«Για αιώνες, βασιλιάδες, άρχοντες, εκκλησίες, ηγέτες φέρονταν στους ανθρώπους σαν να είναι ένα άθλιο ελεεινό κοπάδι που πρέπει να κουρευτεί και να θανατωθεί. Και για αιώνες, οι απόκληροι −χάρη στον απατηλό αντικατοπτρισμό του παραδείσου και της τρομακτικής εικόνας της κόλασης− ήταν πειθήνιοι και ζούσαν στη φτώχεια και τη σκλαβιά. Είναι καιρός αυτό το απεχθές ανοσιούργημα, αυτή η άθλια απάτη να λάβει τέλος! Σήκω, ω άνθρωπε! Υψώσου! Και όρθιος με μια επαναστατική κραυγή αγανάκτησης κήρυξε έναν ανειρήνευτο πόλεμο ενάντια στον θεό, του οποίου ο θλιβερός σεβασμός σού επιβλήθηκε για τόσα πολλά χρόνια. Ελευθερώσου από τον φαντασιακό τύραννο και πέταξε τον ζυγό των αυτόκλητων αντιπροσώπων του στη Γη».
~Σεμπάστιαν Φορ
Οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης
Η υπόθεση των «Αθεϊκών» ξεκινά με αφορμή μια αντιδικία μεταξύ της φιλολόγου Πηνελόπης Χριστάκου και του μητροπολίτη Δημητριάδος, Γερμανoύ Μαυρομάτη, ύστερα από αιφνιδιαστική επίσκεψή του στο παρθεναγωγείο Βόλου στις 10 Φλεβάρη το 1911. Η συγκεκριμένη καθηγήτρια, ύστερα από ερωτήσεις και παρατηρήσεις που της υπέβαλε ο μητροπολίτης, αρνήθηκε να του φιλήσει το χέρι. Η στάση της προκάλεσε την οργή του, και εκείνος αποφάνθηκε ότι η διδασκαλία του θρησκευτικού μαθήματος στο σχολείο, αλλά και εν γένει η συμπεριφορά του προσωπικού απέναντι στην εκκλησία δεν ήταν η πρέπουσα.
Μετά από το επεισόδιο, ο Βόλος είναι ανάστατος. Τόσο η δημαγωγική αρθρογραφία από τον δημοσιογράφο Κούρτοβικ στην εφημερίδα «Κήρυξ», όσο και η ασυγκράτητη δημοκοπία του μητροπολίτη και των οπαδών του, φανάτισαν το πλήθος και δημιούργησαν σκοταδιστικές αντιδράσεις που ονομάστηκαν, και όχι άδικα, από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας ως «Διωγμός». Όλα αυτά τα γεγονότα, δηλαδή τα αίτια, η αφορμή, οι διαδικασίες και οι δικαστικές περιπέτειες των δημιουργών του Σχολείου (και των στελεχών του Εργατικού Κέντρου Βόλου), καθώς και οι συνέπειες που τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν, ονομάστηκαν «Αθεϊκά», όπως αντίστοιχα ονομάστηκε η περίοδος από τη διακοπή της λειτουργίας του Παρθεναγωγείου έως και τη δίκη του Ναυπλίου.
Πηνελόπη Χριστάκου (1878-1951)
Γεννήθηκε στην Καλαμάτα. Διευθύντρια του Ανώτερου Παρθεναγωγείου Θεσσαλονίκης, και παράλληλα επιθεωρήτρια των Δημοτικών Σχολείων Θηλέων και Μικτών. Πρωτοστάτησε στην εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στα σχολεία, και τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών από μετάφραση, ενώ συνήθιζε να πηγαίνει περίπατους τις μαθήτριες, πράγμα αδιανόητο για την εποχή εκείνη. Δραστηριοποιήθηκε στον Σοσιαλιστικό Όμιλο Γυναικών (1919), στον Εκπαιδευτικό Όμιλο και στην ίδρυση του νεοσύστατου τότε φεμινιστικού κινήματος. Αφιέρωσε όλη της τη ζωή στο εκπαιδευτικό έργο και οραματιζόταν ένα σύστημα που θα απελευθερώνει τους μαθητές και θα τους κάνει συμμέτοχους και όχι απλούς δέκτες της γνώσης.
