Στην καταστολή δεν μασάμε (Εξώφυλλο #14)

Στις 11 Μάη, στην απεργιακή πορεία της Αθήνας, χιλιάδες διαδηλωτές βγήκαν για ακόμα μια φορά στους δρόμους. Το μπλοκ της συνέλευσης Αναρχικών για την Κοινωνική Αυτοδιεύθυνση βρέθηκε με την είσοδό του στην πλατεία Συντάγματος χωρίς κανένα μπλοκ να ακολουθεί, με διμοιρίες ΜΑΤ στα πλάγια και πίσω του. Πιο μπροστά κυκλωμένα δεξιά-αριστερά από τα ΜΑΤ προχωρούσαν μπλοκ από ταξικά σωματεία, λαϊκές συνελεύσεις γειτονιάς, το ΚΚΕ μ-λ και κάποιοι τροτσκιστές.

Σ’ εκείνο το σημείο, λίγο μετά το σύνταγμα, τα όρθια γουρούνια των ΜΑΤ επιτίθενται στο σώμα της πορείας με ανάποδα γκλομπ, χειροβομβίδες, δακρυγόνα, χημικά, βομβίδια διασποράς και διαθέσεις δολοφονικές. Περισσότεροι από 100 διαδηλωτές μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία. Έστειλαν έναν 30χρονο να χαροπαλεύει στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας, σε κωματώδη κατάσταση με πολύ σοβαρά τραύματα στο κεφάλι από χτυπήματα με γκλοπ. Μια νεαρή γυναίκα επίσης σοβαρά τραυματισμένη από πολλαπλά χτυπήματα στο κεφάλι. Δεκάδες άλλους τραυματισμένους με ανοιγμένα κεφάλια, σπασμένα δόντια και ανελέητο ξύλο. Πάρα πολλές συλλήψεις και αγριότητες με κλοτσιές στα πλευρά, το κεφάλι και πατήματα με τις αρβύλες στο στήθος. Ακολούθησαν αναζητήσεις και καταδίωξη τραυματιών μέσα στα νοσοκομεία από μπάτσους που έψαχναν ονόματα.

Κάποιοι μίλησαν για αποθράσυνση των μπάτσων, για προκλητική βία χωρίς καμία αφορμή κ.λπ. Κι όμως, το μόνο που έκαναν εκείνη τη μέρα οι υπάλληλοι της ελληνικής αστυνομίας ήταν να δικαιολογήσουν για μια ακόμα φορά τον μισθό τους, να επιβάλουν την τάξη και την ασφάλεια, χωρίς να υπολογίζουν κανένα κόστος. Η αστυνομία δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια εκτελεστική εξουσία, κι όσο περισσότερο απειλούνται τα αφεντικά της, τόσο περισσότερο λυσσάνε τα σκυλιά της. Όλοι όσοι είδαν τον θάνατο κατάφατσα ή δολοφονήθηκαν από ένστολους φονιάδες του κράτους μπορούν να βεβαιώσουν πως υπάρχουν κάποιοι «εργαζόμενοι» μέσα στην ελληνική αστυνομία που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να βάψουν τα χέρια τους με αίμα, αυτή είναι εξάλλου η δουλειά τους. Κι είναι το ίδιο κυνικοί με τους προϊσταμένους τους, που τους διατάζουν να σακατεύουν τον κόσμο. Και αντίστροφα, η πολιτική εξουσία είναι το ίδιο κυνική με τους ένστολους, όταν αναζητά τα μέσα υλοποίησης της πολιτικής της.

Όπως έχει ειπωθεί, ο νόμος δεν συνίσταται μόνο στην αφηρημένη διατύπωση καθολικών κανόνων, αλλά και στον μηχανισμό επιβολής του. Το μονοπώλιο της ωμής φυσικής βίας ή της απειλής της είναι η εγγύηση για την τήρηση του νόμου, ή πιο απλά ο μπάτσος εγγυάται σε τελευταία ανάλυση τη νομιμοποίηση της νομιμότητας. Η βίαια καταστολή μέσω των ΜΑΤ είναι θεμελιακής σημασίας για το σημερινό καθεστώς, είναι εγγυητής της «δημοκρατικής ομαλότητας», είναι εγγυητής του εξευτελισμού που βιώνει κάθε εργαζόμενος, κάθε άνεργος, κάθε αποκλεισμένος μέσα σ’ αυτό το σύστημα. Και παράλληλα λειτουργεί εκβιαστικά απέναντι σ’ όποιον σκέφτεται να σηκώσει κεφάλι ή αυτό τουλάχιστον θέλει να πετύχει, τον εκφοβισμό κάθε ανθρώπου που κατεβαίνει στον δρόμο και κατ’ επέκταση την υποταγή του, έχοντας βέβαια μια ιδιαίτερη προτίμηση στους κατεξοχήν ανυπάκουους. Γι’ αυτό ποινικοποιούνται μορφές αγώνα και αντίστασης, γι’ αυτό αγωνιστές και αγωνίστριες στοχοποιούνται, κυνηγιούνται, καταστέλλονται. Γι’ αυτό έχουν γεμίσει τα κελιά της δημοκρατίας με πολιτικούς κρατούμενους.

Επειδή όμως η βία, όπως είπε κάποιος, είναι νόμισμα δανεικό, το κράτος, τα αφεντικά και οι μπάτσοι δεν έχουν το μονοπώλιό της. Όταν αυτά τα νομίσματα με χαρακιές από εξευτελισμούς, οργή και αγανάκτηση, που μαζευτήκαν τόσα χρόνια παρακαταθήκη στις τσέπες όλων εκείνων που είχαν ανάγκη από αξιοπρέπεια και όχι βία, επιστραφούν συσσωρευμένα, όλοι αυτοί που γύριζαν το βλέμμα απ’ την άλλη και συνέχιζαν τον δρόμο τους, οι φιλήσυχοι, οι νοικοκυραίοι που κοιτάγαν τη δουλειά τους, οι «μεροκαματιάρηδες μπάτσοι» που έδερναν και δέρνουν για «να βγάλουν το ψωμί τους», οι πολιτικάντηδες, τα παπαγαλάκια τους με στολή δημοσιογράφου στην τηλεόραση και τις φυλλάδες, θα σπεύσουν για ακόμη μια φορά να καταδικάσουν τη βία που οι ίδιοι δημιούργησαν.