενές κομμάτι της ταυτότητάς της.
Το ζήτημα σε κάθε περίπτωση λοιπόν είναι πρωταρχικά αξιακό. Δεδομένου ότι το κράτος ξεκάθαρα δεν ενδιαφέρεται για τη ζωή μας, καλούμαστε να αποφασίσουμε εμείς ως κοινωνία τι θεωρούμε αξιακά σωστό, τι πρέπει να υπερασπιστούμε, και πώς θα απαντήσουμε στην πλήρη απαξίωση και υποτίμηση των ζωών μας.
Αρσέν Λου(μ)πέν