1
Η ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης έχει ταυτιστεί στη συλλογική μνήμη με τα ναζιστικά εγκλήματα κατά τη διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πόλεμου ή και κάποια χρόνια πριν απ’ αυτόν. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η «σύγχρονη καινοτόμα εφεύρεση» (όπως έχει χαρακτηριστεί), είναι αρκετά προγενέστερη. Η αποσιώπηση της πραγματικής ιστορίας των στρατοπέδων συγκέντρωσης και η πλήρης ταύτισή τους με το ναζισμό ή με μερικούς «τρελούς δικτάτορες», εντάσσεται σε μια ψυχολογικοποιημένη και μεταφυσική ανάγνωση της ιστορίας, που διχοτομεί τον ιστορικό χρόνο και εμφανίζει την κοινωνική πραγματικότητα όχι σαν υλική ταξική πάλη, αλλά σαν μια δυιστική μάχη του Καλού με το Κακό, του Φωτός με το Σκοτάδι. Το μοντέλο, όμως, των στρατοπέδων συγκέντρωσης είτε ως μέθοδος διαχείρισης της περισσευούμενης εργασιακής δύναμης, είτε ως μέθοδος εξόντωσης πολιτικών ή εθνοτικών αντιπάλων, είναι προγενέστερο του ναζιστικού και φασιστικού φαινομένου και συνδέεται άμεσα με τις επιδιώξεις εκμεταλλευτικών/ ταξικών συμφερόντων και όχι με τα καπρίτσια μερικών νοσηρών εγκεφάλων.
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ξεκίνησαν ήδη από το 1885 ως μέθοδος συσσώρευσης πλούτου από τον βασιλιά του Βελγίου και ιδρυτή του «Ελεύθερου Κράτους του Κονγκό» Λεοπόλδο Β. Η βάναυση εκμετάλλευση των ιθαγενών πληθυσμών με στόχο τη δημιουργία μιας ελεύθερης ζώνης εμπορίου, όπου θα αλώνιζαν επιχειρηματίες απ όλη την Ευρώπη, είχε σαν τελικό αποτέλεσμα μέχρι το 1908 να ακρωτηριαστούν χιλιάδες άνθρωποι επειδή δεν έφταναν τις νόρμες παραγωγής που έθεταν οι αποικιοκράτες και να χάσουν τη ζωή τους μέχρι και 10 εκ. άνθρωποι. Δυστυχώς, ο ιταλός αναρχικός Ρουμπινό στις 15 Νοεμβρίου του 1902 αστοχώντας στην απόπειρα εκτέλεσης του Λεοπόλδου, απέτυχε να απαλλάξει την ανθρωπότητα απ’ αυτό το κάθαρμα…
Το 1898, κατά τη διάρκεια του πολέμου των ΗΠΑ με την Ισπανία, οι αμερικάνοι προχώρησαν στη στρατιωτική κατάληψη των Φιλιππίνων, που βρίσκονταν υπό ισπανική κατοχή, και προχώρησαν σε μια βίαιη γενοκτονία που συμπυκνώνεται στα λόγια του στρατηγού JacobSmith προς τους στρατιώτες του: «Δεν θέλω αιχμαλώτους. Σας καλώ να σκοτώσετε και να κάψετε. Όσο περισσότερο σκοτώσετε και κάψετε, τόσο καλύτερα θα με ικανοποιήσετε». Κομμάτι της γενοκτονίας εναντίον των φιλιππινέζων ήταν και ο εγκλεισμός χιλιάδων άμαχων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου 200.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από πανδημία χολέρας και από τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης.
