Πρώην στρατόπεδο Παύλου Μελά: «Τσιφλίκι εκκλησίας/στρατού/εργολάβων ή ελεύθερος δημόσιος χώρος αντίστασης και μνήμης;»*

Ιστορία του στρατοπέδου Παύλου Μελά-Θεσσαλονίκη
Ένας απ’ τους ορισμούς του δημόσιου χώρου είναι κι αυτός που δόθηκε απ’ τον Κλωντ Λεφόρ. Σύμφωνα μ’ αυτόν, είναι ο χώρος που διατίθεται σε οποιονδήποτε επιθυμεί να του αποδώσει νόημα. Κι επειδή θέλουμε να πιστεύουμε ότι ανήκουμε στις γραμμές εκείνων που εξακολουθούν να υπερασπίζονται το πραγματικό νόημα των λέξεων, θεωρούμε πως ένας τόπος που χρησιμοποιήθηκε σαν χώρος εκπαίδευσης αυτοκρατορικών και εθνικών στρατών, ορμητήριο αντίστοιχων ιμπεριαλιστικών σχηματισμών που έδρασαν στα θέατρα παγκοσμίων πολέμων, στρατόπεδο συγκέντρωσης των ναζί και των ντόπιων συνεργατών τους, τόπο βασανισμού και δολοφονιών, όπως και τόπο φυλάκισης όσων αντιστέκονταν στο μιλιταρισμό και την πατριωτική μυθολογία, ένας τέτοιος λοιπόν χώρος, στερούνταν μέχρι τώρα κάθε νοήματος. Μόνο που σήμερα, μετά δηλαδή απ’ την αποχώρηση του στρατού, η μάχη διεξάγεται με όρους διαφορετικούς: από τη μια, είναι οι βλέψεις των κερδοσκόπων, με το Μετοχικό Ταμείο Στρατού, τους κρατικούς εργολάβους και την Εκκλησία της Ελλάδας να φιγουράρουν στην πρώτη γραμμή, κι απ’ την άλλη, οι άνθρωποι που θα ήθελαν ένα χώρο ελεύθερο απ’ το κέρδος και έξω απ’ τα πλαίσια του σύγχρονου οικονομικού τερατουργήματος –αν όχι, χώρο, στον οποίο θα γεννιούνται και θα πραγματώνονται ιδέες που στρέφονται ανοιχτά ενάντια στο τελευταίο.
Πώς όμως ξεκίνησε και εξελίχτηκε η «βεβαρημένη» ιστορία του συγκεκριμένου χώρου που δέσποζε στην περιοχή του παλιού Λεμπέτ, δηλαδή του χώρου που άρχιζε απ’ τη σημερινή Σταυρούπολη κι απλώνονταν προς βορράν μέχρι την Ευκαρπία;
Το 1881, επιλέγεται απ’ τις Οθωμανικές αρχές ως τόπος εγκατάστασης μιας δύναμης πυροβολικού, στα πλαίσια της δημιουργίας στρατώνων σε μεγάλους ελεύθερους χώρους, έξω απ’ τα τείχη της πόλης. Η διαμόρφωσή του διαρκεί μέχρι το 1905 και λαμβάνει χώρα κατά τα γερμανικά πρότυπα, σε μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού της παραπαίουσας αυτοκρατορίας που οδεύει προς το τέλος της.
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι –προοίμιο του Μεγάλου Πολέμου για την πολύπαθη  χερσόνησο του Αίμου- φέρνουν τον ελληνικό στρατό στη Θεσσαλονίκη το 1912. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία καταρρέει και στα εδάφη που εγκαταλείπει ηττημένη, αναπτύσσονται οι ανταγωνισμοί των εθνικών κρατών της περιοχής. Το ελληνικό κράτος ενσωματώνει τη Μακεδονία. Ο χώρος του στρατοπέδου δεν αλλάζει χρήση –μονάχα όνομα. Ένα όνομα που πιστοποιεί το νικητή και πρέπει να είναι συμβολικό: ο Παύλος Μελάς, αντιπροσωπεύοντας τις φιλοδοξίες του ελληνικού κράτους και φορτωμένος με το σύνολο των εθνικών μύθων που συνοδεύουν τη διαμάχη για την επικράτηση στην ευρύτερη Μακεδονία, δανείζει το όνομά του στο χώρο.
Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι δυνάμεις της Αντάντ κάνουν απόβαση στη Θεσσαλονίκη και με σύμμαχο την κυβέρνηση Βενιζέλου, ενισχύουν το Βαλκανικό Μέτωπο. Μια πολυεθνική δύναμη εκατοντάδων χιλιάδων αντρών στρατοπεδεύει στο χώρο του Παύλου Μελά, εντός του οποίου δημιουργείται ένα υποτυπώδες στρατιωτικό αεροδρόμιο για τις ανάγκες των συνεχιζόμενων μαχών.
Ο χώρος του στρατοπέδου συνδέεται στη συνέχεια με τρόπο τραγικό με τη μοίρα των ανθρώπων της πόλης: φιλοξενεί καταυλισμούς πυροπαθών που έμειναν άστεγοι με την πυρκαγιά του 1917 που κατέστρεψε το κέντρο της Θεσσαλονίκης, ενώ μερικά χρόνια αργότερα η ιστορία θα επαναληφθεί. Αυτή τη φορά, είναι τα θύματα της Μεγάλης Ιδέας που κατασκηνώνουν εκεί, συμβιώνοντας με το στρατό. Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, στέλνει στη Θεσσαλονίκη και στα περίχωρα μεγάλες προσφυγικές μάζες που προσπαθούν να ξαναστήσουν τη ζωή τους απ’ το μηδέν.
Το 1931, το στρατόπεδο επεκτείνεται προκειμένου να καλύψει την ανάγκη εκπαίδευσης της δύναμης πυροβολικού που εδρεύει εκεί. Αποτέλεσμα αυτής είναι η δημιουργία ενός πεδίου βολών στα βόρεια του χώρου.
Οι σελίδες όμως εκείνες που κατέστησαν το χώρο του στρατοπέδου συνώνυμο της βαρβαρότητας και της κτηνωδίας γράφτηκαν στη διάρκεια της Κατοχής. Οι ναζί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους το μετατρέπουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, βασανισμού και δεξαμενή άντλησης μελλοθάνατων –βορά στις αντεκδικητικές τους ορέξεις. Στις πρώτες γραμμές της θηριωδίας, εκτός απ’ τις γερμανικές και βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής, προβάλλουν οι σύμμαχοί τους: ταγματασφαλίτες, Δαγκουλαίοι και λοιπά καθάρματα, μ’ άλλα λόγια, ο κορμός της εθνικοφροσύνης, πάνω στον οποίο στηρίχτηκαν για δεκαετίες τα μετεμφυλιακά καθεστώτα της Ελλάδας, σε όλες τους τις εκφάνσεις. Κάποιοι απ’ τους φυσικούς κι ιδεολογικούς  απογόνους τους, ας μην ξεχνάμε, ότι διαθέτουν ακόμα λόγο στα σύγχρονα ελληνικά πράγματα, φορώντας βέβαια τη δημοκρατική προβιά.
Φέτος, συμπληρώνονται 70 χρόνια απ’ την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα. Καθώς οι ήττες διαδέχονταν η μια την άλλη στο ευρωπαϊκό έδαφος για τις δυνάμεις του Άξονα, οι αρχές κατοχής σκλήραιναν τη στάση τους απέναντι στις κατακτημένες χώρες. Έτσι, η επέτειος αυτή συμπίπτει με την εκτέλεση των 101 ομήρων, στις 6 Ιούνη του ΄44 –ενέργεια χαρακτηριστική της θηριωδίας των ναζί, αφού αποτέλεσε μια απ’ τις μεγαλύτερες ομαδικές εκτελέσεις στην κατεχόμενη Ελλάδα. Έλαβε χώρα στο Ντουντουλάρ (σημερινά Διαβατά) και στην συντριπτική πλειοψηφία τους (98 τον αριθμό), οι εκτελεσθέντες προέρχονταν απ’ το στρατόπεδο Παύλου Μελά.
