Όχι σαν τα πουλιά, που τα τυφλώνουν με καρφίτσες πυρωμένες
και κελαηδούν σπαραχτικά,
ώσπου να σπάσει η αστέρινη καρδιά τους,
ώσπου το διάφανό τους ράμφος ν’ ακουμπήσει
στην πλάκα της σιωπής,
απλώνοντας μια κόκκινη κηλίδα,
για ν’ αρχινάνε απ’ αυτού τη ρέμβη τους τα μάτια που χορτάσανε το γέλιο,
για ν’ αρχινά απ’ αυτού η φιλολογία μιας βρωμερής ευαισθησίας τυράννων,
όχι σαν τα πουλιά που τα τυφλώνουν…
Οι αμείλικτες φωνές μας θα τρελάνουν τη σιωπή,
και θα λυσσάξουν την παχιά ησυχία,
θα ξεσκεπάσουνε την έκταση του πόνου απ’ άκρη σ’ άκρη,
θα δείξουν όλη την ασχήμια της σκλαβιάς,
θα κάμουν τα παιδιά να φτύσουνε στα μάτια των γονιών τους,
που τα στολίσαν και τα στρίμωξαν σε τόσο σπαραγμό,
να καμαρώσουν τις άγριες παρελάσεις,
το αύριο που στριφογυρνάει σαν το λιοντάρι στο κλουβί,
θα κάμουν τα παιδιά να ορκιστούν μια νέα ζωή
τρέχοντας μες στα στάχυα των λυγμών τους…
Για να μην είναι τσίρκο ο κόσμος,
για να σιγήσουν πια για πάντα τα μεγάφωνα του μίσους,
να κλείσουν τα εργαστήρια της απανθρωπίας
κι όλα τα μαγαζιά που καθιερώνουν
τρομαχτικές εκπτώσεις συνειδήσεων.
Βύρων Λεοντάρης