Η είδηση της αίτησης αναίρεσης στον Άρειο Πάγο της δικαστικής απόφασης για τη δολοφονική επίθεση σε μετανάστες εργάτες γης το 2013, στα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας, συνοδεύτηκε από εκτεταμένα άρθρα πανηγυρικού χαρακτήρα στα φιλοκυβερνητικά μέσα και μικρές αναφορές στα υπόλοιπα καθεστωτικά ΜΜΕ. Βεβαίως, ουδεμία ποινική συνέπεια θα επιφέρει η αναμενόμενη απόφαση στον Βαγγελάτο και τους επιστάτες του, οι οποίοι τον Απρίλη του 2013 πυροβόλησαν με καραμπίνες και τραυμάτισαν δεκάδες εργάτες γης που ζητούσαν τα δεδουλευμένα τους. Το ζητούμενο σήμερα είναι να αναιρεθεί το αθωωτικό σκέλος της απόφασης που αφορά στο αδίκημα της εμπορίας ανθρώπων (trafficking), ώστε η ελληνική δικαιοσύνη να ξεπλύνει μέρος της ντροπιαστικής απαλλακτικής πρωτόδικης απόφασης και να συμμορφωθεί στις ευρωπαϊκές υποδείξεις. Ας μην ξεχνάμε ότι για αυτή την υπόθεση το ελληνικό κράτος καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Τι έχει αλλάξει στη Μανωλάδα σήμερα, σχεδόν έξι χρόνια μετά και έπειτα από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης από το κόμμα που έκανε σημαία του τα ανθρώπινα δικαιώματα και την εξάλειψη των φαινομένων «Μανωλάδας»; Προς το καλύτερο, σίγουρα τίποτα. Τέσσερις με πέντε χιλιάδες μετανάστες θα κατακλύσουν από το Γενάρη μέχρι τον Ιούνη τη Μανωλάδα για να προστεθούν στους μόνιμους 700 που ζουν εκεί, ώστε να προσφέρουν αδήλωτη, φτηνή εργασία, σε αντίξοες και εξαιρετικά ανθυγιεινές συνθήκες. Η πλειοψηφία αυτών θα μείνουν σε αυτοσχέδιους οικισμούς από νάυλον, σαν αυτόν στην άκρη του χωριού που καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά τον Ιούνη του 2018, αφήνοντας εκατοντάδες Μπανγκλαντεσιανούς και Πακιστανούς χωρίς τις οικονομίες τους, τα έγγραφά τους, την όποια απόδειξη μάζευαν επί χρόνια για να υπαχθούν σε κάποιο καθεστώς προσωρινής και «κατ’ εξαίρεση» νομιμοποίησης.
Οι «παράτυπα διαμένοντες» μετανάστες/ριες δεν ανησυχούν για αστυνομικούς ελέγχους όσο μένουν και δουλεύουν στη Μανωλάδα. Μια άτυπη κοινωνική συμφωνία είναι σε ισχύ εδώ και χρόνια. Οι μετανάστες/ριες[1] κυκλοφορούν και κοινωνικοποιούνται ελεύθερα εντός του χωριού, η αστυνομία δεν ελέγχει ποτέ, παρά επεμβαίνει μόνο σε περιστατικά βίας, οι ντόπιοι/ες θησαυρίζουν από το εμπόριο φράουλας χωρίς κίνδυνο να ελεγχθούν από οποιονδήποτε κρατικό φορέα. Μοναδική ανάγκη των παραγωγών της Μανωλάδας, όπως και των υπόλοιπων ελλήνων αγροτών, υπήρξε αυτή της εμφάνισης κάποιου εργατικού κόστους στη φορολογική τους δήλωση. Η ανάγκη καλύφθηκε από μια «ανθρωπιστική»” τροπολογία του Σύριζα, το λεγόμενο άρθρο 13α ή «τροπολογία Μπαλαούρα», το 2016.
Το 13α προβλέπει τη χορήγηση 6μηνης άδειας εργασίας σε μετανάστες/ριες που έχουν χάσει το νόμιμο δικαίωμα παραμονής στη χώρα ή και σε νεοεισελθόντες “παράτυπα διαμένοντες”, για να δουλέψουν αποκλειστικά σε κάποια επαγγέλματα στον αγροτικό τομέα. Πριν χορηγηθεί αυτή η ειδική άδεια εκδίδεται απόφαση διοικητικής απέλασης, ταυτόχρονα με μια εξάμηνη αναστολή της απέλασης. Η πληρωμή των εργατών/ριών γίνεται με εργόσημο, το οποίο καθιστά ανέφικτο τον -ήδη ανύπαρκτο- έλεγχο γύρω από τις συνθήκες εργασίας. Παράλληλα, δεν προβλέπεται κοινωνική ασφάλιση ή άλλα δικαιώματα (επιδόματα κλπ.) για τους εργαζόμενους υπό το 13α, οι οποίοι/ες κρέμονται από την ανανέωση της 6μηνης άδειάς τους, ώστε να μην εκπέσουν εκ νέου σε “παράνομο” στάτους και θεωρηθούν απελάσιμοι/ες. Έτσι, ενισχύεται φυσικά η πολλαπλή εξάρτηση των μεταναστριών/ών από τα αφεντικά τους.
Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή η νομοθετική πρωτοβουλία δεν αποτελεί ούτε μνημονιακό προαπαιτούμενο ούτε μέσο αντιμετώπισης μιας κατάστασης εξαίρεσης. Είναι σαφής πολιτική επιλογή της πρώτης κυβέρνησης της αριστεράς για να αντιμετωπίσει δομικά το ζήτημα της αδήλωτης εργασίας των «παράτυπα διαμένοντων/ουσων», με όρους εργασιακά, ηθικά και κοινωνικά απαράδεκτους, όρους που παραβιάζουν μέχρι και την ίδια την νομοθεσία της ΕΕ (μια νομοθεσία που ως γνωστόν δε φημίζεται για τα φιλομεταναστευτικά χαρακτηριστικά της). Ταυτόχρονα, το 13α είναι άλλο ένα βήμα στην αυξανόμενη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων ντόπιων και μεταναστών/ριών.
Η τροπολογία παρουσιάστηκε από την κυβερνητική ρητορική ως «νομιμοποίηση» των αόρατων μεταναστών εργατών γης, ως επιτυχία που θα εξαλείψει τις “Μανωλάδες της Ελλάδας”. Κι όμως, στην ίδια τη Μανωλάδα μόλις το 5% των εργατών που επιθυμούν να εργαστούν με το 13α προσλαμβάνονται επίσημα από τα ντόπια αφεντικά. Το υπόλοιπο 95% δουλεύει και πληρώνεται μαύρα, αφού έτσι συμφέρει τους φραουλοπαραγωγούς. Μάλιστα, πολλοί από τους μετανάστες που πληρώνονται με εργόσημο και εξασφαλίζουν μια άδεια εργασίας είναι οι ενδιάμεσοι, τα «κουμάντα» ή οι «μάστουρ» (από το μάστορας) στη μεταναστευτική αργκό, οι οποίοι -άλλοτε τσάμπα κι άλλοτε με προμήθεια- κανονίζουν συμβάσεις διαμεσολάβησης μεταξύ των παραγωγών και κάποιων δεκάδων εργατών. Οι φραουλοπαραγωγοί της περιοχής έρχονται σε συνεννόηση μόνο με τα «κουμάντα», ποτέ δεν διαπραγματεύονται σε ατομικό επίπεδο με τους εργάτες. Αυτές οι ιεραρχίες εξασφαλίζουν την σχετικά απρόσκοπτη λειτουργία της τοπικής αγοράς εργασίας.
Έτσι, κάθε πρωί οι μετανάστες φορτώνονται κατά δεκάδες σε κλειστά φορτηγά ή καρότσες, οδηγούνται σε θερμοκήπια και χωράφια για 7ωρη -και υπερωριακή στη φουλ σεζόν- εργασία, συχνά χωρίς διάλειμμα ούτε για κατούρημα, υπό το άγρυπνο βλέμμα επιστατών και παραγωγών που πιέζουν για εντατικοποιημένα αποτελέσματα. Μετά το μεροκάματο, που γνωρίζουν ότι θα το πληρωθούν με μεγάλη καθυστέρηση, επιστρέφουν στοιβαγμένοι μες στα φορτηγά σε καταυλισμούς χωρίς τρεχούμενο νερό, με πάτωμα το χώμα, για τους οποίους πληρώνουν και ενοίκιο στους γαιοκτήμονες! Οι συνθήκες λοιπόν είναι απαράλλαχτες και η εκμετάλλευση, μέχρι κι ο θάνατος, περνούν απαρατήρητα και στα ψιλά των ειδησεογραφικών σάιτ και εφημερίδων: Η ληστεία με ξυλοδαρμό δύο μεταναστών από τρείς νεαρούς ντόπιους, το Φλεβάρη του 2018 για να τους κλέψουν κερδισμένα χρήματα από το ΚΙΝΟ αλλά και μεροκάματα, η επίθεση εργοδότη με αξίνα σε Πακιστανό που ζήτησε πέντε μηνών δεδουλευμένα τον Ιούλη του 2018, η μη απόδοση χαρτιών στα θύματα της πυρκαγιάς του Ιούνη (που τα υποσχέθηκε η ίδια η Αχτσιόγλου την επομένη της πυρκαγιάς μπροστά στις κάμερες)[2] δεν κινητοποιούν πια σχεδόν κανέναν. Αποκορύφωμα όλων το εργατικό ατύχημα της 17ης Ιούνη, όπου ένας μετανάστης σκοτώθηκε και πέντε τραυματίστηκαν, όταν άνοιξε εν κινήσει η καρότσα του φορτηγού που τους μετέφερε από το χωράφι. Οι μετανάστες δούλευαν στα χωράφια του Κυριαζή, ενός από τους σημαντικότερους παραγωγούς της περιοχής. Κι αυτή η είδηση πέρασε στα ψιλά, σαν να επρόκειτο για ένα καθημερινό τροχαίο δυστύχημα και όχι για μια παγιωμένη πρακτική επικίνδυνης μεταφοράς ανασφάλιστων εργατών. Αυτό συμβαίνει όταν σιγά σιγά συνηθίζουμε στην εκμετάλλευση και στο θάνατο…
