Offside #36

Α.Σ. Βαγγελίτσα Κουσιάντζα

Πρίν λίγο καιρό η οικογένεια των αυτοοργανωμένων ομάδων ανά την περιφέρεια απέκτησε ένα νέο μέλος. Τον Α.Σ. Βαγγελίτσα Κουσιάντζα, στην Καρδίτσα. Στην παρουσίαση τους, τα μέλη του εγχειρήματος τόνισαν ότι η λογική τους είναι μακριά από χορηγούς και παράγοντες, με τη γενικλη συνέλευση να αποτελεί το μοναδικό όργανο λειτουργίας και λήψης αποφάσεων. Στη συνέλευση θα μπορεί να συμμετέχει ο καθένας και η καθεμιά, αρκεί να μην είναι μπάτσος ή φασίστας, να σέβεται συντρόφους, συμπαίκτες και αντιπάλους και να προάγει τις πολιτικές αξίες της ομάδας οι οποίες στηρίζονται στο μη κερδοσκοπικό και αντιεμπορικό χαρακτήρα, στην αυτοδιαχείριση των μελών της αλλά και στην ισότητα και στην ιδεολογία του αντι-φασισμού και του αντι-ρατσισμού.

Ποιά ήταν η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα;

Η Βαγγελίτσα Κουσιάντζα γενήθηκε το 1918 στον Παλαμά Καρδίτσας. Δασκάλα στο επάγγελμα κατά την περίοδο της κατοχής. Ήταν μαχήτρια του επαναστατικού λαϊκού κινήματος. Μετά την Βάρκιζα συλλαμβάνεται και βασανίζεται άγρια με καυτό λάδι και βραστά αυγά στις μασχάλες από τους αρχιβασανιστές των κρατητηρίων Καρδίτσας. Η υγεία της κλονίζεται τόσο που στην φυλακή υφίσταται καρδιακή προσβολή. Τελικά δραπετεύει το 1946 και αμέσως περνά στο βουνό στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Πολεμά ως το 1947 όπου συλλαμβάνεται εκ νέου στην Νιάλα Καρπενησίου κατά την διάρκεια ελιγμού. Νέος κύκλος βασανιστηρίων ξεκινά. Τελικά, χωρίς να της πάρουν κουβέντα την μεταφέρουν στην Λαμία όπου δικάζεται μαζί με ακόμα 6 αγωνιστές. Η ετυμηγορία είναι φυσικά εις θάνατο. Στις 9 Μαΐου του 1947, η Βαγγελιώ μεταφέρεται με τους συναγωνιστές της στο νεκροταφείο της Σηριώτισσας για την εκτέλεση. Μαζί με τους συντρόφους της χορεύει μπροστά στο απόσπασμα το «Έχε γεια καημένε κόσμε». Το εκτελεστικό απόσπασμα του 106ου Τάγματος Πεζικού αρνείται να εκτελέσει τους καταδικασμένους. Την θέση τους παίρνουν χωροφύλακες-“μαυροσκούφηδες” και “ΜΑΥδες” τρομοκράτες, του μεταβαρκιζιανού παρακράτους. Η Βαγγελιώ τελευταία, χτυπημένη στην καρδιά πέφτει στα γόνατα, ζητωκραυγάζει ακόμα για την ζωή, τον λαό και την κοινωνική επανάσταση.

“Αλίμονο στο καθεστώς, που προσπαθεί να κρατηθεί στην εξουσία, σκοτώνοντας Έλληνες πατριώτες. Ας είναι το αίμα μας το τελευταίο που χύνεται. Ο λαός δε θα μας ξεχάσει.”!