Άραγε, ο κύκλος που έκλεισε με την πτώση της χούντας σήμανε και το τέλος του Παύλου Μελά ως χώρου φυλάκισης των αντιφρονούντων; Όχι, η δημοκρατία δεν επιφύλασσε καλύτερη μεταχείριση στους ανθρώπους που δεν υποτάσσονταν στο μιλιταριστικό πνεύμα και τον εθνικισμό της επίσημης εξουσίας. Στις στρατιωτικές φυλακές που λειτούργησαν στο χώρο του στρατοπέδου, φιλοξενήθηκαν άνθρωποι όπως ο πρώτος αντιρρησίας συνείδησης στον ελλαδικό χώρο, ο Μιχάλης Μαραγκάκης, το 1986. Είχαν βέβαια προηγηθεί αρκετοί Μάρτυρες του Ιεχωβά, που αρνούνταν τη στράτευση για λόγους θρησκευτικής συνείδησης. Ο αναρχικός Νίκος Μαζιώτης, ολικός αρνητής στράτευσης, κρατείται εκεί το 1992-93, και το ίδιο συμβαίνει με τον αντιρρησία Νίκο Καρανίκα τρία χρόνια αργότερα.

Για το παρόν και το μέλλον του πρώην στρατοπέδου
Η ιστορία του χώρου αυτού ως στρατοπέδου και φυλακής,δηλαδή ως τόπου εκτελέσεων, βασανισμών και εγκλεισμού σταματά το 2006. Βέβαια, η συζήτηση για την αξιοποίηση του τεράστιου αυτού χώρου, στη μέση μιας από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της πόλης, ξεκίνησε μια 15ετία πριν. Η ιδέα για μετατροπή όλων των πρώην στρατοπέδων της πόλης σε χώρους πρασίνου, χώρους δημόσιους και προσβάσιμους σε όλους, είναι αρκετά χρόνια που έρχεται σε σύγκρουση με τις βλέψεις του στρατού αλλά και του κράτους για εμπορική χρήση των χώρων αυτών και τσιμεντοποίηση τους.
Οι διαπραγματεύσεις για την απόδοση του πρώην στρατοπέδου του Παύλου Μελά κρατούν εδώ και πολλά χρόνια. Πάγιο αίτημα του στρατού ήταν η διεκδίκηση τμήματος του χώρου για την κατασκευή κατοικιών για τους στρατιωτικούς. Στη πρώτη συμφωνία του στρατού με τον δήμο προβλεπόταν να δοθούν στο στρατό 30 στρέμματα οικοδομήσιμα εκτός στρατοπέδου. Η συμφωνία αυτή δεν τέθηκε σε ισχύ.Έτσι λοιπόν φτάνουμε στο 2014 όταν και οι διαπραγματεύσεις φτάνουν στο τέλος και επέρχεται η συμφωνία μεταξύ στρατού και δήμου. Σαν είδηση σε όλα τα μέσα επικοινωνίας βγαίνει πως μετά από πολλά χρόνια οι δημότες της δυτικής Θεσσαλονίκης δικαιώνονται και πως το πρώην στρατόπεδο παραχωρείται στο δήμο για τη μετατροπή του σε μητροπολιτικό πάρκο. Μάλιστα, λίγες μέρες μετά τη συμφωνία, τον Σεπτέμβρη την περίοδο της ΔΕΘ, το χώρο επισκέπτεται η «αυτού μεγαλειώτης» του πρωθυπουργού μαζί με συνοδεία μητροπολιτάδων και δημαρχαίων για να αναγγείλει πως όλα τα πρώην στρατόπεδα και οι ανεκμετάλλευτες περιοχές σε αστικά κέντρα θα γίνουν σύγχρονα κέντρα άθλησης και αναψυχής. Εδώ αρκεί να αναφέρουμε πως πολλοί από τους προαναφερόμενους χώρους ήδη δίνονται για την κατασκευή εμπορικών κέντρων, όπως το πρώην στρατόπεδο Μ. Αλεξάνδρου στους Αμπελόκηπους που μπήκε στο ΤΑΙΠΕΔ, ενώ μέσα ήδη λειτουργεί γυμναστήριο και σχολείο. Μάλλον κάπως έτσι εννοούν τον όρο αναψυχή.