Γερμανός Μαυρομάτης (1859-1944)
Μητροπολίτης Δημητριάδος. Γεννήθηκε στα Ψαρά και αποφοίτησε από το γυμνάσιο της Χίου. Υπήρξε διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, χειροτονήθηκε διάκονος στην Αθήνα, διηύθυνε τα πατριαρχικά γραφεία Αλεξάνδρειας, και εργάστηκε ως ιεροκήρυκας. Εναντιώθηκε με όλες του τις δυνάμεις στη λειτουργία του Παρθεναγωγείου και εξέφρασε τη μαχητική συντηρητική μερίδα της τοπικής κοινωνίας. Λίγα χρόνια πριν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου τάχθηκε με το μέρος των παλαιοημερολογιτών και παύθηκε από τη θέση του.
Αλέξανδρος Δελμούζος (1880-1956)
Γεννήθηκε στην Άμφισσα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία. Διετέλεσε διευθυντής του Μαρασλείου και καθηγητής στην έδρα της Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Υπήρξε επόπτης Δημοτικής Εκπαίδευσης στο υπ. Παιδείας και από τους ιδρυτές/πρόεδρος του Εκπαιδευτικού Ομίλου το 1910. Οι μέθοδοι διδασκαλίας του και οι ριζοσπαστικές και φιλελεύθερες ιδέες του προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις. Πρωτοπόρος των φιλελεύθερων εκπαιδευτικών αντιλήψεων και του δημοτικισμού.
Κούρτοβικ Δημοσθένης (1870-1929)
Δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Κήρυξ» του Βόλου, γεννημένος στην Αθήνα. Διευθυντής των εφημερίδων «Αγών» το 1901, και «Λαός» το 1907. Πολύ καλή δημοσιογραφική πένα με έντονο λαϊκισμό, κιτρινισμό και συντηρητισμό. Προσπάθησε να υπερασπιστεί τα «ιερά και τα όσια» της θρησκείας και της γλώσσας. Πρωτοστάτησε στις αντιδράσεις κατά της λειτουργίας του Παρθεναγωγείου και κατά του Δελμούζου. Η επιχειρηματολογία του αναφερόταν στον «μαλλιαρισμό» και στη «διαίρεση της πόλεως εις αριστοκράτες και πληβείους», ενώ συγχρόνως τόνιζε το νεαρόν της ηλικίας του Δελμούζου, και επομένως το «ακατάλληλον» για μια τόσο ευαίσθητη θέση όπως αυτή του διευθυντή του σχολείου.
Ζάχος Κωνσταντίνος (1881-1966)
Δικηγόρος, γεννημένος στο Βόλο. Διευθυντής της ιστορικής εφημερίδας «Εργάτης» του Βόλου (1907), στις στήλες του οποίου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό μαρξιστικό κείμενο, το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» των Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Πρόεδρος στην πρώτη αμιγώς εργατική δευτεροβάθμια οργάνωση «Η Αδελφότης». Ήταν κατηγορούμενος μαζί με τον Δελμούζο στη δίκη του Ναυπλίου, και, παρά την αθωωτική απόφαση το 1914, έφυγε από τον Βόλο και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Σαράτσης Δημήτρης (1871-1951)
Γιατρός και πολιτικός, γεννημένος στον Άνω Βόλο. Διετέλεσε διευθυντής του Πολιτικού Νοσοκομείου (1895-99) και του νοσοκομείου του Ερυθρού Σταυρού. Υπήρξε ιδρυτής κοινωνικών και μορφωτικών σωματείων και ένας εκ των ιδρυτών του Εκπαιδευτικού Ομίλου. Πρωταγωνίστησε στην ίδρυση του Εργατικού Κέντρο Βόλου. Το 1923 εξελέγη βουλευτής και το 1932 διετέλεσε υπουργός Υγιεινής στην κυβέρνηση Παπαναστασίου. Έγραψε τα «Μαθήματα υγιεινής», «Δέκα υγειονομικά προβλήματα», «Ήλιος-αέρας-νερό» κ.ά..