Ο όρος Concentration Camp ακούστηκε πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του δεύτερου “πόλεμου των μπόερς” (1899-1902), μέσα στα πλαίσια των ενδο-αποικιοκρατικών ανταγωνισμών για τον έλεγχο των σημαντικών πλουτοπαραγωγικών πηγών της Νότιας Αφρικής. Οι βρετανοί αποικιοκράτες ακολουθώντας την τακτική της «καμένης γης» εναντίον των απόγονων των πρώτων ολλανδών γερμανόφωνων αποίκων στη Νότια Αφρική, προχώρησαν στη συστηματική καταστροφή των καλλιεργειών, την πυρπόληση των σπιτιών, τη σφαγή των ζώων και τη δηλητηρίαση των υδάτινων πόρων των μπόερς. Με πρόσχημα τη διάσωση των γυναικών και των παιδιών, οι βρετανοί έκτισαν 45 προσφυγικά στρατόπεδα για να «φιλοξενήσουν» τους αιχμάλωτους μπόερς. Τελικά, πάνω από 26.000 άνθρωποι, στην πλειοψηφία τους γυναίκες και παιδιά έχασαν τη ζωή τους σ’ αυτά τα πρώτα «κέντρα φιλοξενίας». Η πολιτική της καμένης γης, φυσικά, επεκτάθηκε και στους αφρικανούς. Δεκάδες χιλιάδες νοτιοαφρικανοί που ζούσαν στις περιοχές των μπόερς σκοτώθηκαν σε 64 στρατόπεδα συγκέντρωσης, που δημιουργήθηκαν ειδικά γι αυτούς.
Οι υποστηριχτές των ηττημένων μπόερς βρήκαν άκρως ενδιαφέρουσα και αξιοποίησαν την «καινοτόμο ιδέα» των βρετανών. Κάπως έτσι, οι γερμανοί χρησιμοποίησαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (Konzentrationslager) στην προσπάθειά τους να αποικίσουν την ΝΔ Αφρική, εξοντώνοντας πάνω από 100.000 ανθρώπους από το 1904 ως το 1907, στην πρώτη γενοκτονία του αιώνα, σύμφωνα με τον ΟΗΕ.
Οι γερμανοί μετέφεραν την τεχνογνωσία τους και στους Οθωμανούς συμμάχους τους, ως αναπόσπαστο κομμάτι της ιμπεριαλιστικής τους διείσδυσης στην υπό κατάρρευση Αυτοκρατορία. Υπό την καθοδήγηση του συμβούλου του σουλτάνου Γερμανού αξιωματικού Λίμαν φον Σάντερς, δημιουργήθηκαν τα περίφημα Αμελέ Ταμπουρού (τάγματα καταναγκαστικής εργασίας), που χρησιμοποιήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολίας αρχικά από τους Οθωμανούς, αλλά αργότερα και από τους Νεότουρκους, ως μια μέθοδος εθνοκάθαρσης εναντίον κυρίως των εβραίων, των ελλήνων και των αρμενίων.
Στα χέρια των εθνικοσοσιαλιστών και των φασιστών στη Γερμανία η «καινοτόμος ιδέα» μετατράπηκε σε πραγματική επιστήμη βιομηχανικής κλίμακας εξόντωσης των εβραίων, των Ρομά, των ομοφυλόφιλων, των ανάπηρων, των κομμουνιστών, των αναρχικών κι άλλων κοινωνικών και πολιτικών αντιπάλων του ναζισμού. Σε πρώτη φάση, τα στρατόπεδα χρησιμοποιήθηκαν για την εξουδετέρωση των πολιτικών αντιπάλων του ναζισμού. Λίγες μόλις μέρες μετά την αναρρίχηση του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στην εξουσία, τον Φλεβάρη του 1933, η αστυνομία εισέβαλε στην έδρα του ΚΚ Γερμανίας, στο «Σπίτι του Καρλ Λίμπκνεχτ» και έθεσε το κόμμα εκτός νόμου. Μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, στις 28 Φλεβάρη, ο Χίτλερ εξέδωσε το Διάταγμα για την προστασία του Λαού και του Κράτους, εκμεταλλευόμενος την ήδη διαμορφωθείσα κατάσταση εξαίρεσης που είχε επιβάλει ο συντηρητικός πρόεδρος Χίντενμπουργκ στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ως «φρουρός του Συντάγματος». Με βάση το διάταγμα του Χίτλερ ξεκίνησε το κατασταλτικό πογκρόμ, αρχικά εναντίον των κομμουνιστών. Μέσα σε λίγες μέρες οι δυνάμεις καταστολής συνέλαβαν 20 χιλιάδες κομμουνιστές που τους διασκόρπισαν σε δεκάδες στρατόπεδα, ειδικά τμήματα στις κρατικές φυλακές, κέντρα κράτησης και σε διάσπαρτα «ιδιωτικά κέντρα ατομικών βασανιστηρίων», που έδρευαν σε υπόγεια ή εγκαταλειμμένα εργοστάσια.