Ας αναφέρουμε κάποια σημεία της συμφωνίας που υπογράφηκε για τον Παύλο Μελά. Η διαπραγμάτευση για την μοιρασιά του στρατοπέδου έγινε στο Γ’ Σώμα στρατού και συμμετείχαν το γενικό επιτελείο στρατού (ΓΕΣ), το ταμείο εθνικής άμυνας (ΤΕΘΑ), η μητρόπολη και ο δήμος Παύλου Μελά και βασικοί όροι της συμφωνίας ήταν οι εξής:
Α) Παραχώρηση κατά χρήση στον δήμο Παύλου Μελά, έκτασης εκ του στρ/δου επιφάνειας 284 περίπου στρεμμάτων, για 49 χρόνια, με τις εξής προϋποθέσεις.
Β) Ο δήμος Παύλου Μελά μέσα σε τακτή προθεσμία, θα πρέπει να προβεί σε όλες τις επιβαλλόμενες από την ισχύουσα νομοθεσία ενέργειες, ούτως ώστε να πολεοδημηθεί υπέρ ΤΕΘΑ έκταση εκ του στρ/δου 53 περίπου στρεμμάτων, προκειμένου στη συνέχεια να αξιοποιηθεί, ως οικιστική περιοχή, επ’ ωφελεία των στελεχών του Στρατού και των οικογενειών τους.
Γ) Συμμετοχή του ΤΕΘΑ και συνεκμετάλλευση με τον δήμο Παύλου Μελά, σε κάθε είδους εμπορική δραστηριότητα, που σύμφωνα με το σχεδιασμό (masterplan) του δήμου προβλέπεται να αναπτυχθεί στο παραχωρούμενο τμήμα του στρατοπέδου, όπως ενδεικτικά υπόγειος σταθμός αυτοκινήτων, συνεδριακό κέντρο, χώροι εστίασης κ.λ.π., στο πλαίσιο πάντα μιας αμοιβαίας επωφελούς συμφωνίας.
Δ) Ομοίως στο πλαίσιο της ίδιας συμφωνίας, παραχωρείται κατά χρήση στην Ιερά Μητρόπολη Νεαπόλεως & Σταυρουπόλεως ο υφιστάμενος εντός του στρ/δου Ιερός Ναός της Αγίας Βαρβάρας, με τον περιβάλλοντα αυτόν χώρο, εκτάσεως 8 περίπου στρεμμάτων.
Το σχόλιο του στρατού πάνω στην συμφωνία είναι τα πως τα έσοδα του ΤΕΘΑ θα αυξηθούν προφανώς από την εμπορική χρήση του πρώην στρατοπέδου. Επίσης αναφέρει πως η συμφωνία αυτή σηματοδοτεί τη σύμπραξη βασικών θεσμών της ελληνικής πολιτείας:Στρατός-Εκκλησία-Τοπική αυτοδιοίκηση σε αγαστή συνεργασία θυμίζοντας άλλες εποχές…
Όλα αυτά τα σχέδια για διάφορες επενδύσεις έχουν ως σύμμαχο την βαθιά κρίση που διανύουμε. Με δεδομένο πως τουλάχιστον το 30% της κοινωνίας βρίσκεται στην ανεργία, ένα ποσοστό που μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερο στις δυτικές συνοικίες, η υπόσχεση νέων θέσεων εργασίας είναι ένα σοβαρό επιχείρημα. Η συνταγή είναι γνωστή. Πολύ σύντομα, αν όχι ήδη από τώρα, θα αρχίσει να μπαίνει το δίλημμα: δουλειές ή πράσινο? Ένα δίπολο το οποίο θεωρούμε πως είναι ψεύτικο. Το μόνο πραγματικό δίλημμα που βλέπουμε να υπάρχει είναι: κέρδη για κάποιον επιχειρηματία, τον στρατό και όποιον άλλο εμπλακεί, ή ένας χώρος δημόσιος, ανοιχτός και προσβάσιμος σε όλους? Αυτό είναι το μόνο ερώτημα και σε αυτό καλούμαστε να απαντήσουμε. Αν ένα εμπορικό μπορούσε να καλυτερέψει τις συνθήκες διαβίωσης και την οικονομία τότε μάλλον όλη η πόλη θα ήταν ένα εμπορικό.
