«Η ιστορία του ποδοσφαίρου είναι ένα θλιβερό ταξίδι απόλαυσης και καθήκοντος. Στον βαθμό που το άθλημα έχει βιομηχανοποιηθεί, έχει χαθεί σιγά σιγά η ομορφιά που γεννιέται από τη χαρά που νιώθει κανείς μονάχα γιατί παίζει. Σε αυτόν τον κόσμο του τέλους του αιώνα μας το επαγγελματικό ποδόσφαιρο καταδικάζει οτιδήποτε δεν αποφέρει κέρδη. Οι τεχνοκράτες του επαγγελματικού αθλητισμού επέβαλαν ένα ποδόσφαιρο καθαρής ταχύτητας και πολλής δύναμης, που απεμπολεί την απόλαυση, ατροφεί τη φαντασία και απαγορεύει το θράσος».
~Εντουάρντο Γκαλεάνο, Τα χίλια πρόσωπα του ποδόσφαιρου
Ο μπάρμπα-Μαρξ είχε πει ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Στην εποχή μας, όπιο του λαού θεωρείται το ποδόσφαιρο (και όχι άδικα). Το λαϊκό άθλημα που συναρπάζει και συγκινεί, πέρασε γρήγορα από τη σφαίρα του λαϊκού παιχνιδιού στις αλάνες των γειτονιών και των χωμάτινων γηπέδων, στο πεδίο της κερδώας εκμετάλλευσης. Οι φιλόδοξοι έμποροι του ποδοσφαίρου επένδυσαν στον «θρησκευτικό» φανατισμό και στο μαζικοποιημένο «ανήκειν» των φιλάθλων, εκμεταλλεύτηκαν την ευρύτητα της συμμετοχής, και έστησαν παγκοσμίως μια υπερκερδοφόρα βιομηχανία θεάματος και εμπορευμάτων γύρω από αυτό. Η μεγάλη λαϊκή δυναμική του είναι το διαβατήριο που προσδίδει αναγνωσιμότητα και μεγάλη ισχύ σε προέδρους συλλόγων, και αρκετές φορές επηρεάζει μέχρι τις εκλογικές αναμετρήσεις. Η αποθέωσή του σε καθαρά ανταγωνιστικό άθλημα έφτασε, αντί να ενώνει (μέσω της χαράς του παιχνιδιού), να διαιρεί κοινωνίες με διαφορετικά εθνοτικά χαρακτηριστικά, ενώ έδωσε την ευκαιρία να μπουν στο «παιχνίδι» και άλλοι παράγοντες. Το ποδόσφαιρο (από τότε που οι κυρίαρχοι κατάλαβαν τη μαζικότητά του) φαίνεται να τα πηγαίνει καλά με τη θρησκεία, αλλά όχι και τόσο με τη δημοκρατία. Ιστορικά «αξιοποιήθηκε» προπαγανδιστικά από ουκ ολίγα απολυταρχικά και φασιστικά καθεστώτα, ως συμπληρωματικό «όπιο των λαών». Το ποδόσφαιρο είχε πια καταστεί ήδη ένας ιστός πασών των εξουσιών. Παρά το γνωστό κλισέ περί «γιορτής του αθλητισμού», το ποδόσφαιρο ποτέ δεν υπήρξε μια απλή αθλητική διοργάνωση. Ως μαζικό λαϊκό άθλημα με τεράστια απήχηση χρησιμοποιήθηκε (κι εξακολουθεί) από την εξουσία (ειδικά από φασιστικά καθεστώτα) προκειμένου να της δώσει λαϊκό έρεισμα μέσα από τον «άρτο και θέαμα». Η Ελληνική χούντα εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο την πορεία του Παναθηναϊκού προς το Ουέμπλεϋ, οι χούντες της λατινικής Αμερικής έκρυβαν τις δολοφονίες τους και τα εγκλήματά τους πίσω από τις επιτυχίες των εθνικών τους ομάδων στα Μουντιάλ (Ουρουγουάη, Αργεντινή, Βραζιλία κ.λπ.), ενώ το ποδόσφαιρο χρησιμοποιήθηκε ακόμη και για την έναρξη πολέμων και εθνοκαθάρσεων. [1] Το πρωτοπόρο κράτος στη χρησιμοποίηση συγκεκριμένα του ποδοσφαίρου για πολιτικούς σκοπούς ήταν η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι. Ο φασίστας δικτάτορας δεν παρέλειψε να επωφεληθεί από τη διοργάνωση του δεύτερου παγκοσμίου κυπέλου στην Ιταλία το 1934, για να αναγορεύσει τα μέλη της εθνικής ομάδας σε «στρατιώτες στην υπηρεσία του έθνους», αλλά και να προειδοποιήσει τους παίχτες λέγοντας: «νίκη ή θάνατος». Ο υπουργός προπαγάνδας του ναζιστικού καθεστώτος, Γκέμπελς, έλεγε ότι «για τον απλό κόσμο, το να κερδίσεις έναν διεθνή αγώνα είναι πιο σημαντικό από το να κατακτήσεις μια πόλη».