Το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης που ίδρυσε η ναζιστική κυβέρνηση υπό τη δικαιοδοσία της Γκεστάπο, ήταν στην πόλη Νταχάου. Ο Χίμλερ το περιέγραψε ως «το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης για πολιτικούς κρατουμένους», ενώ δεν άργησαν να δημιουργηθούν νέα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Μέσα στα επόμενα χρόνια ξεπήδησε πλήθος παρόμοιων στρατοπέδων ως κορύφωση του πογκρόμ που εξαπολύθηκε εναντίον κυρίως των εβραίων, των Ρομά και των ομοφυλόφιλων.
Από το 1941 σαν μέρος της «Τελικής Λύσης» οι εθνικοσοσιαλιστές κατασκευάζουν σε κατεχόμενες χώρες στρατόπεδα εξόντωσης, όπως αυτά του Μπέλζεκ, του Σομπιμπόρ, της Τρεμπλίνκα και του Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Τρία εκατομμύρια περίπου εβραίοι δολοφονήθηκαν σε αυτά τα στρατόπεδα, κυρίως μετά την επιτάχυνση της «Τελικής Λύσης» με τη διάσκεψη της Βάνζεε στις 20 Γενάρη του 1942.
Πέρα, όμως, από την κυρίαρχη μυθολογία περί «εβραϊκής απάθειας», αναπτύχθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης πολλές στιγμές αγώνα ενάντια στη ναζιστική θηριωδία. Από το πλήθος των εξεγέρσεων και αποδράσεων, θα δούμε εδώ ενδεικτικά και εν συντομία την εξέγερση στο ναζιστικό στρατόπεδο εξόντωσης στο Σόμπιμπορ της Πολωνίας, στις 14 Οκτωβρίου του 1943.
Ηγέτες της εξέγερσης ήταν ο σοβιετικός αιχμάλωτος Αλεξάντρ Πετσέρσκι και ο πολωνοεβραίος Λεόν Φελντχέντλερ. Όλα ξεκίνησαν όταν ο υποδιοικητής Γιόχαν Νήμαν επισκέφθηκε το ραφείο για να δοκιμάσει τη νέα του στολή. Εκεί εκτελέστηκε με τσεκούρι από τον εβραίο ράφτη Γιεχούντα Λέρνερ. Ακολούθησε η εκτέλεση δέκα Γερμανών, οκτώ Ουκρανών και δύο μελών της Εθνοφουράς (Volksdeutsche), ενώ τραυματίστηκε σοβαρά ο υποδιοικητής Βέρνερ Ντουμπόις (WernerDubois). Το σχέδιο ήταν η ολοσχερής εξόντωση της φρουράς και η διαφυγή των κρατουμένων από την κεντρική πύλη. Μέλη της φρουράς του στρατοπέδου, όμως, αντιλήφθηκαν το σχέδιο απόδρασης. Στις συμπλοκές που ακολούθησαν οι περισσότεροι εξεγερμένοι σκοτώθηκαν από πυρά της φρουράς και από τις νάρκες του περιβάλλοντος ναρκοπεδίου. 360 κρατούμενοι κατάφεραν τελικά να διαφύγουν από το στρατόπεδο, αλλά μετά από εξοντωτικό κυνηγητό από τα SS οι περισσότεροι συνελλήφθησαν ξανά και μόνο 50 κατάφεραν να απελευθερωθούν. Μετά την εξέγερση ο Χίμλερ διέταξε το κλείσιμο του στρατοπέδου, την κατεδάφιση των κτισμάτων του και την δενδροφύτευση της περιοχής, ώστε να καλύψει τα ίχνη της σφαγής.