Θεωρούμε λοιπόν πως ένας χώρος που χώριζε επί χρόνια τις δυτικές συνοικίες με συρματοπλέγματα και που γι’ αυτόν μόνο φρικτές ιστορίες μπορούν να ειπωθούν, ήρθε η στιγμή να ανοίξει πραγματικά. Να γίνει προσβάσιμος από όλες τις γύρω γειτονιές, αλλά και όλη την Θεσσαλονίκη.Να μείνει ενιαίος και να μην αφήσουμε ούτε τετραγωνικό μέτρο στις δύο τεράστιες ανώνυμες εταιρίες που ακούν στο όνομα στρατός και εκκλησία. Να είναι ένας πραγματικά δημόσιος χώρος όπου η χρήση του να πηγάζει από τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας. Και αυτό το μήνυμα έχει φυσικά ως αποδέκτη και τον δήμο και τα πιθανά του σχέδια για κατασκευή mall ή άλλων εμπορικών δραστηριοτήτων.
Πέρα όμως από τα λόγια θα πρέπει να υπάρξει και η βούληση για να ακυρώσουμε στην πράξη την συμφωνία, αλλά και για να δημιουργήσουμε δραστηριότητες μέσα στον χώρο του στρατοπέδου. Εδώ εγκυμονούν 2 μεγάλοι κίνδυνοι. Ο πρώτος έχει να κάνει με την ανάθεση της υπόθεσης στους ειδικούς. Μαγικά ραβδάκια δεν υπάρχουν, αλλά ακόμη και αν υπήρχαν δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε κανέναν εκτός από τις δικές μας δυνάμεις. Αν η ίδια η κοινωνία δεν δραστηριοποιηθεί, δεν μπορεί να περιμένει τίποτα να της χαριστεί. Άλλωστε οι διοικήσεις των δήμων όποτε στήριξαν τους αγώνες της τοπικής κοινωνίας το έκαναν γιατί ακριβώς αυτοί υπήρχαν, ήταν ανεξάρτητοι και δυναμικοί. Ο δεύτερος κίνδυνος έχει να κάνει με την πάγια τακτική όσων έχουν συμφέροντα σε έναν δημόσιο χώρο. Να τους αφήνουν να ερημώσουν και να γίνουν χωματερές, σε τέτοιο βαθμό που η ίδια η τοπική κοινωνία θα ζητήσει την ιδιωτικοποίηση τους. Πρόσφατο παράδειγμα είναι το άλσος της Φιλαδέλφειας και φυσικά το πολύ κοντινό μας ΑΓΝΟ. Ήδη μέσα στο πρώην στρατόπεδο λειτουργεί χωματερή. Φυσικά μια τέτοια κατάληξη των δημόσιων χώρων δείχνει και την δική μας αδυναμία να μετουσιώσουμε σε πράξη τα λόγια μας. Αν η γειτονιά δεν νοιώσει σαν κτήμα της το πρώην στρατόπεδο και δεν γίνει μέρος της καθημερινότητάς της, τότε όλα τα προτάγματα και οι αναλύσεις θα μείνουν λέξεις κενές. Αυτό λοιπόν θεωρούμε πως είναι το επίδικο σήμερα: η ανάπτυξη δραστηριοτήτων μέσα στο πρώην στρατόπεδο και η ανάδειξη των αναγκών που αυτό μπορεί να καλύψει.
Ενάντια στον πολιτισμό του κέρδους και της κατανάλωσης να δημιουργήσουμε ένα χώρο όπως εμείς επιθυμούμε  για τη γειτονιά και την πόλη μας, όπου θα συναντιούνται άνθρωποι που θέλουν να αλλάξουν τη ζωή τους και όχι πελάτες που θέλουν να υπομείνουν τη μοίρα τους.

Ανοιχτή Συνέλευση Δυτικών Συνοικιών
http://sineleusiditika.wordpress.com
sidithes@espiv.net

*Το παραπάνω κείμενο ήταν μέρος της εισήγησης της Ανοιχτής Συνέλευσης Δυτικών Συνοικιών Θεσσαλονίκης σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 30/11/2014 μέσα στο πρώην στρατόπεδο Π. Μελά.