Συνηθίσαμε πια…

Συνηθίσαμε πια να πιστεύουμε ότι τα πράγματα συμβαίνουν έτσι από μόνα τους.

Συνηθίσαμε πια την άνιση οργάνωση του κόσμου που εξευτελίζει την ανθρώπινη ζωή και ανήκει στην αιώνια τάξη των ισχυρών.

Συνηθίσαμε πια ότι η αδικία είναι ένα πεπρωμένο που είμαστε υποχρεωμένοι ή να το δεχτούμε ή να το αποδεχτούμε.

Συνηθίσαμε πια να ακούμε τους ισχυρούς του πλανήτη να μας λένε ότι η αδικία είναι φυσικός νόμος.

Συνηθίσαμε πια να πιστεύουμε ότι οι κατώτεροι οφείλουν αιώνια υπακοή στους ανώτερούς τους, οι γυναίκες οφείλουν απόλυτη υπακοή στους άνδρες, οι γεννημένοι κατώτεροι γεννήθηκαν για να υπηρετούν τους γεννημένους ανώτερους.

Συνηθίσαμε πια να σκύβουμε το κεφάλι στις διαταγές των αφεντικών αποδεχόμενοι να δουλεύουμε όποτε αυτά θέλουν, με ό,τι αντίτιμο αυτά θέλουν, να μας πετάνε στον δρόμο όποτε αυτά θέλουν, χωρίς να διαμαρτυρόμαστε, να αντιστεκόμαστε, να έχουμε αντιρρήσεις, να θέλουμε μόνο ό,τι αυτά θέλουν.

Συνηθίσαμε πια να θεωρούμε ότι οι φτωχοί είναι φτωχοί επειδή έτσι το θέλησε η μοίρα τους, ότι είναι ανίκανοι να είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι, γιατί είναι γεννημένοι να χάνουν, και αποκλειστικά υπεύθυνοι για τη κατάστασή τους.

Συνηθίσαμε πια να πιστεύουμε ότι η διάσωση του περιβάλλοντος μπορεί να προέλθει μόνο από τις πολυεθνικές εταιρίες μέσω των εμπορικών επενδύσεών τους που καταληστεύουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της γης, την εμπορική εκμετάλλευση του νερού, του αέρα, της τροφής, και όποιος δεν έχει να τα αγοράσει να αντιμετωπίζεται ως στατιστικό περισσευούμενο πλεόνασμα που πρέπει να οδηγηθεί στην οργανική ανακύκλωση παραγωγής εδαφικού λιπάσματος.

Συνηθίσαμε πια να ζούμε συνεχώς με αυταπάτες ότι κάθε νόμος είναι σωστός επειδή είναι απλά και μόνο νόμος.

Συνηθίσαμε πια το κράτος της πανοπτικής επιτήρησης να μας ζητά υποχρεωτικά να γίνουμε οι ρουφιάνοι του, καρφώνοντας όποιον αντιστέκεται και πολεμά την εξαθλίωση που μας επιβάλλει.

Συνηθίσαμε πια να βλέπουμε χωρίς να μιλάμε τα σκυλιά της δημοκρατίας τους, να ξεσκίζουν τις σάρκες και τις ψυχές όσων αγωνίζονται, να στοιβάζουν ανθρώπινα κορμιά στις φυλακές-αποθήκες της, να εξοντώνουν κάθε απόπειρα αντίστασης μέσα από νόμους, βασανιστήρια και διαφόρων ειδών κρατικούς δολοφόνους, δικαστές και αστυνόμους.

Συνηθίσαμε πια να ασφυκτιούμε από τα χρέη και τα δάνεια ώστε να μην χάσουμε το αυτοκίνητό μας, το εξοχικό μας, το κινητό μας, τις διακοπές σε “in” μέρη, τα αντικείμενά μας, όλα αυτά που θεωρούμε ότι αν δεν τα έχουμε ή δεν τα κάνουμε δεν υπάρχουμε.

Συνηθίσαμε πια να μας προστάζουν μέσα από τη διαφήμιση να καταναλώνουμε ό,τι δεν έχουμε τη δυνατότητα να αποκτήσουμε, γιατί αυτό είναι το «πραγματικό νόημα της ζωής».