Βεβαίως, δεν ήταν μονάχα οι ναζί που χρησιμοποίησαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και οι σύμμαχοι του αντιφασιστικού μπλοκ χρησιμοποίησαν την «καινοτόμο ιδέα», με διαφορετικές βέβαια επιδιώξεις και σε διαφορετικό πλαίσιο. Στις ΗΠΑ, με αφορμή την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, με διάταγμα του προέδρου Ρούσβελτ στις 19 Φλεβάρη του 1942, ιδρύθηκαν στρατόπεδα συγκέντρωσης που “φιλοξένησαν” στα επόμενα χρόνια 120.000 ιάπωνες πολίτες των ΗΠΑ, με μοναδικό κριτήριο την εθνική τους καταγωγή. Ταυτόχρονα στην ΕΣΣΔ ακόμα λειτουργούσαν τα γνωστά Γκούλαγκ («Γενική Διεύθυνση Αναμορφωτικών Στρατοπέδων Εργασίας»), που ίδρυσαν από το 1919 οι μπολσεβίκοι. Τα γκούλαγκ, πέρα από «χώρος αναμόρφωσης» πραγματικών ή μη εχθρών του επαναστατικού καθεστώτος, χρησιμοποιήθηκαν και ως μοχλός για την εκβιομηχάνιση και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της ΕΣΣΔ. Έτσι, οι κρατούμενοι χρησιμοποιήθηκαν σε σκληρές εργασίες, όπως εξόρυξη χρυσού, ασημιού, χαλκού, πετρελαίου, ξυλείας και άνθρακα.
Φυσικά και η Ελλάδα δεν έμεινε έξω από το χορό. Δεκάδες στρατόπεδα συγκέντρωσης δημιουργήθηκαν για να αντιμετωπίσουν τον εσωτερικό εχθρό. Το πιο θρυλικό από αυτά ήταν η Μακρόνησος, το «αναρρωτήριο ψυχών», η «συνέχιση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού», η «εθνική κολυμβήθρα, η «νέα Εδέμ στα μάτια της ελληνικής Ιστορίας», ο «Νέος Παρθενών», κατά τους «πεφωτισμένους» πολιτικούς της ελληνικής Δεξιάς Κωνσταντίνο Τσάτσο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Ο τελευταίος έλεγε: «στο ξερονήσι αυτό εβλάστησε η Ελλάς ωραιοτέρα από κάθε φορά. Η ιστορία θα γράψει πως η στροφή της παγκοσμίου καταστάσεως εδώ άρχισε, στη Μακρόνησο» και: «Το φαινόμενον της Μακρονήσου είναι μοναδικόν εις τον κόσμον ολόκληρον. Πρόκειται περί θαυμαστού συνδυασμού της παιδείας με τον στρατόν. Οι εμπνευσθέντες οργανώσαντες και διαχειριζόμενοι με τόσον επιτυχίαν το έξοχον αυτό έργον είναι άξιοι ΒΑΘΕΙΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ».
Η λειτουργία του στρατοπέδου συγκέντρωσης στη Μακρόνησο ξεκίνησε με εισήγηση του Γενικού Επιτελείου Στρατού προς το υπουργείο Στρατιωτικών στις 19 Φεβρουαρίου 1947. Ο σκοπός της λειτουργίας του στρατοπέδου περιγράφονταν στο αρχικό εισηγητικό σημείωμα που εκδόθηκε την πρωταπριλιά του 1946: «Αποφασίζεται ο περιορισμός των αριστερών στρατευσίμων εις ορισμένα στρατόπεδα δια να υποστούν αποτοξίνωσιν. Όλες οι στρατιωτικές μονάδες δέον όπως εκκαθαρισθούν από αριστερίζοντες ή υπόπτους αριστερισμού». Μέχρι το 1958, οπότε κι έκλεισε το στρατόπεδο, χιλιάδες κομμουνιστές, αριστεροί, αλλά και απλοί δημοκρατικοί φαντάροι βασανίστηκαν σωματικά και ψυχολογικά ή εξοντώθηκαν βιολογικά, για τον ιερό σκοπό της «εθνικής αναβάπτισης». Το διήμερο 29 Φλεβάρη – 1 Μάρτη του 1948 συμπύκνωσε αυτήν την υπερδεκαετή βαρβαρότητα των νικητών του εμφύλιου ταξικού πολέμου, με το λυσσασμένο πογκρόμ και τη σφαγή 100 και πλέον φαντάρων. Η επίσημη εκδοχή, σύμφωνα με το στρατιωτικό