Συγκεντρωτικό κείμενο των πρόσφατων δράσεων της ανοιχτής συνέλευσης για την κρατική δολοφονία του Κώστα Μανιουδάκη
Το παρόν κείμενο αποτελεί συνέχεια των κειμένων «Οι μπάτσοι δολοφόνησαν (και) τον Κώστα Μανιουδάκη»1 και «Εδώ και μήνες στους τοίχους του Μιλάνου αστράφτει μια αφίσα» 2.

Στις 11-12 Ιουλίου, η ανοιχτή συνέλευση για την κρατική δολοφονία του Κώστα Μανιουδάκη διοργάνωσε διήμερο με τίτλο «Οι κοινωνικοί αγώνες στο προσκήνιο». Η επόμενη ενότητα αποτελεί μέρος της εισήγησης της εκδήλωσης με τίτλο «Συγκάλυψη και δικαιοσύνη» 3.
Ως άτομα που «τρέχουν» τον αγώνα ενάντια στη συγκάλυψη της κρατικής δολοφονίας του Κωστή, επιλέξαμε να ανοίξουμε έναν διάλογο, για να συνεισφέρουμε την εμπειρία και τα συμπεράσματά μας. Στο ίδιο τραπέζι με τους αγώνες του σήμερα, που μπορεί να «σίγησαν» αλλά δεν έχουν παροπλιστεί, από τα Τέμπη ως την Πύλο. Με το βλέμμα στους αγώνες του αύριο απευθυνόμαστε στον κόσμο που αγωνίζεται, για να φέρουμε και πάλι τους κοινωνικούς αγώνες στο προσκήνιο.
Τα Τέμπη, η Πύλος, η κρατική δολοφονία του Κώστα Μανιουδάκη, παντελώς διαφορετικά περιστατικά, αναγνωρίζουμε πως έχουν κοινή ρίζα: Είναι προϊόντα της κοινωνικής αναδιάρθρωσης που επιχειρείται τα τελευταία χρόνια, για την εξασφάλιση της κερδοφορίας των από πάνω, και τη συρρίκνωση της ζωής των από κάτω.
Με την συγκάλυψη των εγκλημάτων αυτών δεν επιχειρείται απλά η απόκρυψη των ευθυνών κάποιων φυσικών προσώπων. Σαφώς συμβαίνει και αυτό. Ακόμα, δεν πρόκειται απλά για μια απόφαση με πρακτικό αντίκρισμα, ούτε για έναν λανθασμένο επιχειρησιακό χειρισμό ανθρώπων που κατέχουν εξουσία, σε μια στιγμή έκτακτων γεγονότων. Αν ήταν έτσι, η αποκάλυψη της αλήθειας θα ήταν αρκετή για να ανατρέψει την κατάσταση. Όμως εδώ η συγκάλυψη δεν πολεμάει την αλήθεια, αλλά τη φωνή, το ανάστημα και τον αγώνα της κοινωνίας. Ίσα ίσα που χρειάζεται την αλήθεια σε λανθάνουσα κατάσταση: Καθένας να γνωρίζει ή να υποψιάζεται τι έχει συμβεί, αλλά να μην τολμά να γυρέψει δίκιο. Κάπως έτσι, αυτό που αποκαλείται συγκάλυψη, αποτελεί στην ουσία μια επιθετική αναδιατύπωση της πραγματικότητας, με πρωταρχικό σκοπό την επίδειξη της υπεροχής των κυρίαρχων, και τη διατήρηση της ολοκληρωτικής επίθεσης στην καθημερινότητα των από κάτω.

Η Μνήμη ως Πράξη Αντίστασης
Η μνήμη δεν είναι μία απλή αποθήκη γεγονότων. Είναι δράση. Έχει παρελθόν, παρόν και μέλλον. Εκτός από μια απλή αναδρομή προς τα πίσω, αποτελεί ένα ακόμα πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στην κοινωνία και την εξουσία: Από τη μία, η κοινωνική απαίτηση για δικαιοσύνη και αλήθεια· από την άλλη, η προσπάθεια να «ξεχαστούν» το γεγονότα, να απονευρωθεί το νόημά τους, και η ιστορία να γραφτεί όπως βολεύει τους από τα πάνω. Η μνήμη, όπως και η λήθη, είναι κάθε άλλο παρά ουδέτερες διεργασίες.