Το Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο Βόλου, ιδρύεται μετά από εισήγηση του Σαράτση, ο οποίος πρότεινε να γίνει διευθυντής ο Δελμούζος. Η λειτουργία και το ρηξικέλευθο παιδαγωγικό πρόγραμμα που εφάρμοσε ο Δελμούζος στο Σχολείο του Βόλου από το 1908, προκάλεσαν μια σειρά από αντιδράσεις στην κοινωνική ζωή του Βόλου, και επέφεραν την απότομη διακοπή της λειτουργίας του Σχολείου τον Μάρτιο του 1911 (λίγο αργότερα δηλαδή από το περιστατικό με την καθηγήτρια και τον μητροπολίτη). Η διακοπή αυτή σήμανε την έναρξη μιας άλλης σειράς διαδικασιών εναντίον των πρωτεργατών του Σχολείου, που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για σωρεία παραβάσεων κατά της επίσημης θρησκείας, της γλώσσας και της δημόσιας τάξης. Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν την επέμβαση των δικαστικών αρχών, και έπειτα από ποικίλες διαδικασίες η υπόθεση κατέληξε να εκδικαστεί ενώπιον του Εφετείου Ναυπλίου τον Απρίλιο του 1914.
Πρώτη φάση του διωγμού:
Η σύγκλιση του δημοτικού συμβουλίου κάτω από την πίεση των γεγονότων αυτών αποφασίζει τη διακοπή και το κλείσιμο του σχολείου κατά πλειοψηφία. Ο Δελμούζος και ο Σαράτσης προσπαθούν με δημοσιεύματα στην εφημερίδα «Θεσσαλία» να ανατρέψουν τις εντυπώσεις και όλο το αρνητικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί. Πρώτος ο εισαγγελέας Βόλου, Γουλ. Τόμαν, ανέλαβε την ποινική δίωξη των πρωτεργατών του Παρθεναγωγείου, ενεργώντας ως ανακριτής από τα μέσα Μαρτίου ως τα τέλη Ιουνίου 1911.
Ο κύκλος ανακρίσεων από τον Τόμαν συμπεριέλαβε τις καταθέσεις πλήθους κατοίκων της περιφέρειας, που αναφέρονταν εναντίον προσώπων άσχετων προς τη λειτουργία του σχολείου, αλλά και εναντίον των στελεχών του δραστήριου Εργατικού Κέντρου Βόλου. Το κέντρο είχε πλούσια δράση από την ίδρυσή του τον Δεκέμβριο του 1908: έκδοση της εφημερίδας «Εργάτης», απεργιακοί και πολιτικοί αγώνες, πολιτιστική οργάνωση των εργατών, χωρίς να αποκρύπτεται η σοσιαλιστική του ιδεολογία. Εκεί γίνονταν σύμφωνα με τις πληροφορίες του «Κήρυκος», όπως επαναλάμβαναν πολλοί από τους καταθέτοντες, αντιθρησκευτική και αντεθνική προπαγάνδα και διδασκαλία.
Με τη μέθοδο αυτή η διατύπωση της κατηγορίας επεκτάθηκε στην «από κοινού σύστασιν προς τέλεσιν των αξιοποίνων πράξεων», ενώ στην πραγματικότητα τα μόνα κοινά σημεία στη δράση του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου και του Εργατικού Κέντρου υπήρξαν η χρησιμοποίηση της δημοτικής γλώσσας και η συμμετοχή των Σαράτση και Δελμούζου σε διαλέξεις του σωματείου.
Οι ανακρίσεις του Τόμαν κατέληξαν στην απόδοση ενοχής εναντίον τριών ομάδων προσώπων: α) καθηγητών του σχολείου, β) στελεχών του Εργατικού Κέντρου και γ) προσώπων που σύμφωνα με τις καταθέσεις μαρτύρων είχαν διαπράξει παρόμοιες αξιόμεμπτες πράξεις κατά το διάστημα 1908-1911. Στην τελευταία περίπτωση ανήκε και ο ποιητής, τότε σχολάρχης στην Αργαλαστή του Πηλίου, Κώστας Βάρναλης. Μεταξύ των ενεχόμενων ήταν δύο δικηγόροι που απολάμβαναν ειδικής δωσιδικίας. Το γεγονός αυτό, παρά τον όγκο της σχηματισμένης δικογραφίας, υποχρέωσε το Πρωτοδικείο Βόλου να κηρύξει εαυτό αναρμόδιο (!) και να παραπέμψει την υπόθεση στη δικαιοδοσία του Εφετείου Λάρισας. Από τον Ιούλιο του 1911 λοιπόν ανέλαβε νέο κύκλο ανακρίσεων για την ίδια υπόθεση ο εφέτης του Εφετείου Λάρισας, Τιμ. Αμπελάς.