ανακοινωθέν, ήταν: «Την 29ην Φεβρουαρίου άνδρες του Στρατοπέδου Μακρονήσου, εις το οποίο υπηρετούν οι επικίνδυνοι κομμουνισταί, κατά τη διάρκειαν της θρησκευτικής τελετής επετέθησαν κατά της φρουράς του Στρατοπέδου προς αφοπλισμόν της. Η τελευταία αμυνομένη έκαμε χρήσιν των όπλων και η τάξις απεκαταστάθη. Απώλειαι στασιαστών 17 νεκροί και 61 τραυματίαι. Εκ των ημετέρων τέσσερις τραυματίαι διά λιθοβολισμού. Οι τραυματίαι μεταφέρονται εις το Στρατιωτικόν Νοσοκομείον». Τότε, η δημοκρατική εφημερίδα Τα Νέα, έγραφαν: «Οι κομμουνισταί επροκάλεσαν ταραχάς εις την Μακρόνησον»…
Η επιστήμη και η τεχνική των σωματικών και ψυχοπνευματικών βασανιστηρίων, όμως, άγγιξε την τελειότητα σε ένα στρατόπεδο υπό την κατοχή του κέντρου της σύγχρονης παγκόσμιας δημοκρατίας. Στη ναυτική βάση των Η.Π.Α. στην Κούβα, το Γκουαντάναμο, σε έναν τόπο που παλιότερα προοριζόταν για στρατόπεδο συγκέντρωσης προσφύγων φορέων του AIDS, οι αμερικανοί με πρόσχημα την “αντι”τρομοκρατική σταυροφορία έχουν εγκαθιδρύσει ένα ειδικό καθεστώς για τους “εχθρικούς μαχητές”. Μέσω της στρατιωτικής διαταγής που εξέδωσε ο πρόεδρος Μπους στις 13 Νοεμβρίου του 2001, οι κρατούμενοι δεν καλύπτονται από τη συνθήκη της Γενεύης και το πολεμικό Δίκαιο, γι αυτό και δικάζονται (όταν δικάζονται) από στρατιωτικές επιτροπές, ενώ παραμένουν για αόριστο χρόνο φυλακισμένοι. Μια αόριστη κράτηση που ξεφεύγει από τα όρια της χρονικής απροσδιοριστίας και επεκτείνεται και στην έλλειψη στοιχειώδους κατηγορητηρίου, απογυμνώνοντας το άτομο από κάθε νομική υπόσταση, «δημιουργώντας μια οντότητα που δεν μπορεί ούτε να κατονομαστεί ούτε να κατηγοριοποιηθεί νομικά» (Αγκάμπεν). Όπως αποκαλύπτει ο επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βόρειου Ιλινόις MarkFalkoff, εν τέλλει: «μόνο το οκτώ τοις εκατό των κρατουμένων κατηγορείται ότι ήταν πολεμιστές της Αλ Κάιντα, μόνο το πέντε τοις εκατό συνελήφθη από δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών στα πεδία μάχης στο Αφγανιστάν, και συνολικά λιγότεροι από τους μισούς κατηγορήθηκαν για ενέργειες εχθρικές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Στο Γκουαντάναμο, γράφει ο Αγκάμπεν, η γυμνή ζωή αγγίζει τη μέγιστη απροσδιοριστία της. Οι κρατούμενοι έχουν εκπέσει πλέον από την ανθρώπινη κατάσταση, βρίσκονται στο μεταίχμιο ανθρώπου και ζώου: «Μετά από λίγο σταματήσαμε να διεκδικούμε ανθρώπινα δικαιώματα- θέλαμε τα δικαιώματα των ζώων. Το κλουβί μου βρισκόταν δίπλα σε ένα σκυλόσπιτο, όπου ζούσε ένα λυκόσκυλο. Ο σκύλος είχε ένα κλιματιζόμενο ξύλινο σπιτάκι, με γρασίδι για να τρέχει. Είπα στους φρουρούς: “Θέλω τα δικαιώματα που έχει ο σκύλος”. Μου απάντησαν: “Ο σκύλος είναι μέλος του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών”» (JamalAl-Harish, πρώην κρατούμενος στο Γκουαντάναμο). Οι βασανιστές έχουν απεριοριστη φαντασία, ανακαλύπτουν μια ευρεία γκάμα βασανιστηρίων, από την κλασική σωματική βία, μέχρι το υποχρεωτικό άκουσμα μέταλ μουσικής ή του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ. Ούτε