Στο βιβλίο του Τάκη Ψημμένου «Αντάρτες στ’ Άγραφα, 1946-1950, αναμνήσεις ενός αντάρτη», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, υπάρχει  ολόκληρο το τελευταίο συγκινητικό γράμμα της Βαγγελίτσας πριν την εκτέλεσή της

«Θάλαμος μελλοθανάτων 8/5/47 Λαμία

Αγαπημένη μου Σωτηρία

Σ΄ αφήνω γεια μια για πάντα. Είμεθα μια μεγάλη παρέα. Με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις βρεθήκαμε στην Νιάλα στ’ Άγραφα. Η απότομη πρωτοφανής χιονοθύελλα μας εδυσκόλεψε. Εγώ επί 24 ώρες έμεινα αναίσθητος και αν έζησα μέχρις εδώ τη ζωή μου τη χρωστώ στο Βασ. Φυτσιλή από τη Σέκλιζα ο οποίος για το χατήρι μου κατεδικάσθη σε ισόβια δεσμά χωρίς όμως και για να ζήσω.
‘Ύστερα από πολλά ενώ καθήμεθα μέσα σε σκηνές μας παρέλαβε στρατός. Από το ψύχος είχα πρηστεί. Μας πήγαν στ΄ Άγραφα ενόλω είμεθα 30 και γω, 31. Μας κράτησαν τρεις ημέρας για ενέσεις. Από κει στο Μοναστηράκι. Το τι δοκιμάσαμε εκεί δε λέγεται. Μας χτύπησαν και μου κόψαν τα μαλλιά μου ολίγα πάντως.
Στο Καρπενήσι εκεί ήταν τα πολλά. Με πήγαν σε μπουντρούμι σκοτεινό και χωροφύλακες μαυροσκούφηδες με χτύπησαν απάνθρωπα με σιδεριές και με κρανιές. Μου σπάσαν δυό πλευρά και ακόμα το σώμα μου είναι κατάμαυρο. Μας φέρανε εδώ. Τελική απομόνωση. Τους εξευτελισμούς και ηθικές καταπιέσεις όπου δοκιμάσαμε δε λέγονται. Στην 1 η Μαϊου μας κοινοποίησαν την απόφαση ότι στις 3 περνάμε από στρατοδικείο. Γράμμα δεν μπορούσαμε να στείλουμε διότι δεν έκανε όπως μας είπαν. Ήλθε ο πατέρας μου.
Παρακολούθησε δύο ημέρας και μετά πήγε στην Αθήνα. Δεν μ΄ άφησαν καθόλου να μιλήσω. Τώρα από προχθές 5 Μαϊου βγήκε απόφαση με θανατική ποινή. Μας σκηνοθέτησαν πολλά ιδία δε εμένα τόσα που δε λέγονται. Εν τέλει μας χαρακτήρισαν ως στρατολόγους ηθικούς αυτουργούς. Τι να γίνει Σωτηρία μου αφού έτσι είναι ο κόσμος.
Δεν έχω μπροστά μου παρά λίγα λεπτά ελπίζοντας ίσως από Αθήνα ο πατέρας μου να φανεί. Έπειτα πλέον φεύγω μια για πάντα χρυσή μου.
Εσύ να εργαστείς στο σχολείο και να δώσεις στη νεολαία να πιστέψει τι είναι εκείνο που εμείς πεθαίνουμε υπερήφανοι για την Ελλάδα και πηγαίνουμε ψηλά με τη συνείδησή μας καθαρή.
Ως ενθύμιο δωρίζω το καρρέ στη Βασιλικούλα σου αφού άλλο τι δεν έχω. Στη μάνα μου να κάνεις κουράγιο και να της δώσεις σε παρακαλώ τα υπόλοιπα πράγματα για ανάμνηση.
Δεν θέλω να με κλάψετε ούτε και να με πενθείτε. Η θυσία μας που γίνεται θα γίνει φάρος που θα φωτίσει όλο τον κόσμο για μια καλύτερη ζωή. Σ’ όλο το δικό μας κόσμο σκόρπα τους ενθουσιώδεις χαιρετισμούς μας. Όπου πάμε και βρεθούμε θα συνεχίσουμε τη δουλειά μας ώστε ερχόμενοι κάποτε και σεις να απολαύσουμε όλοι μαζί τα αγαθά εκείνα που εδώ καθόλου δεν βρέθηκαν.
Σας αποχαιρετώ παντοτεινά
Γεια σας – γεια σας
Βαγγελίτσα
Υ.Γ. Έρχονται να μας πάρουν για το σφαγείο. Θάρρος και υπομονή. Μη μας ξεχάστε. Εύχομαι οι κόποι μας γρήγορα να αποβούν σε όφελος όλου του λαού.
Καλή καρδιά.
Αντίο- αντίο για πάντα».

Kafka