Ο Μπακούνιν κάποτε είπε «οι άνθρωποι πάνε στην εκκλησία για τους ίδιους λόγους που πάνε στη ταβέρνα, για να ξεχάσουν τη μιζέρια τους, να φανταστούν για λίγα λεπτά ότι είναι ελεύθεροι και χαρούμενοι». Ίσως μέσα σε αυτό το πανηγύρι με σημαίες και τυφλό οπαδισμό μπορούμε να δούμε το ποδόσφαιρο ως μια παράμετρο της εξίσωσης, που κάνει να φαίνεται ευκολότερο να ξεχνάς παρά να παίρνεις ενεργά μέρος στη μάχη ενάντια στην αδικία και την ανισότητα. Ο Τζέραλντ Βίβαϊ στο βιβλίο του «το ποδόσφαιρο σαν ιδεολογία» (εκδόσεις διεθνής βιβλιοθήκη) γράφει πως «ο θρίαμβος της ποδοσφαιρικής ομάδας κάποιου αποζημιώνει παροδικά για της αποτυχίες στην καθημερινή ζωή. Το συναίσθημα ευφορίας που παράγεται από ένα τέτοιο θρίαμβο βασίζεται στη φυγή από την πραγματικότητα… Οι καταπιεζόμενες μάζες βιώνουν τα τέρματα που σημειώνονται στο ποδοσφαιρικό γήπεδο σαν δικά τους… Η συσσωρευμένη επιθετικότητα, αποτέλεσμα της αλλοτρίωσης και των στερήσεων που προκαλούνται από τις κοινωνικές συνθήκες στον προχωρημένο καπιταλισμό επιζητά περιοδική εκτόνωση. Αν αυτό δεν πρόκειται να οδηγήσει στην ανατροπή της αστικής κοινωνίας πρέπει να οδηγηθεί σε «ασφαλή» κανάλια. Το ποδόσφαιρο προσφέρει μία ευκαιρία για συγκινησιακή ανακούφιση αυτού του είδους…», και δεν έχουμε λόγο να διαφωνούμε όταν έρχονται στη μνήμη μας τα γεμάτα σεξισμό εκδικητικά συνθήματα των απανταχού φανατικών οπαδών οποιασδήποτε ομάδας. ‘Όπως όμως όλα τα πράγματα στη ζωή, οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν είναι μοναδικές. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι που παρακολουθούν μπάλα χωρίς να τρέφουν κανένα μίσος για την αντίπαλη ομάδα και τους φίλους της, χωρίς να τα «βάφουν μαύρα» μετά από κάποια ήττα της, στρεφόμενοι εναντίον των αντιπάλων που νίκησαν ζητώντας εκδίκηση, παρά μόνο το βλέπουν σαν μια ενενηντάλεπτη διασκέδαση. Αρκετοί σύντροφοι από τον αναρχικό κι αντιεξουσιαστικό χώρο κατακρίνουν με σφοδρότητα (ακόμη και συντρόφους τους) ανθρώπους που τους αρέσει να παρακολουθούν ποδόσφαιρο, ως «εκμεταλλεύσιμους» από τους προέδρους των ανώνυμων ποδοσφαιρικών εταιριών. Τους σχετίζουν άμεσα με τις ανώνυμες ποδοσφαιρικές εταιρίες ή τους κατηγορούν απλά ως «πρόβατα που ακολουθούν τον βοσκό». Σίγουρα, οι περισσότεροι οργανωμένοι σε συνδέσμους οπαδοί δεν διακρίνονται και τόσο για την κριτική τους σκέψη, αλλά από εκεί όμως μέχρι την αντίθετη πλευρά του να καταδικάζουμε μονοδιάστατα και απόλυτα ανθρώπους που τους αρέσει να παρακολουθούν ποδόσφαιρο, σαν «δεκανίκια της κυριαρχίας», εκτός από λάθος και απαξιωτικό είναι και σφόδρα εξουσιαστικό, γιατί επικαλούμαστε ιδεολογικές καθαρότητες και αυτές τις τελευταίες τις χρησιμοποίησαν κατά το δοκούν τόσο οι ναζί και οι φασίστες όσο και οι σταλινικοί. Όντως στις μεγάλες κατηγορίες το ποδόσφαιρο είναι επαγγελματικό, αυτό όμως δεν αναγάγει όσους παρακολουθούν αγώνες σε συνοδοιπόρους με τα συμφέροντα των ιδιοκτητών των σημερινών ομάδων, γιατί οι ομάδες προϋπήρχαν των καπιταλιστών ιδιοκτητών τους, και το κυριότερο, σχεδόν όλες οι ποδοσφαιρικές ομάδες ιδρυθήκαν από τα λαϊκά στρώματα και όχι από τις εξουσιαστικές ελίτ που τα τελευταία 40 χρόνια τις έκαναν επαγγελματικές. Δεν έχει διαφορά ο πολιτικά σκεπτόμενος φίλος της Παναχαϊκής ή του ΟΦΗ από τον αντίστοιχο φίλο του Αστέρα Εξαρχείων ή της Προοδευτικής Έκρηξης Τούμπας. [2] Αντίθετα έχουν μια κοινή αγάπη για το άθλημα. Δεν στηρίζουμε λοιπόν κανέναν καπιταλιστή παρακολουθώντας κάτι που μας αρέσει, γιατί σύμφωνα με αυτή τη «λογική» δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιούμε κανένα προϊόν του καπιταλιστικού συστήματος γιατί τα περισσότερα ανήκουν σε πολυεθνικές καπιταλιστικές εταιρίες. Αν γινόταν αυτό είναι σίγουρο ότι θα είχαμε πεθάνει από την πείνα, το κρύο ή τη ζέστη και τη δίψα. Πρέπει να καταλάβουμε ότι τα πάντα μας ανήκουν, εμείς τα κάνουμε να υπάρχουν, εμείς τα δημιουργούμε και όχι οι λίγοι που καρπώνονται τον ιδρώτα μας και αγοράζουν φτηνά την υπεραξία μας. Αν αρχίσουμε να γράφουμε καταλόγους με τι δεν πρέπει να στηρίζουμε, είναι σίγουρο ότι θα γίνουμε σπηλαιάνθρωποι στη καλύτερη των περιπτώσεων. Ο Αγώνας είναι να ξαναπάρουμε πίσω όλα όσα εμείς φτιάξαμε και μας ανήκουν, και όχι να απέχουμε από αυτά επειδή μας τα έκλεψαν. Ίσως μετά από όλα αυτά να μπορέσετε να καταλάβετε το κοινό και πολιτικότατο σύνθημα όλων των αντιφασιστικών Ευρωπαϊκών συνδέσμων οπαδών: FUCK MODERN FOOTBALL!
Υ.Γ. Και για να μην ξεχνιόμαστε: Κούγια εξοστρακίσου από την Παναχαϊκή (χωρίς παρεξήγηση).
[1] Με το όνομα Πόλεμος του ποδοσφαίρου (: La guerra del fútbol) ή Πόλεμος των 100 ωρών είναι γνωστός ο τετραήμερος πόλεμος του 1969 μεταξύ της Ονδούρας και του Ελ Σαλβαδόρ. Αιτία του πολέμου ήταν οι τεταμένες σχέσεις των δύο χωρών λόγω πολιτικών διαμαχών κυρίως στο ζήτημα της μετανάστευσης από το Ελ Σαλβαδόρ στην Ονδούρα. Η αφορμή δόθηκε από τις έντονες ταραχές που ξέσπασαν κατά την διάρκεια του δεύτερου προκριματικού γύρου για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 1970. Στη Γιουγκοσλαβία, σήμανε την έναρξη του εμφυλίου πολέμου που θα οδηγούσε στη διάλυσή της. Τον Μάιο του 1990, λίγες εβδομάδες πριν ο εθνικιστής Τούζμαν εκλεγεί πρόεδρος, στον αγώνα μεταξύ της Ντιναμό Ζάγκρεμπ με τον Ερυθρό Αστέρα στο Ζάγκρεμπ, οι οπαδοί των δύο ομάδων συγκρούστηκαν με λύσσα. Ο αγώνας διακόπηκε και ουσιαστικά ξεκίνησε ο πολύχρονος πόλεμος. Οι φανατικοί οργανωμένοι οπαδοί των δύο ομάδων ήταν αυτοί που συγκρότησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου τις παραστρατιωτικές ομάδες των Κροατών και των Σέρβων. Ήταν αυτοί που έκαναν τη βρώμικη δουλειά, τις ομαδικές δολοφονίες, το πλιάτσικο και το κάψιμο των χωριών που ανήκαν στον εχθρό. [2] Οι δυο μοναδικές ερασιτεχνικές ομάδες στην Ελλάδα που τις χαρακτηρίζουν καθαρά πολιτικά αντιεξουσιαστικά προτάγματα, ενώ και οι φίλοι τους ανήκουν στο ευρύτερο αναρχικό κι αντιεξουσιαστικό κίνημα.Ένας από τους Navajo 3 Antifa