μπροστά στον ίδιο το θάνατο δεν είναι ελεύθερος ο κρατούμενος, η διαρκής πανοπτική επιτήρηση του απαγορεύει να πάρει οποιαδήποτε πρωτοβουλία που θα φέρει δυσφορία στην κυβέρνηση, είναι υποχρεωμένος να πεθάνει μόνο όταν το αποφασίσουν οι δυνάστες του: «Είχαμε πετσέτες για παράδειγμα. Υπήρχε ένα παράθυρο, όπου κάποιοι αποπειράθηκαν να κρεμαστούν. Ή έβρισκαν κάτι μυτερό και προσπαθούσαν να κόψουν τις φλέβες τους. Έγιναν πολλές απόπειρες, αλλά οι φύλακες ήταν άγρυπνοι όλη την ώρα για να μη γίνει τίποτα τέτοιο. Άμα κανείς έκανε τίποτα, κατάφταναν αμέσως. Κάθε μέρα είχαμε κι από κάτι, αλλά κανείς δεν πέθανε» (Αμπντουσαλάμ Νταγέφ, για ένα διάστημα εκπρόσωπος των κρατουμένων στο Γκουαντάναμο).
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειώσουμε ότιη παράθεση των γεγονότων που γίνεται μέσα στο ημερολόγιο είναι σαφώς περιορισμένη και δειγματοληπτική. Όμως η ουσία παραμένει ίδια και συμπυκνώνεται στην προειδοποίηση του Πρίμο Λέβι: συνέβη, επομένως μπορεί να ξανασυμβεί. Και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των μεταναστών η βαρβαρότητα επαναλαμβάνεται…
2
Τα λεγόμενα «κέντρα κράτησης» (ή για τους πιο εθισμένους στην οργουελιανή νεογλώσσα «κέντρα φιλοξενίας»), υπάρχουν διάσπαρτα εδώ και κάποιες δεκαετίες σε μεταβατικές χώρες και χώρες-προορισμούς των ανθρώπων που προσπαθούν να αποφύγουν πολεμικές συγκρούσεις ή αναζητούν δουλειά και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για τους ίδιους και για τις οικογένειές τους. Η ύπαρξή τους είναι η υλική αποτύπωση της μαθηματικά υπολογισμένης διαχείρισης της εργατικής δύναμης. Είναι ακόμη ένα εργαλείο που, μαζί με την παρανομοποίηση της ύπαρξης, τις εκτελέσεις στα σύνορα, τους φράχτες, τις βυθίσεις σκαφών, τα βασανιστήρια στα τμήματα, συμβάλλουν στη ρύθμιση των μεταναστευτικών ροών, σύμφωνα με τις εκάστοτε ανάγκες του κεφαλαίου.
Η τεχνητή παρανομοποίηση των μεταναστών, ως κυρίαρχη στρατηγική του κεφαλαίου για τη ρύθμιση του μεταναστευτικού ζητήματος, έχει έναν σαφή στόχο: την υποτίμηση της αξίας της εργασιακής δύναμης ενός μεγάλου κομματιού της εργατικής τάξης (αλλά εμμέσως και της εργ. τάξης συνολικά), ώστε ένα τεράστιο μερίδιο της παραγωγικής διαδικασίας να διεξάγεται σε συνθήκες σύγχρονου εργασιακού κάτεργου. Η παρανομοποίηση στοχεύει ευθέως στην παραγωγή μιας ακραία υποτιμημένης κοινωνικής τάξης, ενός «περιθωρίου» που θα αποτελεί φθηνό εργατικό δυναμικό για το νόμιμο ή παράνομο κεφάλαιο (και όλες τις ενδεχόμενες μείξεις αυτών των δυο μορφών καπιταλιστικής συσσώρευσης). Επιπλέον, γύρω από την παρανομοποίηση περιστρέφεται μια δυναμικά αναπτυσσόμενη αγορά αλληλοεπικαλυπτόμενης λευκής ή μαύρης συσσώρευσης κεφαλαίου, που ξεκινά από το τράφικινγκ, το δουλεμπόριο,την εξαναγκαστική πορνεία, τη στελέχωση της μαφίας κλπ και καταλήγει στις καθ’ όλα νόμιμες δραστηριότητες ενός ευρύτατου πεδίου συνενοχής και δικτύου συνεργασίας, που αφορούν κυρίως νόμιμες εργασίες που εξαρτιούνται μερικά ή καθ’ ολοκληρίαν από τις παράνομες δραστηριότητες.
