Μίμης Σαρδούνης – Ο φιλοαναρχικός μεγαλύτερος Καραγκιοζοπαίχτης όλων των εποχών

Ο Δημήτρης (Μίμης) Σαρδούνης γεννήθηκε στην Πάτρα το 1865. Γίνεται ψάλτης σε νεαρή ηλικία στον ναό της Ευαγγελίστριας, και καθηγητής της βυζαντινής μουσικής. Το 1890 εγκαταλείπει τα «κεκτημένα» κι αποφασίζει να αφοσιωθεί στην τέχνη του θεάτρου σκιών. Συγκρούεται και συγκρούονται μαζί του η εκκλησία, η κοινωνία (η ονομαζόμενη «καλή»), η ίδια η οικογένειά του. Οι λαϊκοί άνθρωποι αυθόρμητα τον πλησιάζουν, του συμπαραστέκονται και τον ενθαρρύνουν στο εγχείρημά του.

Θα γίνει ο κορυφαίος καραγκιοζοπαίχτης όλων των εποχών κάτω από το «καλλιτεχνικό» όνομα Μίμαρος. Ο Σαρδούνης θεωρείται ο ιδρυτής του ελληνικού Καραγκιόζη, γιατί τελειοποίησε την τεχνική του παιξίματος και πλούτισε το ρεπερτόριο με νέα θέματα από την ελληνική ιστορία. Αυτός καθιέρωσε στη «σκηνογραφία» του πανιού το σεράι του Βεζίρη και την καλύβα του Καραγκιόζη –σύμβολο του πλούτου και της δύναμης το ένα, και της φτώχειας και της κακομοιριάς το άλλο– ενώ δικές του δημιουργίες είναι και οι γνωστοί συμπρωταγωνιστές στις ιστορίες του Καραγκιόζη όπως ο «σιορ Διονύσιος», ο «μπάρμπα-Γιώργος», ο «Μορφονιός» και άλλοι. Ο Καραγκιόζης ήταν το πρώτο λαϊκό θέαμα στο νεόκοπο τότε ελληνικό κράτος, και γρήγορα έγινε πολύ δημοφιλές ανάμεσα σε όλο τον φτωχό λαό, τόσο των πόλεων όσο και της υπαίθρου, καθώς εξιστορούσε τόσο δημοφιλή πατριωτικά θέματα από της εποχή της επανάστασης του 1821,όσο κι από την τότε σύγχρονη κοινωνική ζωή, τα οποία ανταποκρίνονταν στο λαϊκό αίσθημα. Για ένα διάστημα ο Καραγκιόζης αποτέλεσε τη μοναδική ψυχαγωγία των Ελλήνων. Ο κλασικός τύπος του Έλληνα, τον οποίο αντιπροσωπεύει, του έδινε τη δυνατότητα να δένει και να εκφράζει τα πλατιά λαϊκά στρώματα.

Η πολιτική κατάσταση στην Πάτρα (1890-1900)

Στα τέλη του 19ου αιώνα η Πάτρα είναι το πρώτο εξαγωγικό-εμπορικό λιμάνι του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους, και η πύλη της Ελλάδας από και προς την Ευρώπη. Ταυτόχρονα αναπτύσσεται η βιομηχανική παραγωγή κυρίως με την επεξεργασία και εξαγωγή της σταφίδας προς την Ευρώπη. Αποτέλεσμα αυτών ήταν η ανάπτυξη ενός μεγάλου εργατικού κινήματος, στο οποίο οι νέες τότε αναρχικές και σοσιαλιστικές ιδέες βρίσκουν «πρόσφορο έδαφος» για την ανάπτυξή τους. Σε αυτό καθοριστική συμβολή έχουν και αναρχικοί, κυνηγημένοι κυρίως από την Ιταλία και άλλα ευρωπαϊκά κράτη, οι οποίοι ριζώνουν στην πόλη μεταφέροντας τις αναρχικές και σοσιαλιστικές ιδέες στο νεόκοπο τότε ελληνικό κράτος. Σε συνεργασία με πατρινούς εργάτες και αστούς που είχαν γοητευτεί από τις ιδέες αυτές, ιδρύονται εργατικά συνδικάτα και πολιτικοί σύλλογοι, με προεξέχων μεταξύ αυτών τον «Δημοκρατικό Σύλλογο Πάτρας». Την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα είχαν ενταθεί οι διώξεις της αστυνομίας της Πάτρας εναντία σε κάθε φιλελεύθερη φωνή στον χώρο των νέων κοινωνικών αναρχικών και σοσιαλιστικών κινημάτων, που ο Μίμαρος φανερά συμπαθούσε. Ο «δημοκρατικός σύλλογος Πάτρας», η πρώτη οργανωμένη αναρχική συλλογικότητα της Ελλάδας σχεδόν διαλύεται, πολλά μέλη του φυλακίζονται, ενώ όσα γλυτώνουν συμμετέχουν στην ίδρυση του «Παναχαϊκού Γυμναστικού Συλλόγου» (1891). Ο λόγος που οι αναρχικοί εμπλέκονται με τον σύλλογο δεν είναι άλλοι παρά η κάλυψη έναντι του κράτους και της καταστολής από την τοπική αστυνομία, ώστε υπό την κάλυψή του να μπορούν να συνεχίσουν την πολιτική τους δράση και την πολιτική επιμόρφωση των εργατών και των άλλων πολιτών της πόλης. Η Αναρχική εφημερίδα «Επί τα Πρόσω» διώκεται, και οι συντάκτες της παίρνουν και αυτοί τον δρόμο για τη φυλακή.

Ο τερρορίστας Δημήτρης Μάτσαλης και ο αστυνομικός διευθυντής Στυμφαλιάδης

Το 1892 ο αστυνομικός διευθυντής Πατρών, Στυμφαλιάδης, ακολουθεί το παράδειγμα του Αθηναίου ομόλογού του, Mπαϊρακτάρη. Στις επίσημες διακηρύξεις του τόνιζε ότι στην Πάτρα δεν έχουν θέση οι μάγκες, οι χασικλήδες, οι κακοποιοί, οι αμανετζήδες και οι καραγκιοζοπαίχτες, αλλά στην πράξη τον ενδιέφεραν περισσότερο οι μαχητικοί εργάτες, τα μέλη των κοινωνικών οργανώσεων και όσοι συμπαθούσαν τις νέες ιδέες του αναρχισμού. Σε κάθε ευκαιρία τούς κατηγορούσε για απείθεια και διασάλευση της τάξης, για υποκίνηση σε στάση, απαγόρευε τις συγκεντρώσεις τους, ακόμη και τις συζητήσεις τους, ως προπαγάνδα και προσηλυτισμό σε μη αναγνωρισμένη θρησκευτική αίρεση.

Ακόμη κι όταν ο Καραγκιόζης του Σαρδούνη άρχισε να κερδίζει συμπάθειες μέσα στους εμπόρους και τους αστούς, ο Στυμφαλιάδης παρέμεινε εχθρικός και καχύποπτος. Μια μέρα ο Στυμφαλιάδης καλεί τον Σαρδούνη στο γραφείο του και του ζητά με πλάγιο τρόπο να γίνει «συνεργάτης» του, λόγω του ότι η εργατική τάξη της εποχής κατακλύζει τις παραστάσεις του, και ο Μίμαρος είναι πολύ αγαπητός σε αυτήν.

Χαρακτηριστικός είναι ο μεταξύ τους διάλογος:

Σ.: «Καλώς το παλικάρι με τις καδένες του».
Μ: «Με καλέσατε και ήρθα, κύριε διοικητά».
Σ: «Σαρδούνη, γνωρίζεις ότι
ο Καραγκιόζης σου συγκεντρώνει υπόκοσμο. Ανάμεσα, λοιπόν, στους θεατές σου κρύβονται πολλοί ύποπτοι. Εσύ τους ξέρεις ή τους μαθαίνεις. Θα θέλαμε να μας ενημερώνεις πότε πότε».

Ο Σαρδούνης αρνήθηκε να γίνει χαφιές του, αλλά ύστερα από λίγες μέρες τον ξανακάλεσε.

Αυτήν τη φορά ήθελε να τον τρομοκρατήσει:

«Σαρδούνη, ο Καραγκιόζης σου γίνεται άντρο των δολιοφθορέων της κοινωνίας».
Μ: «Ποιοι είναι αυτοί, κύριε διοικητά;»
Σ: «Αναρχικοί και τερρορίστες, δεν τους γνωρίζεις;».
Μ: «Δεν γνωρίζω, κύριε διοικητά».
Σ: «Κάνεις τον παλικαρά, αλλά έχω τη δύναμη να σε συντρίψω. Πρόσεχε, Σαρδούνη, θα φας το κεφάλι σου».

Από το 1893 οι έλεγχοι της αστυνομίας είχαν πυκνώσει, έφτανε μια λέξη-κλειδί για να σε σύρουν σε ανακρίσεις. Ο Καραγκιόζης του απέφευγε να λέει ύποπτες κουβέντες, είχε γίνει πολύ προσεχτικός. Οι λέξεις «αργία Κυριακής» (Η αργία της Κυριακής δεν είχε ακόμη καθιερωθεί, έγινε το 1910 και αποτελούσε πρώτο αίτημα των εργατικών κινητοποιήσεων), «απεργία» , «δικαιώματα», «κοινωνισμός», «σοσιαλισμός» και «αναρχικές ιδέες» ήταν απαγορευμένες.

Ο τσαγκάρης Δημήτρης Μάτσαλης, μέλος της «αναρχικής ομάδας Πάτρας», ήταν επιστήθιος φίλος του Μίμαρου. Άνηκε στον αναρχικό «χώρο» της εποχής, και μάλιστα στην πιο ριζοσπαστική τάση του, που ήταν υπέρ της ένοπλης μαχητικής δράσης (τερρορίστες). Τον Γενάρη του 1896, ο Μάτσαλης σκοτώνει με μαχαίρι τον τραπεζίτη Διονύση Φραγκόπουλο, και τραυματίζει τον μεγαλέμπορα Ανδρέα Κόλια. Στη συμβολή των οδών Γεροκοστοπούλου και Ρήγα Φεραίου στο κέντρο της πόλης, μέρα μεσημέρι.

Ο Μάτσαλης συνελήφθη αμέσως. Στην απολογία του είπε: «Ό,τι έκανα, το έκανα χάριν της Ιδέας. Κανένας δεν μ’ έβαλε. Μόνος μου ενήργησα. Φονεύσας δεν απέβλεψα εις τα πρόσωπα, αλλά εκτύπησα το Κεφάλαιον. Είμαι αναρχικός και ως αναρχικός είμαι υπέρ της βίας, ως αναρχικός είμαι υπέρ της τρομοκρατικής βίας».

Τρεις μέρες μετά τη σύλληψή του βρέθηκε νεκρός μέσα στη φυλακή, διαμελισμένος από καψούλι δυναμίτιδας. Η επίσημη εκδοχή ήταν αυτοκτονία. Δύο χρόνια πριν, στις αρχές Ιουνίου του 1894, ο Σαρδούνης άρχισε τις καλοκαιρινές παραστάσεις του στα Ψηλαλώνια, στο καφενείο του Γιακά. Από τις πρώτες παραστάσεις φαινόταν ότι εκείνο το καλοκαίρι θα είχε μεγάλη επιτυχία. Σε μια από τις πρώτες παραστάσεις ήρθε ο φίλος του ο Μάτσαλης. Ο Μάτσαλης δεν ερχόταν συχνά στις παραστάσεις του, γιατί διαφωνούσε πολιτικά με τα έργα του. Ήταν η εποχή που, μαζί με τη φτώχεια, είχε αρχίσει να φουντώνει και ο πατριωτισμός, και ήταν εξοργισμένος με τα πατριωτικά έργα. Αυτός ήθελε τον Καραγκιόζη επαναστάτη. Ακολουθεί ο χαρακτηριστικός διάλογος μεταξύ Μάτσαλη και Σαρδούνη:

Μ: «Τι πατριωτικές αρλούμπες λέει ο Καραγκιόζης ρε Μίμη!».
Σ: «Μα τι θέλεις να κάνει;».
Μ: «Να δείξει τον δρόμο της επανάστασης».
Σ: «Μα δεν γίνεται, ο Καραγκιόζης είναι ένας καταφερτζής που προσπαθεί να επιβιώνει».
Μ: «Γράψε ένα έργο να γίνεται».
Σ: «Τι να γίνεται;».
Μ: «Να εξεγείρεται κατά της αδικίας, να χτυπά την πλουτοκρατία στην καρδιά».

Μετά από λίγες μέρες ο Μάτσαλης ξαναπήγε στην παράσταση χάριν της φιλίας του με τον Σαρδούνη. Ο Μίμαρος χάρηκε που τον είδε στην παράσταση και θέλησε να τον ευχαριστήσει. Έτσι, στην εισαγωγή του αποφάσισε να του παίξει μια νέα σκηνή, χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες:

XATZHABATHΣ: Καραγκιόζη μου, σου έχω βρει μια καλή δουλειά.
KAΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Τι δουλειά ρε Χατζατζάρη;
ΧATZHABATHΣ: Μάγειρας στο σεράι.
KAPAΓKIοZHΣ: A μπα, σήμερα δεν δουλεύω.
XATZHABATHΣ: Γιατί, ματάκια μου;
KAPAΓKIοZHΣ: Είναι Κυριακή, ρε Xατζατζάρη. (Ξαπλώνει κάτω.) Κυριακή… αργία.
XATZHABATHΣ: Τι λες, Καραγκιόζη μου; Δεν ισχύει αυτό.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πώς δεν ισχύει; Το λένε οι Δέκα Εντολές, ρε, τη δε ημέρα τη
ν εβδόμη, αργία…
XATZHABATHΣ: Τι είναι αυτά που λες, ματάκια μου; Πήγαινε στη δουλειά σου, η δουλειά δεν έχει αργίες.
ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: E, τότε κάνω απεργία, ρε
Χατζατζάρη. Α-περ-γί-αααα..

Η σκηνή άρεσε, και οι θεατές ενθουσιασμένοι φώναζαν και χειροκροτούσαν.
Ο Σαρδούνης ξεχώρισε τη φωνή του Mάτσαλη να επαινεί τον Καραγκιόζη:
«Μπράβο, αδερφέ Καραγκιόζη, πες τα».

Όταν τέλειωσε η παράσταση, δυο αστυφύλακες ήρθαν και τον συνέλαβαν και, χωρίς να του επιτρέψουν ούτε να μαζέψει τα εργαλεία του, τον οδήγησαν αμέσως στη Διεύθυνση.

Εκεί τον περίμενε ο ίδιος ο Στυμφαλιάδης:

Σ: «Τι παλικαριές είναι αυτές, Σαρδούνη, για αργίες και απεργίες;».
Μ: «Μια κουβέντα του Καραγκιόζη ήταν, κύριε διοικητά
».
Σ: «Παλικαράς, λοιπόν, ο Καραγκιόζης… Μόνος του το αποφάσισε ή εσύ τον έκανες παλικαρά;
».

Ο Μίμαρος πήγε να δικαιολογηθεί, αλλά ο διοικητής δεν σήκωνε κουβέντα:

Σ: «Άκουσε, Σαρδούνη, αν άλλαξες τον Καραγκιόζη να μας ρίξεις στάχτη στα μάτια, και τώρα μαζεύεις τους δολιοφθορείς της κοινωνίας, αναρχικούς και τερρορίστες, εγώ θα σε σταματήσω. Στο ‘πα ότι θα φας το κεφάλι σου, θα βλαστημήσεις την ώρα που δεν τον άφησες Ανατολίτη και χαμαμτζή».

Τον κατηγόρησε για απείθεια κατά της αρχής, υποκίνηση σε στάση και προσηλυτισμό στον κομμουνισμό, και τον έκλεισε μέσα μέχρι να σχηματιστεί η δικογραφία. Ο Σαρδούνης καταλάβαινε ότι η συμπεριφορά του Στυμφαλιάδη ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής κατάστασης, αλλά αποτελούσε και την εκδίκηση του Στυμφαλιάδη επειδή είχε αρνηθεί να συνεργαστεί μαζί του.

Ο Σαρδούνης πέθανε πάμφτωχος από πνευμονία το 1912.

* Για τη συγγραφή του κειμένου χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από το βιβλίο του Βασίλη Χριστόπουλου «Στο φώς της ασετιλίνης» (εκδόσεις Κέδρος, 2002) το οποίο αναφέρεται στη ζωή και το έργο του Μίμη Σαρδούνη.

Ευάγριος Αληθινός