Η Μανωλάδα εξάλλου δεν είναι παρά άλλος ένας κρίκος της αλυσίδας της παγκοσμιοποιημένης βιομηχανίας παραγωγής και επεξεργασίας τροφίμων, η οποία βασίζεται στην εκμετάλλευση φτηνών (μεταναστευτικών) εργατικών χεριών και πόρων, όχι μόνο στον παγκόσμιο Νότο αλλά και στην καρδιά της Ευρώπης. Η εκμετάλλευση μεταναστών/ριών στα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας, στα κρεμμυδοχώραφα της Βοιωτίας, στον καταυλισμό των Αφρικανών στα Φιλιατρά είναι η ίδια που παράγει βιολογικά κηπευτικά στο Ελ Εχίδο της Ισπανίας, μανιτάρια στην Ιρλανδία ή φτηνή σάλτσα ντομάτας στην Φότζα του ιταλικού νότου. Στη Φότζα, σε δυο αντίστοιχα εργατικά ατυχήματα μεταφοράς “μαύρων εργαζομένων” με φορτηγάκια στις αρχές Αυγούστου σκοτώθηκαν 16 μετανάστες. Εκεί, μια στοιχειώδης κινητοποίηση από οργανώσεις μεταναστών/ριών σε συνεργασία με τοπικές κινήσεις αλληλεγγύης, έφερε ξανά στην επιφάνεια τις άθλιες συνθήκες ζωής και δουλειάς και την πολυεπίπεδη μαφιακή εκμετάλλευση των εργατών/ριών στη βιομηχανία της τομάτας.
Είναι προφανές ότι στην εποχή της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού αυτή η εκμετάλλευση όλο και θα εντείνεται. Δεν αρκεί όμως να αντιμετωπίζουμε αυτά τα φαινόμενα με συνθήματα και να ευαγγελιζόμαστε ότι με την ανατροπή του καπιταλισμού θα διορθωθούν όλα τα επιμέρους κακώς κείμενα. Η Μανωλάδα και οι υπόλοιπες Μανωλάδες του ελλαδικού χώρου βρίσκονται πλάι μας και μικρά βήματα προόδου και αμφίδρομης συνειδητοποίησης μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο με τη δημιουργία κοινοτήτων αλληλεγγύης ντόπιων και μεταναστών, όπως και με την ίδια τη θέληση των μεταναστών να δημιουργήσουν δίκτυα αλληλεγγύης πέρα από τις εθνικές τους ταυτότητες και την εντοπιότητα του χώρου εργασίας τους. Μέχρι η κινηματική πρωτοβουλία μεταναστών και ντόπιων να μας οδηγήσει σε μια τέτοια εξέλιξη, καλό είναι τουλάχιστον να αναγνωρίζουμε και να αντιμαχόμαστε τους κρατικούς σχεδιασμούς στη μεταναστευτική και εργατική πολιτική και να θυμόμαστε τις εργασιακές συνθήκες στις μονοκαλλιέργειες του ελλαδικού χώρου, της Ευρώπης και του παγκόσμιου Νότου κάθε φορά που ψάχνουμε στα ράφια των σούπερ μάρκετ για τρόφιμα. Και πάνω απ’ όλα να μη συνηθίζουμε την εικόνα της εκμετάλλευσης και του θανάτου.
_gil
[1] Η γυναικεία παρουσία στο μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό της περιοχής περιορίζεται στις βαλκανικές εθνότητες, κυρίως από Βουλγαρία, Αλβανία και Ρουμανία. Οι Βαλκάνιοι/ες δεν μένουν στους μαζικούς καταυλισμούς, οι οποίοι στήνονται συνήθως από Πακιστανούς και Μπανγκλαντεσιανούς. Στα περασμένα χρόνια έχει σημειωθεί σε αυτές τις εθνικότητες -και στους καταυλισμούς- μόνο μία γυναικεία παρουσία και μόνο για μία σεζόν.
[2] Ενώ το άρθρο είχε ήδη γραφτεί, στα μέσα Μάρτη 2019 οι εισαγγελικές αρχές -μετά από μήνυση της Επιθεώρησης Εργασίας- εισηγήθηκαν την απόδοση άδειας διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους σε όλους τους πυρόπληκτους μετανάστες. Αυτό έγινε επειδή οι μετανάστες δεν είχαν ένσημα και θεωρήθηκε ότι δούλευαν με ιδιαίτερα καταχρηστικούς όρους εργασίας. Ανθρωπιστική ενέργεια ή προεκλογική απόπειρα παλινόρθωσης του καταποντισμένου “ηθικού πλεονεκτήματος” της αριστεράς;