Με ή χωρίς κρίση, το κεφάλαιο (νόμιμο ή παράνομο) έχει ανάγκη την εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης(νόμιμης ή παράνομης) τόσο των μεταναστών όσο και των ντόπιων. Αυτό που αλλάζει και διαμορφώνει τις εκάστοτε συνθήκες νομιμότητας/παρανομίας είναι οι όροι κερδοφορίας του κεφαλαίου. Η γνωμοδότηση του νομικού συμβουλίου του ελληνικού κράτους το Φλεβάρη του 2014, σχετικά με την επ’ αόριστον κράτηση των μεταναστών μέσα στα στρατόπεδα, ακολουθεί σαφώς το παραπάνω στρατηγικό σχεδιασμό, καθώς ουσιαστικά ποινικοποιεί τη φτώχεια χαρακτηρίζοντας τους μετανάστες ως «επικίνδυνους για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια… γιατί στερούνται πόρων για τη διαβίωσή τους».
Ο μετανάστης, ως σύγχρονος δούλος στο εργασιακό κάτεργο της δύσης, δεν είναι πια πράγμα (res), αλλά Ιερός Άνθρωπος (homosacer): Το απόλυτο υποκείμενο στο οποίο η κρατική ή παρακρατική βία ασκείται με ατιμωρησία. Μπορεί να βρεθεί νεκρός σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, σε ένα βυθισμένο σαπιοκάραβο, στα χερσαία σύνορα, σε ένα σκοτεινό δρόμο της μητρόπολης χτυπημένος από σφαίρα μπάτσου ή μαχαίρι φασίστα. Μέσα στον διαρκή ταξικό πόλεμο χαμηλής έντασης, ο μετανάστης μετατρέπεται σε κατά παραχώρηση ύπαρξη.
Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μπροστά στη σύγχρονη βαρβαρότητα, οι μετανάστες ως υπάρξεις απογυμνωμένες που ζουν έξω από την επικράτεια του νόμου και των ίδιων των ιερών φετίχ του δυτικού πολιτισμού, βιώνουν την πλήρη από-προσωποίησή τους, την αποκόλληση από τον κόσμο και το σώμα τους. Όπως το συμπύκνωσε ένας έγκλειστος στο κέντρο κράτησης στη Γουμέρα της Αυστραλίας: «Έφτασα στην Αυστραλία και ήμουν ευτυχισμένος. Μετά βρέθηκα φυλακισμένος σε ένα στρατόπεδο. Ξέχασα το όνομά μου, τον εαυτό μου, με φώναζαν νούμερο 813…».
Η βία αυτή, όμως, δε μένει αναπάντητη. Από τη Woomera μέχρι τη Λαμπεντούζα και από την Αμυγδαλέζα μέχρι την Κομοτηνή οι μετανάστες και οι πρόσφυγες αναπτύσσουν αντιστάσεις και ορθώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μπροστά στη σύγχρονη βαρβαρότητα. Οι απεργίες πείνας, οι συνεχείς εξεγέρσεις που σχεδόν πάντα συνοδεύονται από καταστροφές υποδομών ή ολόκληρων στρατοπέδων συγκέντρωσης, δεν είναι απλά πυροτεχνήματα που χάνονται στην κανονικότητα μιας κοινωνικής ειρήνης. Η συχνότητά και η σφοδρότητα με την οποία συμβαίνουν αφενός διαψεύδουν ηχηρά την εικόνα του «καημένου μετανάστη» και αφετέρου δημιουργούν προυποθέσεις σύνδεσης της καταστροφής των στρατοπέδων συγκέντρωσης με το συνολικότερο αγώνα για την καταστροφή του κράτους και του κεφαλαίου.
ταμείο αλληλεγγύης για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης