Πόσες μονάδες παραγωγής ενέργειας μπορεί να φορτωθεί περιβαλλοντικά ή επαρχία Σητείας;
Είτε πρόκειται για μονάδες παραγωγής ενέργειας ήπιων μορφών, και αναφέρομαι στα αιολικά, φωτοβολταϊκά, ηλιοθερμικά πάρκα, είτε στη χείριστη των περιπτώσεων μιλώντας για εργοστάσια καύσης μαζούτ στον Αθερινόλακκο. Η δραστηριοποίηση και η ανάπτυξη ήπιων μορφών ενέργειας, που στηρίζεται στη χρήση αβλαβών και ακίνδυνων περιβαλλοντικά πηγών εκμετάλλευσης, τίθεται σε πρώτο πλάνο τον τελευταίο καιρό.
Στην προκειμένη περίπτωση, ορθώς, μας απασχολεί η προστασία και η μη επιβάρυνση του πλανήτη από εκμεταλλεύσεις περαιτέρω ρυπογόνες, ώστε να εξασφαλισθεί η αναγκαία (περιβαλλοντική) ισορροπία. Η επιστημονική κοινότητα αποδεχόμενη και υπερασπιζόμενη το καθεστώς αυτής της ισορροπίας, προωθεί προγράμματα αυτής της μορφής, και αυτό ασφαλώς σε πλαίσια διασφάλισης χωροταξικού σχεδιασμού και έννομης τάξης.
Τι συμβαίνει όμως όταν μια επαρχία φορτώνεται κυριολεκτικά την παραγωγή ενέργειας ολόκληρης της νήσου; Γιατί να συνεχίζεται η παραγωγή ενέργειας από το εργοστάσιο καύσης μαζούτ στον Αθερινόλακκο ιδίως αν υπάρχει ο ισχυρισμός ότι όλη αυτή η ενέργεια εξυπηρετεί έναν και μόνο νομό; Για ποιο λόγο, ενώ υπάρχει καθορισμένος όγκος ενέργειας που καλύπτει τις ανάγκες του πληθυσμού της επαρχίας, παρουσιάζεται αυτή η αντίφαση στην κατανομή των μονάδων σε ολόκληρη την Κρήτη, και φαίνεται να γίνεται σε βάρος μιας και μόνο περιοχής, της περιοχής της Σητείας;
Τα ήδη εγκατεστημένα αιολικά πάρκα στην επαρχία βρίσκονται:
Α) Στην περιοχή Τοπλού. Β) Στην περιοχή της Ξερολίμνης. Γ) Στην Πλακοκερατιά του π. Δήμου Ιτάνου. Δ) Στο Χανδρά του π. Δήμου Λεύκης. Ε) Στη Μαρωνιά. Στ) Στην περιοχή του Χώνου Σητείας. Ζ) Στην περιοχή Χορδάκι στον π. Δήμο Λεύκης. Η) Στα Αχλάδια του Δήμου Σητείας.
Η συνολικά παραγόμενη ενεργειακή ισχύς είναι περίπου 80 ΜW, σύμφωνα με δεδομένα του 2009 από πτυχιακή εργασία στο τμήμα Μηχανολογίας του Τ.Ε.Ι Κρήτης.
Λόγω της διαρκούς αυξητικής πορείας κατασκευής φωτοβολταϊκών πάρκων, δεν υπάρχει δυνατότητα συγκεντρωτικής καταγραφής τους. Έχουν κατασκευαστεί ήδη και έχουν μπει στον κύκλο παραγωγής τουλάχιστον 10 μονάδες, και είναι σε εξέλιξη η κατασκευή εγκεκριμένων σταθμών στις περιοχές:
1) Ξερολίμνη, 2) Ανάλουκα, 3) Πισκοκέφαλο,4) Χαλικιές – Σελάδες Σητείας.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η έγκριση αδειών φωτοβολταϊκών πάρκων στον νομό Λασιθίου είναι η μεγαλύτερη σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο νομό της Κρήτης.
Επιπρόσθετα προχωρεί και οσονούπω υλοποιείται η εγκατάσταση και λειτουργία σε πρώτη φάση τριών ηλιοθερμικών πάρκων:
1) Στον Αθερινόλακκο του π. Δήμου Λεύκης, ισχύος 38MW, 2) Στην περιοχή Χώνου του π. Δήμου Ιτάνου, ισχύος 60MW, 3) Στα Φουρνιά του π. Δήμου Ιτάνου, ισχύος 70MW και παρουσιάζεται ως ο μεγαλύτερος ηλιοθερμικός σταθμός σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Η συνολική παροχή ενέργειας των σταθμών αυτών θα ξεπερνά σε ισχύ τα 170MW.
Και τέλος, υπενθυμίζουμε την ύπαρξη και παράλληλη λειτουργία του εργοστασίου καύσης μαζούτ στον Αθερινόλακκο με παραγωγική ισχύ της τάξης των 170KW.
Επομένως, μόνο η επαρχία Σητείας προετοιμάζεται για να τροφοδοτεί την Κρήτη με συνολική ενεργειακή ισχύ της τάξης των 420MW, χωρίς να έχουμε υπολογίσει και την ισχύ που θα προέρχεται από τα πολυάριθμα φωτοβολταϊκά πάρκα.
Αυτό λοιπόν που θα έπρεπε να μας απασχολεί τη συγκεκριμένη περίοδο είναι προς τα πού οδεύει αυτή η συγκεντρωτική κινητικότητα, ποια θα είναι τα αποτελέσματα των ενεργειών αυτών για τους ανθρώπους και το περιβάλλον της περιοχής μας, και εν τέλει η χρησιμότητά της.
Πιο αναλυτικά, μια μονάδα παραγωγής, εκμεταλλευόμενη ήπιες μορφές ενέργειας μεμονωμένα, έχει ελάχιστες επιπτώσεις σε περιβαλλοντικό επίπεδο. Όταν όμως αναφερόμαστε σε τέτοια μεγέθη, συγκέντρωσης δηλαδή πολλών μονάδων σε μια περιοχή, τότε τίθενται πολλά ερωτήματα και υπάρχουν πολλοί περιβαλλοντικοί σκόπελοι.
Πιο εστιασμένα και χωρίς να παραβλέπουμε το θέμα που πολλοί θέτουν ως το μοναδικό μειονέκτημα, αυτό της φθοράς της φυσικής ομορφιάς και της αισθητικής επιβάρυνσης του φυσικού τοπίου, για την ανάπτυξη φωτοβολταϊκών, ηλιοθερμικών ή αιολικών κατασκευών, απαιτείται η χρήση τεράστιων εκτάσεων γης οι οποίες λόγω των κινδύνων πυρκαγιάς «ερημοποιούνται» εξ ολοκλήρου.
Η ερημοποίηση εδαφών προχωρά και σε δευτερογενές στάδιο αρνητικών επιπτώσεων τη διάβρωσή τους και τη μείωση της παροχής του νερού που προέρχεται από κατακρημνίσματα στους υπόγειους υδροφόρους. Επομένως, προκαλείται μια μεταβολή των φυσικών συνθηκών η οποία συνοδεύεται και από μεταβολή της βιοποικιλότητας. Προχωρώντας σε μια μελλοντική ανασκόπηση, αφού πλέον είναι δεδομένη η καταστροφή και ο ρημαγμός του εδάφους, και θεωρώντας δεδομένη τη μικρή διάρκεια ζωής των φωτοβολταϊκών συστημάτων (20-25 χρόνια), θα βρεθούμε αντιμέτωποι με εκτάσεις γης ερημοποιημένες, και χωματερές σκουριασμένων και εγκαταλελειμμένων μεταλλικών κατασκευών, τα νεκροταφεία δηλαδή των νεκρών πια συστημάτων της πάλαι ποτέ «ήπιας μορφής ενέργειας». Για την αναδόμηση και επαναφορά της περιοχής θα χρειαστούν χρόνια.
Ας αναφερθούμε τώρα στη λειτουργία των ηλιοθερμικών πάρκων, και συγκεκριμένα σε αυτό στα «Φουρνιά». Για τη λειτουργία του θα απαιτείται ετησίως ποσότητα 50.000 κυβικών μέτρων νερού, η οποία θα αντλείται πιθανολογούμε από γειτονικές ιδιωτικές γεωτρήσεις. Εδώ οπωσδήποτε γεννάται εύλογα το ερώτημα: Είναι ικανός ο υδροφόρος ορίζοντας της περιοχής να ανταπεξέλθει στη συγκεκριμένη απαίτηση; Και αν ναι, πόσο θα επηρεαστεί απ’ όλο αυτό; Πώς θα επηρεάσει αυτή η υπέρ-άντληση την ήδη επιβαρυμένη υδρολογικά περιοχή;
Για τη μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας που θα παράγεται μελλοντικά στην επαρχία, απαιτείται η ανάπτυξη δικτύου, πυλώνων δηλαδή, που λόγω της υψηλής τάσης ρεύματος περιμετρικά τους δημιουργείται υψηλό ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. Πεδίο που σε ακτίνα 280 έως 300 μέτρων είναι υπεύθυνο για κακοήθειες και όχι μόνο, κάτι που δυστυχώς δεν αποτελεί κινδυνολογία καθώς είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο.
Όσον αφορά τέλος την αιολική ενέργεια, έπειτα από επιστημονικές μελέτες είναι αποδεδειγμένο ότι επηρεάζει το μικροκλίμα της περιοχής σε ακτίνα 1000 μέτρων από το σημείο τοποθέτησής τους, όταν δεν έχουν πραγματοποιηθεί οι κατάλληλες μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων (κάτι που μέχρι τώρα στην Ελλάδα δεν φαίνεται να τηρείται). Όλα αυτά ίσως ακούγονται πταίσματα μπροστά σε μεγαλύτερες και άμεσες περιβαλλοντικές καταστροφές, πταίσματα όμως ικανά να αλλοιώσουν την ισορροπία και να επιφέρουν μακροπρόθεσμες αλλαγές.
Τίθεται επομένως ζήτημα μέτρου και σύνεσης. «Ναι» στις ήπιες μορφές ενέργειας όσο όμως αυτές λειτουργούν ώστε να καλύπτουμε τις καθημερινές μας ανάγκες, οι οποίες καθορίζονται πρωτίστως από τις «αντοχές» της φύσης.
Επικεντρώνοντας στη δυσανάλογη τοποθέτηση μονάδων τροφοδοσίας ρεύματος στην Κρήτη, διαφαίνεται η επιρροή οικονομικών παραγόντων στη διαδικασία αυτή της κατανομής τους. Εννοούμε ότι στην περίπτωση ισοκατανομής, οι υπόλοιποι νομοί θα επιβαρύνονταν με κακόγουστα συρματοπλέγματα γύρω από ξεριζωμένες και εγκαταλειμμένες γεωργικές εκτάσεις, καθώς έτσι δεν διασφαλίζεται η πολυπόθητη τουριστική τους ανάπτυξη. Η δική μας περιοχή θα φέρει το βάρος του φορτίου της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ολόκληρου του νησιού και μόνο αυτό. Απορρίπτεται αυτομάτως κάθε δυνατότητα γεωργικής ανάπτυξης, τουριστικής προόδου (με την προϋπόθεση ότι αυτή δεν θα στηρίζεται κυρίως στην κατανάλωση, αφού οι συνέπειες της ρύπανσης μπορούν να γίνουν και σ’ αυτήν την περίπτωση εξίσου καταστρεπτικές). Συμπερασματικά, διαβλέπουμε την εναπόθεση αρμοδιοτήτων σε βάρος της επαρχίας Σητείας με ρόλο «χωματερής», κάτι που θα ενισχύει την ήδη πλεονεκτική θέση των υπόλοιπων νομών.
Falco Eleonora
http://candiaalternativa.wordpress.com/