Δεύτερος κύκλος δικαστικού διωγμού
Ο Αμπελάς, συνεχίζοντας το έργο και τη νοοτροπία του προκατόχου του, δέχτηκε τις καταθέσεις των ίδιων μαρτύρων και τις απολογίες των ενεχόμενων, προς τους οποίους κοινοποίησε το επίσημο κατηγορητήριο. Επίσης επέκτεινε την έρευνα και στους κύκλους στελεχών του Εργατικού Κέντρου Λάρισας. Ο αριθμός των κατηγορούμενων αυξάνεται από 20 αρχικά στον Βόλο, σε 23. Οι κατηγορούμενοι από τη Λάρισα είναι ο Ιωάννης Ασπιώτης, σοσιαλιστής, δικηγόρος και νομικός σύμβουλος του εργατικού κέντρου, ο Αστέριος Φλώρος, γραμματέας του κέντρου, και ο φοιτητής Δημοσθένης Μπιτσάνης, μέλος. Ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι στην περίοδο αυτή πολλά μέλη του εργατικού κέντρου θα αποχωρήσουν. Έτσι απέμειναν οι τρεις κατηγορούμενοι που αναφέραμε. Ο Παναγιώτης Καθέκλας, πρόεδρος του σωματείου τεχνοεργατών, καταγγέλλει στην αστυνομία και τους δικαστές ότι στο εργατικό κέντρο διδάσκεται η αναρχία, ο μαλλιαρισμός (δηλαδή δημοτικιστές) και η αθεΐα. Ο εισαγγελέας λοιπόν βασίζεται σε τέτοιου είδους καταγγελίες με αποτέλεσμα σύμφωνα με βούλευμα (στις 16 Ιανουαρίου του 1912) να παραπεμφθούν στη δίκη οι κατηγορούμενοι με τις κατηγορίες «περί εξυβρίσεων εν γένει και περί τύπου». Με το ίδιο βούλευμα προστίθεται η κατηγορία για παραβιάσεις του ποινικού κώδικα «βλάβης των ηθών και παρακώλυση προσευχής». Από ‘κει και πέρα ξεκινά μια ατέρμονη δικαστική διαδικασία ανακρίσεων, εφετείων, με κινήσεις τόσο από τη μεριά των κατηγορούμενων (πχ εναντίον του ανακριτή Αμπελά), και φυσικά από την πλευρά του κράτους.
Δίκη Ναυπλίου 16 -28 Απριλίου 1914
Σύμφωνα με το παραπεμπτικό βούλευμα του Αρείου Πάγου, το κατηγορητήριο είχε συμπτυχθεί πλέον σε δύο άρθρα. Η εκφώνησή του από τον εισαγγελέα είχε ως εξής:
«Κατηγορώ τους (…) ότι από κοινού συμφέροντος κινούμενοι απεφάσισαν την εκτέλεσιν των επομένων πράξεων και ένεκα ταύτης συνομολογήσαντες προς αλλήλους αμοιβαίαν συνδρομήν».
»Κατά διαφόρους εποχάς από του Σεπτεμβρίου 1908 μέχρι τέλους Μαρτίου του 1911 εν Βόλω, Λαρίση και ιδίως εν τω Εργατικό Κέντρω και τω Ανωτέρω Παρθεναγωγείω Βόλου, προσεπάθησαν δια ζώσης, δια διδασκαλίας και δι’ εντύπων φυλλαδίων να ελκύσωσι προσηλύτους εις λεγόμενα θρησκευτικά δόγματα, τουτέστι την αθεΐαν, με τα οποία ενεργούμενα είναι ασυμβίβαστος η διατήρησις της πολιτικής τάξεως, διδάσκοντες ότι δεν υπάρχει θεός, ότι η θρησκεία αποτελεί την άρνησιν της σκέψεως, ότι προ παντός πρέπει να εκριζωθή η ρίζα του κακού η θρησκεία, ότι ο άνθρωπος εδημιουργήθη υπό πιθήκων, ότι ο θεός είναι ένα αγγούρι, ότι η πατρίς είνε πόρνη και στρίγγλα μητριά και η θρησκεία μαστρωπός, και τον σκοπόν των εν μέρει κατώρθωσαν προσελκύσαντες εις τας δοξασίας ταύτας πολλούς, ήτοι τον Διονύσιον Σκούταρην, Απόστολον Καρασεϊνην, Α. Πανταζόπουλον, Π. Τζορβάν και πολλούς άλλους».
Η κατηγορούσα αρχή έριξε στους τέσσερις πρωτεργάτες το κέντρο βάρους της διατυπωθείσας κατηγορίας και τον αντίστοιχο βαθμό ενοχής, άρα και το ύψος της ποινής,. Η έκδοση της απόφασης του Εφετείου δεν υπήρξε ομόφωνη. Την αθωωτική απόφαση τελικά φαίνεται ότι επηρέασαν ορισμένοι ξένοι προς τη δίκη παράγοντες, όπως η σύνθεση του Εφετείου Ναυπλίου και κάποιες πιέσεις πολιτικών προσώπων, τουλάχιστον κατά τον μεταγενέστερο ισχυρισμό του εισαγγελέα, Σ. Σωτηριάδη, και ορισμένες πληροφορίες που διαφαίνονται στην αλληλογραφία των δύο πρωταγωνιστών. Η διεξαγωγή της δίκης και η σχετική απόφαση –όπως ήταν εύλογο– απασχόλησε έντονα τον ελληνικό τύπο και την ελληνική κοινωνία, εκφράζοντας τη γενικότερη αντίθεση μεταξύ των υπερασπιστών της γλωσσικής και «ανορθωτικής» πολιτικής, και των συντηρητικών παραγόντων, οι οποίοι είδαν στα γεγονότα την έκφραση των κινδύνων κατά των παραδοσιακών αρχών.
Επίλογος
Η δίκη του Ναυπλίου υπήρξε το σημείο αναφοράς για μια κρίσιμη περίοδο της δημοτικιστικής κίνησης και του εργατικού-σοσιαλιστικού κινήματος στη νεότερη ιστορία της χώρας. Το αποτέλεσμα της δίκης υπήρξε αθωωτικό για όλους τους κατηγορηθέντες. Ωστόσο, η λειτουργία του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου του Βόλου είχε ήδη τελεσίδικα διακοπεί, η δράση των Εργατικών Κέντρων Βόλου και Λάρισας συνεχίστηκε με άλλες μορφές, και η ευκαιρία για την εμπέδωση και ολοκλήρωση των γλωσσο-εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων που επιχειρήθηκαν εκεί, παρήλθε χωρίς επιστροφή.
Υπό το πολίτευμα της «βασιλευόμενης δημοκρατίας» στην Ελλάδα, η υπόθεση των «Αθεϊκών» διαδραματίζεται την εποχή που σημαντικά γεγονότα σχετίζονται άμεσα με την ιστορική συνέχεια και εξέλιξή της, καθώς και με τους λόγους που οι έρευνες που αναφέρθηκαν στόχευαν και το εργατικό κέντρο Λάρισας. Ας μην ξεχνάμε το έργο και τη δολοφονία του Μαρίνου Αντύπα, την εξέγερση του Κιλελέρ και το συλλαλητήριο στη Λάρισα με τους τέσσερις νεκρούς.
Το παραπάνω κείμενο αποτελεί μέρος της εισήγησης εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια τριημέρου υπέρ των καταλήψεων, από πρωτοβουλία μελών της συνέλευσης για την οργάνωση των «γενεθλίων» από τις καταλήψεις Ντουγρού και Αντιδραστήριο στη Λάρισα.
Επιμέλεια: ΜanoRoco