Ο έλεγχος της κοινωνίας είναι δομικό σημείο της εξουσίας. Η λήθη επιστρατεύεται, όχι ως φυσική φθορά του χρόνου, αλλά ως μεθοδευμένη, κατασταλτική στρατηγική. «Επιλέγει» τι θα μείνει και τι θα διαγραφεί, αποτελώντας τη δεύτερη πράξη του εγκλήματος: Προκύπτει από μεθοδευμένες ενέργειες του κράτους ώστε να μην υπάρξει «μνήμη», να μην υπάρξει «ένοχος» ή να μην είναι το κράτος ο ένοχος, να συνεχίσει η ζωή σαν να μην έγινε τίποτα, να μην ταραχτούν τα λιμνάζοντα νερά του εφησυχασμού. Η ευθύνη υποβαθμίζεται, το τραύμα απομακρύνεται από τη δημόσια σφαίρα, ώστε να «κλείσουν» γρήγορα οι πληγές, να χαθούν πίσω από αναφορές σε «ανθρώπινη τραγωδία/μεμονωμένο λάθος/ατύχημα/κακιά στιγμή»· πίσω από «ατομικές υποθέσεις που δεν αφορούν την κοινωνία». Και όταν η συλλογική μνήμη διαγράφεται, οι αγώνες χάνουν τα κοινωνικά ριζώματά τους, και οι αντιστάσεις του μέλλοντος, φτωχότερες, χάνουν σημαντικά σημεία σύνδεσης με το παρελθόν.
Η λήθη, λοιπόν, αποτελεί συχνά ένα εργαλείο εξουσιαστικής επιβολής. Κάθε φορά που το κράτος μιλά για «επανεκκίνηση», «βελτίωση», «συγχώρεση», στην πραγματικότητα μας καλεί να ξεχάσουμε. Η επανεκκίνηση του τρένου, για παράδειγμα, οι δημόσιες συγγνώμες χωρίς ουσία, οι αποσπασματικές διώξεις, δεν είναι τίποτα άλλο από μια πολιτική του «να τελειώνουμε». Η λήθη, έτσι, εκτός από «θεραπεία», παρουσιάζεται και ως προϋπόθεση ειρήνης, από τους ίδιους που έχουν κηρύξει τον πόλεμο στην κοινωνία.
Το να θυμάσαι, σε μια κοινωνία που καλείται να ξεχάσει, είναι αντίσταση. Άνθρωποι, συλλογικότητες, κοινότητες γίνονται ζωντανοί φορείς της ιστορίας. Η συλλογική μνήμη είναι αυτή που κρατά το γεγονός ενεργό, πολιτικό και επίμονο. Η μνήμη ζει στους δρόμους, στις φωνές των διαδηλώσεων, στα πανό, τις αφίσες, τα κείμενα, τις μαντινάδες, που αρνούνται να επιτρέψουν να πέσει «σιγή» επάνω στους νεκρούς. Οι πορείες, τα συνθήματα, οι καταλήψεις δεν είναι απλώς εκδηλώσεις πένθους, αλλά πράξεις κοινωνικής ανάκτησης του νοήματος.
Η συλλογική μνήμη είναι αυτή που δημιουργεί τη συνέχεια ανάμεσα στον θάνατο και τη ζωή. Μετατρέπει την απώλεια σε συλλογικό τραύμα που ζητά λόγο, δικαιοσύνη και πράξη. Είναι φορτισμένη με αντιστάσεις και με την υπόσχεση πως δεν θα επιτρέψουμε να επαναληφθεί το έγκλημα. Το «να μην ξεχαστεί» δεν είναι απλώς σύνθημα, είναι θέση μάχης.

Και επιτέλους, να μετατρέψουμε το τραύμα σε ουλή.
Το πένθος, που διαδέχεται την απώλεια, είναι ένα κράμα καταστάσεων και συναισθημάτων στα οποία «εκτεθήκαμε», αναγνωρίσαμε και αντιμετωπίσαμε συλλογικά ως «σώμα» με αφορμή την κρατική δολοφονία του Κωστή. Αυτή η «έκθεση» στο πένθος της οικογένειας ήρθε με φυσικό τρόπο από το άνοιγμα του Αναστάση και την παρουσία του στη διαδικασία της συνέλευσης. Έτσι, το πένθος κατάφερε να διαχυθεί στο συλλογικό σώμα και αυτό ανέλαβε να το κοινωνικοποιήσει. Δεν σημαίνει πως όλα τα άτομα νιώθουμε το ίδιο ακριβώς συναίσθημα, στον ίδιο βαθμό ή τον ίδιο χρόνο. Το πένθος άλλωστε δεν βιώνεται με τον ίδιο τρόπο από όλα μας. Αυτό που συμβαίνει είναι πως συν-βιώνουμε μία κατάσταση, «την κάνουμε δική μας».
Αυτές οι διεργασίες έλαβαν τον χώρο και τη βαρύτητα που τους αναλογεί μέσα σε μία διαδικασία συλλογική, οριζόντια, ανοιχτή και με διάρκεια, που εξ ορισμού αρνείται την ιεραρχία, τη στιγμή που αγκαλιάζει τη διαφορετικότητα. Ακριβώς επειδή αποτελεί σημείο συνάντησης διαφορετικών οπτικών, έχει τη δυναμική πρώτα απ’ όλα να φανταστεί και στη συνέχεια να δώσει έναν πολυδιάστατο πολιτικό αγώνα.
Για να καταλάβουμε το συλλογικό πένθος ως εργαλείο αγώνα και αντίστασης, χρειάζεται να αναρωτηθούμε για τον τρόπο με τον οποίο «είθισται» να πενθούμε τους ανθρώπους μας: είτε πίσω από κλειστές πόρτες είτε μέσα σε εκκλησίες, πάντως σίγουρα μακριά από τον δημόσιο χώρο. Να γίνουμε αόρατες, να θρηνούμε βουβά. Όχι δημόσια κλάματα, όχι ξεσπάσματα. «Τριήμερο εθνικό πένθος». Μνημόσυνα και φωτογραφίες στον τοίχο. Αυτοσυγκράτηση και γρήγορη «ανάρρωση». Μελαγχολία και αποδοχή. Αποδοχή της απώλειας σαν κάτι που συνέβη στο παρελθόν και δεν βρίσκει καμία θέση στο παρόν ή το μέλλον. Αποδοχή ότι μας ενώνει περισσότερο ο θάνατος παρά η ζωή. Σαν μήτε η ζωή μήτε και ο θάνατος να μας ανήκουν. Ματαίωση.
Αυτές είναι οι νόρμες του κυρίαρχου αφηγήματος. Ένα πλαίσιο κανόνων και συμπεριφορών που αναπαράγει ανθρώπους αόρατους, απομονωμένους, με απενεργοποιημένες τις αισθήσεις ή έστω σε «λανθάνουσα κατάσταση». Τελικά, απαθείς. Ώστε να μπορεί «να ριζώσει ο φόβος, και να μην αφεθεί άλλη επιλογή στους από τα κάτω, πέρα από τη σιωπή, την παραίτηση και την αποδοχή της υποτίμησής τους».
Ο αγώνας ενάντια στη συγκάλυψη της κρατικής δολοφονίας του Κωστή ανέδειξε πως η συλλογικοποίηση του πένθους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανάλυση και τη θέση ενάντια στις κρατικές δολοφονίες. Όταν βρίσκονται σε διαλεκτική παράγουν μια τέτοια δυναμική, έναν συνολικό και πλήρη αγώνα που διεκδικεί στην πράξη τη σύγκρουση ακόμα και τη ρήξη με το κυρίαρχο καθεστώς.
Μια τέτοια δυναμική μπορεί να μοιράσει το φορτίο της απώλειας και του τραύματος έξω από τα στενά όρια της οικογένειας, και τελικά να το αλαφρύνει. Να δημιουργήσει στενούς δεσμούς, συντροφικούς και διαπροσωπικούς, ικανούς να γεφυρώσουν το κενό που αφήνει η μοναχική διαχείριση της απώλειας. Κι έτσι, να εναντιωθεί έμπρακτα στις πατροπαράδοτες συνήθειες που μας υποδεικνύουν το πένθος σαν μία ατομική δοκιμασία.
Μπορεί να αναζητήσει το δίκαιο έξω από την ασάφεια των φιλοσοφικών, ηθικολογικών ή θεολογικών συζητήσεων. Μπορεί να το διεκδικήσει ακόμα και έξω από τη «μόνη» σαφή επιλογή του απονευρωμένου νομοθετικού πλαισίου της αστικής δικαιοσύνης. Να μην εσωτερικεύει την οργή, αλλά να της δίνει φωνή και δρόμους για να εκφραστεί. Να κάνει το πένθος μας οργή.
Μπορεί να φανταστεί και να περιγράψει έναν κόσμο χωρίς καταπιεστές και καταπιεσμένα. Να επιμένει στις κινήσεις εκείνες που μπορούν να τον διεκδικήσουν.
Μπορεί να θέσει σε κίνηση τη μνήμη κάνοντάς τη συλλογική υπόθεση που, παραμένοντας ζωντανή, βρίσκεται σε ανοιχτό διάλογο με το παρελθόν και το μέλλον.