Συνηθίσαμε πια να μας έχουν δεμένους με μία αλυσίδα που η άκρη της καταλήγει στο πόδι του τραπεζιού της τηλεόρασης, και να αποδεχόμαστε ότι είναι φυσικότατο να ζούμε μια ζωή φυλακισμένοι σε τέσσερις τοίχους, με μοναδικό παράθυρο την οθόνη της, υποχρεωμένοι μόνο να ακούμε ένα κουτί που έχει μόνο φωνή και καθόλου αυτιά.

Συνηθίσαμε πια την τρομοκρατία της μιντιακής κυριαρχίας, η οποία διατάζει ότι ο μόνος τρόπος για να «σωθεί η χώρα» είναι η πλήρης και πειθαρχημένη ανέχεια των κατώτερων τάξεών της.

Συνηθίσαμε πια τις αυτοκτονίες συνανθρώπων μας που προτιμούν την έξοδο από τη ζωή παρά τον αργό θάνατο της ανέχειας.

Συνηθίσαμε πια τις διαπομπεύσεις εξαθλιωμένων τοξικομανών-ιερόδουλων ,από τους μιντιακούς διαύλους που πουλάνε σε «καθωσπρέπει πολίτες-θύματα» το ζωντανο-νεκρό σώμα τους για λίγο ψεύτικο όνειρο σε ενέσιμη μορφή.

Συνηθίσαμε πια να ακούμε την αυτοκρατορία του χρήματος να διακηρύσσει ότι η καταδυνάστευση και η κατοχή μιας αδύναμης χώρας, και η μαζική δολοφονία του λαού της από μια άλλη δυνατή, είναι «ανθρώπινη αρετή», «αποκατάσταση της ελευθερίας», «διάσωση της δημοκρατίας», αλλά όταν ένας πεινασμένος κακομοίρης πρόσφυγας –που αυτή δημιούργησε– ψάχνει για λίγο φαγητό, και αναγκάζεται να κλέψει, είναι ένα κτήνος που δεν σέβεται την ανθρώπινη ζωή και τον τόπο που τον «φιλοξενεί».

Συνηθίσαμε πια να θεωρούμε ηθικό και δίκαιο ότι οι χώρες που «διαφυλάττουν την παγκόσμια ειρήνη» είναι μόνο αυτές που κατασκευάζουν και πουλούν τα περισσότερα όπλα, εισβάλλουν σε άλλες χώρες κατακρεουργώντας τον φτωχό πληθυσμό τους.

Συνηθίσαμε πια ως μοναδικό δεδομένο ότι η αιτία του ρατσισμού και της φαλλοκρατίας είναι η γενετική κληρονομιά, και ότι δεν ευθύνεται η ιστορία που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα οι φτωχοί, αλλά η βιολογία.

Συνηθίσαμε πια να πιστεύουμε ότι οι καραβιές των προσφύγων, των κυνηγημένων, των πεινασμένων μεταναστών από την Αφρική και την Ασία έχουν στη φύση τους τη βία, το έγκλημα, το κακό, που είναι ενταγμένα βιολογικά στο αίμα τους και τη θρησκευτική τους πίστη.

Συνηθίσαμε πια να είμαστε σίγουροι ότι οι φτωχοί κουβαλάνε το πεπρωμένο τους μέσα στο αίμα τους, γιατί όταν τα χρωμοσώματα της κατωτερότητας αναμειγνύονται με τον κακό σπόρο του εγκλήματος έχουμε τη τηλεοπτική «διαπίστωση» ότι όσο πιο σκούρο δέρμα έχει ένας φτωχός τόσο πιο επικίνδυνος βάρβαρος και απάνθρωπος είναι.

