Μικρό ιστορικό διαπραγματεύσεων

1991:

Το ζήτημα της ονομασίας της Μακεδονίας ξεκινάει να μας απασχολεί μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους εκλέγεται η πρώτη μετακομμουνιστική κυβέρνηση. Με απόφασή της, το όνομα του καινούριου κράτους είναι Δημοκρατία της Μακεδονίας, και στο νέο της σύνταγμα γίνεται αναφορά για προστασία των απανταχού Σλαβομακεδόνων. Η πρώτη χώρα που αναγνωρίζει το νεοσύστατο αυτό κράτος είναι η Βουλγαρία.

 

1992:

Οι αποφάσεις αυτές εγείρουν αντιδράσεις από τη μεριά της ελληνικής κυβέρνησης που ασκεί πίεση στην τότε ΕΟΚ, η οποία στηρίζει τις ελληνικές θέσεις για μη αναγνώριση του κράτους αυτού με απόφασή της στη συνδιάσκεψη της Λισσαβόνας τον Ιούνιο.

 

1993:

Τον Απρίλιο αναγνωρίζεται από τον ΟΗΕ με την προσωρινή ονομασία FYROM (πΓΔΜ) και ξεκινούν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δυο χωρών για την επίλυση του ονοματολογικού.

 

1994:

Στις 16 Φεβρουαρίου, η Ελλάδα αποφασίζει οικονομικό εμπάργκο στη γείτονα χώρα ως μέσο πίεσης των διαπραγματεύσεων, κάτι το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την παραπομπή της στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο, χωρίς όμως να υπάρξει καταδικαστική απόφαση.

 

1995:

Τον Σεπτέμβριο, μετά από πίεση της αμερικάνικης πλευράς, αίρεται το εμπάργκο, και η Μακεδονία γίνεται μέλος του ΟΗΕ με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας με την προσωρινή ονομασία FYROM.

 

2008:

Τον Απρίλιο, στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, η Ελλάδα ασκεί βέτο στην ένταξη της FYROM στην Ευρωατλαντική συμμαχία κατά παράβαση της συμφωνίας που υπογράφτηκε μεταξύ των δυο χωρών το 1995 στη Νέα Υόρκη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την προσφυγή της γείτονος χώρας στο Διεθνές δικαστήριο της Χάγης, που επιφέρει και την καταδικαστική απόφαση εις βάρος της Ελλάδας.

 

2017:

Το θέμα της ονομασίας επανέρχεται με αφορμή τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ. Η κυβέρνηση της FYROM δήλωσε πως είναι έτοιμη να αποδεχθεί μια σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό. Η απαίτηση του Ελληνικού κράτους για την αλλαγή του Συντάγματος της Μακεδονίας κρίνεται ως ανεδαφική, καθώς το κυβερνόν κόμμα της FYROM δεν διαθέτει την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για τη συνταγματική τροποποίηση.