Μπορεί να μετουσιώνει τον θρήνο, την αγανάκτηση και τη μελαγχολία όχι σε ματαίωση, αλλά σε συνέπεια, εγρήγορση, ετοιμότητα, αποφασιστικότητα και επιμονή. Να ενεργοποιήσει την ευθύνη και τη διαθεσιμότητα.
Είναι η δυναμική εκείνη που μπορεί να βάλει ανάχωμα στη βία της σιωπής, της απομόνωσης και της παθητικής αποδοχής.
Να προτάξει την πολιτική της αντίστασης απέναντι στην πολιτική της βίας και του φόβου.
*

Με αφορμή τα 2 χρόνια από την κρατική δολοφονία του Κώστα Μανιουδάκη, προχωρήσαμε σε ένα 4ήμερο εκδηλώσεων 28-31 Αυγούστου, προκειμένου να «μην χαρίσουμε τίποτα στη λήθη». Περιλάμβανε πορείες γειτονιάς, προβολές, αφισοκολλήσεις, σπρέι και έκλεισε με το διετές μνημόσυνο του Κωστή. Διαδηλώσαμε σε γειτονιές και στο κέντρο των Χανίων. Είδαμε για μια ακόμη φορά, έμπρακτα, τη διάχυση και την αποδοχή του λόγου της ανοιχτής συνέλευσης επιβεβαιώνοντας ότι «το ξέρει όλη η πόλη – οι μπάτσοι δολοφόνησαν τον Κώστα Μανιουδάκη».
Στην κεντρική πορεία του Σαββάτου 30/08, που κατέληξε στο μπατσομέγαρο, η οικογένεια του Κωστή στάθηκε μπροστά στην κλειστή πύλη των φονιάδων με τη δύναμη και το θάρρος της φωνής της, με την συγκέντρωση να στέκεται ηχηρά στο πλευρό της. Από την πλευρά μας, επιμεληθήκαμε αισθητικά τα οχήματα της ΕΛ.ΑΣ. Αναλυτική ανταπόκριση του 4ημέρου θα δημοσιοποιηθεί το επόμενο διάστημα.
*
Η πρώτη δικαστική «αντιπαράθεση» της ανοιχτής συνέλευσης με τους δολοφόνους ήταν προγραμματισμένη για τις 22/09: 4 μέλη της συνέλευσής διώκονται γιατί λίγες ώρες μετά την πανελλαδική τοιχοκόλληση της αφίσας με τα ονόματα των μπάτσων, ζήτησαν τον λόγο από άτομο που τις έσκιζε. Εκ των υστέρων προέκυψε πως το άτομο αυτό ήταν ο Γεωργιάδης, που προχώρησε σε μηνύσεις στα συντρόφια, ύστερα από τη σύλληψή τους. Κατά τη προσφιλή τακτική των ένστολων οργάνων, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο να υποστηρίξει τις κατηγορίες, επικαλούμενος ασθένεια. Δίπλα μας βρέθηκε πλήθος αλληλέγγυου κόσμου, όπως και η οικογένεια του Κωστή. Η δίκη αναβλήθηκε για τις 28/01/2026.
*
Τον Απρίλιο, η οικογένεια Μανιουδάκη υπέβαλε υπόμνημα στην Εισαγγελία Εφετών ζητώντας να δοθεί τέλος στην 9μηνη καθυστέρηση, για να ξεκινήσει την κύρια ανάκριση. Εν τέλει ο αρμόδιος ανακριτής, Δημήτρης Μπαλαγιάννης, μετατέθηκε στο Ηράκλειο, χωρίς να ασχοληθεί με την υπόθεση. Η νομική διαδικασία παραμένει στον αέρα τη στιγμή που οι μπάτσοι-δολοφόνοι βρίσκονται κανονικά στις θέσεις τους, ένστολοι και ένοπλοι, χωρίς καμία απολύτως κύρωση.
ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ ΑΜΕΣΑ Η ΚΥΡΙΑ ΑΝΑΚΡΙΣΗ
ΝΑ ΤΕΘΟΥΝ ΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ ΟΙ ΜΠΑΤΣΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ
ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΛΙΑΝΙΔΑΚΗΣ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΜΟΣΧΟΥ & ΣΗΦΗΣ ΤΣΙΧΛΑΚΗΣ
ΚΑΜΙΑ ΔΙΩΞΗ ΣΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
ανοιχτή συνέλευση για την κρατική δολοφονία του Κώστα Μανιουδάκη
anoixti4kmanioudakis.noblogs.org
Σημειώσεις