Συνηθίσαμε πια να θεωρούμε σωστό ότι οι έμποροι των εθνών, οι πολιτικοί, οι τραπεζίτες, οι κυρίαρχοι γης, νερού και αέρα, που ζουν στις ισχυρές χώρες, έχουν το δικαίωμα να επιβάλουν στις υπόλοιπες χώρες στρατιωτικές ή κοινοβουλευτικές δικτατορίες, και κυβερνήσεις ανδρείκελα. Ότι μπορούν να τους υπαγορεύουν την οικονομική και κάθε άλλη πολιτική τους, να τις διατάζουν να αποδέχονται χωρίς αντιρρήσεις καταστροφικές συναλλαγές και τοκογλυφικά δάνεια, τρόπους διαβίωσης του ανθρώπινου υποκειμένου τους, πότε θα αναπνέει και πότε πρέπει να πεθάνει.

Συνηθίσαμε πια να υποτιμάμε τη ζωή, και να μας απαγορεύουν να θυμόμαστε.

Συνηθίσαμε πια η μοναδική μας μνήμη να είναι αποκλειστικά η μνήμη της εξουσίας των λίγων. Αυτή που μας κάνει να μην θυμόμαστε ότι ο πλούτος των λίγων ευθύνεται για τη φτώχεια των πολλών. Αυτή που μας λέει ότι αυτό το αταίριαστο ζευγάρι συζεί αρμονικά από τα βάθη των αιώνων, και ότι ήταν πάντα έτσι γιατί «αυτό είναι το θέλημα του Θεού».

Συνηθίσαμε πια να ξεχνάμε ότι οι επιχειρήσεις με τα μεγαλύτερα κέρδη στον πλανήτη είναι εκείνες που δολοφονούν τον περισσότερο κόσμο στον πλανήτη, αποφασίζουν για την τύχη του, και έχουν τα μεγαλύτερα οφέλη από την εξολόθρευσή του.

Συνηθίσαμε πια να πιστεύουμε ότι η «ελεύθερη αγορά» είναι η μοναδική πηγή ευημερίας, η μοναδική εγγύηση της δημοκρατίας, και να ξεχνάμε ότι όπου σηκώθηκε η σημαία του «ελεύθερου εμπορίου», αυτή υποχρέωνε τους υπηκόους να παράγουν και να καταναλώνουν μόνο τα δικά του εμπορεύματα, να υποτάσσονται στους δικούς του νόμους. Στο «όνομα της ελευθερίας» του, που αναπόφευκτα περνά από τη σκλαβιά των υπηρετών του.

Συνηθίσαμε πια να ονομάζουμε «αναπτυσσόμενες» τις φτωχές χώρες που τις έχει συνθλίψει η ξένη ανάπτυξη των ισχυρών χωρών και οι πολυεθνικές εταιρίες. Αυτές που μονοπωλούν και καταληστεύουν τον πλούτο των «υπό ανάπτυξη», την επιστημονική γνώση, την τροφή, την τεχνολογία, πουλώντας τους πανάκριβα μολυσμένη μεταλλαγμένη τροφή, πολιτισμό του απόλυτου κενού της σκέψης, πανάκριβα οπλικά συστήματα που θα τις «προστατεύσουν» από ανύπαρκτους εχθρούς.

Συνηθίσαμε πια να πιστεύουμε ότι η ανάθεση συνολικά της ζωής μας, στα χέρια των επαγγελματιών της πολιτικής και των κομματικών «ειδικών» ψηφίζοντας τους, είναι το μοναδικό μοντέλο που διαφυλάττει την κοινωνική ευμάρεια και ειρήνη.

Συνηθίσαμε πια να θεωρούμε τους εαυτούς μας ανώριμους και ανήμπορους να συνδιαχειριζόμαστε ισότιμα και συλλογικά τη ζωή μας.

Συνηθίσαμε πια να πιστεύουμε ότι είναι αδιανόητος ένας κόσμος χωρίς οι λίγοι να κανοναρχούν και να εξουσιάζουν τους πολλούς.

Συνηθίσαμε πια να μας λένε «πήδηξε τώρα» και να απαντούμε «πόσο ψηλά;»

Συνηθίσαμε πια να μας ρωτούν «τι ώρα είναι;» και να απαντούμε «ό,τι ώρα διατάξετε».

Συνηθίσαμε πια να συνηθίζουμε σε κάθε απαίτηση που μας υποχρεώνουν να συνηθίσουμε.

Δεν συνηθίσαμε ποτέ να θυμόμαστε ότι αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας.

Ευάγριος Αληθινός